Εγκύκλιο εξέδωσε ο Μητροπολίτης Δρυινουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης κ. Ανδρέας για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου και τον εορτασμό της τονίζοντας οτι το Έπος του 1940 – 41 συνεχίζει να λάμπει στο στερέωμα. Και να μας δείχνει τον δρόμο. Τον δρόμο που οδηγεί στο μεγαλείο και στην δόξα, και που θα συνεχίσει να φωτίζει ολόκληρη την Οικουμένη».
Αναλυτικά η εγκύκλιος:
-Α-
Στήν τρισχιλιόχρονη ἱστορία του, τό Ἑλληνικό Ἔθνος δέν βρέθηκε τόσο ἑνωμένο – σάν «μιά γροθιά» – ὅσο τήν στιγμή, πού «ὑποβρύχιο ἀγνώστου ἐθνικότητος» ἐτορπίλλισε, στό λιμάνι τῆς Τήνου, τό εὔδρομο τοῦ Πολεμικοῦ μας Ναυτικοῦ «ΕΛΛΗ», πού βρισκόταν ἐκεῖ, γιά νά ἀποδώσῃ τιμές στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, κατά τήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεώς Της, στίς 15 Αὐγούστου 1940.
Ἡ Κυβέρνηση, θέλοντας νά διατηρήσῃ τήν οὐδετερότητά της, ἐχαρακτήρισε τό ὑποβρύχιο «ἀγνώστου ἐθνικότητος». Κι’ αὐτό, ἐνῷ κρατοῦσε στά χέρια της τά θραύσματα τῶν τορπιλλῶν, πού ἔδειχναν τήν ταυτότητα τοῦ πλοίου – δολοφόνου: ΙΤΑΛΙΚΗ!
-Β-
Ἀλλά τό ἔνστικτο τοῦ Λαοῦ μας κατάλαβε ἀπό την πρώτη στιγμή τήν πραγματικότητα. Καί κρύβοντας τόν πόνο του γιά τό πρωτοφανές ἐκεῖνο ἀνοσιούργημα, πίστευε ἀκράδαντα, ὅτι σύντομα θά ἔδινε τήν ἀπάντηση στούς θρασεῖς τολμητίες ἡ ὑβρισμένη «Παναγία τῆς Τήνου».
Ἔτσι, δέν ἦταν καθόλου παράξενο, ὅτι ὅταν τό πρωΐ τῆς 28ης Ὀκτωβρίου 1940, οἱ σειρῆνες ἀνήγγελλαν τήν ἐπίθεση τῆς φασιστικῆς Ἰταλίας ἐναντίον τῆς Χώρας μας, καί οἱ καμπάνες τῶν Ἐκκλησιῶν καλοῦσαν τόν πληθυσμό σέ προσευχή, ὁ Λαός μας ξεχύθηκε στούς δρόμους, γιά νά διαδηλώσῃ τήν ἀπόφασή του ἤ νά ζήσῃ ἐλεύθερος ἤ νά πεθάνῃ γιά τήν Ἑλλάδα τήν πολυαγαπημένη Πατρίδα του.
-Γ-
Κι’ ἐνῷ ὁ Λαός ἐπανηγύριζε στούς δρόμους τῆς Ἀθήνας καί τῶν μεγάλων πόλεων, κι’ οἱ φαντάροι μας «μέ τό χαμόγελο στά χείλη» βάδιζαν γιά τό Μέτωπο, οἱ Ἕλληνες, ὅλοι οἱ Ἕλληνες, ἔμεναν ἑνωμένοι κάτω ἀπό τήν ἄξια Ἡγεσία ἐκείνων τῶν καιρῶν. Ἡγεσία: πολιτειακή, πολιτική, στρατιωτική καί ἐκκλησιαστική. Ἐπί κεφαλῆς τοῦ Κράτους, ὁ Βασιλεύς Γεώργιος ὁ Β΄ ˙ Πρωθυπουργός ὁ Ἰωάννης Μεταξᾶς ˙ Ἀρχιστράτηγος, ὁ Ἀλέξανδρος Παπάγος. Καί Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, ὁ ἀπό Τραπεζοῦντος Χρύσανθος Φιλιππίδης.
-Δ-
Πραγματικά. Μιά Ἡγεσία ἀντάξια τῶν περιστάσεων, πού εἶχε ἔγκαιρα προετοιμάσει τό Ἔθνος, καθώς ὁ ὁρίζοντας στην Εὐρώπη εἶχε θολώσει καί εἶχε ἤδη ἀρχίσει, ἀπό τήν 1η Σεπτεμβρίου 1939, ὁ Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Ἡ τότε Κυβέρνηση καί οἱ Ἡγήτορες τοῦ Στρατοῦ, σιωπηλά καί ἀθόρυβα, εἶχαν λάβει τά κατάλληλα μέτρα, ἐν τῷ μέτρῳ βεβαίως τοῦ δυνατοῦ, γιά τήν ἀντιμετώπιση τοῦ ἐχθροῦ, ὁ ὁποῖος, ἄλλωστε, δέν ἔκρυβε τίς προθέσεις του. Καί ἡ Ἐκκλησία, ὑπό τήν Ἡγεσία τοῦ μεγάλου ἐκείνου Ἀρχιεπισκόπου Χρυσάνθου, σκέπασε στοργικά κάτω ἀπό τίς φτεροῦγες της, «ὡς ἡ ὄρνις τά νοσσία ἑαυτῆς», τόν Λαό καί τόν Στρατό, ἀποδεικνύοντας γιά μιά ἀκόμη φορά, τήν μεγάλη ἀξία πού ἔχει ἡ ἑνότητα τῆς Πίστεως, καί ἡ συναλληλία Πολιτείας καί Ἐκκλησίας.
-Ε-
Ἔτσι ἁπλᾶ, ἀλλά ἀποφασιστικά, γράφτηκε τό Ἔπος τοῦ 1940 – 41, τό ὁποῖο εἶναι καί θά μένῃ αἰώνια δόξα τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Οἰκουμένης, ὅσο κι’ ἄν οἱ τότε σύμμαχοί μας παρασπόνδησαν καί κατάφωρα μᾶς ἀδίκησαν. Καί σήμερα οἱ Ἔνοπλες Δυνάμεις τῆς Χώρας ἀγρυπνοῦν ἀκλόνητες στίς ἐπάλξεις τοῦ Ἐθνικοῦ Χρέους. Καί ἄν, ὅ μή γένοιτο, τό ἀπαιτήσουν οἱ ταραγμένοι καιροί μας, τά σημερινά Ἑλληνόπουλα, πάλι «μέ τό χαμόγελο στά χείλη» θά ἀπαντήσουν στίς ὅποιες προκλήσεις. Γιατί τό Ἔπος τοῦ 1940 – 41 συνεχίζει νά λάμπῃ στό στερέωμα. Καί νά μᾶς δείχνῃ τόν δρόμο. Τόν δρόμο πού ὁδηγεῖ στό μεγαλεῖο καί στήν δόξα, καί πού θά συνεχίσῃ νά φωτίζῃ ὁλόκληρη τήν Οἰκουμένη.