Αρχική » «Οι πνευματικοί αγώνες των ελεύθερων Ελλήνων και των αλύτρωτων Μικρασιατών αδελφών τους»

«Οι πνευματικοί αγώνες των ελεύθερων Ελλήνων και των αλύτρωτων Μικρασιατών αδελφών τους»

από christina

 

Γράφει η  κυρία Β. Χαμουδοπούλου – Κωνσταντινίδου, Ιστορικός

 

Τα δημοσιεύματα των Λογίων της Σμύρνης του 19ου αι. (βλ. και εφημερίδα «Αμάλθεια») αποτελούσαν πρωτογενείς πηγές, σταθμίζοντας την ιστορική πραγματικότητα με απόλυτη ακρίβεια εφ΄όσον διατηρούσαν την αίσθηση της Αλήθειας, που τους εξασφάλιζε ο ελληνορθόδοξος πνευματικός και ηθικός τους κόσμος. Εγραφαν χωρίς ιδιοτελείς διακυμάνσεις, χωρίς επιφυλάξεις και χωρίς δουλικές υποχωρήσεις. Δεν κατέχονταν από εθνικιστικές και εγωκεντρικές αντιλήψεις, έχοντας την πεποίθηση ότι όλοι οι άνθρωποι μπορούν να ζουν καλύτερα μέσα από την ελληνορθόδοξη Αλήθεια, την εργασία και το μόχθο, εκεί που τα πρόσωπα μεταβάλλονται σε προσωπικότητες.

Το 1879 (τύποις «Προόδου») κυκλοφόρησε γραμμένος από τον Μ.Χ. ο α΄ τόμος του «Ρωσσοτουρκικού πολέμου» 1878-79. Στον τόμο αυτό (349 μεγάλες σελίδες) περιγράφονται ενδελεχώς τα διπλωματικά γεγονότα που προηγήθηκαν του πολέμου. Αναγράφονται όλα τα υπομνήματα, οι προτάσεις, οι στόχοι, οι επαφές αυτών που ενεπλάκησαν στον πόλεμο. Επίσης αναφέρεται το ιστορικό των λαών αυτών. Με μοναδική ευστοχία ο Μ.Χ. γράφει για τους Ελληνες: «Η Ελλάδα θα είχε πάρει ορθότερες αποφάσεις αν είχε αποκτήσει εξ αρχής βασιλείαν νοήμονα, απηλλαγμένην των Βαυαρικών μικροφιλοτιμιών και αν δεν ακολουθούσε χωρίς φρόνηση τις συμβουλές των Δυνάμεων, όταν την «ξεσήκωναν», χωρίς να έχουν εξασφαλίσει γι’ αυτήν «σοφές» και αποτελεσματικές προετοιμασίες».

Επίσης ο συγγραφέας γράφει γενικά για τους Ελληνες: «Το ιδιαίτερο γνώρισμα των Ελλήνων είναι η Φιλοπατρία. Ο νεώτερος Ελληνας έχει πάντα τα ελαττώματα και τας αρετάς των προγόνων του. …Φιλομαθές-φιλελεύθερον το κύριο γνώρισμα, αλλά υπάρχει και το φίλαρχον και το φίλερι.…Κράμα μεγαλοπραγμοσύνης και μικροραδιουργίας είναι ικανός να συλλάβει τας υψηλοτέρας πολιτικάς θεωρίας και να εκτελέση τα ευτελέστατα κομματικά στρατηγήματα… Αψηφών τον θάνατον ο Ελλην διετήρησε τας αυτοφυείς στρατιωτικάς αρετάς, αίτινες κατά τε την αρχαιότητα και εν τοις καθ΄ ημάς χρόνοις απέσπασαν τον θαυμασμόν των ξένων…»

