Αρχική » «Οι πνευματικοί αγώνες των ελεύθερων Ελλήνων και των αλύτρωτων Μικρασιατών αδελφών τους» – (β΄ ήμισυ 19ου αιώνα)

«Οι πνευματικοί αγώνες των ελεύθερων Ελλήνων και των αλύτρωτων Μικρασιατών αδελφών τους» – (β΄ ήμισυ 19ου αιώνα)

από christina

 

 

Γράφει η Β. Χαμουδοπούλου – Κωνσταντινίδου, Ιστορικός

 

 

Ενας άλλος παράγοντας που βοήθησε στην παραδοχή των νόμων Σ΄ και ΣΑ΄ από ικανό αριθμό κληρικών και μέρους του Λαού ήταν και η επί των ορθοδόξων Ελλήνων επίδραση του Προτεσταντικού «ευσεβισμού».

Ο Χρήστος Γιανναράς στον Τόμο του «Ελευθερία του ΄Ηθους», εκδ.΄Ικαρος, 2002, σ. 164 κ. εξ. αναλύει τις έννοιες Πιετισμός-Ευσεβισμός, οι οποίες παραμέρισαν κάθε έννοια θεονομίας ή θεοκεντρικότητας οι οποίες στους ορθοδόξους εκφράζονταν ως ευσέβεια, δηλαδή πίστη στην αυθεντικότητα των Αγίων μας, ξένη προς κάθε έννοια φανατισμού ή μισσαλοδοξίας ταυτιζόμενες με τη «Μαγιά» του Μακρυγιάννη που έσωσε την Ορθοδοξία και το Γένος. Το πνεύμα του Ευσεβισμού επέβαλε ένα δικό του ανθρωπολογικό πρότυπο που ανταποκρινόταν στις ηθικίστικες συμβατικότητες της ανερχόμενης τότε αστικής κοινωνίας, της επηρεασμένης από τις πρακτικής φύσεως θέσεις των προτεσταντών Μισσιοναρίων. Διαφωτισμός και Ευσεβισμός επηρέασαν την ελληνική κοινωνία αντορθόδοξα προσανατολίζοντας τις συνειδήσεις σε νοητικά και κοινωνικά σχήματα ξένα προς τα ελληνορθόδοξα αντίστοιχα μεγέθη.

Εχοντας ως στόχο τον «χρηστό πολίτη», τον «καλό χριστιανό» που εκπληρώνει τα καθήκοντά του, χωρίς όμως να αναγεννάται μέσω της άκτιστης Χάρης, που οδηγεί στο διά «του Χριστού πολίτευμα». Ο Ευσεβισμός αυτός υποκατέστησε την μυστηριακή δύναμη της εκκλησιαστικής λατρείας, κυρίως μετά το πραξικόπημα του 1833. Μη έχοντας σχέση με τη χριστιανική ευσέβεια, ο Ευσεβισμός αποτελούσε «πρακτική ευσέβεια», έναν α-δογματισμό χάρη μιάς ηθικής σκοπιμότητας:  πρόοδο στις αρετές, εφαρμογή των ηθικών διδαγμάτων. Η χριστιανική Εκκλησία αντικαταστάθηκε από τους «κύκλους Μελέτης της Αγ. Γραφής». Κάθε πιστός μπορούσε να διευθύνει ένα τέτοιο κύκλο. Αυτό οδήγησε στο να υπάρχουν πολλές σχολές προτεσταντισμού (όπως συμβαίνει σήμερα στην Αμερική) και να δίνει στον πιστό κάποια ψευδοελευθερία εν Χριστώ. Η σωτηρία της ψυχής δεν είναι πλέον το γεγονός της Εκκλησίας, ούτε η ενότητα της κοινωνίας των προσώπων ως τρόπος υπάρξεως σύμφωνα με το παράδειγμα της ομοούσιας και αδιαίρετης Τριάδας. Ετσι χάνεται από την Ορθοδοξία το οντολογικό περιεχόμενο της Εκκλησίας ως αλήθειας, όπως και το γεγονός του ανθρώπου ως εικόνας Θεού. Επομένως καθίσταται αδύνατο στον άνθρωπο να μεταποιήσει τη φθορά σε αφθαρσία και τον θάνατο σε ζωή και Ανάσταση.

Ο Ευσεβισμός του Προτεσταντισμού προσφέρει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να δρα ως άτομο υπηρετώντας τις ατομοκεντρικές, συναισθηματικές και ψυχολογικές ανάγκες του. Η νοοτροπία του προτεσταντικού ευσεβισμού και του ρωμαιοκαθολικού πιετισμού επηρέασε πλήθος Ελλήνων λογίων και κληρικών, όπως και μέρος του λαϊκού σώματος. Σχηματίστηκαν έτσι, δύο ελληνισμοί, εξ αιτίας των οποίων επιβιώνει μέχρι των ημερών μας ο Εθνικός διχασμός.

