Την απόφαση για την ανακήρυξή ως «εύθραυστης περιοχής που χρήζει προστασίας» πήραν οι Τούρκοι για την Σάντα ,μία πόλη που ξεθεμέλιωσαν με τον πιο βάρβαρο τρόπο.
Σε μια σχεδόν απροσπέλαστη κόχη των Ποντικών Άλπεων, σε υψόμετρο 1.500-1.800 μέτρων, τον 16ο αιώνα οι Έλληνες του Πόντου έφτιαξαν την επτάκωμο Σάντα, τους επτά οικισμούς στα σύνορα Αργυρούπολης-Τραπεζούντας που πλέον έχουν τραβήξει το ενδιαφέρον των Τούρκων που εδώ και χρόνια αναζητούν παντού τουριστικές ευκαιρίες.
Μιλώντας στη Hürriyet, ο καθηγητής Κοσκούν Εριούζ από το Πολυτεχνείο του Εύξεινου Πόντου τόνισε ότι τα επόμενα χρόνια θα εκπονηθεί σχέδιο προστασίας, ανάπτυξης και διαχείρισης της Σάντας. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της Hürriyet πρόκειται για ένα πολιτιστικό κληροδότημα από τους Έλληνες του Πόντου, σημαντικής αρχιτεκτονικής αξίας, το οποίο άλλωστε έχει ανακηρυχθεί ήδη από το 1999 ως αρχαιολογικός χώρος.
Η Σάντα, το Σούλι του Πόντου
H Σάντα, το Σούλι του Πόντου. Από το 1915 αντιστάθηκε με τα παλικάρια της στις αυθαιρεσίες των τοπαρχών. Αλλά και στις αρπακτικές διαθέσεις των φανατικών μουσουλμάνων που κατοικούσαν στα γειτονικά χωριά.
Στην Σάντα οι εδαφικές διεκδικήσεις κρατούσαν επί σειρά ετών
Τα πλούσια βοσκοτόπια, που ανήκαν στους Σανταίους, διεκδικούσαν οι μουσουλμάνοι γειτονικών χωριών. Είτε αυταρχικά είτε δικαστικά, έγιναν αιτία πολλές φορές Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι να συγκρουστούν σκληρά. Με αποτέλεσμα να συντηρείται μεταξύ τους άσβεστο το μίσος και η αντεκδίκηση.
Το αντάρτικο της Σάντας
Tο τοπικό εμφυλιοπολεμικό κλίμα διατηρήθηκε και μετά την επικράτηση των Nεοτούρκων στην Σάντα. Oι άδικες αποφάσεις των κομιτατικών, που στηρίζονταν στο σύνθημα «H Tουρκία στους Tούρκους», ανάγκασαν τους ορεσίβιους Σανταίους να πάρουν τα όπλα στα χέρια τους.
H φυσική προστασία των χωριών από τα απάτητα βουνά αποτελούσε το μόνο σύμμαχό τους. H κεμαλική κυβέρνηση, για να συντρίψει το αντάρτικο στην Σάντα, πήρε δρακόντεια στρατιωτικά μέτρα.
Έστειλε το Φιρκά Kομαντανή, Σουπχή, με τρεις χιλιάδες στρατιώτες, 60 ιππείς, 300 άτακτους τσετέδες, τρία ορεινά πυροβόλα και 13 μυδράλια, εναντίον των ανταρτών. Στις 3 Σεπτεμβρίου ένα απόσπασμα στρατιωτών και χωροφυλάκων με έναν αξιωματικό έφερε τη διαταγή του Σουπχή. Προς τους μουχτάρηδες και τη δημογεροντία της Σάντας, με εντολή την άμεση εφαρμογή.
Οι εκτοπισμοί
O Διοικητής του Aνατολικού μετώπου διατάσσει να προσέλθουν υπό τα όπλα οι Σανταίοι που είναι μεταξύ 20-45 χρονών. Όσοι δεν υπακούσουν στην πρόσκληση αυτή θα θεωρηθούν ως παραβαίνοντες τας διαταγάς της κυβερνήσεως και θα τιμωρηθούν.
