Β. Χαμουδοπούλου – Κωνσταντινίδου, Ιστορικός
Οι «Μακρακιστές» παρέλαβαν από το «δάσκαλο» την ηθική συνέπεια στην «εν Χριστώ ζωή», και την ομαδική αλληλέγγυα εργασία της εσωτερικής ιεραποστολής για την περιστολή των αντιχριστιανικών τάσεων, που είχαν εισχωρήσει στην ελληνική κοινωνία. Οι αρχές αυτές αναπτύχθηκαν διά μέσου θρησκευτικών ενώσεων που ίδρυσαν οι συνεργάτες του Μακράκη και οι διάδοχοί τους όπως η «Ανάπλασις» 1866, η «Αγάπη» 1993, η «Ζωή» 1907, και πολλές άλλες, που είχαν αναλάβει να κατηχήσουν τον λαό, ανανεώνοντας την πνευματική και εθνική ζωή την Ελλάδα. Οι ενώσεις αυτές δέχθηκαν απηνή πολεμική των πάσης φύσεως διανοουμένων και αντικληρικών, που βασίστηκαν σε κάποιες υπερβολές αυστηρών κληρικών ή ορισμένων ανώριμων κατηχητών.
Διά των λαϊκών κηρύκων τα λαϊκά στρώματα λάβανε συνείδηση των πολιτικών πραγμάτων, αλλά και την επίγνωση της «απροσίτου δόξης» της Ορθοδοξίας και της Θείας λατρείας. Το περιεχόμενο και οι οδηγίες του Πατριαρχικού – Συνοδικού Τόμου του 1850 έπρεπε να είχαν ισχύσει.
Ωστόσο επειδή οι συλλογικές πράξεις έχουν μεγαλύτερη δύναμη και από την πιο ώριμη θεωρία πρέπει εδώ να θυμήσουμε με λίγα, όσο είναι δυνατόν λόγια το ηχηρό παράδειγμα της ευλογημένης νήσου Τήνου, όπου, από την Εύρεση της Πανσέπτου Εικόνας της Ευαγγελίστριας την 30ή Ιανουαρίου του 1823, έως σήμερα, το «Πανελλήνιο Ιερό Ιδρυμα της Ευαγγελίστριας Τήνου» μεγαλουργεί σε αγαστή συνεργασία με τους τοπικούς παντοειδείς άρχοντες και κυρίως σε αγαστή «συνεργασία» με τη Θεία Πρόνοια. Ορθόδοξοι και Καθολικοί στην Τήνο, από τα 500 χρόνια της Ενετοκρατίας τους (1207-1715) και τα 100 χρόνια υπό τους Τούρκους (1715-1815), έζησαν ενωμένοι μένοντας πιστοί στις χριστιανικές ιδεολογίες τους, αφομοιώνοντας στοιχεία αρχοντιάς από τους Ενετούς και μετουσιώνοντάς τα σύμφωνα με την ενοριακή ζωή τους, τις παραδόσεις τους, χωρίς να θεοποιήσουν τα ξενόφερτα αυτά στοιχεία. Παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι Ενετοί, παραδίδοντας το νησί στους Τούρκους απαίτησαν από αυτούς να σεβαστούν τα προνόμια και τα έθιμα των Τηνιακών. Οι Τούρκοι κράτησαν το λόγο τους.
