Του Γιώργη Μυλωνά
Το γράμμα του Αθανασίου Διάκου μόλις τρεις ημέρες από τον Ευαγγελισμό του 1821, η επιστολή του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού στους Γερμανούς για το δράμα των Εβραίων και η ταυτότητα του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος, είναι μερικοί μόνο από τους σπάνιους θησαυρούς που κατέχει η Εκκλησία στο Ιστορικό Αρχείο της. Εδώ και έναν χρόνο, το αρχείο αυτό έχει περάσει στην ψηφιακή εποχή, καθιστώντας κτήμα όλων των Ελλήνων έναν θησαυρό τριών εκατομμυρίων σελίδων. Κατά τον τρόπο που οι αντιγραφείς στα μοναστήρια διέσωσαν τα αρχαία χειρόγραφα, σύγχρονοι «ψηφιοποιητές», επιστήμονες και φοιτητές από πανεπιστήμια όλης της χώρας και από το εξωτερικό, ψηφιοποιούν σπάνια έγγραφα, τα πρακτικά της Ιεραρχίας, πρωτόκολλα, μοναχολόγια, αλλά και την αλληλογραφία της Εκκλησίας με τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Το πολύτιμο υλικό πρόκειται να δημοσιευθεί στις αρχές του νέου έτους στην ιστοσελίδα www.iaee.gr.
«Το Ιστορικό Αρχείο της Ιεράς Συνόδου λέει την αλήθεια όπως καταγράφεται την ώρα που λέγεται. Το περιεχόμενό του δεν αφορά μόνο τα εκκλησιαστικά πράγματα, αλλά και τα κοινωνικά, τα ανθρώπινα, τα πατριωτικά, τα μεγάλα εθνικά μας θέματα. Υπ’ αυτήν την έννοια, το Αρχείο είναι ένας παλμογράφος εποχής, που καταγράφει ακόμη και σήμερα πόσοι πνίγονται στο Αιγαίο ή γιατί είναι ακριβά τα σούπερ μάρκετ», αναφέρει στην «Κιβωτό της Ορθοδοξίας» ο διευθυντής του Ιστορικού Αρχείου και ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Σπυρίδων Κοντογιάννης.
Ο κ. Κοντογιάννης, ο οποίος μας ξενάγησε στους χώρους του Αρχείου, στα αρχειοστάσια και στις δύο αίθουσες όπου γίνεται η διαδικασία της ψηφιοποίησης, ανέφερε ότι το υλικό άρχισε να φυλάσσεται το 1833 και πρόσθεσε ότι σώζονται και κάποια έγγραφα πριν από την Επανάσταση του 1821. «Η αξία του Αρχείου δεν συνιστά παρελθοντολογία, αλλά ιστορική συνέχεια, που έρχεται από τους βυζαντινούς χρόνους έως τις μέρες μας. Δεν είναι τυχαίο που στις σελίδες του το “Γραικός” είναι ταυτόσημο με τον Ορθόδοξο Χριστιανό», μας λέει.
