Γράφει η Β. Χαμουδοπούλου – Κωνσταντινίδου, Ιστορικός
Ο «Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος» αγώνας του 1821 υπήρξε πνευματικά και κοινωνικά έργο κυρίως της Ορθόδοξης των Ελλήνων Εκκλησίας. Η Εκκλησία μας υπήρξε επί αιώνες (Βυζάντιο-Ρωμανία, Τουρκοκρατία) ευεργετική για το Ελληνικό Γένος, το οποίο, στη συζυγία του Ελληνισμού με το Ευαγγέλιο του Χριστού, απέκτησε τη νέα ταυτότητά του και συνέχισε να μεγαλουργεί με ζωογόνο και ανανεωμένη έκφραση. Ετσι το εθνικό φρόνημα, ως ελληνορθοδοξία, έξω από κάθε έννοια εθνικής αυτοέξαρσης, σώζεται διαχρονικά μέσα στον εκκλησιαστικό χώρο με την ελληνική γλώσσα, έχοντας ως Κέντρο τη Χριστιανική πρωτεύουσα του Οικουμενικού Ελληνισμού, την Κωνσταντινούπολη – Νέα Ρώμη.
Ο υπερεθνικός και υπερφυλετικός χαρακτήρας της Ορθοδοξίας συνέβαλε επίσης στην ανάπτυξη αδελφικών σχέσεων των Ελλήνων με τα άλλα ορθόδοξα Εθνη, κυρίως στη χερσόνησο του Αίμου, όπου συναναπτύχθηκαν αδελφά Εθνη με βάση όχι την καταγωγή ή τη γλώσσα αλλά την Ευχαριστιακή Τράπεζα. (Γεράσ. Κονιδάρης, «Η Ελληνική Εκκλησία ως πολιτιστική δύναμη, εν τη Ιστορία της Χερσονήσου του Αίμου», Αθήναι 1948).
Η «Εκκλησιαστικότητα» ταυτιζόμενη με την «αποστολικότητα» και την «πατερικότητα», χωρίς να παραγνωρίζει ό,τι υγιές και διαχρονικό προσφέρει η Επιστήμη, προσανατολίζει την καταξίωση των ανθρωπίνων επιτευγμάτων της Επιστήμης στην εν Χριστώ ζωή.
Η Ελληνορθόδοξη, σωτηριολογική παιδεία διαφοροποιείται ριζικά από κάθε δυτικού τύπου μορφή ανθρωπισμού (ουμανισμού), αφού το ανθρωπολογικό ιδεώδες της δεν είναι απλά ο λογικός ή σοφός άνθρωπος, αλλά ο «κατά Χάριν», ακόμα και αγράμματος Θεάνθρωπος, του οποίου η Πίστη δεν αποτελεί μια «θρησκευτική παιδεία», αλλά μία αποκαλυπτική-δυναμική «μόρφωση» φωτισμένη από το Ακτιστο, το απρόσιτο φως του Δημιουργού της Κτίσεως. Γι’ αυτό, τόσο ο σοφός όσο και ο αγράμματος άνθρωπος μπορούν, με τη δική τους θέληση και άσκηση, να γίνουν Αγιοι. Και βέβαια, η Εκκλησία και τα Μοναστήρια μας αποτελούν τους οδοδείκτες αυτής της υπέροχης πορείας, που στη σύζευξή της με την τελειότητα του αρχαίου Ελληνικού πνεύματος και της ελληνικής γλώσσας διαμόρφωσε επί της υπερχιλιετούς Αυτοκρατορίας και της Τουρκοκρατίας, το θαύμα του Ελληνικού πολιτισμού.
Το 1821 οι Ελληνες του Ελλαδικού χώρου είχαν αποφασίσει να κερδίσουν την ελευθερία τους θυσιάζοντας τα πάντα για να ελευθερωθούν ή να αποθάνουν («Ελευθερία ή Θάνατος»), αφού άλλα κινήματα στο παρελθόν είχαν αποτύχει. Οι πολεμικές τους επιτυχίες τα δύο πρώτα χρόνια της Επαναστάσεως άγγιξαν τα όρια του θαύματος.
Ο ιερός Κλήρος θαυματούργησε και στα πεδία των μαχών. Ομως δύο σοβαρά προβλήματα, εκτός βεβαίως των επιτακτικών υλικών αναγκών των Επαναστατών, προκάλεσαν την εκτροπή των ιδεολογικών και πολιτικών στόχων των Επαναστατών. Εχουμε ήδη αναφερθεί στο προηγούμενο μελέτημά μας, αναφορικά με το α΄ ήμισυ του 19ου αι., στις αντεγκλήσεις μεταξύ των στρατιωτικών και πολιτικών φορέων κατά την Επανάσταση, για το ποιοί θα έπρεπε να κυβερνούν, όπως και στην ανθελληνική στην ουσία ανάμειξη των Δυτικών δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας), στον ελληνικό Αγώνα, δια της ιδρύσεως ξενόφερτων πολιτικών κομμάτων.
