Αρχική » O Mάρκος Μπόλαρης γράφει για τον «αγνωστο» στους πολλούς Επιφάνιο

O Mάρκος Μπόλαρης γράφει για τον «αγνωστο» στους πολλούς Επιφάνιο

από christina

 

 

“Έπεσε το πούσι αποβραδίς

το καραβοφάναρο χαμένο

κι έφτασες χωρίς να σε προσμένω

μεσ’ στην τιμονιέρα να με δείς …”

Βγήκα στον ξύλινο σαρακοφαγωμένο εξώστη, που κρέμεται πάνω από την βραχώδη ακτή, πρωί κι ήταν τόσο το πούσι πάνω στη θάλασσα, τόση η πυκνότητα κι η σώρευση , που πήγασαν παλιότερα διαβάσματα του αγαπημένου Νίκου Καββαδία, οι εισαγωγικοί στίχοι του ομώνυμου ποιήματος και της ποιητικής συλλογής του, Πούσι. Εντυπωσιακό το φαινόμενο ! Αντί της ικανοποίησης της γλυκειάς προσμονής, της απόλαυσης της ανατολής του ήλιου από την θάλασσα, κάπου εκεί ανάμεσα Σαμοθράκη, Ίμβρο, Λήμνο, αντί του θάμβους της ανατολής, γνόφος και ζόφος , όπως ποτέ εν Σινά , το πούσι .

Βγήκε μαζί μου στον εξώστη. Είχαμε μόλις τελειώσει την ακολουθία του όρθρου , ορθρίσαντες όρθρου βαθέος, στο Ναύδριο του Αγίου Ευσταθίου, το ενσωματωμένο στον ισχυρό αρχαίο Πύργο, κτίσματα του δεκάτου αιώνα, πιθανόν στα 973, από τον πρώτο πολιστή του Αγίου Όρους τον σοφώτατο Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη, προσωπικό φίλο του γενναίου Αυτοκράτορα της Ρωμιοσύνης Νικηφόρου Φωκά, που στο σύντομο διάστημα της βασιλείας του ξενόμισε τους Σαρακηνούς κατακτητές, κουρσάρους που λυμαίνονταν το Αιγαίο, κι ελευθέρωσε την Κρήτη και την Κύπρο.

Να πιούμε έξω τον καφέ, πρότεινε.

Μαγεία !

Που να ξαναδείς εύκολα τέτοιο θέαμα ! Σπρωγμένα από τις πνοές του νοτιά τα σύννεφα, το πούσι, παρέλαυναν μπροστά μας, σαν ένα αέρινο ιππικό, σαν μιά συννεφένια γκρίζα παράταξη δροσουλιτών να επειγόταν, να έσπευδε να μπεί στη μάχη. Σαν ένας αόρατος θίασος να περνά ! Είχε χαθεί η θάλασσα κι ας ήταν οκτώ – δέκα μέτρα κάτω από τον εξώστη. Το πούσι , εν γνόφω και ζόφω, κατέκλυζε το πέλαγος ! Μας επέτρεπε απλώς να ακροώμεθα τον ρόχθο των κυμμάτων, που άλλοτε με απειλητική ορμή επιχειρούν να ξεθεμελιώσουν τον ριζιμιό βράχο πάνω στον οποίο χίλιους και πλέον τώρα χρόνους στέκεται το Λαυριώτικο μετόχι του Μυλοπόταμου, κι άλλοτε επιχειρούν γλυκείς ερωτικούς εναγκαλισμούς και θωπείες.

Το καραβοφάναρο χαμένο, λέει ο Νίκος Καββαδίας. Όχι απλώς και μόνον το καραβοφάναρο, μα ούτε ο ήλιος, κι ο πρωινός λαμπρός ήλιος χαμένος !

Μήν νοιάζεσαι ! Πάω να φέρω τον καφέ κι ένα παξιμάδι καλογερικό. Μη νοιάζεσαι, θα σηκωθεί αργότερα το πούσι. Θα την χαρείς την θάλασσα !