Να θυμίσουμε, λοιπόν, ότι οι Τούρκοι κρέμασαν 11 Πατριάρχες και εκατοντάδες επισκόπους κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας
Εκτός, όμως, από την ιστορική του αξία, ο καθηγητής επισημαίνει πόσο αποκαλυπτικό είναι το Αρχείο για τις σχέσεις Εκκλησίας – κράτους. «Πολλοί σήμερα ξεχνούν όσα πρόσφερε η Εκκλησία μας. Ποιος, αλήθεια, διατήρησε τη γλώσσα και την εθνική συνείδηση εκτός από την Εκκλησία; Υπάρχουν αλήθειες, όμως, που δεν θέλουν να ακούνε! Ενοχλεί πάντοτε η Εκκλησία μας, γιατί είναι ταυτισμένη με το Γένος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Επανάσταση του 1821. Όταν ήρθαν οι πολιτικοί από τα Παρίσια, το μόνο που έκαναν ήταν να κλείσουν τους πραγματικούς αγωνιστές στις φυλακές και να κατηγορούν τους κληρικούς που έβγαλαν το ράσο κι έβαλαν τη φουστανέλα, όπως ο Διάκος ή ο Παπαφλέσσας. Από τότε λέγανε ότι δεν χρειάζεται η Εκκλησία… Στ’ αλήθεια, δεν χρειάστηκε όταν έλιωνε τα κειμήλιά της για να γίνουν μπαρουτόβολα; Να θυμίσουμε, λοιπόν, ότι οι Τούρκοι κρέμασαν 11 Πατριάρχες και εκατοντάδες επισκόπους κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας. Αλλά και στην Εκπαίδευση ακόμη η προσφορά της έρχεται από τους βυζαντινούς χρόνους και αυτό είναι καταγεγραμμένο. Το κράτος τη βρήκε την Εκκλησία, δεν το βρήκε η Εκκλησία», αναφέρει ο κ. Κοντογιάννης, που συμπληρώνει για τη σημασία της ψηφιοποίησης του Αρχείου: «Δυστυχώς, πολλοί από τους πολιτικούς μας θεωρούν ότι η Εκκλησία οφείλει να μην ασχολείται με τίποτα, παρά μόνο με τις Λειτουργίες και τους Εσπερινούς. Δεν είναι, όμως, μόνο αυτή η δουλειά της. Βεβαίως, δουλειά της είναι η σωτηρία των ψυχών, αλλά η Εκκλησία δεν είναι ξεκομμένο σώμα από την κοινωνία. Ενδιαφέρεται για τα παιδιά της και για όλες τις εκφάνσεις της ζωής τους. Γι’ αυτό και μιλάμε για επένδυση της Εκκλησίας στη διάσωση της ιστορικής μνήμης, στην υπηρεσία των μελλοντικών γενεών».
Ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών τονίζει ότι οι ενδιαφερόμενοι θα μπορούν να έχουν πρόσβαση σε θέματα που σχετίζονται με την προσφορά της Εκκλησίας στη σύγχρονη εποχή, με τις θέσεις της σε κοινωνικά θέματα, με το κοινωνικό και φιλολογικό έργο ιεραρχών και στην αλληλογραφία της με τις εκάστοτε κυβερνήσεις, τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες αλλά και τις ετερόδοξες. Ο ίδιος προσθέτει ότι θα υπάρχουν πληροφορίες για τη ζωή και το έργο όλων των μητροπολιτών από το 1821 έως σήμερα, την ιστορία των μοναστηριών, την προσφορά της Εκκλησίας κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας κ.λπ.
Η Εκκλησία δεν είναι ξεκομμένο σώμα από την κοινωνία. Ενδιαφέρεται για τα παιδιά της και για όλες τις εκφάνσεις της ζωής τους. Γι’ αυτό και μιλάμε για επένδυση της Εκκλησίας στη διάσωση της ιστορικής μνήμης, στην υπηρεσία των μελλοντικών γενεών
Η ιστοσελίδα www.iaee.gr θα είναι εύχρηστη σε όλους, καθώς υπάρχει η δυνατότητα αναζήτησης με λέξεις-κλειδιά ενώ στη συνέχεια θα παραπέμπει τον αναγνώστη σε συγκεκριμένους φακέλους και αρχεία. Όλα τα έγγραφα είναι ταξινομημένα ανά εποχή, χρονολογία, θέμα, περιοχή και Μητροπόλεις.
Το Ιστορικό Αρχείο στεγάζεται από τον Ιανουάριο του 2013 σε ένα παλαιό, πέτρινο κτίριο, που χτίστηκε την εποχή του Όθωνα, στη Δεινοκράτους 68, δίπλα από το Ναυτικό Νοσοκομείο Αθηνών. Μέσα σε αυτό υπάρχουν τρία αρχειοστάσια, με ταξινομημένα έγγραφα σε τόμους ανά χρονολογική σειρά, ενώ δίπλα από αυτές τις αίθουσες 40 αρχειονόμοι και βιβλιοθηκονόμοι εργάζονται πυρετωδώς σε δύο βάρδιες.
Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος: Τέλος στην προπαγάνδα διαστροφής της Ιστορίας
«Σήμερα ζούμε έναν σταθμό στη ζωή της Εκκλησίας. Κάθε άνθρωπος που θέλει να μάθει Ιστορία και να κάνει έρευνα πρέπει να αισθάνεται ελεύθερος. Διότι τα αρχεία αυτά ήταν στη σκιά και απροσπέλαστα», τονίζει από την πλευρά του ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, κ.κ. Ιερώνυμος, σε εκδήλωση για την ψηφιοποίηση του Ιστορικού Αρχείου της Εκκλησίας.
Ο ίδιος σημειώνει ακόμη πως υπάρχουν μοναστήρια και Μητροπόλεις που έχουν ιστορικά αρχεία, τα οποία πρέπει επίσης να γίνουν προσιτά στο κοινό. «Φανταστείτε όλο αυτό το Αρχείο της Εκκλησίας να γίνει κτήμα όλων για την έρευνα, την εκπαίδευση, τον πολιτισμό και κυρίως τη γνησιότητα. Θα πάψουν οι διάφοροι προπαγανδιστές, όλοι εκείνοι που κάνουν τους έξυπνους με τις προσωπικές παρεμβάσεις στα διάφορα γεγονότα και τα διαστρέφουν», προσθέτει, για να καταλήξει: «Επειδή η Εκκλησία κατέχει την αλήθεια, δεν τη φοβάται. Τα κείμενα αυτά είναι οι αποδείξεις. Και θα είμαστε εγκληματίες αν δεν τα εκμεταλλευτούμε όλα αυτά».
Ο πόλεμος του ’40 και η αγωνία για Εβραίους και Αθίγγανους
Ανάμεσα στους χιλιάδες τόμους του Ιστορικού Αρχείου, μοναδικής σημασίας είναι το πολύτιμο υλικό που σώθηκε από τα μέτωπα των μαχών από τους στρατιωτικούς ιερείς και τους κατά τόπους μητροπολίτες (Ελληνοτουρκικός Πόλεμος, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Βαλκανικοί Πόλεμοι, Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος).
Παραθέτουμε ένα μικρό απόσπασμα από το προσωπικό ημερολόγιο του Αρχιμανδρίτη Χρυσοστόμου Δεληγιαννόπουλου, μετέπειτα Μητροπολίτη Αργολίδος (1965-1985). Μετά την εκδήλωση της ιταλικής επίθεσης κατά της Ελλάδας, ο Χρ. Δεληγιαννόπουλος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, προήχθη σε αρχιμανδρίτη και βρέθηκε στο μέτωπο, όπου αναφέρει: «Μετά από τρεις ώρες πορεία, φθάνω στο Τάγμα. Κατά τις 6 το απόγευμα ομίλησα εις τους άνδρες. Τι ενθουσιασμός, Θεέ μου! Μου εδήλωσαν ότι θέλουν να εξομολογηθούν· εξομολόγησις 200 ανδρών! Πότε, πώς, πού; Έτσι, γονατιστός στο αντίσκηνο, ελειτούργησα επάνω στις 2 βαλίτσες μου… ενώ οι φαντάροι μας υπό συνεχή βροχή απ’ έξω περίμεναν να κοινωνήσουν… Τι συγκινητικό θέαμα! Μέσα στ’ άγρια βουνά και υπό βροχήν, να έρχωνται οι στρατιώται μας να ενώνονται διά της Θ. Κοινωνίας μετά του Σωτήρος των. Να γιατί νικάμε!!! Η λειτουργία όμως αυτή είχε τη θαυμαστή παρουσία του Σωτήρος Χριστού. Δηλαδή, δύο φορές κατά το διάστημα της λειτουργίας οβίδες πυροβολικού έγλειψαν τη σκηνή, εβυθίστηκαν στο χώμα χωρίς να εκραγούν. Εάν έσκαγαν, θα σκοτωνόμασταν όλοι!..».