Το μεγαλύτερο εμπόδιο στη δυτικοποίηση της Ορθοδοξίας αποτέλεσε τότε ο Μοναχισμός στον οποίον διασωζόταν η παράδοση των Προφητών και των Αποστόλων, οι οποίοι αποτελούσαν της καρδιά της Πατερικής παραδόσεως (π. Ι. Ρωμανίδη, «Το Προπατορικόν Αμάρτημα, Αθήναι 1989, σ. κδ΄). Το ησυχαστικό πνεύμα, η πνευματικότητα της Ορθοδοξίας είχε διασώσει το Ελληνικό Γένος στα Μοναστήρια σε όλες τις περιόδους της δουλείας του (Αραβοκρατία, Φραγκοκρατία, Τουρκοκρατία). Στο περιοδικό» ΑΘΗΝΑ» αρ. 152 (1834) ο Φαρμακίδης εντοπίζει την «ρίζα και την γένεσιν» του Μοναχισμού «εις τους αιρετικούς» και συνεχίζει  «Οι διασωθέντες μοναχοί [προφανώς μετά την διάλυση των Μοναστηριών το 1833] να περιορισθώσιν εις ολίγα μοναστήρια….να απομακρυνθούν όλως διόλου από τας πόλεις και προπάντων να μην παρακινούν νέους να ακολουθήσουν τον βίον των». Ομως το Μοναστήρι ήταν μία ακένωτη πηγή δύναμης και ζωτικότητας στην εμπειρική αναζήτηση της αλήθειας. Ο Μοναχισμός συνιστά την πεμπτουσία της Χριστιανικής πνευματικότητας και το συνεπέστερο μέτρο της εκκλησιαστικότητας. Μονές δεν έπαυσαν να ιδρύονται κατά την Φραγκοκρατία, αλλά και κατά την Τουρκοκρατία. Οι κοινότητες και οι ενορίες είχαν ως πρότυπο τη μοναστηριακή αδελφότητα. Γι’ αυτό ο λαός αισθανόταν πάντοτε ασφάλεια μέσα στα Μοναστήρια με την αλληλεγγύη, τις ποικίλες δραστηριότητες και την ανιδιοτέλεια.

Ομως κατά το β΄ ήμισυ του 19ου αι. μεγάλωσε το πνευματικό χάσμα μεταξύ της κρατικής εξουσίας και λαού και μειώθηκε το ενδιαφέρον για άσκηση και πνευματική ζωή. Μοναχοί διορίζονται σε θέσεις εφημερίων ενοριακών ναών ή στο επάγγελμα του καθηγητή των θρησκευτικών αυτονομημένων από την εκκλησιαστική διοίκηση και εντεταγμένων στις στοχοθεσίες του πολιτειακού οργανισμού.

Με δεδομένη την πνευματική και όχι μόνον κρίση των Μοναστηριών ενδιαφέρον παρουσιάζει η ιστορική πορεία του Αγίου Ορους, το β΄ ήμισυ του 19ου αι., όπου υπεισέρχονται φυλετικές αντεγκλήσεις με πρωτοστάτη τον ανερχόμενο επικίνδυνα Πανσλαβισμό, που προσπαθούσε να οικειοποιηθεί τον έλεγχο των Μονών της Αθωνικής Πολιτείας. Οι περιπέτειες του Αγίου Ορους προκάλεσαν επί πλέον επιπτώσεις στην πορεία του μοναχικού βίου σε όλο τον εθναρχικό χώρο στα Βαλκάνια. «Κανένας στο χρονικό αυτό διάστημα δεν εμόχθησεν εντατικά, για να δημιουργηθεί από την αρχή μία ελληνική μοναστική παράδοση αντάξια του ενδόξου παρελθόντος των Ορθοδόξων μονών». (Μακαριστού Χριστοδούλου, ως Μητροπολίτου Δημητριάδος, «ο Μοναχισμός εις την νεωτέραν Ελλάδα», Αθήναι 1977).

Σύμφωνα με τον Θ. Φαρμακίδη στον «Αντίτομό» του (ενάντια στον Τόμο του 1850 από το Οικ. Πατρ.), «…Ορμητήριον της εταιρείας του Πανσλαβισμού είναι το λεγόμενον (!) ΄Αγιον ΄Ορος, όπου υπάρχει καθιδρυμένον το σχολείον των αποστόλων του Πανσλαβισμού και ούτος δεν είναι μόνο Σλάβοι, αλλά και Ελληνες το Γένος».