 

Τον γνώρισα στα χίλια εννιακόσια εβδομήντα έξ, μετά τις εισαγωγικές στη Νομική. Ένα νεαρό καλογεράκι στην Μονή του Αγίου Παύλου τότε, ξεκινούμε τα πρώτα βήματα της μοναχικής του ζωής, από την πανέμορφη Νικήσιανη του Πάγγαιου όρους, παιδί μεγαλωμένο στην ποδιά της Παναγίας, της Εικοσιφοίνισσας, ναι της Αχειροποιήτου Παναγίας, του αρχαιότερου σε λειτουργία μοναστηριού στον ελλαδικό χώρο από τον πέμπτο αιώνα, ανεκτίμητο μνημείο της ιστορίας, του πολιτισμού, της θεολογίας, της τέχνης, της αρχαιολογίας, μάρτυρας των αγώνων και της αγωνίας της Ρωμιοσύνης στην Μακεδονία, που το πυρπόλησαν και το κατέστρεψαν ολοσχερώς, πλήν του Κσθολικού, τα Γερμανικά Στρατεύματα Κατοχής τον Αύγουστο του ’43, ενοχοποιώντας την ανδρώα μοναστική αδελφότητα γιά υποστήριξη της Εθνικής Αντίστασης.

Ο Μοναχός Επιφάνιος, τότε Αγιοπαυλίτης, εν συνεχεία Σιναίτης και να τώρα στα χίλια εννιακόσια ενενήντα – εννενήντα ένα, έμπειρος πιά μοναχός αποτολμά, αυτό που φοβόντουσαν πολλοί. Ζήτησε από την Μεγίστη Λαύρα και του δόθηκε το μεγαλύτερο εν Αγίω Όρει μετόχι της, ο Μυλοπόταμος, μονύδριον εγκαταλελειμένον και ερείπιον, ένθα η φιλέρημος αηδών είναι ο μόνος αυτού οικιστής, θρηνούσα του αληθούς αυτού παραδείσου την εγκατάλειψιν, κατά περιγραφήν του περιηγητου. Τούτο το εγκαταλελειμένο ερείπιο ζήτησε ο Επιφάνιος, τούτο το μετόχι που ίδρυσε ο Τραπεζούντιος κτήτωρ της Λαύρας Άγιος Αθανάσιος ανεγείρας Πύργον ισχυρόν γιά την καταφυγή των μοναστών, τον Ναό του Αγίου Ευσταθίου, τις κέλλες των μοναχών, εμφύτευσε αμπελώνα και ελιές και λειτούργησε επι πλέον βουγιοναριό και λιοτριβιό, ώστε το μοναστήρι του να προμηθεύεται ποιοτικό κρασί και ελαιόλαδο από τον Μυλοπόταμο !Στην ανατολική πλευρά του Αγιονόρους το αρχαίο μετόχι δροσίζεται κι αρδεύεται από την πολυχεύμονα ροή του ποταμού που κατέρχεται από τον Αντιάθωνα, σε περιοχή που συνδυάζει το ήρεμον αμμώδους αιγιαλού στην εκβολή του κρυστάλλινου ρεύματος, με την στιβαρή κι επιβλητική αγριότητα του βράχου, που παραστέκει βορινά, βράχου που ορθώνεται δέκα δώδεκα μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, ωσάν να είχε προετοιματιστεί από καταβολής κόσμου γιά την ανέγερση επ’ αυτού Πύργου , προστασίας των μετοχιάρηδων, όσων μοχθούσαν στο αμπέλι, στο λιοστάσι, στο δάσος γιά την ξυλεία της καστανιάς, στη θάλασσα γιά την αλίευση των ιχθύων και θαλασσινών.

Είχε πολλούς κόπους, απαιτούσε καταβολή μεγάλων μόχθων, προυπέθετε έγνοιες, σκοτούρες κι αγωνίες η μετατροπή του ερειπιώνα που παρέλαβε ο ευθύς και πείσμων, ο απλός και προσηνής, ο ειλικρινής κι ανθρώπινος, ο μεθοδικός κι απαιτητικός από τον εαυτό του, ο φιλόκαλος και ποιοτικός, ο εργατικός και φιλόξενος, ο Γέροντας Επιφάνιος , και η μεταμόρφωση του κατεστραμένου από φυλλοξήρα αμπελώνα κι του εγκαταλελειμένου ελαιώνα, η εντός τριακονταετίας μετατροπή σε Παράδεισον τερπνόν και ευφρόσυνον, μέσα στην έκπαγλη ωραιότητα της αθωνικής φύσεως, με μαρτυρημένη την εξαιρετική βιοποικιλότητα, αφού ανακαινίστηκαν υποδειγματικά με επίβλεψη του ΚΕΔΑΚ , εκ βάθρων Πύργος, Ναός, κελλιά, τράπεζα, αρχονταρίκι, αποθήκες και αναγέρθηκε ένα υποδειγματικό οινοποιείο μέ όλα τα χρειώδη υποστατικά. Έργο που απαιτούσε ανθρώπους, αρχιτέκτονες, μηχανικούς, πετράδες, μαραγκούς, γεωπόνους, οινοποιούς, ών ουκ έστι αριθμός ! Κι ο Γέροντας Επιφάνιος εκεί, από φυλακής πρωίασ μέχρι βαθυτάτης νυκτός.

