Ο Ανδρέας, ψαράς στο επάγγελμα και αδελφός του Αποστόλου Πέτρου, ήταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και τον πατέρα του τον έλεγαν Ιωνά. Επειδή κλήθηκε από τον Κύριο πρώτος στην ομάδα των μαθητών, ονομάστηκε πρωτόκλητος.
Ο Ανδρέας (μαζί με τον Ιωάννη τον ευαγγελιστή) υπήρξαν στην αρχή μαθητές του Ιωάννου του Προδρόμου. Κάποια μέρα μάλιστα, που βρισκόντουσαν στις όχθες του Ιορδάνη κι ο Πρόδρομος τους έδειξε τον Ιησού και τους είπε «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», οι δύο απλοϊκοί εκείνοι ψαράδες συγκινήθηκαν τόσο πολύ, που χωρίς κανένα δισταγμό κι επιφύλαξη αφήκαν αμέσως τον δάσκαλο τους κι ακολούθησαν τον Ιησού.
Η ιστορία της ζωής του Ανδρέα μέχρι την Σταύρωση, την Ανάσταση και την Ανάληψη, υπήρξε σχεδόν ίδια με εκείνη των άλλων μαθητών. Μετά το σχηματισμό της πρώτης Εκκλησίας, ο Ανδρέας κήρυξε στη Βιθυνία, Εύξεινο Πόντο (μάλιστα ο Απόστολος, είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας του Βυζαντίου αφού εκεί εγκατέστησε πρώτο επίσκοπο, τον απόστολο Στάχυ κι αυτού διάδοχος είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης), Θράκη, Μακεδονία και Ήπειρο. Τελικά, κατέληξε στην Αχαΐα.
Στην Αχαΐα, η διδασκαλία του καρποφόρησε και με τις προσευχές του θεράπευσε θαυματουργικά πολλούς ασθενείς. Έτσι, η χριστιανική αλήθεια είχε μεγάλες κατακτήσεις στο λαό της Πάτρας. Ακόμα και η Μαξιμίλλα, σύζυγος του ανθύπατου Αχαΐας Αιγεάτου, αφού τη θεράπευσε ο Απόστολος από τη βαρειά αρρώστια που είχε, πίστεψε στο Χριστό. Το γεγονός αυτό εκνεύρισε τον ανθύπατο και με την παρότρυνση ειδωλολατρών ιερέων συνέλαβε τον Ανδρέα και τον σταύρωσε σε σχήμα Χ. Έτσι, ο Απόστολος Ανδρέας παρέστησε τον εαυτό του στο Θεό «δόκιμον ἐργάτην» (Β΄ προς Τιμόθεον, 2: 15). Δηλαδή δοκιμασμένο και τέλειο εργάτη του Ευαγγελίου.
Οι χριστιανοί της Αχαΐας θρήνησαν βαθιά τον θάνατο του. Ο πόνος τους έγινε ακόμη πιο μεγάλος, όταν ο ανθύπατος Αιγεάτης αρνήθηκε να τους παραδώσει το άγιο λείψανο του, για να το θάψουν. Ο Θεός όμως οικονόμησε τα πράγματα. Την ίδια μέρα, που πέθανε ο άγιος, ο Αιγεάτης τρελάθηκε κι αυτοκτόνησε. Οι χριστιανοί τότε με τον επίσκοπο τους τον Στρατοκλή, πρώτο επίσκοπο των Πατρών, παρέλαβαν το σεπτό λείψανο και το ‘θαψαν με μεγάλες τιμές.
Αργότερα, όταν στον θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε ο Κωνστάντιος, που ήταν γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, μέρος του ιερού λειψάνου μεταφέρθηκε από την πόλη των Πατρών στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε στον ναό των αγίων Αποστόλων «ένδον της Αγίας Τραπέζης». Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου φαίνεται πως απέμεινε στην Πάτρα.
Όταν όμως οι Τούρκοι επρόκειτο να καταλάβουν την πόλη το 1460 μ.Χ., τότε ο Θωμάς Παλαιολόγος, αδελφός του τελευταίου αυτοκράτορας Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και τελευταίος Δεσπότης του Μοριά, πήρε το πολύτιμο κειμήλιο και το μετέφερε στην Ιταλία. Εκεί, αφού το παρέλαβε ο Πάπας Πίος ο Β, το πολύτιμο κειμήλιο εναποτέθηκε στον ναό του αγίου Πέτρου της Ρώμης.