Μέσα από το υλικό του Ιστορικού Αρχείου αναδεικνύεται ακόμη η βοήθεια που πρόσφερε η Εκκλησία της Ελλάδος κατά τη γερμανική κατοχή για τη διάσωση των εβραϊκών πληθυσμών. Η απόφαση του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού για βαπτίσεις, γάμους και χορήγηση πιστοποιητικών σε Εβραίους έγινε δεκτή από τους Ιεράρχες της Εκκλησίας, οι οποίοι την εφάρμοσαν τόσο στις πόλεις όπου υπήρχαν εβραϊκές κοινότητες όσο και σε κάθε περίπτωση που Εβραίοι ζητούσαν βοήθεια σε πόλεις και χωριά. Οι κατάλογοι των «βαπτισθέντων» και νυμφευθέντων με Έλληνες Εβραΐδων ή Ελληνίδων είναι μακρείς στους κώδικες και τα έγγραφα της Εκκλησίας μας. Μόνο στον «Κώδικα Βαπτίσεων» (αλλοδόξων, αλλοπίστων, άνευ θρησκεύματος) της Αρχιεπισκοπής Αθηνών (1890-σήμερα) αναγράφονται 422 βαπτίσεις Εβραίων ανδρών και γυναικών κατά το χρονικό διάστημα 1940-1944, στον οποίον όχι μόνον αναγράφονται τα ονοματεπώνυμα των βαπτιζομένων Εβραίων, αλλά και καταχωρούνται τα ακόλουθα στοιχεία: το νέο χριστιανικό βαπτιστικό όνομά τους, ο ναός της ενορίας στην οποία βαπτίσθηκαν και το ονοματεπώνυμο του ιερέα που τέλεσε το Μυστήριο.
Στο Αρχείο, άλλωστε, φυλάσσεται η μοναδική στα χρονικά επιστολή διαμαρτυρίας του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού προς τις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις, σύμφωνα με την οποία προσπάθησε να διασώσει τους Ιουδαίους στο θρήσκευμα Έλληνες πολίτες (Εβραίους) και τους Αθίγγανους, οι οποίοι από το 1943 άρχισαν μαζικά να οδηγούνται σε στρατόπεδα εξολόθρευσης.
«Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία και ο ακαδημαϊκός κόσμος του Ελληνικού Λαού διαμαρτύρεται κατά της δίωξης των Εβραίων. Ο ελληνικός λαός είναι βαθιά λυπημένος όταν έμαθε πως οι γερμανικές αρχές Κατοχής έχουν ήδη θέσει σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα σταδιακής απέλασης των Ελλήνων της εβραϊκής κοινότητας και ότι οι πρώτες ομάδες των εκτοπισμένων βρίσκονται ήδη καθ’ οδόν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Πολωνίας … Σύμφωνα με τους όρους της ανακωχής, όλοι οι Έλληνες πολίτες, χωρίς διακρίσεις, φυλής ή θρησκείας, θα έπρεπε να τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης από τις κατοχικές αρχές. Οι Έλληνες Εβραίοι έχουν αποδείξει την αξία τους. Έχουν συμβάλει στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, είναι νομοταγείς πολίτες και κατανοούν πλήρως τα καθήκοντά τους ως Έλληνες. Έχουν κάνει θυσίες για την Ελλάδα και ήταν πάντα στην πρώτη γραμμή της πάλης του ελληνικού έθνους για την υπεράσπιση των αναφαίρετων ιστορικών δικαιωμάτων του … Στην εθνική μας συνείδηση, όλα τα παιδιά της Μητέρας Ελλάδας αποτελούν μια αναπόσπαστη ενότητα: είναι ισότιμα μέλη του εθνικού σώματος, ανεξαρτήτως θρησκείας. Η αγία Ορθόδοξη θρησκεία μας δεν αναγνωρίζει ανώτερη ή κατώτερη ποιότητα με βάση τη φυλή ή τη θρησκεία και η θρησκεία μας αναφέρει πως: “Δεν υπάρχει ούτε Εβραίος ούτε Έλληνας” και, συνεπώς, καταδικάζει κάθε απόπειρα διακρίσεων ή δημιουργίας φυλετικών ή θρησκευτικών διαφορών. Είναι κοινή η μοίρα μας τόσο στις μέρες της δόξας όσο και σε περιόδους εθνικής ατυχίας και είναι άρρηκτοι οι δεσμοί μεταξύ όλων των Ελλήνων πολιτών, χωρίς εξαίρεση, ανεξάρτητα από τη φυλή … Σήμερα, ανησυχούμε βαθύτατα για την τύχη των 60.000 συμπολιτών μας οι οποίοι είναι Εβραίοι. Έχουμε ζήσει μαζί και οι δύο την δουλεία και την ελευθερία και εκτιμούμε τα συναισθήματά τους, την αδελφική τους στάση, την οικονομική τους προσφορά και, το πιο σημαντικό, τον πατριωτισμό τους».