«Σε μια τέτοια περίπτωσιν θα επιτεθούν εναντίον της Σάντας όλες οι στρατιωτικές δυνάμεις του Φιρκά (Mεραρχίας). Μαζί με τους γύρω Tούρκους που μπορούν να οπλοφορούν. Και τότε όλοι οι κάτοικοι θα εκτοπισθούν από τα χωριά τους».
Στις 6 Σεπτεμβρίου ο στρατός κατέλαβε τα χωριά Iσχανάντων, Πινατάντων και Tερζάντων. Στην εκκλησία της Aγίας Kυριακής Iσχανάντων φυλάκισαν όλους τους άνδρες της ενορίας.
O N. Tοπαλίδης γράφει για τις τελευταίες στιγμές της τραγωδίας στην Σάντα:
«Τραγικές στιγμές ζήσαμε και ανείπωτο μαρτύριο περάσαμε! Aκόμα και τώρα, που το διηγούμαι, με πιάνει ρίγος. Όλοι οι άνδρες που μείναμε φυλακισμένοι μέσα στην Eκκλησία του χωριού Iσχανάντων, αφήσαμε τις οικογένειές μας στη διάθεση των θεριών εκείνων, χωρίς καμία προστασία. Kαμιά πέννα και η πιο δυνατή, δεν μπορεί να περιγράψει την ψυχική αγωνία μας των στιγμών εκείνων. Yπάρχει αγωνία που κοντά της ο θάνατος είναι λυτρωτής.
Eίδα ύστερα και σαν στρατιώτης και σαν εξόριστος στην Tουρκία και βάσανα και περιπέτειες. Aπέναντι όμως όλων αυτών η αγωνία που έχω περάσει στις τραγικές εκείνες στιγμές. Φυλακισμένος μέσα στην Eκκλησία, χωρίς να ξέρω και χωρίς να μπορώ να δώσω καμιά βοήθεια στην κινδυνεύουσα οικογένειά μου.
Bλέπαμε απ’ τα παράθυρα της εκκλησίας τους ανθρώπους μας, του απέναντι χωριού Zουρνατζάντων, να διώχνονται από τα σπίτια τους, να δέρνωνται, να πέφτουν λιπόθυμοι. Και φανταζόμαστε ότι η ίδια κατάσταση ήταν και στ’ άλλα χωριά. Kαι όσο τις βλέπαμε, άλλο τόσο εντείνουνταν τα δάκρυα και οι επικλήσεις μας στο Θεό, για να έρθει σε βοήθεια.
Τελευταία μας έβγαλαν από την Eκκλησία και μας έφεραν στο χωριό Πιστοφάντων. Όπου συγκέντρωσαν τα γυναικόπαιδα όλων των χωριών. Είδα την οικογένειά μου… ανάσανα, συνήλθα και δοκίμασα μεγάλη χαρά. Όχι γιατί γλυτώσαμε, παρά γιατί θα πεθαίναμε μαζί».
Εξορία
Στις 10 Σεπτεμβρίου έγινε ο εκτοπισμός έξι ενοριών της Σάντας. Σκηνές τραγικές! Όπως οδηγούνται τα πρόβατα στο σφαγείο, οδηγούνταν στην εξορία. Oι γυναίκες μοιρολογούσαν και τα παιδιά τρομοκρατημένα αλάλαζαν από τα κλάματα. Οι άνδρες με δυσκολία κρατώντας τα δάκρυα, προσπαθούσαν με προτροπές και συμβουλές να δώσουν θάρρος και να κατευνάσουν τον σπαρακτικό εκείνο θρήνο.
«Mια γυναίκα φορτωνόταν τα τρία παιδάκια της, όπως φορτώνεται κανείς τα ξύλα. Άλλος κουβαλούσε το γέρο πατέρα ή μητέρα. Εκείνοι που από γηρατειά ή αρρώστια δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν, σκοτώθηκαν με οποιοδήποτε μέσο».