Ηταν γνωστή τότε η αντίθεση των δυτικιζόντων Ελλήνων απέναντι στο Αγιο Ορος, με την πανάρχαια ελληνορθόδοξη παράδοση. Συνεχίζοντας ο Φαρμακίδης γράφει ότι η διεύθυνση της Εταιρείας των Πανσλαβιστών του λεγομένου Αγίου Ορους είχε έδρα της την Κωνσταντινούπολη: «Εκεί οδηγήθηκαν και τα ευσεβή και ευσυνείδητα αυτών μέλη εις την κατασκευήν του ιερωτάτου συνοδικού Τόμου».

Στο πολύτιμο σύγγραμά του «Σχέσεις και Αντιθέσεις, Ανατολή και Δύση στην πορεία του Νέου Ελληνισμού», ο αοίδιμος π. Γεώργιος Μεταλληνός (+ 2019), εκδ. Ακρίτας, 1988, σ.95, αναφέρεται στον ΑΓΙΟ ΝΕΚΤΑΡΙΟ, ο οποίος στην κρίσιμη εκείνη εποχή για τα Μοναστήρια επιβεβαίωσε με αυτοθυσία το γεγονός ότι η πατερική, ησυχαστική παράδοση συνεχιζόταν και συνεχίζεται αδιάκοπα στην Ορθοδοξία. Ο πατήρ Μεταλληνός θεωρεί ότι ο θαυματουργός Αγιος Νεκτάριος (1846-1920) σφράγισε με την αυθεντική χριστιανική προσωπικότητά του το β΄ ήμισυ του 19ου – αρχές 20ού αι., ως ασκητικό πρότυπο και ως Νεοπατέρας της Εκκλησίας μας. Τα ίχνη της ευλογημένης πορείας του: Θράκη, Πόλη, Χίος, Αθήνα, Αίγυπτος, Αγιο Ορος, Ελεύθερη Ελλάδα αποτελούσαν τότε τα ιστορικά όρια του Ελληνισμού. Γιατί ο μέγας αυτός Αγιος του νεωτέρου και σύγχρονου Ελληνισμού έζησε στα χρόνια εκείνα του δραματικού πνευματικού-πολιτικού και κοινωνικού διχασμού και της πενίας, σύμφωνα με τις ευαγγελικές εντολές του Υιού και Λόγου του Θεού: «και ος εάν θέλη υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος». (Μαρκ. Ι, 44). Ο Αγιος Νεκτάριος εκπροσώπησε τη ρήση του Ι. Χρυσοστόμου «αρκεί εις άνθρωπος ζήλω Θεού πεπυρωμένος ολόκληρον διορθώσασθαι δήμον». Ο χώρος δεν μας επιτρέπει να παραθέσουμε τη βιογραφία του Αγίου, ο οποίος, πριν δικαιωθεί, δοκιμάστηκε και υπέστη τα πάνδεινα εξ αιτίας της πνευματικής υπεροχής του, της ταπεινοφροσύνης του και της τεράστιας ψυχικής του αντοχής.

 

Στο εμπεριστατωμένο δισέλιδο άρθρο του ελλόγιμου κ. Πάνου Ευαγγέλου στην «Κιβωτό της Ορθοδοξίας» (φύλλο 182/13-2-2020) με τίτλο «100 χρόνια από την Κοίμηση του Αγίου Νεκταρίου», εκτίθενται τα κυριότερα γεγονότα της ζωής και του έργου του Αγίου ως διδασκάλου, μοναχού, διακόνου, Επισκόπου Πενταπόλεως Λιβύης, ιεροκήρυκα, εξαιρετικά λαοφιλούς, ελεήμονα και Διευθυντού της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής, που είχε ιδρυθεί το 1844 με την περιουσία των αδελφών Μάνθου και Γεωργίου Ριζάρη. Το μεγάλο όραμα του Γεωργίου Ριζάρη ήταν η πνευματική και μορφωτική εξύψωση του Ιερού Κλήρου, ισότιμη με εκείνη της Χάλκης. Ενας από τους κύριους συμβούλους του Γεωργίου Ρ. ήταν ο Κωνσταντίνος Οικονόμου. Η Ριζάρειος Σχολή πέτυχε τότε περισσότερα από εκείνα που ανέπτυξε η Θεολογική Πανεπιστημιακή Σχολή, που ιδρύθηκε το 1837 και στην οποία τα πρώτα χρόνια δεν υπήρχαν για να διδάξουν καθηγητές και κυρίως δεν εγγράφονταν φοιτητές. Αντίθετα η Ριζάρειος υπήρξε κιβωτός του Γένους και πνευματική μήτρα αναγεννήσεως της εκκλησιαστικής ζωής.