Αθήνα, 23η Μαρτίου 1943
Ξεχωρίζουν ακόμη έγγραφα με χαρακτήρα κανονιστικό, όπως είναι ο Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος του 1850 περί του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος, η Πατριαρχική Πράξη του 1866 περί της υπαγωγής των επαρχιών της Επτανήσου στην Εκκλησία της Ελλάδος, η Πατριαρχική Πράξη του 1882 περί της υπαγωγής των επαρχιών Ηπείρου και Θεσσαλίας στην Εκκλησία της Ελλάδος, η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928 περί της διοικήσεως των Ιερών Μητροπόλεων των Νέων Χωρών κ.ά. Σημαντικοί ακόμη είναι οι κώδικες πρακτικών των συνεδριάσεων της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, πρωτόκολλα, μοναχολόγια, ενοριακοί πίνακες, αλληλογραφία με άλλες ομόδοξες ή και ετερόδοξες Εκκλησίες, έγγραφα που αφορούν στις σχέσεις με την Πολιτεία, εγκρίσεις βιβλίων, περιοδικών, θεμάτων Ι. Μητροπόλεων κ.ά.
Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, το εκκλησιαστικό αρχειακό υλικό δεν έμεινε αλώβητο. Υπέστη τις φυσιολογικές φθορές και μεγάλες απώλειες από την έναρξη της Επαναστάσεως του 1821 έως τη λήξη του πολέμου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτέλεσε η Μονή Φιλοσόφου, διότι το χαρτί των αρχείων και της Βιβλιοθήκης χρησίμευσε ως πρώτη ύλη κατασκευής φυσιγγίων.
Κατά καιρούς εργάσθηκαν στο Ιστορικό Αρχείο της Εκκλησίας σημαντικές προσωπικότητες της επιστήμης και της πνευματικής ζωής του τόπου μας, όπως ο Ανδρέας Μουστοξύδης, ο Κωνσταντίνος Σάθας, ο Σπυρίδων Λάμπρος, ο Β. Μυστακίδης, ο Πέτρος Παπαγεωργίου, ο Νικόλαος Βέης, ο Ιωάννης Φιλήμων, ο Ανδρέας Μάμουκας και πολλοί άλλοι, μελετώντας το αρχειακό υλικό και δημοσιεύοντας επιστημονικές-ιστορικές εργασίες.
Είναι σημαντικό ακόμη να λεχθεί ότι το Αρχείο της Εκκλησίας περιέχει πληροφορίες μοναδικές και δυσεύρετες σε άλλα Αρχεία, τα οποία έχουν χαθεί ή καταστραφεί. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρουμε την περίπτωση του Αρχείου της Μητρόπολης Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Οι ερευνητές λένε ότι περιείχε αποκαλυπτικά στοιχεία για την Επανάσταση στην Αιτωλοακαρνανία κατά του Όθωνος το 1836 και για τη στάση του Μητροπολίτη Πορφυρίου και της Ιεράς Συνόδου, όπως και άλλα στοιχεία, τα οποία στέλνονταν και στην Ιερά Σύνοδο προς ενημέρωσή της. Δυστυχώς, το Αρχείο αυτό, όπως και άλλα εκκλησιαστικά αρχεία, καταστράφηκε κατά την περίοδο της ναζιστικής κατοχής. Σώθηκε, όμως, το αρχειακό υλικό που φυλασσόταν στην Ιερά Σύνοδο.
Μέρος του πολύτιμου Ιστορικού Αρχείου βρίσκεται και σε μεγάλες βιβλιοθήκες ανά τον κόσμο. Το 1859 διέτρεχε την Ελλάδα ο γνωστός μοναχός Πορφύριος Ουσπένσκι, ο οποίος αφαίρεσε πολύτιμα χειρόγραφα από την Ιερά Μονή Ολυμπιωτίσσης και συνέλεξε αρχειακό υλικό. Σήμερα, αυτό βρίσκεται στην Αυτοκρατορική Βιβλιοθήκη της Αγίας Πετρούπολης.