Αλλωστε, η εισβολή από το τέλος του 18ου αιώνα του ξένου στην ελληνορθόδοξη παράδοση Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού στο χώρο της ελληνικής διανόησης, αλλά και στο χώρο των Κληρικών και των Μοναχών, είχε ως αποτέλεσμα το διχασμό της ενιαίας έως τότε ρωμαίικης συνείδησης. Οι Ελληνες Λόγιοι και Κληρικοί, οι θιασώτες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, ανανοηματοδοτώντας την πνευματική τους ζωή με αντιχριστιανικές πολλές φορές και κυρίως αντιεκκλησιαστικές τάσεις, πίστεψαν ότι το νεοσύστατο Κράτος έπρεπε να προσαρμοσθεί και να προοδεύσει σύμφωνα με τα Δυτικά «φώτα». Το «Lux ex Oriente» μεταβλήθηκε σε «Lux ex Occidente».
Και όμως, από τα πανάρχαια χρόνια οι ανατολικοί πολιτισμοί έδωσαν τα φώτα τους στην ανθρωπότητα. Εις δε τη Μικρά Ασία, μόνο ο Ελληνικός πολιτισμός άφησε στο πέρασμά του φιλοσοφία, φυσικές επιστήμες, ποίηση, αρχιτεκτονική, ανθρώπινες γνώσεις, στις οποίες οι ομολογητές Πατέρες της Εκκλησία ς μας θεμελίωσαν την αποκαλυπτική χριστιανική αλήθεια διαμορφώνοντας τη νέα ταυτότητα του Γένους των Ελλήνων.
Ομως τον Απρίλιο του 1204 η Βασιλεύουσα έπεσε στα χέρια των Φράγκων της Δ΄ Σταυροφορίας. Το χτύπημα αυτό ήταν τόσο δυνατό, που έκτοτε η Κωνσταντινούπολη «ήταν μια πόλη καταδικασμένη να χαθεί», Γλυκατζή – Αρβελέρ). Ομως το Γένος των Ελλήνων , τόσο μετά το 1204, όσο και μετά το 1453 δεν «θρησκειοποίησε» την βιωματική ορθόδοξη πίστη του. Την αναβίωση του ελληνορθόδοξου πολιτισμού ανέλαβε η Εκκλησιαστική ηγεσία του, η Εθναρχία, με πρώτο το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ο Κλήρος, οι Μοναχοί και το ευρύ Λαϊκό σώμα, διατήρησαν μετά το 1204 μόνιμη δυσπιστία έναντι της αλλοτριωμένης χριστιανικά Δύσεως και των μονίμων επεκτατικών διαθέσεών της προς την Ανατολή.
Υπήρχε επίσης η επίγνωση της μεταβολής του Πατριαρχείου της Παλαιάς Ρώμης σε παπικοκοσμικό κράτος με το εύλογο ερώτημα αν το Βατικανό μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως Χριστιανική Εκκλησία. Ετσι δημιουργήθηκαν οι «Ανθενωτικοί» ελληνορθόδοξοι ρωμηοί, που δεν πίστευαν στη βοήθεια της Δύσης έναντι της Οθωμανικής λαίλαπας. Αντίθετα κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν την ενότητα του Γένους τους με την ορθοδοξία και τη γλώσσα τους, παρά τους ομαδικούς ή ατομικούς κατά τόπους εξισλαμισμούς κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Οπως έχουμε ήδη αναφέρει ο Αγιος Κοσμάς ο Αιτωλός κωδικοποίησε στο κήρυγμά του αυτή την αλήθεια, ενισχύοντας συγχρόνως τα ελληνικά γράμματα με τη δημιουργία σχολείων.
Αντίθετα οι «Ενωτικοί» πίστευαν στις υποσχέσεις της «χριστιανικής» Δύσης για δήθεν στρατιωτική βοήθεια προκειμένου να σωθεί η Αυτοκρατορία από τους Οθωμανούς. Ομως οι Δυτικοί μειοδοτούσαν στο θέμα της πίστης με υποθετικά πολιτικά ή προσωπικά ανταλλάγματα γιατί για τους φραγκολατίνους το θέμα της πίστης δεν ήταν όπως στους ορθοδόξους στάση, τρόπος ζωής, αλλά θρησκευτική ιδεολογία υποκείμενη στους οποιουσδήποτε «ιστορικούς συμβιβασμούς». Οι Ενωτικοί μας κληροδότησαν το ευρωπαϊκό σύνδρομο, που γιγαντώθηκε τον 19ο αι. και το οποίο αλλάζοντας μορφές ισχύει μέχρι σήμερα.