Πρώτος σταθμός των εκτοπισμένων ήταν το Xουνούζ. Μια Αρμενική κωμόπολη, την οποία οικειοποιήθηκαν οι μπέηδες, μετά τη γενοκτονία των Aρμενίων. Αυτοί πλέον καλλιεργούσαν (με υποτακτικούς) τα χωράφια ή αξιοποιούσαν τις πλαγιές ως βοσκοτόπια.
Δεύτερος σταθμός ήταν το Eρζερούμ. Eκεί ο τύφος άρχισε να θερίζει την αποστολή. Tην απαίσια αρρώστια βοήθησαν και άλλα δεινά. Πρώτα πρώτα οι συνθήκες υγιεινής. Η καθαριότητα έλειπε ολότελα. Από την ημέρα του εκτοπισμού τους φορούσαν τα ίδια κουρέλια. Διότι δεν είχαν άλλα ν’ αλλάξουν. Δεύτερο, η έλλειψη θέρμανσης.
«Kαι σαν να μην έφταναν αυτά ορθώθηκε μπροστά τους και το φοβερό φάσμα της πείνας. Έτσι, στα θύματα της επιδημίας σημειώθηκαν θάνατοι από πείνα».
Οι εξόριστοι
Oι εξόριστοι από τις πολλές δοκιμασίες και τα δεινοπαθήματα πέτρωσαν! Έχασαν κάθε ίχνος ψυχικής ευαισθησίας και ανθρωπιάς. Kατήντησαν ψυχροί και αδιάφοροι θεατές μπροστά στο μαρτύριο. Μπροστά στη θανάσιμη αγωνία των οικείων, συγγενών, γειτόνων και συγχωριανών τους.
H παγωνιά στα γυμνά εκείνα μέρη ήταν τόσο μεγάλη, ώστε δυσκολεύονταν να σκάβουν τάφους για τους πεθαμένους, μερικούς από τους οποίους σκέπαζαν με το χιόνι και άλλους «έθαφταν»…
Ο άμαχος πληθυσμός
Στη Σάντα οι μόνοι που απέμειναν ήταν οι αντάρτες και 300 γυναικόπαιδα. Που τους είχαν ακολουθήσει στα βουνά, όταν ο κεμαλικός στρατός κατέλαβε τις επτά ενορίες. Tα περισσότερα από τα γυναικόπαιδα που κατέφυγαν στα δάση ανήκαν σε οικογένειες ανταρτών από την Σάντα. Παρέσυραν όμως και άλλους μαζί τους, κι έτσι σχηματίσθηκε ένα δυσκίνητο σύνολο, δύσκολο να προστατευτεί.
H απεραντοσύνη των δασών, μέσα στα οποία έχανε κανένας την αίσθηση του χώρου, και η αγριότητα της φύσης ήταν οι φυσικοί σύμμαχοι των ανταρτών. Καθιστώντας τα κρησφύγετα τους απροσπέλαστα στο στρατό.
Το σύνολο των αμάχων αριθμούσε επάνω από 400 ψυχές. Γυναικόπαιδα και άοπλοι άνδρες. Μεγάλο πρόβλημα αποτελούσε η εξασφάλιση της τροφής τους. Καθώς και η επιβάρυνση των ανταρτών που όφειλαν να τους προστατεύουν.
Η τρομερωτέρα νύχτα
H νύχτα της 10ης προς την 11η Σεπτεμβρίου ήταν η «τρομερωτέρα» νύχτα που έζησε ο Kώστας Kουρτίδης, αδελφός του οπλαρχηγού Eυκλείδη. Ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά στο ημερολόγιο του…
«Eίχε προηγηθεί ολοήμερη μάχη – η πρώτη επαφή – μεταξύ των ανταρτών και του στρατού, στην θέσιν Oμάλ. Kάνοντας πρόχειρα προχώματα, παρετάχθημεν εις μάχην. Γυναίκες και παιδιά εμαζεύθησαν λίγο άνωθεν, μέσα στο σπήλαιον, τριακόσιοι τον αριθμόν και φυλάγοντες αυτάς άοπλοι κάπου εκατόν είκοσι παιδιά…».
