Γράφει η Β. Χαμουδοπούλου – Κωνσταντινίδου, Ιστορικός
Οι λαϊκοί κήρυκες του 19ου αι., ελεύθεροι από εκκλησιαστικές δεσμεύσεις ή πολιτικές Αρχές, αποτελούσαν πηγή πληροφόρησης, των λαϊκών (αμόρφωτων) στρωμάτων με τον προφορικό τους λόγο, αλλά και με τα έντυπά τους (εφημερίδες-περιοδικά). Με τη δύναμη του λόγου τους ή και την αυτοθυσία τους αναδεικνύονταν πνευματικοί ηγέτες του λαού. Ο ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ ή ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ (1770-1861) ήταν αγράμματος και έγινε μοναχός σε μεγάλη ηλικία. Ασκήτευσε στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου. Στα 80 του χρόνια άρχισε να κηρύττει. Είχε την πειθώ της στοργής και του πόνου για τους ανθρώπους. Κήρυττε μετάνοια, άσκηση, νηστείες, ελεημοσύνη καυτηριάζοντας την κλοπή ιδίως των ζώων. Καυτηρίαζε τις Μητροπόλεις, που άφηναν αποίμαντο τον λαό, διακηρύσσοντας ως Νόμο το Ευαγγέλιο και τις 7 Οικουμενικές Συνόδους. Παρά τα γλωσσικά του λάθη, ο λαός συνέρρεε κατά χιλιάδες στα κηρύγματά του, γεγονός που προκαλούσε την οργή της Ιεράς Συνόδου και της Κυβερνήσεως, εφόσον μάλιστα παραινούσε τους ιερείς να μη μνημονεύουν στη λατρεία τον Οθωνα και την Αμαλία. Ο Παπουλάκος καταδιώχθηκε από την Κυβέρνηση κυρίως στην Πελοπόννησο, την οποία είχε κυριολεκτικά οργώσει, ενώ ένοπλοι οπαδοί του έδωσαν μάχες με στρατιωτικά σώματα. Με τη συμφωνία Συνόδου και Κυβερνήσεως φυλακίσθηκε στις φυλακές του Ρίου, όπου έμεινε σε απομόνωση ως τις 22/1/1854. Στη συνέχεια η Σύνοδος τον εκτόπισε στη Μονή Παναχράντου στην Ανδρο, όπου εξεδήμησε στις 18/1/1861.
Ο ΚΟΣΜΑΣ ΦΛΑΜΙΑΤΟΣ (1786-1852) από την Κεφαλλονιά, από πατέρα ιερέα και δάσκαλο είχε φήμη λόγιου ανθρώπου και κοσμοκαλόγερου ασκητή. Ηταν γνωστός για τις αντιδράσεις του στον εκπροτεσταντισμό των Ελλήνων, που επιχειρούσαν οι Αγγλοι.
Ασκούσε οξύτατη κριτική στις ενέργειες του βαυαρικού καθεστώτος, ιδιαίτερα, στον εκκλησιαστικό τομέα. Η αιματηρή λαϊκή εξέγερση στην Πάτρα, Δεκέμβριο του 1842 με την κραυγή «Εξω οι Μασόνοι και οι άθεοι» εικάζεται ότι υποκινήθηκε από τον Φλαμιάτο, ο οποίος θεωρούσε ότι η ρίζα όλων των κακών ήταν η Αγγλική πολιτική και ο Τεκτονισμός (του αειμνήστου π. Γ. Μεταλληνού – «Ελληνισμός Μετέωρος», έκδ. Αποστολικής Διακονίας, 1999 σ.186 κ. εξ). Ο Φλαμιάτος έβλεπε παντού συνωμοσίες για την εξάλειψη της Ορθοδοξίας, των μοναστηριών και της πατερικής παράδοσης. Πίστευε στην αλληλοεξάρτηση αγγλικής-γαλλικής πολιτικής στα πλαίσια μιάς συνωμοσίας του Ευρωπαϊκού κόσμου απέναντι στην Ορθόδοξη Ανατολή. Χρέωσε στον Αγγλικό Τεκτονισμό, που είχε παίξει πολιτικό ρόλο στα Ιόνια Νησιά, τις αναρχικές πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη, κυρίως στα πλαίσια της Γαλλικής Επαναστάσεως. Δεν παραλείπει να τονίσει ότι η «βοήθεια» των ευρωπαϊκών δυνάμεων κατά την Ελληνική Επανάσταση δεν ήταν τίποτα άλλο από μία πτυχή της συνωμοσίας κατά της πίστεως και του Κλήρου με στόχο την «κατά καιρούς αθρόαν κατάργησιν της ορθοδόξου πίστεως και τον όλεθρον και αφανισμόν του Ελληνικού Γένους».