Ο διχασμός μεταξύ Ενωτικών και Ανθενωτικών Λογίων, Κληρικών και Λαϊκών του Βυζαντίου/Ρωμανίας, θεμελιωμένος στο σχίσμα μεταξύ Δύσεως και Ανατολής του 1054, εκδηλώθηκε σοβαρά στην ψευτοσύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439) την οποία είχε προκαλέσει ο Πάπας της Παλαιάς Ρώμης προσκαλώντας στη Σύνοδο αυτή προσωπικότητες της Βυζ. Αυτοκρατορίας προκειμένου να υπογράψουν όλοι μαζί σύμφωνο ενότητας, πρό του Οθωμανικού κινδύνου, ενώ στην πραγματικότητα η συμφωνία αυτή στόχευε προς την παραδοχή του «πρωτείου» του Πάπα και εκ μέρους της ευρισκομένης σε κίνδυνο Ανατολικής Εκκλησίας.
Η συμφωνία αυτή ακυρώθηκε διότι δεν δέχθηκαν να την υπογράψουν ο Μητροπολίτης Εφέσσου Μάρκος Ευγενικός, που η θεολογική του εγρήγορση λειτούργησε ως καταλύτης για να μείνουν ανενέργητες οι αποφάσεις της «ενωτικής» Συνόδου. Επίσης δεν υπέγραψε ο Γεώργιος Σχολάριος (1405-1472), ο οποίος μετά την Αλωση ανέβηκε στον Πατριαρχικό θρόνο με το όνομα Γεννάδιος, ως Πατριάρχης (Εθνάρχης) του υποδούλου Ελληνισμού. Ακόμα απέσυρε την υπογραφή του ο Γεώργιος Γεμιστός, που πίστευε ότι ο Παπισμός απειλούσε την αξία του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού. Στα τρία αυτά πρόσωπα η αποστροφή προς τον πάπα ήταν κοινή, ο μεν Πλήθων διά της στροφής του προς την αρχαιότητα, οι δε Μάρκος και Γεννάδιος για τη διάσωση της ελληνικότητας μέσω της πατερικής ορθοδοξίας. Αλλωστε ο λαός της Βασιλεύουσας ανήκε στην πλειοψηφία του στους Ανθενωτικούς.
Η εμφάνιση της Μεταρρύθμισης ή Διαμαρτύρησης (1517) μεσούσης της Τουρκοκρατίας εγκαινίασε μία νέα τραγική αντίθεση στη θρησκευτική και πολιτισμική εξέλιξη των λαών της Δύσης, αλλά και μία δραματική «μετακένωσή» της στην τουρκική βαρβαρότητα. Ελληνικές περιοχές γίνονται θέατρο του ανταγωνισμού των Ρωμαιοκαθολικών και Προτεσταντών, για το ποιός θα εξασφαλίσει τη συμμαχία των Ορθοδόξων ενάντια στον αντίπαλό του.
Ομως το υπόδουλο Γένος των Ελλήνων ζούσε στις οργανωμένες κοινότητες και ενορίες του με Κέντρο τον Ορθόδοξο Ναό του διατηρώντας τη ρωμαίικη δυναμική του ελληνορθόδοξου ήθους του συνεχίζοντας την επί χιλιετία εμπειρία της «Βασιλείας εν Χριστώ τω Θεώ». Η ουράνια Δύναμη συνέχισε να κυριαρχεί στην εκκλησιαστική λατρεία, στα Μοναστήρια και στις προσευχές του: «Σώσον Κύριε τον λαόν σου…. Διά του Σταυρού σου πολίτευμα».
«Χριστέ ο Θεός ημών εύφρανον εν τη δυνάμει σου τους πιστούς βασιλείς (ή κυβερνήτες) ημών νίκας χορηγών αυτοίς κατά των πολεμίων, την συμμαχίαν έχοιεν την σήν όπλον ειρήνης, αήττητον τρόπαιον».
«Θεοτόκε Πανύμνητε… Χορήγει ουρανόθεν την νίκην, διότι έτεκες τον Θεόν μόνη ευλογημένη».