Ωστόσο όταν ανέλαβε στην Κων/πολη τη Διεύθυνση της «Αληθείας» – «Εκκλησιαστικής Αληθείας» το συγγραφικό έργο του Μ.Χ. επικεντρώθηκε σε μελέτες θεολογικού-εκκλησιαστικού περιεχομένου. Οφείλουμε να αναφερθούμε στην πλέον βαρυσήμαντη μελέτη του με θέμα: «Οι εν τη Ανατολή Μισσιονάριοι του Προτεσταντισμού». Στόχος ήταν να αποδείξει την κακοδοξία, τις παρερμηνείες και την πολιτική υστεροβουλία των Μισσιοναρίων, τους οποίους ο Μ.Χ. θεωρούσε ως συνέχεια της κατακτητικής πολιτικής των Σταυροφόρων της Δύσεως. Ταυτισμένος με το πνευματικό κίνημα των Ησυχαστών του 14ου αι. και των Κολλυβάδων του 18ου αι. , με συνεχείς αναφορές στην Π. και Κ. Διαθήκη, όπως και σε ένα μεγάλο αριθμό Πατερικών κειμένων, ο Μ. Ρήτορας αποδεικνύει την υποκρισία των Μισσιοναρίων, μέσα από μία βαθυτάτη ανάλυση του Ορθοδόξου δόγματος: «Οι Μισσιονάριοι έρχονται στην Ανατολή να διδάξουν ποιους; Εκείνους οι οποίοι διδάχθηκαν τον Χριστιανισμό από «αυτήκοους» και «αυτόπτες» μάρτυρες, δηλαδή τους μαθητές και Αποστόλους του Χριστού, τους Αγίους Πατέρες και τους μαθητές τους.» Διαψεύδει ο Μ.Χ. μία προς μία τις λανθασμένες θέσεις τους αναφορικά με τα επτά Μυστήρια της Εκκλησίας μας και την Αγιότητα και Αειπαρθενία της Θεοτόκου: «Η αγνοούντας διδάξομεν, γράφει, ή κακουργούσιν ούκ επιστρέψομεν, ίνα μη η ελαχίστη αφεθή εις υμάς πρόφασις εις απιστίαν».

Η μελέτη αυτή εκδόθηκε σε τόμο 296 σελίδων το 1882, από το Πατριαρχικό Τυπογραφείο. Ο Τόμος αυτός, όπως και ο Ρωσσοτουρκικός πόλεμος», τόμ Α΄., βρίσκονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη.

Ο αοίδιμος Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός, σε αφιερωματική εκδήλωση για τον Μ.Χ. στην «Αρχαιολογική Εταιρεία» την 8η Φεβρουαρίου 1999, μίλησε με θέμα: «Οι Δυτικοί Μισσιονάριοι ως πρόβλημα για τον Μηνά Χαμουδόπουλο». Μεταξύ άλλων είπε τα εξής: «Ο Μ.Χ. είναι απολογητικός υπερασπιστής της Πίστεως, ποιμαντικός Θεολόγος, άριστος ιστορικός της Ορθοδοξίας, με έντονη την επιστημονική και πατερική αντίληψη. Σημαντικός ερμηνευτής-αναλυτής των Αγίων Γραφών με άρτια γνώση της Ελληνικής γλώσσας. ΄Εχει το χάρισμα να δίνει με τέλειο τρόπο τη σχέση μεταξύ κυριολεκτικής και μεταφορικής ερμηνείας προσφέροντας μία αξιόλογη πρόταση ιστορικο-κριτικής μεθόδου. Τα κείμενά του συναγωνίζονται τον λεκτικό πλούτο της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, δυσπρόσιτο σήμερα επίτευγμα για πολλούς θεολόγους. Το σύγγραμά του αναφορικά με τους Μισσιοναρίους κατέχει μία κεντρική θέση στη βιβλιογραφία. Αποδεικνύει με ακρίβεια τον αντιχριστιανικό χαρακτήρα των Μισσιοναρίων. Ο Μ.Χ. μπορεί να χαρακτηρισθεί ως Romo Theologicus και είναι μία μεγάλη προσωπικότητα του Εθνους, που επιβεβαιώνει την ιστορική μας πορεία».

Ο Μ.Χ. το 1883 έδεσε σε τόμο και τη μνημειώδη μελέτη του με τίτλο «Ερμηνεία των καθ’ απάσας τας Κυριακάς Ευαγγελικών Περικοπών» 478 σελίδων, την οποία είχε δημοσιεύσει σε συνέχειες στα τεύχη της «Εκκλησ. Αλήθειας». (Αρχείο Β. Χαμουδοπούλου-Κ.). Ο Μ.Χ. παραιτήθηκε από τη Διεύθυνση της «Εκκλησ. Αλήθειας» και του Πατριαρχικού Τυπογραφείου τον Μάιο του 1883. Τις θέσεις αυτές κατέλαβαν αντίστοιχα ο ιστοριοδίφης-χρονογράφος, μετέπειτα «Μέγας Χαρτοφύλαξ» Μανουήλ Γεδεών και ο εκ των Συντακτών του περιοδικού Ιωάννης Ασπριώτης. Η παραίτηση του Μ.Χ. οφείλεται μάλλον στην πολύ δυσάρεστη θέση που βρέθηκε ο Πατριάρχης, όταν εν αγνοία της Ιεράς Συνόδου και του «Διαρκούς Εθνικού Μικτού Συμβουλίου» (Δ.Ε.Μ.Σ ) συζήτησε μυστικά με τον Μεγάλο Βεζύρη Σαϊδ Πασά για τη μη κατάργηση των θρησκευτικών προνομίων των Ελλήνων. Ο Ιωακείμ Γ΄, όπως και πολλοί άλλοι, φοβόταν ότι οι δήθεν υπέρ των Ελλήνων μεταρρυθμίσεις, «σκέπαζαν» την από αιώνες θρησκευτική ελευθερία και την ελεύθερη εθνική ζωή του Κλήρου, και του λαού των Ελλήνων , αφού συνέχιζε να μένει σε κυρίαρχη θέση η τουρκική γλώσσα και ισλαμική θρησκεία. Ο Μ.Χ. δεν συνετάχθη με τους «αντι-ιωακειμικούς», δεν μπόρεσε όμως να ανεχθεί την κατάργηση εκ μέρους του Πατριάρχου των «θεόθεν τεταγμένων», δηλαδή την κατάργηση του κύρους των δύο βασικών διοικητικών οργάνων του Πατριαρχείου. Αλλωστε ο Ιωακείμ παραιτήθηκε το 1884 από τον Πατριαρχικό θρόνο, στον οποίον επανήλθε το 1901 έως το 1912, έχοντας ως Γενικό Γραμματέα τον μικρότερο αδελφό του Μηνά, νομικό Αρμόδιο Χαμουδόπουλο.