Έφερε τον καφέ και πρωινό.

Στον εξώστη. Καθώς το πούσι πιεζόμενο, κυνηγημένο από τη νοτιά κινούνταν μπροστά μας, αλλάζοντας σχήματα και φόρμες, οι δροσουλίτες του, αέρινοι και γκριζωποί, συνέχιζαν τον καλπασμό τους, που αντηχούσε ως ο ρόχθος των κυμάτων στα βράχια , κάτω από τον Πύργο.

Αξέχαστη η φιλοξενούσα αγάπη που προσέφερε την πρωινή απόλαυση του καφέ.

Είναι το πιό όμορφο υποστατικό στο Όρος , μου εξομολογήθηκε την αγάπη του. Θέλει δουλειά ! Αλλά καλόγερος είμαι. Θα παλέψω. Με υπομονή και την ευλογία του Αγίου κτίτορα Αθανασίου !

Είχε σαφέστατη επίγνωση της ιστορικότητας του τόπου, του Μυλοποτάμου. Έχει εγκαταβιώσει εδώ γιά δώδεκα χρόνους ο κλεινός Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ’ , λήγοντος του δεκάτου εννάτου αιώνος. Ναί, είναι ο Πατριάρχης , που το όνομά του έχει κεντρική οδός της Θεσσαλονίκης, αφού επί τετραετία εποίμανε ως Μητροπολίτης την πόλη του Αγίου Δημητρίου. Ηγετική μορφή ο Ιωακείμ ο Γ’ αφού σημάδεψε τα των Πατριαρχείων στην πρώτη πατριαρχεία του , αφού η έγνοια του γιά την μόρφωση των κοριτσιών ανήγειρε το Ιωακείμειον Παρθεναγωγείο στην Πόλη , λειτούργησε πατριαρχικό τυπογραφείο, εξέδωσε την εφημερίδα “Εκκλησιαστική Αλήθρια”, ίδρυσε Πατριαρχική Νιβλιοθήκη, Ιερατική Σχολή, θεμελίωσε την Μεγάλη του Γένους Πατριαρχική Σχολή, ενίσχυσε την Θεολογική Σχολή στη Χάλκη, ήρθε σε σύγκρουση με την Υψηλή Πύλη και παραιτήθηκε.

Ο Γέροντας Επιφάνιος βίωσε το διακόνημά του στον Μυλοπόταμο, μιά τριακοναετία εργασιών συντήρησης, ανακαίνισης, εμφυτεύσεων, οινοποιίας, εμφυάλωσης, προβολής, το βίωσε αυτό το διακόνημα έχοντας επίγνωση της εκ της παραδόσεως ευθύνης, της εκ της παρακαταθήκης μέριμνας, ναί , ήταν φανερό ότι είχε αίσθηση της παρουσίας των μεγάλων μορφών που σημαδεύουν τον τόπο, τον Μυλοπόταμο, και του Μάρτυρος Ευσταθίου, και του Οσίου Πατρός Αθανασίου και του μεγαλοπρεπούς Πατριάρχου Ιωακείμ του Γ’ .

Παρουσία αισθητή ευλογητική κι όχι φευγαλέα αέρινη , όπως το πούσι κι οι δροσουλίτες του, που αέρινοι, γκριζωποί, φευγαλέοι, κυνηγημένοι από τις πνοές του υγρού νοτιά στο Αιγαίο !

Γιαυτό κι οι ευχές μας, φιλιιές εκ νεότητος,

στον Γέροντα Επιφάνιο,

τον πολλαπλώς και φιλοκάλως πονήσαντα ,

ώστε όχι απλώς εις το αρχαίον κάλλος να επαναφέρει το ιστορικό Λαυριώτικο Μετόχι του Μυλοποτάμου, αλλά πολλώ μάλλον,

στον Γέροντα Επιφάνιο, που οι Έλληνες τον γνώρισαν ως αρχιμάγειρα,

αυτόν που με υποδειγματική καρτερία σήκωσε τον σταυρό της ασθενείας,

με προσμονή θέασης ξένου μυστηρίου,

καθώς το πούσι της τύρβης έχει πλέον σηκωθεί,

κι αχνοχαράζει Ανατολή των Ανατολών Ηλίου της Δικαιοσύνης,

οι ευχές είναι να αγάλλεται

εν Χώρα Ζώντων,

στη θαβώρεια γειτονιά, όπου αυλίζονται

και οι πρό αυτού Μεγάλοι του Μυλοποτάμου !

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