Τον Νοέμβριο του 1847 μ.Χ. ένας Ρώσος Πρίγκηπας, ο Ανδρέας Μουράβιεφ δώρησε στην πόλη της Πάτρας ένα τεμάχιο δακτύλου του χεριού του Αγίου. Ο Μουράβιεφ είχε λάβει το παραπάνω ιερό Λείψανο από τον Καλλίνικο, πρώην Επίσκοπο Μοσχονησίων, ο οποίος μόναζε τότε στο Άγιο Όρος.
Στην πόλη της Πάτρας, επανακομίσθηκαν και φυλάσσονται από την 26η Σεπτεμβρίου 1964 μ.Χ. η τιμία Κάρα του Αγίου και από την 19ην Ιανουαρίου 1980 μ.Χ. λείψανα του Σταυρού, του μαρτυρίου του. Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου ύστερα από ενέργειες της Αρχιεπισκοπής Κύπρου μεταφέρθηκε και στην Κύπρο το 1967 μ.Χ. για μερικές μέρες κι εξετέθηκε σε ευλαβικό προσκύνημα.
Όπως αναφέρει μια Κυπριακή παράδοση, σε μια περιοδεία του, ο Απόστολος Ανδρέας, πήγε και στην Κύπρο. Το καράβι, που τον μετέφερε στην Αντιόχεια από την Ιόππη, λίγο πριν προσπεράσουν το γνωστό ακρωτήρι του αποστόλου Ανδρέα και τα νησιά, που είναι γνωστά με το όνομα Κλείδες, αναγκάστηκε να σταματήσει εκεί σ’ ένα μικρό λιμανάκι, γιατί κόπασε ο άνεμος. Τις μέρες αυτές της νηνεμίας τους έλειψε και το νερό. Ένα πρωί, που ο πλοίαρχος βγήκε στο νησί κι έψαχνε να βρει νερό, πήρε μαζί του και τον απόστολο. Δυστυχώς πουθενά νερό. Κάποια στιγμή, που έφτασαν στη μέση των δύο εκκλησιών, που υπάρχουν σήμερα, της παλαιάς και της καινούργιας, που ‘ναι κτισμένη λίγο ψηλότερα, ο άγιος γονάτισε μπροστά σ’ ένα κατάξερο βράχο και προσευχήθηκε να στείλει ο Θεός νερό. Ποθούσε το θαύμα, για να πιστέψουν όσοι ήταν εκεί στον Χριστό. Ύστερα σηκώθηκε, σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τον βράχο και το θαύμα έγινε. Από τη ρίζα του βράχου βγήκε αμέσως μπόλικο νερό, που τρέχει μέχρι σήμερα μέσα σ’ ένα λάκκο της παλαιάς εκκλησίας κι απ’ εκεί προχωρεί και βγαίνει από μια βρύση κοντά στη θάλασσα. Είναι το γνωστό αγίασμα. Το ευλογημένο νερό, που τόσους ξεδίψασε, μα και τόσους άλλους, μυριάδες ολόκληρες, που το πήραν με πίστη δρόσισε και παρηγόρησε. Και πρώτα-πρώτα το τυφλό παιδί του καπετάνιου.