Στα πλαίσια διορισμών, κυρίως Ελλήνων Νέο-Φαναριωτών σε ανώτερες Διπλωματικές και Διοικητικές θέσεις (Στέφανος Βογορίδης, Στέφανος Καραθεοδωρής, Σταύρος Αριστάρχης και πολλοί άλλοι), ο Μηνάς Χαμουδόπουλος διορίστηκε το 1885 ως Γραμματέας της Τουρκικής Πρεσβείας στην Αθήνα. Οι Ελληνες οραματίζονταν μία ελληνική εθνότητα ως συνέχεια του Βυζαντινού μεγαλείου και φυσική προέκταση του ελληνικού Βασιλείου (Μεγάλη Ιδέα).

Ο Μ.Χ. γνώριζε ότι η πραγματοποίηση της Μεγάλης Ιδέας με στρατιωτικά μέσα ήταν ανέφικτη για την εποχή εκείνη. Ο ατυχής πόλεμος του 1897 επιβεβαίωσε δυστυχώς την άποψή του αυτή. Ωστόσο συνδέθηκε στενά με τον Χαρίλαο Τρικούπη και συνεργάστηκε μαζί του για μία Ελληνοτουρκική φιλία, στα πλαίσια ενός οικουμενικού εθνισμού όπως τον είχε συλλάβει ο Ρήγας αλλά και ο Ιωακείμ Γ΄ . Από την άλλη πλευρά ο Μέγας ρήτωρ γνώριζε ότι η πολύχρονη απομάκρυνση από τη Σμύρνη και την Πόλη, έμεινε στην Αθήνα πάνω από 10 χρόνια, ισοδυναμούσε με «διακριτικό εκτοπισμό». Αυτό όμως ήταν γι’αυτόν μία απλή πρόκληση. Το Ελληνικό Κράτος και ο μικρασιατικός Ελληνισμός αποτελούσαν για τον Μ.Χ. μία αδιάρρηκτη ενότητα, η δύναμη της οποίας απέρρεε τόσο από τις ορθές διπλωματικές θέσεις, όσο και από την ενδυνάμωση των δύο «ασύγχητων» μεγεθών της: Του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας. Για τούτο συνέχισε και στην Αθήνα απτόητος, τη συγγραφή θεολογικών και γεωγραφικών βιβλίων για τα σχολεία της Ελλάδας. Οι Εκδόσεις αυτές οι οποίες συνέβαλαν στην οργανική συνοχή του αλύτρωτου με το ελεύθερο ελληνικό στοιχείο ήταν άλλη μία αποστομωτική απάντηση στην προκλητική προτεσταντική προπαγάνδα, η οποία δρούσε ανενόχλητη στο ελληνικό Βασίλειο. Από τις εκδόσεις αυτές ξεχωρίζουμε την πολύ σημαντική για τα πολύτιμα θεολογικά της στοιχεία «Ερμηνεία της Ιεράς Λειτουργίας» (Αθήναι 1887) και την «Ιερά Κατήχηση» (Αθήναι 1893), την οποία η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας, υποδέχθηκε με πραγματικό ενθουσιασμό και την οποία συνέστησε προτρέποντας τους καθηγητές να την διδάξουν στα Σχολαρχεία και Παρθεναγωγεία: «….το σύγγραμα τούτο είναι αξιολογώτατον και καταλληλότατον προς έμπεδον διδασκαλίαν της μαθητιώσης νεότητος, άριστον από πάσας τας απόψεις…..ο ελλογιμώτατος κ. Μηνάς Δ. Χαμ. λίαν εντριβής τα θεολογικά, δοκιμώτατος και διακεκριμένος πολλών διδακτικών βιβλίων συγγραφεύς, εν διαγωνισμώ βραβευθέντων» . Ακόμα η Ιερά Σύνοδος επαινεί την άψογο [λόγια] γλώσσα, στην οποία είναι γραμμένη η Κατήχησις, υπογραμμίζοντας τον «εθνωφελή σκοπόν της». (αρχείο Β. Χαμουδοπούλου). Η γλωσσική έκφραση, όπως και το περιεχόμενο της «Κατηχήσεως» θα ταίριαζε περισσότερο σε φοιτητές παρά σε μαθητές.(Βιργινίας Χαμουδοπούλου – Κωνσταντινίδου, «Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Αθήνα 1870-1908», Μηνάς Δ. Χαμουδόπουλος (1843-1908), Μέγας Ρήτωρ της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, Δημοσιογράφος, Ιστορικός, Γεωγράφος, Πολιτικός, 529 σελίδες, Εκδ. «ΑΡΜΟΣ» 2008).