Το 1836 ο περικαλλής Ναός της Μεγαλόχαρης, το πρώτο μνημείο της Νέας Ελλάδας, στέγασε την θαυματουργή Εικόνα και άρχισε να δέχεται πλήθος προσκυνητών από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Από την αρχή εντυπωσίαζε η αλληλέγγυα συσπείρωση όλων των φορέων εξουσίας (λαϊκών και εκκλησιαστικών). Στον ανεγερθέντα Ναό και στο Ιδρυμα (Π.Ι.Ι.Ε.Τ.) που συνεστήθη το 1825 οι σοφοί Κτήτορες και πρώτοι Επίτροποι προσέδωσαν μοναδικό κύρος και όρισαν το καταστατικό τους με βάση την ορθόδοξη παράδοση συναινώντας σε ένα δημοκρατικό αυστηρό και πειθαρχημένο τρόπο διοίκησης μοναδικό στην Ελληνική Επικράτεια. Στη Διαθήκη τους προέβλεψαν και έθεσαν διατάξεις τέτοιες, που θα το προστάτευαν από κάθε εξωτερική, ύπουλη ενέργεια ή εσωτερική υπόσκαψη της λειτουργίας του. Οι διάδοχοι των Κτητόρων διατήρησαν και διατηρούν αυτά τα ιερά και «απαρασάλευτα». Εκκλησιαστικοί και πολιτικοί φορείς της Τήνου σεβάστηκαν την απάντηση της Παναγίας μας «Ευαγγελίζου γή χαράν μεγάλην» όταν η συγκλονισμένη μοναχή, μετέπειτα Οσία Πελαγία ρώτησε την λαμπροφορεμένη Κυρία των Αγγέλων ποια είναι.
Το Πανελλήνιο Ιερό Ιδρυμα Ευαγγελίστριας Τήνου, ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων αναγνωρίζεται σήμερα ως Παλλάδιον του Εθνους, Παγκοσμίου Ακτινοβολίας. Η Οικονομική του Διαχείριση διέπεται από τους Κανόνες του Δημοσίου Λογιστικού και υπόκειται στον έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Από τους πρώτους μήνες μετά την Εύρεση άρχισε η Εθνική θρησκευτική, κοινωνική, εκπαιδευτική, πολιτισμική δραστηριότητα του Ιδρύματος επιβεβαιώνοντας την εκτίμηση ότι τα Ιερά Προσκυνήματα αποβαίνουν σημαντικοί παράγοντες ενότητας, αγάπης, γαλήνης, ελπίδας και παρηγοριάς για όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως χρώματος και φυλής. Η Πάνσεπτη εικόνα συνέβαλε τα μέγιστα στην πρόοδο και ενίσχυση της Παιδείας και των Τεχνών. Είναι πρωτοφανής και ανεξήγητη σε αριθμό και ποιότητα η εξέλιξη των Τηνίων καλλιτεχνών του 19ου αι., όπως ο εθνικός ζωγράφος Νικόλαος Γύζης, ο Πατριάρχης της Νεοελλην. ζωγραφικής Νικηφόρος Λύτρας, ο γλύπτης-φιλόσοφος Δημ. Φιλιππότης, ο ευαίσθητος και αγαθός Γιαννούλης Χαλεπάς, ο περιφανής Λάζαρος Σώχος, αλλά και οι θεμελιωτές της Νεοελλην. Γλυπτικής αδελφοί Μαζακατέ, οι οποίοι από το 1835 δημιούργησαν εργογλυφείο στην Αθήνα. Το Π.Ι.Ι.Ε.Τ. έστελνε από νωρίς στις Ακαδημίες της Ευρώπης χαρισματικούς Τηνίους καλλιτέχνες.
Βασιλικό διάταγμα του 1835 χαρακτηρίζει το Ιερό Ιδρυμα Ευαγγελίστριας, ως «Προσκύνημα των απανταχού Ορθοδόξων», διακρίνοντάς το από τους λοιπούς Ναούς και Μονές. Το Συμβούλιο Επικρατείας χαρακτήρισε το 1977 το Ιερό Ιδρυμα ως «Δημόσιο κατάστημα» και «Ευαγές Καθίδρυμα».
Τα ως τάματα κανδήλια και ιερά σκεύη, τα οποία προσφέρουν στη Μεγαλόχαρη ορισμένοι προσκυνητές δεν εκποιούνται. Δωρίζονται σε ορθοδόξους ναούς του εσωτερικού και του εξωτερικού, που τα έχουν ανάγκη.