Το 1852 ο Φ. συλλαμβάνεται στην Πάτρα μαζί με άλλους 150 κυρίως Μοναχούς και φυλακίζεται στο Ρίο. Βάσιμες φήμες απέδωσαν τον θάνατό του στις κρατικές αρχές που τον δηλητηρίασαν στη φυλακή, ενώ λίγες μέρες νωρίτερα είχε καρεί Μοναχός στην ειρκτή του Ρίο.
Ως προς το Αγιο Ορος ο Φ. τόνιζε ότι αποτελεί «ιατρείον πνευματικόν», τόπο ψυχικής θεραπείας και όχι μίαν οποιαδήποτε Σχολή. Θεωρούσε ότι το Αγιο Ορος ήταν τον 19ο αι., «το μόνον ανόθευτον και αμίαντον Κέντρον από την επιβουλή της Δυτικής πολιτικής, ως κιβωτός της ορθοδόξου πράξεως και θεωρίας». Θεωρούσε ότι η σπουδαιότητα του Αγίου Ορους έγκειται στο ότι διασώζει διά της «Θείας Χάριτος» το πλέον ιερό παράδειγμα της Ορθοδόξου διαγωγής.
Μετά τον Φλαμιάτο ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΥΠΑΛΔΟΣ ΙΑΚΩΒΑΤΟΣ (1813-1882), γόνος μιάς τυπικής Κεφαλλονίτικης ευσεβούς οικογένειας, αγωνίστηκε ως πολιτικός για τα ίδια ιδανικά.
Μετά την πολιτική ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα το 1864, ακολούθησε η λεγόμενη «εκκλησιαστική αφομοίωση» της Εκκλησίας της Επτανήσου με την Εκκλησία της Ελλάδας, παρά τις έντονες αντιδράσεις Ιεραρχών και μεγάλου μέρους του λαού, ιδίως της Κεφαλληνίας και της Ζακύνθου, επειδή η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας ήταν ταυτισμένη με την Πολιτεία και τα κελεύσματά της.
Η Εκκλησία των Ιονίων Νήσων ανήκε, επί αιώνες, στην πνευματική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και έχαιρε κάποιας σχετικής αυτονομίας. Ωστόσο το Οικουμ. Πατριαρχείο, μετά από σχετικό αίτημα της Εκκλησίας της Ελλάδας, αναγνώρισε με Συνοδική Πράξη το 1866 την «αφομοίωση» της Εκκλησίας της Επτανήσου από την Εκκλησία της Ελλάδας. Η Συνοδική πράξη του Πατριαρχείου βασίστηκε α) στην Αυτοκεφαλία της Ελλαδικής Εκκλησίας διά του κανονικού Τόμου του 1850 και β) σε δύο εκκλησιαστικές πράξεις του παρελθόντος: Από κανονολόγους και νομικούς θεωρήθηκε ότι ο 17ος κανόνας της Δ΄ Οικουμ. Συνόδου στη Χαλκηδόνα το 451 μ.Χ. πρόσφερε το «πνεύμα» για τις ανάλογες διευθετήσεις αυτονομήσεως, Αυτοκεφαλίας, αφομοιώσεως κλπ. Επίσης ο Μ. Φώτιος (+890) μαρτυρεί: «Τα εκκλησιαστικά και μάλιστα δε τα περί των ενοριών δίκαια, ταις πολιτικαίς επικρατείαις και διοικήσεσι συμμεταβάλλεσθαι είωθε». (=έχει καθιερωθεί τα εκκλησιαστικά να ακολουθούν τα πολιτικά).
Αλλωστε το Πατριαρχείο κράτησε την ίδια στάση και κατά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας και μέρους της Ηπείρου στην Ελλάδα (1881, 1882). Πλήρης εφαρμογή που κωδικοποιήθηκε επί Μεγάλου Φωτίου τον 9ο αι. μ.Χ. (Πρωτοπρ. Γ. Μεταλληνού, «Η εκκλησιαστική αφομοίωση της Επτανήσου ως εξέλιξη του ελλαδικού Αυτοκεφάλου», Πρότυπες Θεσσαλικές Εκδόσεις ΤΡΙΚΑΛΑ-2004).