Ανάμεσα στα υπέροχα παρακλητικά, προφητικά λόγια μετάνοιας του Ψαλτηρίου οι πιστοί χριστιανοί μπορούσαν να διαβάσουν στον υπ΄αριθμ. 102 Ψαλμό του Ορθρου τα εξής:
«… Οτι κατά το ύψος του ουρανού, από της γης, εκραταίωσε Κύριος το έλεος αυτού επί τους φοβουμένους αυτόν». Με τη φράση αυτή ο ψαλμωδός σχηματίζει την κάθετο δοκό του Σταυρού και συνεχίζει «καθ’ όσον απέχουσιν ανατολαί από δυσμών, εμάκρυνεν αφ’ ημών τας ανομίας ημών», σχηματίζοντας την οριζόντια δοκό του Σταυρού . Σχηματίζει δηλαδή το σημείο του Τιμίου Σταυρού + εκατοντάδες χρόνια πριν ο Σταυρός γίνει το ιερό Σύμβολο της Χριστιανοσύνης.
Με την ψυχή αυτή έφθασε ο λαός μας στην Επανάσταση του 1821, γιατί όπως είπε ο γνωστός ιστορικός των πολιτισμών Arnold Toynbee: «ψυχή του πολιτισμού είναι ο πολιτισμός της ψυχής».
Η ψυχή αυτή φανερώθηκε στις απρόβλεπτες, παρά τις χρηματικές και οπλιστικές ελλείψεις, επιτυχίες των ξεσηκωμένων Ελλήνων, οι οποίοι όμως αναγκάστηκαν να δεχθούν τις ξένες επεμβάσεις μετά την Επανάσταση, κυρίως ένεκα της πολιτικής τους απειρίας. Ο Πατριάρχης του Νεοελληνικού Διαφωτισμού Αδαμάντιος Κοραής και ο Ιωάννης Καποδίστριας (ο πρώτος και δυστυχώς και τελευταίος ορθόδοξος Κυβερνήτης της Ελλάδος) είχαν προ της επαναστάσεως συμφωνήσει στο ότι ο ελληνικός λαός δεν ήταν ακόμα έτοιμος από πλευράς παιδείας και πολιτικής εμπειρίας να διαχειριστεί μόνος του τα τεράστια πολεμικά επιτεύγματά του.
Η από τον 17ο αι. πρόοδος των υποδούλων σε θέματα παιδείας, σχολείων αλλά και η αύξηση των Λογίων, των Ιεροδιδασκάλων και των Νεομαρτύρων, παράλληλα με την πρόοδο του εμπορίου και της ναυτιλίας δεν ήταν ικανά να διδάξουν τους πιεσμένους από τους κατακτητές ρωμηούς τους τρόπους μιάς αποδοτικής, δημοκρατικής και κυρίως πειθαρχημένης σε κρατικούς νόμους πολιτικής, ανάλογες με τις σύγχρονες τότε Ευρωπαϊκές απαιτήσεις. Αν ο γνώστης και μέγας διπλωμάτης Ι. Καποδίστριας είχε ολοκληρώσει το εποικοδομητικό έργο του στα 7 χρόνια για τα οποία είχε εκλεγεί, (αφού στα 3 ½ χρόνια, που πρόλαβε να κυβερνήσει, είχε θέσει υπό τον έλεγχό του ακόμα και τη δράση των Μισσιοναρίων Προτεσταντών), ιδίως ως προς την συγκρότηση των σχολείων, τα πράγματα θα ήσαν σε πιο στέρεα θεμέλια για τους ελεύθερους Ελληνες, που δυστυχώς έζησαν την άδικη και άνανδρη δολοφονία του, με αποτέλεσμα να πέσουν «εις Φράγκων χείρας», όπως φοβόταν ο σοφός Κυβερνήτης τους.
Στο μελέτημά μας αναφορικά με τα πολιτικά και πνευματικά γεγονότα του α΄. ημ. του 19ου αι. τονίσαμε την τεράστια σημασία του πραξικοπηματικού Αυτοκέφαλου της Εκκλησία ς της Ελλάδας από την Αντιβασιλεία του Οθωνα (1833) με πρωτεργάτες τον Προτεστάντη Μάουερ και κυρίως τον Αρχιμανδρίτη Θεόκλητο Φαρμακίδη (1784-1860). Τονίσαμε τη μεγάλη προσπάθεια του μεγαλύτερου θεολόγου του 19ου αι. Κωνσταντίνου Οικονόμου προκειμένου να ενώσει την ελλαδική Εκκλησία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο τελικά το 1850 παραχώρησε στην Εκκλησία της Ελλάδος τόμο Αυτοκεφαλίας σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες και επίσημες Συνοδικές αποφάσεις. Στις 23/7/1850 βασιλικό διάταγμα αντικατέστησε το ανεπαρκές καταστατικό της βίαιης Αυτοκεφαλίας του 1833 με τους κανόνες του Τόμου του 1850, του οποίου δύο ήσαν οι βασικές προϋποθέσεις:
Η Διοίκηση της Εκκλησίας να ασκείται κατά τους «θείους και Ιερούς κανόνες» των Οικουμενικών Συνόδων που δεν άφηναν περιθώρια προσθηκών ή αλλαγών και εκκοσμικευμένης διαχείρησης της διακονίας της Εκκλησίας μας.