Εχουν περάσει 197 έτη από την Εύρεση της Αγίας Εικόνας. Η επέτειος της Ευρέσεως εορτάζεται εδώ και χρόνια εντός του Ιερού Ναού επί τρεις ημέρες (29-31 Ιανουαρίου). Εκτός των Ιερών Ακολουθιών, των αγρυπνιών και της Λιτάνευσης της Εικόνας στην Πόλη, τις τελευταίες δεκαετίες γίνεται, εντός του Ναού, η βράβευση των αριστούχων μαθητών και μαθητριών των Σχολείων της Τήνου, η εκφώνηση του Πανηγυρικού της ημέρας, ο συνοπτικός Απολογισμός του λήξαντος έτους, από το Π.Ι.Ι.Ε.Τ. και το Αρχιερατικό Μνημόσυνο υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των Δωρητών, των Συνδρομητών και Ευεργετών του Ιδρύματος.
Κατά τον εορτασμό του 2020 ο Πρόεδρος του Ιδρύματος Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σύρου και Τήνου κ. Δωρόθεος Β΄. μίλησε με θέμα «Το Π.Ι.Ι.Ε.Τ. τιμά τα Αριστεία».
Μεταξύ άλλων τόνισε την πολύτιμη προσφορά του Ιδρύματος με τη δωρεάν διάθεση κτηρίων για τη στέγαση Σχολείων, την παροχή υποτροφιών για σπουδές στο εξωτερικό, τη βράβευση των αριστούχων μαθητών. Ακόμα τόνισε ότι η ορθή ένταξη του Εθνους μας στο πολιτικό γίγνεσθαι της Ευρώπης μόνο διά της παιδείας μπορεί να επιτευχθεί. Πρόσθεσε επίσης ότι στην Ελλάδα πρέπει πάντοτε να υπάρχει στενός σύνδεσμος παιδείας και Εκκλησίας, για την επίτευξη υψηλών στόχων.
Στον ίδιο εορτασμό ο Αντιπρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής κ. Ευάγγελος Σημαντήρης αναφέρθηκε λεπτομερώς στο εθνωφελές και κοινωφελές έργο του Ιδρύματος, με τη συνεχή παρουσία του στο Ελληνικό Κράτος σε όλες τις κρίσιμες ώρες του (Πόλεμοι-Θεομηνίες κ.α.).
Το 1940 πουλήθηκαν όλα τα τιμαλφή για τις ανάγκες του αγώνα.
Μακάρι με την ίδια νοοτροπία να πορεύονταν και οι ορθόδοξοι Ελληνες της ηπειρωτικής Ελλάδας του 19ου αι.
Οι Ελληνικές Κυβερνήσεις και η Ελλαδική Εκκλησία της Βαυαροκρατούμενης Ελλάδας έπρεπε να είναι «μια γροθιά», αποδεικνύοντας στους «σοφούς» Ευρωπαίους εισβολείς ότι ένα καμμένο ξύλο, κομμένο στα δύο, μέσα στα χώματα και τους ασβέστες μπορεί να χαρίζει στο διηνεκές λύτρωση, όραμα, πίστη και ελπίδα, όταν απεικονίζει το Αγιο Πρόσωπο της Θεοτόκου στον Ευαγγελισμό της και όταν οι άνθρωποι που το έχουν στα χέρια τους με πίστη, συναίσθηση ευθύνης, τιμιότητα και ανιδιοτέλεια προσπαθούν με συνείδηση να ανταποδώσουν, με αγαθά έργα, στη Θεία Πρόνοια τη Λάμψη του Ακτίστου Φωτός, που τόσο απλόχερα τους χάρισε.
Η επιλογή του ρυθμού του Ναού της Μεγαλόχαρης (τρίκλιτος βασιλική με τρούλλο πάνω από την Αγία Τράπεζα) ανήκει στον Τήνιο αρχιτέκτονα Ευστράτιο Καλονάρη, επικαλούμενο «Σμυρνιό», ως μέλος της πολυάριθμης παροικίας των Τηνίων στη Σμύρνη, ένας από τους 20.000 πρόσφυγες που είχαν καταφύγει στην Τήνο λόγω των διωγμών εκ μέρους των Τούρκων το 1821.