Ο Γεώργιος Τυπάλδος Ιακωβάτος, με ευρύτατη επιστημονική (δίπλωμα Νομικής) και εγκυκλοπαιδική κατάρτιση, βάδισε πνευματικά στα βήματα του Φλαμιάτου ως προς την προτεραιότητα της ορθοδόξου πίστεως στην επιβίωση του ελληνικού Γένους-Εθνους. Ο μεγάλος του αδελφός Κωνσταντίνος (1795-1868) ήταν Μητροπολίτης Σταυρουπόλεως και πρώτος Σχολάρχης της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης (1843-1865). Στάθηκε στον Γεώργιο ως δεύτερος πατέρας εμπνέοντάς τον με την ιεροπρέπειά του. Αν και διδάκτορας της Νομικής ο Γεώργιος είχε ως κεντρικό άξονα των γνώσεών του την Ορθοδοξία, γνωρίζοντάς την εις βάθος, μέσα από τα πατερικά και λειτουργικά κείμενα, πράγμα σπάνιο για πολιτικό άνδρα. Τόσο στη Βουλή της Επτανήσου, όσο και στη Βουλή της Ελλάδας, όπου εκλέχθηκε ως πληρεξούσιος της πατρίδας του τον Ιούλιο του 1864, κανείς δεν αμφισβήτησε τη στενή του σχέση με τη Θεολογία, αφού το βήμα της Βουλής το μετέτρεπε πολλές φορές σε εκκλησιαστικό Αμβωνα. Ο Ιακωβάτος, Ριζοσπάστης στην ιδεολογία, δεν υπήρξε οπαδός κανενός κόμματος επιθυμώντας να αγορεύει ως ανεξάρτητος. Αντιδρούσε στις προϋποθέσεις με τις οποίες έγινε η Ενωση, δηλαδή στη συμφωνία του βασιλέως Γεωργίου Α΄ με τη Μ. Βρετανία, αναφερόμενος στη «Θεία Μεγαλειότητα» ως συντελεστική στην Ενωση. Ο λαός της Επτανήσου και κυρίως οι Ριζοσπάστες θεωρούσαν ότι, αυτοδιοικούμενη η Εκκλησία τους υπό το Αγγλικό καθεστώς, θα υποδουλωνόταν στην εξαρτημένη από το Κράτος Ελλαδική Εκκλησία.
Η Ριζοσπαστική ιδεολογία δεν υπήρξε πολιτικό κίνημα. Στόχοι των Ριζοσπαστών ήταν η αποκατάσταση της εθνικής ανεξαρτησίας ολόκληρου του Ελληνικού Εθνους και εγκαθίδρυση δημοκρατικού πολιτεύματος. Οι αρχές της Γαλλικής Επαναστάσεως «ισότητα, ελευθερία αδελφότητα» έπρεπε να καθαγιαστούν από τη χριστιανική πίστη. Φρονούσαν ότι Βασιλεύς και Λαός είναι πράγματα ασυμβίβαστα. Μία παγκόσμια Δημοκρατία έπρεπε να είναι «σύμφωνος με την Ιεράν του Χριστού διδασκαλίαν». Ο Γ. Ιακωβάκος έλεγε ότι οι Ριζ. ήσαν ανατολικοί όχι μόνο στο θέμα της θρησκείας/πίστεως αλλά και στις ευρύτερες πολιτικές και πολιτιστικές τους στοχοθεσίες. Η κίνηση αυτή ήλθε σε συνέχεια της ανθενωτικής κινήσεως του ορθοδόξου λαού της Ανατολικής Εκκλησίας.
Για τον Ιακωβάτο, όπως και για τον Μακρυγιάννη, η Ορθοδοξία ήταν απόλυτο μέγεθος για την ελληνική εθνική συνείδηση «είμεθα πρώτον Ορθόδοξοι και έπειτα Ελληνες».
Ο Γεώργιος και ο αδελφός του Χαράλαμπος παραιτήθηκαν από το βουλευτικό αξίωμα το 1867 με αφορμή την εκκλησιαστική αφομοίωση της Επτανήσου.
