Είναι κτισμένή ανάμεσα σε Αγρίνιο και Καρπενήσι, στην τεχνητή Λίμνη των Κρεμαστών. Η ιστορία της Μονής Τατάρνας αρχίζει από τις αρχές του 12ου αιώνα. Τότε, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, πέρα από τον Αχελώο, στα βουνά του Βάλτου, ένας βοσκός μέσα στη νύχτα είδε ένα ζωηρό φως το οποίο έφεγγε σε έρημη περιοχή και το χάραμα εξαφανιζόταν. Την επομένη ο ίδιος βοσκός είδε και πάλι το φως, όπως έγινε και την τρίτη νύχτα. Για να εντοπίσει το σημείο όπου έβλεπε το φως, έμπηξε στη γη μια διχάλα. Ακούμπησε πάνω σε αυτή την γκλίτσα του, στόχευσε προς την κατεύθυνση όπου φαινόταν το φως και, όταν μάτι, γκλίτσα και φως μπήκαν στην αυτή ευθεία, σταθεροποίησε τη ράβδο. Την άλλη μέρα το πρωί εντόπισε το σημείο. Αφού πέρασε κολυμπώντας τον Αχελώο, έφθασε σε έναν τόπο γεμάτο βάτα. Ανάμεσα στα βάτα βρήκε μια εικόνα μικρή με τον Κύριο μετά την Αποκαθήλωση.
Στην τοποθεσία που βρέθηκε η εικόνα κτίστηκε το πρώτο μοναστήρι, το οποίο ονομάστηκε, άγνωστο γιατί, Τατάρνας ή Τετάρνας. Μάλλον σημαίνει -χωρίς να είναι και βέβαιο- τόπο συγκεντρώσεως πολλών ανθρώπων ή ζώων. Στα σερβοκροατικά, πάντως, σημαίνει τόπος με πλούσια βλάστηση.
Κατά τον 14ο αιώνα η μονή καταστράφηκε. Ωστόσο, το 1555 δύο μοναχοί, ο Μεθόδιος και ο Δαυίδ έφτασαν εδώ και άρχισαν να το κτίζουν εκ νέου. Σε αυτό βοήθησε και η συνθήκη του Τσαμασιού, που είχε υπογραφεί λίγα χρόνια πριν (1546) και έδωσε μια σχετική ανεξαρτησία στο Αρματωλίκι των Αγράφων. Έναν χρόνο αργότερα, το 1556, η μονή είχε κτιστεί, ενώ τον ίδιο χρόνο ο Οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος, με σωζόμενο σιγίλιο ανακήρυξε τη μονή σταυροπηγιακή και πατριαρχική. Στο σιγίλιο αυτό η μονή ονομάζεται Παναγία Φανερωμένη.
Μετά το 1580 θα πρέπει το Μοναστήρι να βοηθήθηκε πολύ από τον Σκαρλάτο, ο οποίος καταγόταν από τα Άγραφα. «Τα αποτομώτατα όρη των Αγράφων των εδικών μας, την ρίζαν και την πηγήν του μακαρίτου και περιβοήτου Σκαρλάτου έχουν», όπως θα έγραφε αργότερα Ευγένιος ο Αιτωλός. Ξενιτεύθηκε, πήγε στην Κωνσταντινούπολη και έγινε «σεϊτζής», δηλαδή διαχειριστής των δημόσιων φόρων, απ’ όπου απέκτησε τεράστια περιουσία: ένα εκατομμύριο χρυσά νομίσματα, εκτός του ακινήτου. Είναι ο πρόγονος των Μαυροκορδάτων και των Σκαρλάτων, ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας. Αυτός φρόντισε πολύ το μοναστήρι, που είχε ιδρυθεί «εις τας υπωρείας των Αγράφων», της πατρίδας του. Αυτός ανήγαγε σε περιωπήν την «Ιεράν Μονήν Παναγίας της Φανερωμένης τουπίκλην Τετάρνης», την εν τω Λευκοποτάμω.