Η Σμύρνη εκείνη την εποχή ήταν ελληνικό κέντρο όχι μόνον από πλευράς αριθμητικής υπεροχής, αλλά και εξ αιτίας της έντονης ελληνικής παρουσίας στην οικονομία, στο εμπόριο, στην παιδεία, στα γράμματα και στις τέχνες. Σε αντίθεση με τους Ελληνες του Ελλαδικού χώρου οι Ελληνες οικονομικοί φορείς της Μ. Ασίας ενίσχυαν με όλες τους τις δυνάμεις την ελληνορθόδοξη παιδεία. Οι αλύτρωτοι ρωμηοί Μικρασιάτες, του β΄ ημ. του 19ου αι., απόγονοι των «αυτήκοων» και «αυτοπτών» μαρτύρων του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, ζούσαν την πολυεθνική, οθωμανική πραγματικότητα διατηρώντας την εθνική τους ταυτότητα, χωρίς κραυγές και εθνικιστικές εξάρσεις, γιατί στόχευαν στην ενότητα και ισομοιρία όλων των λαών της Ανατολής.
Για τους Ελληνες Μικρασιάτες Μεγάλη Ιδέα ήταν η αποκάλυψη της ιστορικής αλήθειας και η εκ τούτου πρωτοκαθεδρία (όχι κυριαρχία) της αμιγούς ελληνορθόδοξης παραδόσεως, που κράτησε επί αιώνες το Γένος-Εθνος ζωντανό. Οι παντοειδείς αγώνες των Ελλήνων αυτών (του β΄ ημ. του 19ου αρχές 20ου αι.) είναι εντελώς άγνωστοι στους μαθητές μας (εδώ έχει καταργηθεί και το μάθημα των θρησκευτικών), ίσως εξ αιτίας της τραυματικής εμπειρίας του 1922. Ομως αφαιρώντας από τη μεσαιωνική και νεώτερη ελληνική ιστορία την πανανθρώπινη ζωοδότρια δυναμική της Ορθοδοξίας παραποιούμε τον χαρακτήρα της ελληνικής ταυτότητας, αφήνοντας τα Ελληνόπουλα χωρίς τη ζωογόνο επαφή με τις ιστορικές τους ρίζες.
Την Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης (1735-1922) (με μάθηση επιστημονικού επιπέδου) οι ιδρυτές της την αφιέρωσαν «εις τον Υιόν του Θεού», ως σχολείου των Ευαγγελικών του εντολών και «φροντιστήριον πάντων των ελληνικών μαθημάτων». Εκτοτε εκαλείτο διαδοχικώς «Σχολείον Χριστού», «Μεγάλον Σχολείον», «Ευαγγελικόν Φροντιστήριον». Στις αρχές του 19ου αι. επεκράτησε η ονομασία «Ευαγγελική Σχολή». Οι σπουδές στη Σχολή αυτή ήταν υψίστου επιπέδου, για τούτο οι απόφοιτοι της Ευαγγελικής Σχολής περνούσαν στο Ελληνικό Πανεπιστήμιο χωρίς εξετάσεις.