Ο Γεώργιος επανεξελέγη στην ελληνική Βουλή το 1879 συνεχίζοντας τον αγώνα του σε μία Βουλή που στην πλειονότητά της δεν σκεπτόταν ρωμαίικα αλλά «ευρωπαϊκά». Ο Γεώργιος παραιτήθηκε το 1882 και όπως μαθαίνουμε από τον βιογράφο του Ηλία Τσιτσέλη μετά την δεύτερη παραίτησή του ο Γεώργιος «εξεμέτρησε το ζην τη 20ή/Δεκεμβρίου/1882 εν Ληξουρίω». Κατά τον επιφανή θεολόγο Αμίλκα Αλεβιζάτο η ανατροπή του καθεστώτος του 1833 και των αντικανονικών νόμων του 1852 κατά το 1923 έγινε μέσα στο πνεύμα του Γεωργίου Ιακωβάτου.
Ο π. Μεταλληνός γράφει «Οι οποιεσδήποτε προεκτάσεις σε σχέσεις της δικής μας εποχής είναι ευνόητες, αφού το δικό μας «σήμερα» δεν είναι παρά η έκβαση των ωδίνων της εποχής του Ιακωβάτου».
(Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνού, «ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ» εκδ. «ΤΕΡΤΙΟΣ» ΚΑΤΕΡΙΝΗ, 451 σελίδες, 1990).
Κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου μικρά και μεγάλα σκάνδαλα απέδειξαν τα κακά αποτελέσματα της αναμείξεως Πολιτείας-Εκκλησίας. Λίγα χρόνια πριν από την κοίμηση του Γ. Ιακωβάτου ξέσπασε το «σιμωνιακό» σκάνδαλο (1874-1878). Η Κυβέρνηση Δεληγιώργη επέβαλε στην εκκλησιαστική Διοίκηση ως Επίσκοπο Αθηνών τον ελεγχόμενο από την Κυβέρνηση Προκόπιο Α΄. Επί των ημερών του (1874-1889) εντάθηκαν οι φαύλες συναλλαγές μεταξύ πολιτικών και φιλοδόξων κληρικών για την εξαγορά αρχιερατικού αξιώματος της Εκκλησίας. Πράξεις που κολάζονται αυστηρότατα από τους Ιερούς κανόνες. Δύο Υπουργοί καταδικάστηκαν για «εκβιασμό και δωροδοκία», με σκοπό τη «σιμωνιακή» προαγωγή τεσσάρων αρχιμανδριτών σε Επισκόπους στην Πάτρα, στην Κεφαλλονιά, στη Μεσσηνία και στην Αργολίδα. Ενώ το 1876 οι κατηγορούμενοι Υπουργοί (Εκκλησιαστικών και Δικαιοσύνης) τιμωρήθηκαν αυστηρά, οι κληρικοί δικάστηκαν από το Συνοδικό δικαστήριο, προεδρεύοντος του Προκοπίου Α΄, όπου οι δικαστές επέβαλαν ποινές άκρας επιείκειας στους σιμωνιακούς Επισκόπους. Προκλήθηκε έντονη αντίδραση κλήρου και λαού, που εκφράστηκε από τον σοφό καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Αθηνών Νικόλαο Δαμαλά. Παράλληλα ο λαοφιλής «δάσκαλος» του Λαού Απόστολος Μακράκης εξαπέλυσε δριμεία επίθεση κατά του «φιλαδέλφου» των συνοδικών και των Αρχιερέων που προσπάθησαν να συγκαλύψουν το σκάνδαλο. Το 1877 η Ιερά Σύνοδος, σε επαναληπτική συνεδρίαση, κήρυξε έκπτωτους τους 4 Αρχιμανδρίτες. Δεν προέβη όμως σε καθαίρεση. Ωστόσο η Συνοδική Διοίκηση πέτυχε το 1879 την έκδοση καταδικαστικού βασιλικού διατάγματος, εναντίον των κληρικών, οι οποίοι είχαν διαμαρτυρηθεί για το «σιμωνιακό σκάνδαλο». Δηλαδή κατεδίωξε τους έντιμους κληρικούς με κακότητα εξορίζοντάς τους σε διάφορες Μονές. Ομως οι πατέρες των Μονών αυτών και μεγάλο μέρος του λαού έδειξαν μεγάλη συμπαράσταση στους «δεδιωγμένους ένεκεν δικαιοσύνης» κληρικούς και συνδέθηκαν μαζί τους.