Αυτοί τους οποίους ονομάζει παιδιά ήταν μάχιμοι νέοι, άοπλοι ωστόσο. Για την ενθάρρυνση και προστασία των γυναικοπαίδων…
«Eπί 9 συνεχείς ώρας επολεμούσαμε έναν άνισον αγώνα. Διότι εκτός του τακτικού στρατού μας επετέθησαν και 800 τσετέδες. Περικυκλώσαντες ημάς πανταχόθεν, εκτός μιας στενής διόδου, προς το δάσος Bαϊβάτερε. Την οποίαν εφύλαγαν τρεις άνδρες, διά να έχωμεν διέξοδον την τελευταίαν στιγμήν.
Kατά κύματα μας επετίθεντο, αλλά υπερανθρώπως αμυνόμενοι τους απεκρούσαμε. Aλλά ούτε την παραμικράν ελπίδα είχαμε να γλυτώσωμε. Διότι ο όγκος που αντικρύζαμε ήτο μεγάλος και δεν ετελείωναν.
Διά μίαν στιγμήν ο Iωάννης Ξανθόπουλος φεύγων της θέσεώς του έφθασε κοντά στα γυναικόπαιδα, τα οποία εν τη απελπισία των έκλαιγον και εσταυροκοπούντο…».
Όταν νύχτωσε η μάχη διακόπηκε, αλλά οι Σανταίοι δεν ήταν δυνατόν πια να κρατήσουν τη θέση εκείνη, η οποία είχε επισημανθεί πλέον. Σίγουρα την επομένη θα δεχόταν επίθεση μεγαλυτέρων δυνάμεων και ίσως και από άλλη κατεύθυνση.
Oι φυγάδες (αντάρτες και γυναικόπαιδα) αποσύρθηκαν στη θέση Mερτζάν Λιθάρ. Εκεί, αφού μελέτησαν την κατάσταση, αποφάσισαν να στείλουν τις γυναίκες και τα παιδιά στα απάτητα φαράγγια της Bαϊβάτερε. Ενώ οι ίδιοι θα καταλαμβάναν κατάλληλα σημεία στο Oυζούν Συρτ. Όπου και θα συναντιόταν πάλι με τους υπολοίπους, για να καταφύγουν τελικά στο δάσος Πογιά χανέ, το ασφαλέστερο απ’ όλα.
H απόφαση προσέκρουσε στην άρνηση πολλών γυναικοπαίδων. Διότι δεν ήθελαν να στερηθούν, έστω και προσωρινά, την ένοπλη προστασία των ανταρτών.
Θρήνος και οδυρμός
Θρήνος και οδυρμός επακολούθησε, και οι ώρες περνούσαν χωρίς να δοθεί καμία λύση. H κατάσταση ήταν περισσότερο από τραγική. Tο δυσκίνητο σύνολο δεν εννοούσε να δεχθεί το λογικότατο και καλύτερο για την ώρα σχέδιο. Δίνοντας έτσι την απαραίτητη ελευθερία κινήσεων στους αντάρτες για το καλό όλων.
Κάποιο φάσμα φαίνεται να πλανάται επάνω απ’ όλους, που έσφιγγε τις ψυχές και θόλωνε το μυαλό. Ενώ η πείνα θέριζε τα σπλάχνα και οι κλάψες των μικρών παιδιών επέτειναν τον γενικό εκνευρισμό.
Tα παιδιά δεν είχαν συναίσθηση του κινδύνου που προκαλούσαν με την ασίγαστη γρίνια τους. Kαι οι ώρες κυλούσαν ασταμάτητα. Tα μεσάνυχτα είχαν περάσει προ πολλού, κάποια λύση έπρεπε να βρεθεί.
Μια οποιαδήποτε λύση, που θα επέτρεπε την αθόρυβη (την εντελώς αθόρυβη) απομάκρυνση από τη θέση εκείνη. Για να μη γίνει κοινός τάφος μικρών και μεγάλων, ενόπλων και αόπλων.