Στον Ελλαδικό χώρο οι νόμοι Σ΄ και ΣΑ΄ του 1852 δέσποσαν ασφυκτικά στα εκκλησιαστικά πράγματα επί 7 δεκαετίες (1852-1923), προκειμένου να εξυπηρετήσουν πολιτικά συμφέροντα. Η αταίριαστη συμβίωση Εκκλησίας-πολιτείας παραμόρφωσε τον Ιερό χαρακτήρα και την αποστολή της Εκκλησίας. Καμιά Κυβέρνηση δεν μερίμνησε σοβαρά για την Εκκλησία. Γι’αυτό άνθισε το λαϊκό κήρυγμα, που θα έπρεπε να καλύπτεται από εκκλησιαστικούς φορείς. Ο χριστιανός Δημοσιογράφος Κυριάκος Διαλησμάς στα τεύχη της «Αναπλάσεως» (1887-1889) φιλοξένησε πλήθος προτάσεων ενδεικτικών της κοινής γνώμης για την επίλυση των προβλημάτων του απαίδευτου κλήρου και την ανατροπή της αντιθρησκευτικής προπαγάνδας. Ωστόσο το Οικουμενικό Πατριαρχείο, βοήθησε ουσιαστικά, ως «Μητέρα Εκκλησία » την ελλαδική Εκκλησία, παρά τον πολιτειοκρατικό της χαρακτήρα. Οταν το Συνέδριο του Βερολίνου έδωσε το 1878 την επαρχία της Θεσσαλίας και μέρος της Ηπείρου στο ελληνικό κράτος, το Πατριαρχείο επισημοποίησε την ενσωμάτωση των εκκλησιών των περιοχών αυτών στην Εκκλησία της Ελλάδος (1821-82) ακριβώς όπως το είχε πράξει και με την ενσωμάτωση της Επτανήσου, παρ΄ όλο που η ενσωμάτωση αυτή στερούσε από το Πατριαρχείο τις προσόδους από τις Μητροπόλεις, τις επισκοπές και τις Μονές αυτών των περιοχών. Η Ελληνική Κυβέρνηση αποδέχθηκε κάποια οφειλή στο Πατριαρχείο από τις Μητροπόλεις και τις Μονές της Θεσσαλίας, στην οποία όμως τα επόμενα χρόνια δεν φάνηκε συνεπής.
Αλλωστε το Οικ. Πατριαρχείο κινδύνευε από τις πιέσεις των Ρώσων, οι οποίοι προσπαθούσαν να κυριαρχήσουν στο Αγιο Ορος διά της δικής τους Μονής του Αγ. Παντελεήμονος. Επίσης οι Βούλγαροι σχισματικοί προχωρούσαν εις βάρος εδαφών της Μακεδονίας και της Θράκης απειλώντας ακόμα και την ελληνικότητα του Πατριαρχείου. Οι Βούλγαροι δρούσαν απροκάλυπτα εναντίον Ελλήνων ορθοδόξων, προκειμένου να τους εντάξουν στην σχισματική αντικανονική εξαρχία τους. Ο δε Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ Β΄ ανέστειλε το υπέρ των Ορθοδόξων Ελλήνων και Αρμενίων μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα με την επωνυμία «Τανζιμάτ» και κατάργησε το κοινοβουλευτικό καθεστώς που δεχόταν και Ελληνες βουλευτές στο Οθωμανικό Κοινοβούλιο.
Ομως η Θεία Πρόνοια έστειλε στον Πατριαρχικό θρόνο τον Ιωακείμ Γ΄ (κατά κόσμον Χρήστο Δεβετζή), την πιο επιβλητική και αντιπροσωπευτική, εκκλησιαστική μορφή στα τέλη του 19ου αι. αρχές 20ού (α΄ Πατριαρχία 1878-1884, β΄ Πατρ. 1901-1912). Ειρηνοποιός και ανακαινιστής ιεράρχης με χρυσή ποιμαντορία. Ο Ιωακείμ Γ΄ είχε θητεύσει ως Μοναχός στο Αγιο Ορος και στη Σάμο. Είχε τρυγήσει γνώσεις με διαμονή στη Ρωσία και στη Βιέννη πλουτίζοντας την εκκλησιαστική του μόρφωση και αποκτώντας γλωσσομάθεια. Το 1864 είχε εκλεγεί Μητροπολίτης Βάρνης για να προστατεύσει το ελληνόφωνο ποίμνιο από τους σχισματικούς Βουλγάρους. Το 1874 εκλέχτηκε Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης.