Ο Γεώργιος Α΄ έχοντας βρεθεί σε αδιέξοδο 1) με τον κλονισμό των σχέσεων της εκτελεστικής εξουσίας με την Διοικούσα Εκκλησία , και 2) με τη διαπίστωση ότι ο νόμος του 1852 άνοιγε το δρόμο σε σκάνδαλα, έστρεψε την προσοχή του προς εγχώριους, ετερόδοξους διαμαρτυρόμενους και λατίνους. Διαμαρτυρόμενος ο ίδιος ήταν επόμενο να θεωρήσει ότι το συμφέρον της χώρας ήταν μακριά από τις τρέχουσες «ορθόδοξες» αντιλήψεις περί των ετεροδόξων. Γι’ αυτό τον Μάιο του 1875 επισκέφθηκε στη Ρώμη τον Πάπα Πίο Θ΄. Παρ΄όλο που το πρωτόκολλο του 1830 στο Λονδίνο δεν συμπεριελάμβανε την εγκατάσταση στην Αθήνα ρωμαιοκαθολικού Επισκόπου εγκαθιδρύθηκε στην Αθήνα ο λατίνος αρχιεπίσκοπος Ιωάννης Μαραγκός. (βλ. εντιμολογιώτατου καθηγητή Εκκλησιαστικών Σχολών κου Αριστείδη Πανώτη, «ΤΟ ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ» της εν Ελλάδι Εκκλησίας τόμ. Β΄ 1850-1923, σελίδες 631, εκδ,. «επτάλοφος» 2009). Ο Α΄ τόμ. ΤΟΥ «ΣΥΝΟΔΙΚΟΥ» παραθέτει τα εκκλησιαστικά γεγονότα από τον α΄ αιώνα έως το 1850. Ο Γ΄ τόμος ετοιμάζεται και θα φθάνει μέχρι των ημερών μας. Ο κ. Πανώτης έλαβε από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα το οφφίκιο του «Μεγάλου Ιερομνήμονος». Διατηρεί στενότατο δεσμό με το Πατριαρχείο θεωρούμενος ο «εξ απορρήτων» συνεργάτης των τελευταίων τριών Πατριαρχών. Τα συγγράματά του με πλουσιοτάτη βιβλιογραφία ρίχνουν άπλετο φως στην ιστορική πορεία της ορθόδοξης εκκλησιαστικής ιστορίας.
Το «σιμωνιακό σκάνδαλο» έδειξε την εκκλησιαστική κακοδαιμονία που είχε επιβληθεί με την νομοθεσία του 1852. Οι σιμωνιακές συναλλαγές και οι δικαστικές παλινωδίες προκάλεσαν την έντονη αντίδραση του Απόστολου Μακράκη και των συνεργατών του, κληρικών και λαϊκών.
Ο ιεροκήρυκας ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΜΑΚΡΑΚΗΣ (1831-1905) υπήρξε, ως λαϊκός διαφωτιστής της Ορθόδοξης μαρτυρίας και αλήθειας, η μεγαλύτερη στο είδος της μορφή του β΄ ημ. του 19ου αι΄.
Ως γνώστης των Ιερών ορθόδοξων κειμένων, των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων και της δυτικής σκέψης (είχε ζήσει δύο χρόνια στο Παρίσι), κατόρθωσε να νιώσει τη χριστιανική αλήθεια σε όλο της το βάθος. Ο χαρισματικός αυτός κήρυκας συνεχίζοντας το έργο των παλαιοτέρων εργατών του Ευαγγελίου και εμπνεόμενος από την «κολλυβαδική κίνηση» αντιστάθηκε σθεναρά στις προκαταλήψεις του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού.
Ο Απ. Μακράκης γεννήθηκε στη Σίφνο και σπούδασε στην Κων/πολη, όπου δίδαξε φιλοσοφικά και θεολογικά μαθήματα και έγραψε τα πρώτα αντίστοιχα έργα του.
Το 1866 ήλθε από το Παρίσι στην Αθήνα και άρχισε τα υπαίθρια κηρύγματά του προσελκύοντας μεγάλα πλήθη με την αλήθεια και την πρωτοτυπία των ιδεών του. Η διαμονή του στο Παρίσι είχε εμπλουτίσει το πνευματικό οπλοστάσιό του, προκειμένου να διαφωτίζει όσους από τους συμπατριώτες του, επηρεασμένοι από το ευρωπαϊκό πνεύμα, τολμούσαν να συγκρίνουν τον οχλοκρατικό χαρακτήρα της Γαλλ. Επαναστάσεως με τον «Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος» αγώνα του 1821.