Ο πρώτος Διευθυντής της Σχολής ήταν ο Αρχιμ. Μισαήλ Αποστολίδης, Καθηγητής του Πανεπιστημίου και Μητροπολίτης Αθηνών (  1862).

Ο Αγιος Νεκτάριος ήταν ο 9ος κατά σειράν Διευθυντής της Ριζαρείου επί 14 έτη (1894-1902), συμβάλλοντας τα μέγιστα στην άνοδο του επιπέδου της Σχολής, ως υποδειγματικός παιδαγωγός με το ήθος του, την ταπεινοφροσύνη του, το συγγραφικό του έργο και τη συνειδητή πενία του, όπως και την καθαρά ασκητική και πατερική νοοτροπία του: Μια μέρα δίδαξε χωρίς υποδήματα στην τάξη, επειδή τα είχε χαρίσει σε κάποιο φτωχό που του είχε ζητήσει χρήματα για να αγοράσει υποδήματα.

Ως Διευθυντής της Ριζαρείου είχε επισκεφθεί το Αγιο Ορος (1898), όπου ενισχύθηκε η επιθυμία του να δημιουργήσει ένα Μοναστήρι, έναν «Εκκλησιαστικό Παρθενώνα» όπως έλεγε. Οταν εγκαταστάθηκε στην Αίγινα προχώρησε στη δημιουργία Μεγάλου Μοναστηριού σε χώρο που είχε επισημάνει από το 1904. Το Μοναστήρι μεγάλωσε γρήγορα με τη βοήθεια προσκυνητών που είχαν αρχίσει να συρρέουν από όλη την Ελλάδα.

Ομως τον ταλαιπώρησε πολύ η υγεία του. Στις 9/11 του 1920 κοιμήθηκε στο Αρεταίειο νοσοκομείο Αθηνών, όπου στον β΄ όροφο του νοσοκομείου το δωμάτιο του Αγίου Νεκταρίου έχει μετατραπεί σε μικρό ναό που κοσμείται με εικόνες του Αγίου και τάματα πιστών για την ανάρρωση των συγγενών τους.

Σε μια εποχή πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής (πτώχευση 1893) και εθνικής (ελληνοτουρκικός πόλεμος 1897) αναταραχής, ο Αγιος Νεκτάριος, εις πείσμα των καιρών, επέμεινε στην άσκηση και τη λατρεία μεταχειριζόμενος την Πανεπιστημιακή παιδεία του, ως απλό στοιχείο του οπλισμού του για τη διευκόλυνση του ποιμαντικού, παιδαγωγικού και λίαν αξιόλογου συγγραφικού έργου του. Εκτός από τις Μονές του Αγίου Ορους, οι Μονές της Χίου, με τον κοινοβιακό βίο τους είχαν επηρεάσει τον Αγιο ως πρότυπο για τη Μονή της Αγίας Τριάδας στην Αίγινα.

«Μέσα από τον Αγιο Νεκτάριο η χάρη του Θεού διατήρησε τα ζώπυρα της ησυχαστικής παράδοσης που έφεραν την αναγέννηση της αυθεντικής ορθόδοξης παράδοσης μέσα στον 20ό αι.,» (π. Γεωργίου Μεταλληνού έ.α σελ 105).

Στις 2 Σεπτεμβρίου 1953, πραγματοποιήθηκε η ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου στην Αίγινα.

Εκτιμούμε ότι, αφού η Ορθόδοξη πίστη δεν αντιποιείται ούτε αρνείται την εκ της επιστήμης και τεχνολογίας ανάπτυξη, θα μπορούσαν οι ελεύθεροι Ελληνες του 19ου αι., να εκσυγχρονισθούν σύμφωνα με τα Ευρωπαϊκά εξελιγμένα πρότυπα, χωρίς να απομακρυνθούν (κυρίως οι κυβερνήσεις τους) από την πολύτιμη πνευματική ενότητα της ανεκτίμητης πατερικής ελληνορθόδοξης πορείας τους, οδηγώντας οι ίδιοι την αλλοτριωμένη χριστιανική Δύση στην αληθινή ευαγγελική λατρεία. Εάν η Εκκλησία είχε προχωρήσει σύσσωμη, με θεμέλιο τα πατριαρχικά αιτήματα της κανονικής Αυτοκεφαλίας του Πατριαρχικού Τόμου του 1850 και όχι των «Φαρμακίδειων» πολιτειοκρατικών νόμων Σ΄ και ΣΑ΄ του 1852, δεν θα είχε επισυμβεί η υποτίμηση του Μοναχισμού. Αλλά την εποχή εκείνη είχε νικήσει ο Εθνοκεντρισμός για να διασπασθούν τα Βαλκάνια σε κράτη, με βάση τη γλώσσα τους, μακριά από την πνευματική ενότητα της Ορθοδοξίας. Το όνειρο των ελευθέρων Ελλήνων να ενωθούν με το αρραγές πνευματικό μέτωπο των αλύτρωτων αδελφών, τους φαινόταν όλο και πιο απόμακρο.