Το κριτήριο όλων των δράσεών του ήταν η ιδέα της Μεγάλης Οικουμενικής Ορθοδοξίας κυρίως για τους ομοδόξους λαούς της χερσονήσου του Αίμου. Ο Ιωακείμ Γ΄ ήταν αντίθετος με τον επαρχιώτικο εθνοκεντρισμό του Τρικούπη, που θυσίαζε, κατά την άποψή του, το μείζον για το έλασσον των προσδοκιών του Γένους.
Ο Ιωακείμ προβληματίστηκε με τα σοβαρά εσωτερικά προβλήματα της Ελλαδικής Εκκλησίας, όπως η ιδιοτελής κατάχρηση του ιερατικού λειτουργήματος, τα προσωπικά συμφέροντα, που αντιστρατεύονταν τους Ιερούς Κανόνες. Θεωρούσε ότι στην Ελλαδική Εκκλησία δεν εισακουγόταν ο καθαρός ευαγγελικός λόγος στο αληθινό πνευματικό του μεγαλείο. Φιλοδοξία του ήταν να σώσει «πάντα τα Εθνη», ώστε να εμποδισθεί ο τεμαχισμός της μιας Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας σ΄ένα πλήθος τοπικών εκκλησιών. Οι θέσεις αυτές ταυτίζονταν απόλυτα με την ιδεολογία όλων των αλύτρωτων Μικρασιατών ρωμηών του β΄ ημ. Του 19ου αι. (Αριστείδη Πανώτη, «ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ», τομ. Β΄., σ.214-232).
Προβληματισμένος με την πολιτειοκρατούμενη Ελλαδική Εκκλησία έλαβε μέτρα: Αυστηρή σταχυολόγηση των προς αρχιερατίαν, προς επιλογή των αρίστων. Θέσπιση Κανονισμών προς αποφυγή των σκανδάλων. Κατάργηση κάθε αδικαιολόγητης και μη κανονικής καταθέσεως επισκόπων. Κατάργηση των «καλλωπισμών εν τοις ιεροίς ενδύμασιν και τοις αμφίοις». Μόρφωση όλων των κληρικών και επιστασία εφ΄όλων των Μοναστηρίων κ.ά.
Ο μέγας Ποιμενάρχης ανακαίνισε το μεγαλοπρεπές οικοδόμημα της Μεγάλης του Γένους Σχολής του οποίου τα εγκαίνια έγιναν πανηγυρικά, με την παρουσία και Τούρκων αξιωματούχων, την 8η Σεπτεμβρίου 1882. Επίσης στήριξε οικονομικά και τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπως και άλλες Ιερατικές Σχολές. Ο Ιωακείμ Γ΄ προσέβλεπε στη συνεργασία και συμβίωση των δύο ισχυρότερων εθνοτήτων, των Τούρκων και των Ελλήνων, και στη μετεξέλιξη της αυτοκρατορίας σ΄ένα ομόσπονδο ελληνοτουρκικό κράτος της Ανατολής.
Εξάλλου το Πατριαρχείο έπρεπε να διαθέτει επίσημο όργανο για τη δημοσίευση εγκυκλίων για τη στήριξη της Ορθοδοξίας, που θα παρείχε την πλήρη και αναγκαία ειδησεογραφία.
Το 1879 συνέστησε Τυπογραφείο και το 1880-81 κυκλοφόρησε περιοδικό με τίτλο «Αλήθεια» (1880), το οποίο τελικά έλαβε το όνομα «Εκκλησιαστική Αλήθεια» (1881), που συνέχισε να κυκλοφορεί έως το 1928. Το περιοδικό αυτό αποτελεί την αψευδέστερη μαρτυρία της Ιστορίας του Οικουμενικού θρόνου κατά το τέλος του 19ου, αρχές του 20ου αι.