Αποδέσμευση της Τοπικής Εκκλησίας από τον κρατικόν εναγκαλισμόν (ασφυκτικό στο Αυτ. του 1833), ώστε η Εκκλησία να ενεργεί «ελευθέρως και ακωλύτως» από πάσαν κοσμικήν επέμβασιν» στη διακονία και το ποιμαντικό της έργο και να διοικείται με δική της ευθύνη.
Ομως οι νόμοι Σ΄ και ΣΑ΄ του 1852, έργο κυρίως του Θεόκλητου Φαρμακίδη, ανέτρεψαν πολλούς από τους όρους του Τόμου του 1850 προκαλώντας εκκλησιαστικά προβλήματα με διατάξεις έξω από το πνεύμα της ορθοδοξίας, επιστρέφοντας πάλι την Εκκλησία μας στον πολιτειοκρατικό χαρακτήρα, περίπου παρόμοιο με το βίαιο Αυτοκέφαλο του 1833. Οπως θα πούμε παρακάτω η κατάργηση των νόμων Σ΄ και ΣΑ΄ έγινε το 1923!
Ο Θ. Φαρμακίδης ανήκε στην ιδεολογική θέση των Ενωτικών, πιστός στις αντιρωμαίικες θέσεις του Αδ. Κοραή, επηρεάζοντας αρνητικά την εκκλησιαστική πορεία της Ελλάδας. Υπήρξε περισσότερο πολιτικός παρά Θεολόγος. Οπως παρατήρησε ο Κ. Οικονόμος, «ο Φαρμακίδης ήταν Ιερομόναχος, εν Γοττίγγη της Γερμανίας επί διετίαν σπουδάσας, αλλ΄ εις ουδέν ανήκων μοναστήριον ή Εκκλησίαν και ουδεμίαν του Κράτους επισκοπήν». Εμεινε δηλαδή χωρίς εσωτερικό σύνδεσμο με την παράδοση της Εκκλησίας. Ο στόχος του ήταν η πολιτική διασφάλιση του ελληνικού κρατιδίου. Η απέχθειά του στην απολυταρχία της Ρωσίας, τον οδήγησε στη θεώρηση της πολιτικής της Ρωσίας ως ηγέτιδας του Πανσλαβισμού. Πράγματι η Ρωσία μετά τα μέσα του 19ου αι. έδειξε τη στροφή της προς τον Πανσλαβισμό. Ο Φαρμακίδης διακήρυσσε επίσης ότι ο τόμος του 1850 ένωνε τους ελευθέρους Ελληνες «μετά των υπό την Οθωμανικήν δεσποτείαν Ελλήνων», μη δεχόμενος τον ορθόδοξο χαρακτήρα του οικουμενικού εθνισμού, με τον υπερεθνικό-υπερφυλετικό του χαρακτήρα. Γι’ αυτό δεν πίστευε και στη Μ. Ιδέα, όντας πολέμιος του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως γνήσιος οπαδός του Κοραή. Δεν μπορούσε να δεχθεί ότι το Πατριαρχείο, δεμένο με την Ελλάδα θα απέβαινε ισχυρό στήριγμα του Ελληνισμού, όπως συνέβη κυρίως μετά το αντικανονικό Αυτοκέφαλο, αλλά και το σχίσμα των Βουλγάρων το 1870. Μετά από το βίαιο αυτό γεγονός οι Βούλγαροι έδειξαν τις πραγματικές τους προθέσεις εναντίον των ελληνόφωνων της Μακεδονίας και της Θράκης. Τότε φάνηκε η ανάγκη να στηριχτεί η Ελλαδική Εκκλησία στη «Μητέρα Εκκλησία» από την οποία είχε απομακρυνθεί η ορθόδοξη Βουλγαρία. Στις εισηγήσεις κυρίως του Θ. Φαρμακίδη στηρίχτηκαν οι αντιεκκλησιαστικοί νόμοι Σ΄ και ΣΑ΄ του 1852, όπως και τα επιχειρήματα του Βουλγαρικού Σχίσματος του 1870.