Ήταν κι αυτό ένα από τα πρόσωπα του καραβιού που μετέφερε ο πατέρας. Γεννήθηκε τυφλό και μεγάλωσε μέσα σε ένα συνεχές σκοτάδι. Ποτέ του δεν είδε το φως. Δένδρα, φυτά, ζώα αγωνιζόταν να τα γνωρίσει με το ψαχούλεμα. Εκείνη την ήμερα, όταν οι ναύτες γύρισαν με τα ασκιά γεμάτα νερό κι εξήγησαν τον τρόπο που το βρήκαν στο νησί, ένα φως γλυκιάς ελπίδας άναψε στην καρδιά του δύστυχου παιδιού. Μήπως το νερό αυτό, σκέφτηκε, που βγήκε από τον ξηρό βράχο ύστερα απ’ την προσευχή του παράξενου εκείνου συνεπιβάτη τους, θα μπορούσε να χαρίσει και σ’ αυτόν το φως του που ποθούσε; Αφού με θαυμαστό τρόπο βγήκε, θαύματα θα μπορούσε και να προσφέρει. Με τούτη την πίστη και τη βαθιά ελπίδα ζήτησε και το παιδί λίγο νερό. Διψούσε. Καιγόταν απ’ τη δίψα. Ο απόστολος, που ήταν εκεί, έσπευσε κι έδωσε στο παιδί ένα δοχείο γεμάτο από το δροσερό νερό. Όμως το παιδί προτίμησε, αντί να δροσίσει με το νερό τα χείλη του, να πλύνει πρώτα το πρόσωπο του. Και ω του θαύματος! Μόλις το δροσερό νερό άγγιξε τους βολβούς των ματιών του παιδιού, το παιδί άρχισε να βλέπει!
Κι ο απόστολος, που τον κοίταζαν όλοι με θαυμασμό, άρχισε να τους μιλά και να τους διδάσκει τη νέα θρησκεία. Το τέλος της ομιλίας πολύ καρποφόρο. Όσοι τον άκουσαν πίστεψαν και βαφτίστηκαν. Την αρχή έκανε ο καπετάνιος με το παιδί του, που πήρε και το όνομα Ανδρέας. Κι ύστερα όλοι οι άλλοι επιβάτες και μερικοί ψαράδες που ήσαν εκεί. Πίστεψαν όλοι στον Χριστό που τους κήρυξε ο απόστολος μας και βαφτίστηκαν. Φυσικά το θαύμα της θεραπείας του τυφλού παιδιού, ακολούθησαν κι άλλα, κι άλλα. Στο μεταξύ ο άνεμος άρχισε να φυσά και το καράβι ετοιμάστηκε για να συνεχίσει το ταξίδι του. Ο απόστολος, αφού κάλεσε κοντά του όλους εκείνους που πίστεψαν στον Χριστό και βαφτίστηκαν, τους έδωκε τις τελευταίες συμβουλές του και τους αποχαιρέτησε.
Αργότερα, μετά από χρόνια, κτίστηκε στον τόπο αυτόν που περπάτησε και άγιασε με την προσευχή, τα θαύματα και τον ιδρώτα του ο Πρωτόκλητος μαθητής, το μεγάλο μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα, που με τον καιρό είχε γίνει παγκύπριο προσκύνημα. Κάθε χρόνο χιλιάδες προσκυνητές απ’ όλα τα μέρη της Κύπρου, ορθόδοξοι και ετερόδοξοι κι αλλόθρησκοι ακόμη, συνέρεαν στο μοναστήρι, για να προσκυνήσουν τη θαυματουργό εικόνα του αποστόλου, να βαφτίσουν εκεί τα νεογέννητα παιδιά τους και να προσφέρουν τα δώρα τους, για να εκφράσουν τα ευχαριστώ και την ευγνωμοσύνη τους στον θείο απόστολο. Κολυμβήθρα Σιλωάμ ήταν η εκκλησία του για τους πονεμένους. Πλείστα όσα θαύματα γινόντουσαν εκεί σε όσους μετέβαιναν με πίστη αληθινή και συντριβή ψυχής.
Άγιος Ανδρέας Πατρών ,ο μεγαλύτερος ναός της Ελλάδος
Ο ναός του Αγίου Ανδρέα Πατρών είναι ο μεγαλύτερος ναός στην Ελλάδα και ένας από τους μεγαλύτερος στα Βαλκάνια με εμβαδόν 2.000 τ.μ ( άλλες πηγές κάνουν λόγο για 1.800 τ.μ ). Έχει συνδεθεί με την σύγχρονη ιστορία της πόλης αφού κατασκευάστηκε στις αρχές του 20αι.
Το ιστορικό της ανέγερσης
Το 1895 ορίστηκε Επιτροπή ανέγερσης του ναού. Το 1901 προκηρύχτηκε διεθνής διαγωνισμός για την εκπόνηση των αρχιτεκτονικών σχεδίων του ναού. Την 1η Ιουνίου 1908 πραγματοποιήθηκε η θεμελίωση του ναού από τον Βασιλιά των Ελλήνων Γεώργιο Α”. Η κατασκευή του βυζαντινού ρυθμού ναού ξεκίνησε το 1908 υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Αναστάσιου Μεταξά, τον οποίο ακολούθησε ο Γεώργιος Νομικός.