Πρώτος αρχισυντάκτης του υπήρξε ο εκ Σμύρνης έμπειρος δημοσιογράφος, ιστορικός και θεολογών Λόγιος Μηνάς Δ. Χαμουδόπουλος (1843-1908), για του οποίου το βαρυσήμαντο θεολογικό συγγραφικό έργο, ο Πατριάρχης Ιωακείμ Β΄, τον είχε εντάξει το 1878 στο σύστημα των αρχόντων του Γένους ως «Μέγα Ρήτορα της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας». Το οφφίκιο αυτό εθεωρείτο ιδιαίτερα τιμητικό. Ο ρωμαίικος πνευματικός αγώνας του Μ.Χ. είχε αρχίσει το 1870 ως αρχισυντάκτη της «Προόδου» μιάς από τις πιο σημαντικές εφημερίδες της Σμύρνης, με συνεργάτη τον αδελφό του Χρίστο Χαμουδόπουλο. Η «πρόοδος» θεωρείτο η εφημερίδα «των Λαών της Ανατολής». Ο Χρ. Σολομωνίδης έγραψε ότι «η Πρόοδος» εξυπηρετούσε «τα αληθή και πραγματικά συμφέροντα της πατρίδος, επιδιώκουσα την εν αδελφότητι συμβίωση των Λαών της Ανατολής δι’ης και μόνον η πατρίς μας δύναται να βαδίση ασφαλώς επί της οδού της προόδου». Η εφημερίδα αυτή αποτελούσε πολυτιμότατη πηγή γνώσεων με τα ενημερωμένα πολιτικά της δελτία, τα χρονικά, τις ειδήσεις, όπως και την έκδοση ανέκδοτων ελληνικών χειρογράφων.
Από την «Πρόοδο» πληροφορούμεθα όλες τις λεπτομέρειες αναφορικά με τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις (Τανζιμάτ) από το 1839 έως το 1856 (Χάττι Χουμαγιούν) και την κατάργησή του στις 14/2/1878, από τον αυταρχικό Σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ Β΄. Στα πλαίσια του «Τανζιμάτ» ο Μ.Χ. εξελέγη βουλευτής Σμύρνης (1876), στο σώμα της β΄ Συνόδου της Οθωμ.Βουλής. Ο ιστορικός Αλέξης Αλεξανδρής γράφει ότι «ο δυναμικός Σμυρναίος δημοσιογράφος Μ.Χ. ασχολήθηκε σοβαρά [ως βουλευτής] με θέματα της ορθόδοξης κοινότητας….» (Δελτίον της ιστορικής-εθνολογικής εταιρείας της Ελλάδος» τόμ.23ος, 1980, σ.365).
Οταν η «Πρόοδος» δέχτηκε το 1878 βίαιη επίθεση από τούρκικη εφημερίδα επειδή χαρακτήρισε τον αρχισυντάκτη της Μ.Χ. ως «Ελληνα βουλευτή Σμύρνης» και όχι Ρωμηό (Ρωμηοί ονομάζονταν όλοι οι ορθόδοξοι κάτοικοι της Οθ. Αυτοκρατορίας: Αρμένιοι, Βούλγαροι κ.ά.), ο Μ.Χ. απάντησε ως εξής: «Μη επιθυμούντες να χρονοτριβώμεν εις εξηγήσεις περί της σημασίας της λέξεως ταύτης, παρακαλούμεν τα «ερπετά» αυτά [τους Τούρκους δημοσιογράφους] να μας είπωσιν πως αξιούσι να ονομάζωμεν από τούδε την γλώσσαν εις ην γράφεται η «Πρόοδος» και ην 300.000 ψυχαί λαλούσιν εν τη τοπαρχία της Σμύρνης, ίνα μην υποπέσωμεν και αύθις εις έγκλημα καθοσιώσεως». Αλλωστε ο σύγχρονος του Χαμουδόπουλου μέγας ιστορικός μας Κ. Παπαρρηγόπουλος γράφει στα «Προλεγόμενά» του: «τα ονόματα Ελληνας και Ελληνικός ξεκινούν από την εποχήν των Μακεδόνων, οπότε το ελληνικόν Εθνος διακρίνεται από των άλλων εθνών, ήτοι το ελληνιστί λαλείν και το ελληνικώς ζην».