Από τότε το μοναστήρι διαδραμάτισε σοβαρό ρόλο στην περιοχή. Σε αυτό το βοήθησε και η θέση του, δίπλα στο πέρασμα του γεφυριού της Τατάρνας, απ’ όπου υποχρεωτικά έπρεπε να περάσουν όσοι ήθελαν να πάνε για Βάλτο, Άγραφα ή και Θεσσαλία. Παροιμιώδης ήταν η φιλοξενία που παρείχαν οι μοναχοί τους οδοιπόρους. Ακόμα και σήμερα σχεδόν σε όλη τη Ρούμελη, όταν θέλουν να επαινέσουν κάποιον για τη φιλοξενία του, του λένε: «Τατάρνα το ’καμε το σπίτι του». Την ίδια περίοδο οι οπλαρχηγοί του Αρματωλικίου των Αγράφων και του Βάλτου είχαν το Μοναστήρι «πασά-κονάκι». Σώζονται ενθυμήσεις σε παλιά βιβλία για παραμονή εκεί του Κατσαντώνη (ο οποίος, μάλιστα, δώρισε μια μεγάλη ασημένια κανδήλα, αρίστης τέχνης, που σώζεται μέχρι σήμερα), του Ράγκου, του Λεπενιώτη, του Ανδρούτσου και του Καραϊσκάκη.
Πολλά επαναστατικά κινήματα ξεκίνησαν από εκεί. Ο ηρωικός Μητροπολίτης Λαρίσης Διονύσιος ο Φιλόσοφος, ο αποκαλούμενος από τους εχθρούς του Σκυλόσοφος, από το Μοναστήρι της Τατάρνας ξεκίνησε το 1601 την επανάστασή του. Γι’ αυτό το μοναστήρι καταστράφηκε από τους Τούρκους. Παρά τις καταστροφές, όμως, πάλι ξαναστηνόταν. Σώζονται δραματικές εκκλήσεις των πατέρων της μονής προς τους ηγεμόνες Μολδαβίας και Βλαχίας για βοήθεια. Εκεί μέσα εξιστορούνται τα δεινά της μονής και οι καταστροφές της από τους επιδρομείς. Ακόμα, μέσα στις επιστολές των διδασκάλων του Γένους Ευγενίου του Αιτωλού και του μαθητού του Αναστασίου του Γορδίου, φαίνεται καθαρά η αγωνία του μοναστηριού, oι θυσίες του για την ελευθερία, oι καταστροφές και oι διώξεις σε βάρος των μοναχών. Στο 1804 ερημώθηκε εντελώς για οκτώ μήνες, όταν 800 Αρβανίτες έμεναν εκεί καταστρέφοντας τα πάντα.
Ο ηρωικός Μητροπολίτης Λαρίσης Διονύσιος ο Φιλόσοφος, ο αποκαλούμενος από τους εχθρούς του Σκυλόσοφος, από το Μοναστήρι της Τατάρνας ξεκίνησε το 1601 την επανάστασή του
Όταν κηρύχτηκε η επανάσταση, οι μοναχοί, με επικεφαλής τον ηγούμενο Κυπριανό, πολέμησαν στο πλευρό του Ανδρούτσου στη μάχη του γεφυριού της Τατάρνας (η πρώτη της Επαναστάσεως). Πολέμησαν, επίσης, στο πλευρό του Καραϊσκάκη στη μάχη της Κορομηλιάς. Όλη η περιουσία του μοναστηριού, κινητή, ακίνητη, ποίμνια, χρήματα, διατέθηκε για τον αγώνα.
Από τους 50 μοναχούς που ζώστηκαν τα άρματα, μόνο δώδεκα έμειναν ζωντανοί και επέστρεψαν στη μονή, όπου άρχισαν και πάλι την ανοικοδόμηση, αφού για ακόμα μία φορά οι Τούρκοι το είχαν καταστρέψει.
Η πορεία της μονής
Το μοναστήρι ήταν ένα από τα πλέον πλούσια στην Ελλάδα. Είχε πολλά μετόχια και γύρω από αυτό πολλές εκτάσεις, στις οποίες καλλιεργούνταν ελιές και αμπέλια. Σιγά-σιγά, δεκάδες ήταν οι οικογένειες που έρχονταν έως εδώ και δημιούργησαν τον πρώτο οικισμό.