Το 1910 η ανέγερση σταματάει λόγω αστάθειας του υπεδάφους.
Το 1930 η ανέγερση ξεκινάει και πάλι. Το 1934 ανυψώθηκε ο τρούλος ενώ οι πόλεμοι της εποχής και η οικονομική κατάσταση δυσκόλεψε και επιβράδυνε σημαντικά τους ρυθμούς ανοικοδόμησης, όπου το 1938 το έργο σταμάτησε.
Το 1955 η ανοικοδόμηση άρχισε και πάλι αφού λύθηκε το οικονομικό πρόβλημα με την επιβολή μικρής φορολόγησης στον λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος.
Στις 26 Σεπτεμβρίου 1974 ο ναός εγκαινιάστηκε επίσημα, λίγα χρόνια μετά την επανακομιδή της Τιμίας Κάρας του Αποστόλου Ανδρέου. από τον τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Σεραφείμ.
Το έργο της αγιογραφήσεώς του, ξεκίνησε το 1985 επί αρχιερατείας του Μητροπολίτου Πατρών Νικόδημου, διακόπηκε για περίπου δεκατρία έτη (1993 – 2006) όταν με πρωτοβουλία του Σεβασμιώτατου Μητροπολίτη Πατρών κ.κ Χρυσόστομου η αγιογράφηση ξεκίνησε και πάλι.
Καλύπτει εμβαδόν περίπου 1.800 τετραγωνικών μέτρων (άλλες πηγές αναφέρουν εμβαδό 2.000 τετραγωνικών μέτρων).
Πάνω στον κεντρικό θόλο υπάρχει ένας επίχρυσος σταυρός μήκους 5 μέτρων, και στους υπόλοιπους θόλους υπάρχουν 12 μικρότεροι σταυροί. Αυτοί οι σταυροί συμβολίζουν τον Ιησού και τους Αποστόλους του.
Το εσωτερικό του ναού είναι διακοσμημένο με βυζαντινής τεχνοτροπίας τοιχογραφίες και μωσαϊκά.
Λείψανα του Αποστόλου Ανδρέα βρίσκονται στον ναό. Αποτελούνται από το μικρό δάκτυλο, μέρος του πάνω μέρους του κρανίου του Αποστόλου, και μικρά τμήματα του σταυρού στον οποίο μαρτύρησε, όλα τοποθετημένα σε ειδική λειψανοθήκη.
Το άγιο σκήνωμα του Αποστόλου δόθηκε στο ναό από τη Βασιλική του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη το Σεπτέμβριο του 1964, υπό τις οδηγίες του Πάπα Παύλου Δ΄.
Ο Καρδινάλιος Μπέα ήταν ο αρχηγός της ομάδας 15 καρδιναλίων που παρέδωσαν τα λείψανα στον Μητροπολίτη Πατρών, Κωνσταντίνο στος 24 Σεπτεμβρίου 1964.
Εκατοντάδες πιστών (μεταξύ τους και ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου) και πολλοί Μητροπολίτες συμμετείχαν στη τελετή υποδοχής του λειψάνου.
Μετά από λιτάνευση στους δρόμους της πόλης, το λείψανο τοποθετήθηκε σε ειδική ασημένια μήτρα στο εσωτερικό του ναού.
Ο σταυρός του Αγίου Ανδρέα είχε παρθεί από την Ελλάδα κατά τη διάρκεια των Σταυροφοριών του Δούκα της Βουργουνδίας. Τμήματα του σταυρού είχαν διαφυλαχθεί από τον Μεσαίωνα στην εκκλησία του Αγίου Βίκτωρος στη Μασσαλία.
Επεστράφησαν στη Πάτρα στις 19 Ιανουαρίου 1980.
Ο σταυρός του Αποστόλου παραδόθηκε στον Μητροπολίτη Πατρών Νικόδημο από την αντιπροσωπεία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας υπό την καθοδήγηση του Καρδινάλιου Ρότζερ Ετσεγκαράι.