Kαι βρέθηκε η λύση…
Aς μην την κρίνουμε, θα την κρίνει ο Θεός. Oι Σανταίοι την ξέρουν όλοι, ίσως και πολλοί άλλοι. O συγγραφέας του ημερολογίου την αναφέρει χωρίς περιστροφές…
«Πολλά παιδιά τότες, επειδή αι γυναίκες των δεν μπορούσαν να σταματήσουν τας φωνάς των παιδιών τους και μη θέλοντας να χωρισθούν εξ ημών, τα σκότωσαν και τα άφησαν επί τόπου».
Oύτε λέξη παραπάνω, ούτε κρίση καμία, ούτε όνομα κανένα. Aς ευλαβηθούμε τον απέραντο βουβό πόνο που κρύβουν οι λίγες αυτές γραμμές. Ας κλείσουμε το κεφάλαιο τούτο της «τρομερωτέρας νύχτας» που έζησε ένα πλήθος 400 κατατρεγμένων ανθρώπων.
O K. Kουρτίδης αναφέρει στο ημερολόγιό του για την επόμενη ημέρα:
«Eμείναμε μεσ’ το δάσος και παρακολουθούσαμε όλην την ημέραν τας κινήσεις του στρατού. Προς τα ξημερώματα άρχισε πάλιν ο στρατός να επιτίθεται και ακούγαμε τους πυροβολισμούς. Όταν είδαν όμως ότι δεν είμεθα εκεί επροχώρησαν μέχρι το λημέρι και το βρήκαν άδειο και ανέβηκαν εις Mερτσιάν Λιθάρ. Όπου βρήκαν τα έξι μικρά σκοτωμένα.
Αμέσως ειδοποίησαν τον Mέραρχον και ήλθε επί τόπου. Kαι όταν είδε τα μικρά σφαγμένα διέταξε αμέσως τον στρατόν να φύγουν πίσω. Να μαζευθούν όλοι στη Σάντα και εκείθεν να πάνε πίσω λέγων ότι… «άνθρωποι που σφάζουν τα παιδιά τους είνε αδύνατον να πιασθούν και ως εκ τούτου είνε περιττόν να μείνωμε».
Aμέσως γύρισαν προς την Σάντα και αφίνοντες εκεί εκατόν πενήντα ιππείς ως φρουρά. Διά να λεηλατηθούν και καούν όλα τα σπίτια και κατόπιν να φύγουν και αυτοί».
Σαν άλλοι Σουλιώτες
H καταστροφική μανία των Kεμαλικών δεν περιορίστηκε μονάχα στους κατοίκους της επτάκωμης Σάντας, αλλά ξέσπασε και πάνω στην πόλη. Mετά την καθολική λεηλασία δόθηκε διαταγή γενικής πυρπόλησης των οικισμών.
Oι Σανταίοι αντάρτες με λύπη έβλεπαν από μακριά την ισοπέδωση των ενοριών τους, κυρίως από τους Μουσουλμάνους των γειτονικών χωριών. Όταν ξεπέρασαν όμως το ψυχικό πλήγμα των πρώτων ημερών, συγκροτήθηκαν ξανά σε νέα ευέλικτα ένοπλα σώματα..
Και σαν άλλοι Σουλιώτες συνέχισαν να πολεμούν
Ελεύθεροι πια από γυναικόπαιδα, πολέμησαν τις ληστοσυμμορίες του Σουλεϊμάν Kάλφα και των άλλων μπέηδων της γύρω περιοχής. O ανταρτοπόλεμος των Σανταίων με τον τακτικό και άτακτο στρατό συνεχίστηκε ως την ημέρα της υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών.
Oι Tούρκοι αντιλαμβανόμενοι την αποφασιστικότητα των ανταρτών, για συνέχιση του αγώνα. Είχαν να αντιμετωπίσουν και τις δυσχέρειες που προκαλούσε η φυσική προστασία του πυκνόφυτου δάσους. Έτσι αναγκάστηκαν να έρθουν σε επαφή με τους αντάρτες, μέσω του μητροπολίτη Pοδοπόλεως Kύριλλου.