Είναι τέτοια η επιρροή του, που ακόμα και ο Αλή Πασάς ο Τεπελενλής έδωσε το 1810 «μπουγιουρδί» (άδεια) να χτιστεί ο Ιερός Μετοχιακός Ναός της Αγίας Τριάδος. Σώζεται ακόμη η άδεια με την ιδιόχειρη υπογραφή του στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Και η Γαληνοτάτη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου, η Βενετία, υπολόγιζε σοβαρά το μοναστήρι. Σε ένδειξη σεβασμού για τους αγώνες «της Nuestra Siniora di Tarne», χάρισε τέσσερα ασημένια άγια ποτήρια και ένα βαρύ ασημένιο θυμιατό, που μαρτυρούν έως σήμερα την ευγνωμοσύνη της. Ακόμα και χρυσό δουκάτο του δόγη Αλοΐσιο Μοντσενίγκο βρέθηκε στα ερείπια.
Επίσης, από τη μακρινή Ρωσία ήρθαν πλούσια δώρα, εικόνες, εγκόλπια και χειρόγραφα, πολλά από τα οποία σώζονται μέχρι τις μέρες μας.
Μετά την απελευθέρωση, και η Μονή Τατάρνας απειλήθηκε με διάλυση από τους Βαυαρούς του Οθωνα. Όταν οι μοναχοί πληροφορήθηκαν ότι από εκεί θα περνούσε ο βασιλιάς, φρόντισαν να τον συναντήσουν στη γέφυρα του Μανώλη, όπου του εξιστόρησαν τις θυσίες και τον αγώνα της μονής κατά των Τούρκων. Ο Όθωνας τελικά αποφάσισε να μη διαλυθεί το μοναστήρι και έδωσε σχετική άδεια για την αποκατάστασή του. Μάλιστα, τους έστειλε και Βαυαρό μηχανικό για τα σχέδια, τα οποία επίσης σώζονται ακόμα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους.
Νέοι αγώνες, νέα τρεχάματα. Έγινε, λοιπόν, έρανος σε όλη την επικράτεια. Το μοναστήρι πρόσφερε όλη του την οικονομική ικμάδα. Τζουμερκιώτες μάστοροι άρχισαν το 1841 να χτίζουν, αλλά νοτιότερα από το παλαιό. Τα χρόνια που ακολούθησαν δεν ήταν τα καλύτερα. Οι μοναχοί στράφηκαν κατά των κατοίκων για τα όρια των κτημάτων, ενώ πολλά ήταν τα κρούσματα κακοδιοίκησης.
Το χειρότερο ήρθε το 1963, όταν λόγω κατολίσθησης η μονή υπέστη μεγάλες καταστροφές. Αλλά και πάλι οι ζημιές αποκαταστάθηκαν. Σήμερα είναι μια δυναμική μονή στην οποία ο επισκέπτης μπορεί να προσκυνήσει τα τεμάχια αγίων λειψάνων: των αγίων Τρύφωνος, Χαραλάμπους, Ταρασίον Κων/πόλεως, Ακακίου Καυσοκαλυβίτου, Γερασίμου του εκ Μεγάλου Χωρίου, Παντελεήμονος, Ιωάννου Θεολόγου, Ιωάννου του Ελεήμονος, Ιακώβου του Πέρσου, Ελευθερίου Παταπίου, Ιωάννου του Κουκουζέλους, Θεοδώρου Στρατηλάτου, Πολυκάρπου Σμύρνης, Αντίπα Περγάμου, Γεωργίου Τροπαιοφόρου, Ιουλίττης, Παρασκευής, Νικολάου Καρπενησιώτου, Μηνά, Πέτρου Αλεξανδρείας, Ανδρέου του Πρωτοκλήτου, Μοδέστου Ιεροσολύμων, Αναστασίας Φαρμακολυτρίας, Ιωάννου του εκ Κονίτσης και άλλων.