Η αδυναμία χαράξεως καθολικής εθνικής προοπτικής θα μείνει έκτοτε η πιο ολέθρια αδυναμία μας ως Νεοελλήνων. Αλλωστε εκτός από το «διαίρει και βασίλευε» της Δύσεως υπήρχε και η απειλητική άνοδος του Πανσλαβισμού.

Το 1860 κοιμήθηκε ο Θ. Φαρμακίδης. Η κοίμησή του σηματοδότησε τη δεκαετία του 1860 στην οποία αποκαλύφθηκαν οι εθνικιστικοί στόχοι του Πανσλαβισμού δικαιώνοντας τον Φαρμακίδη, του οποίου το ενδιαφέρον είχε επικεντρωθεί στα Βαλκάνια, χωρίς όμως το ενδιαφέρον αυτό να τον οδηγήσει σε αποτελεσματικές για την πατρίδα του ενέργειες.

Το κίνημα των πανσλαβιστών εμφανίστηκε φανερά στη Ρωσία, μετά τα μέσα του 19ου αι., μετά την ήττα της στον Κριμαϊκό πόλεμο (1853-1856), οπότε η Ρωσία έγινε προστάτιδα των Ορθοδόξων σλαβικών λαών και ιδιαίτερα των Βουλγάρων, τους οποίους η Ρωσία άρχισε να μεταχειρίζεται ως όργανό της στις επεκτατικές της προσπάθειες. Οι Βούλγαροι εθνικιστές κατηγορώντας τον ελληνικό Κλήρο για οικονομική και πολιτισμική καταπίεση επιθυμούσαν Αυτοκεφαλία. Το Πατριαρχείο όμως ήθελε να την αποτρέψει. Ομως ο πρέσβυς της Ρωσίας Ιγνάτιος στην Κωνσταντινούπολη πίεζε την Οθωμανική κυβέρνηση να λύσει η ίδια αυτό το ζήτημα, αγνοώντας το Πατριαρχείο. Πράγματι, με το σουλτανικό φιρμάνι της 27ης Φεβρουαρίου 1870 συστάθηκε η αυτόνομη βουλγαρική Εκκλησία, η γνωστή «εξαρχία», η οποία απέκτησε δικαιοδοσία στην περιοχή του Δούναβη, του Αίμου, και της Βόρειας Θράκης. Μέρη στα οποία υπήρχαν και ελληνικοί πληθυσμοί. Σύμφωνα με τις διατάξεις της εξαρχίας οι Βούλγαροι σοβινιστές θα μπορούσαν να επιδοθούν σε κάθε είδους πιέσεις για να προσελκύουν βίαια ορθοδόξους πιστούς και να τους αποσπούν από το Πατριαρχείο. Το εκκλησιαστικό Σχίσμα της ορθόδοξης Βουλγαρίας προκάλεσε το 1872 μία Μεγάλη Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, η οποία καταδίκασε τον φυλετισμό στην Εκκλησία και κήρυξε σχισματικούς τους Κληρικούς και τους οπαδούς της Βουλγαρικής εξαρχίας. Το Πατριαρχείο εστίαζε την προσοχή του στην ομοιογένεια της πίστης και όχι στις γλωσσικές διαφορές του πληρώματός του. Η θέση αυτή κατηγορήθηκε από τον αθηναϊκό εθνοκεντρισμό, διότι δήθεν εκπροσωπούσε το στενό φαναριώτικο θρησκευτικό και κοσμοπολίτικο οικουμενικό πνεύμα.

Κατά το β΄ ήμισυ του 19ου αι., επίλεκτοι εκπρόσωποι του Ελληνικού Λαού συνέχισαν να βοηθούν αποτελεσματικά στην ενδυνάμωση της λαϊκής αστικής και αγροτικής ψυχής διά του χριστιανικού κηρύγματος. Η «λαϊκή κηρυγματική» ήταν γνωστή και κατά τους Βυζαντινούς χρόνους και κυρίως κατά την Τουρκοκρατία.

 

 

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