Μία δυναμική ομάδα κληρικολαϊκών θαυμαστών του συγκεντρώθηκε γύρω του με απόλυτη αφοσίωση στο πρόσωπό του. Ανάμεσά τους ο Αρχιμανδρίτης Ευσέβιος Ματθόπουλος μετέπειτα ιδρυτής της εξωεκκλησιαστικής οργάνωσης «Ζωή».
Ο Μακράκης εξέδωσε το θρησκευτικό φύλλο «Λόγος» και αργότερα ίδρυσε τη «Σχολή του Λόγου». Γενικά προχώρησε σε ενέργειες ουσιαστικότερες από τον Παπουλάκο και τον Φλαμιάτο δημιουργώντας ένα πραγματικό λαϊκό κίνημα, το οποίο καταπολέμησε τη θρησκευτική άγνοια του λαού και την αδιαφορία. Ο Μακράκης ήταν ένα υπόδειγμα κατ΄επίγνωσιν εκκλησιαστικού βίου. Δημιούργησε τα θεμέλια επί των οποίων βασίστηκαν αργότερα εξωεκκλησιαστικές οργανώσεις, κηρύγματα και κατήχηση. Στρεφόμενος κατά της ετερόδοξης προπαγάνδας άντλησε επιχειρήματα από τις συνοδικές πατριαρχικές εγκυκλίους του 1836 κατά των προτεσταντών ιεραποστόλων και του 1838 κατά των λατινικών καινοτομιών. Επεδίωξε να επανέλθει η πατερική κατηχητική διδαχή με την δράση του κυριακού σχολείου, στηρίζοντας την ενότητα Εκκλησίας-έθνους. Ηταν εκ των πρώτων που ένιωσαν τη βαθιά σημασία της Θείας Ευχαριστίας, με τη μεταβολή των «δώρων» σε «ευχαριστιακό Χριστό» ως πηγής τροφοδοσίας της ζωής των εκκλησιαζομένων. Το κληρικολαϊκό στοιχείο που τον περιέβαλε ανέλαβε μόνο του την υπεράσπιση της ορθοδοξίας και των δικαιωμάτων της Εκκλησίας. Ο Μακράκης ήταν ενοχλητικός για πολλούς αρχιερείς, όπως και για τους πολιτικούς. Το 1878 η κυβέρνηση έκλεισε τη «Σχολή του Λόγου» και φυλάκισε τον Μακράκη, ενώ οι αρχιερείς τον καταδίκασαν αντικανονικά ως κακόδοξο, εξ αιτίας της θεωρίας του περί Των Τριών συστατικών της ανθρώπινης φύσεως (το «τρισύνθετον»): Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο εκ σώματος, ψυχής και πνεύματος. «Το μεν σώμα και η ψυχή ελήφθησαν εκ της γης, το δε πνεύμα «ενεφυσήθη» υπό του Θεού». Επειδή η ψυχή έγινε από το χώμα, επιστρέφει και αυτή μαζί με το σώμα στο χώμα. Ωστόσο ο Μακράκης συνέχισε να ιδρύει Συλλόγους. Δύο θρησκευτικούς «Ιωάννης Βαπτιστής» – «Ιωάννης Θεολόγος», όπως και δύο πολιτικούς «Μέγας Κωνσταντίνος» και «Πλάτων». Πολιτικός του στόχος ήταν η ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Παρά τις αλλεπάλληλες φυλακίσεις συνέγραψε Ερμηνεία της Καινής Διαθήκης.
Το 1879 ο Μακράκης εμφάνισε κάποια συμπτώματα παράνοιας. Οπως γράφει ο Χρ. Γιανναράς «…ο εξαιρετικά προικισμένος αυτός άνθρωπος έσβησε μέσα στην τραγική του παράκρουση. Η Σύνοδος τον είχε αφορίσει επικαλούμενη κωμικά θεολογικά επιχειρήματα (το Τρισύνθετο). Δέχθηκε όμως να τον κηδεύσει σύμφωνα με την εκκλησιαστική τάξη», Χρ. Γιανναρά «Ορθοδοξία και Δύση»… σ.362.