Ο Χαμουδόπουλος υπήρξε ένθεος ομολογητής της ορθοδόξου πίστεως στην Αθήνα, συνδυάζοντας την ομολογία του αυτή με τον ένθερμο ζήλο του για την ορθή διδασκαλία της ορθοδόξου αληθείας στα σχολεία. Μία πρωτοφανής δραστηριότητα για τον Γραμματέα της Τουρκικής Πρεσβείας, αλλά και μία προσπάθεια που συμπλήρωνε το έργο του Κ. Παπαρρηγόπουλου και του Σ. Ζαμπελίου, εξισορροπώντας την υποχώρηση της ορθόδοξης οικουμενικότητας στη δύναμη του Δυτικού εθνοκεντρισμού, και της προτεσταντικής προπαγάνδας.

Το «Χριστιανικόν Εγκόλπιον», το οποίο κυκλοφόρησε μετά την «Κατήχηση» το γνωρίζουμε από δημοσίευση της «Εκκλησιαστικής Αλήθειας» (τομ. ΙΕ΄ 1895-96, σελ. 96): «Ο ελλόγιμος κ. Μηνάς Χ. νέον εσχάτως ήγαγεν έργον, όπερ εν τη πρωτοτυπία αυτού τυγχάνει άξιον πάσης συστάσεως. Φέρον τον τίτλον «Χριστιανού Εγκόλπιον» περιέχει σειράν θρησκευτικών μαθημάτων….αποσκοπούντων την εμπέδωσιν του θρησκευτικού αισθήματος παρά τη σπουδαζούση νεολαία».

Αλλωστε, ακολουθώντας τις αρχές του λεξικογράφου Σκαρλάτου Βυζαντίου και του καθηγητού ιστορίας-γεωγραφίας της Μεγάλης του Γένους Σχολής Βασιλείου Μυστακίδη, ο Μ.Χ. συνέγραψε Γεωγραφία πρεσβεύοντας ότι χωρίς την ακριβή γνώση του χώρου «δεν μπορεί να υπάρξη καρποφόρα ιστορική, αλλά και θρησκευτική συγγραφή».

Το 1881-1882 είχε συγγράψει στην Κων/πολη μνημειώδη Ιστορική Γεωγραφία (944 σελίδων), αφιερωμένη «Ιωακείμ Γ΄ τω κλεινώ, πρωθιεράρχη της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας…». Γνωρίζοντας ότι στην Αθήνα του 19ου αι. τυπώνονταν εγχειρίδια Γεωγραφίας χωρίς ομοιογένεια από πλευράς επιλογής ύλης και γνωστικής πληρότητας, παρουσιάζοντας και λάθη που εμπόδιζαν το Υπουργείο να τα εγκρίνει βάσει σταθερών κριτηρίων, ο Μ.Χ. συνέγραψε σχολικά εγχειρίδια στα Μαθήματα της Φυσικής και Πολιτικής Γεωγραφίας:

Το 1888 Γεωγραφία Φυσική-Πολιτική «προς χρήσιν των Ελληνικών Σχολαρχείων και Παρθεναγωγείων (463 σελ.)

Στοιχειώδη Γεωγραφία για τα Δημοτικά Σχολεία, το 1889 (176 σελίδες)

Στοιχειώδη Γεωγραφία το 1892 για τα Δημοτική Σχολεία, με στοιχεία των θρησκειών, με στοιχειώδη ανάλυση του χριστιανικού δόγματος. Τη δυτική Εκκλησία την ονομάζει «λατινική» όχι καθολική.

Επίσης το 1892 Γεωγραφία Φυσική και Πολιτική προς χρήσιν των Ελληνικών Σχολαρχείων και Παρθεναγωγείων 264 σελίδων (4η έκδοση). Οι γεωγραφίες αυτές είχαν την έγκριση τόσο του Ελληνικού, όσο και του Τουρκικού Υπουργείου Παιδείας. (Αρχείο Β. Δ. Χαμουδοπούλου).

 

 

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