Η Ελληνική Επανάσταση, ως επιστέγασμα της αυγής και αναγέννησης του Νέου Ελληνισμού, αποτελεί έναν από τους πιο ένδοξους και σπουδαίους σταθμούς της ιστορικής μας πορείας.
Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι ένας λαός, με τον πολιτισμό του και την ψυχή του ακέραια, ανακτά την ελευθερία του και την πολιτική του οντότητα μετά από μακρά περίοδο δουλείας που δεν γνώρισε ποτέ άλλοτε στην ιστορία του, πραγματοποιώντας μερικώς τους σκοπούς του με τη δημιουργία ελληνικού κράτους.
Η σημασία του Εικοσιένα και των χρόνων που προηγούνται, έγκειται στο ότι ο Ελληνισμός δίνει ιστορικά την απάντηση στο πώς μπορεί να συνυπάρξει στον νεότερο κόσμο, αυτόν της αποικιοκρατίας και των δυτικών γιγάντων, κατορθώνοντας με τρόπο θαυμαστό και μάλιστα έναντι ενός αντιπάλου συντριπτικά ισχυρότερου, ό,τι δεν κατάφερε στους τελευταίους βυζαντινούς αιώνες, όπου η αυτοκρατορία του, παρά την πνευματική ακμή της, εσωστρεφώς και αμήχανα, θα συρρικνωθεί και θα καταρρεύσει ολότελα -θα ’λεγε κανείς- υπό το βάρος της τεράστιας κληρονομιάς της.
Ομως «η Ελλάς συνετάφη τω Χριστώ ομοιώματι του θανάτου αυτού, αλλά τούθ’ ένεκα και ανέστη ως εκείνος, ου τον σταυρόν ήρατο πρώτη» [1].
Η πτώση του Βυζαντίου δεν θα σημάνει και την κατάλυση της Εκκλησίας, παρά τους εξισλαμισμούς και τις θυσίες. Αντιθέτως η Ιεραρχία της επωμίζεται τώρα εθναρχικό ρόλο και καθίσταται σκέπη του Γένους, με το Πατριαρχείο ως σύμβολο ενώσεως και κέντρο εθνικής περισυλλογής μέσα στο ευρύτερο διοικητικό δίκτυο των κοινοτήτων της αυτοκρατορίας.
Ο Πατριάρχης αναγνωρίζεται από τον Σουλτάνο ως «πολιτικός» και πνευματικός ηγέτης των υπόδουλων Ρωμιών και η Εκκλησία αναλαμβάνει τώρα εκτός από την ποιμαντική της αποστολή και κοσμικά καθήκοντα και δικαιοδοσίες.
Αντίστοιχα, ο ιερέας ενσάρκωνε την πνευματική κεφαλή της κοινότητας, ενός θεσμού δηλαδή βυζαντινού και απώτατα αρχαίου, που αναδεικνύεται στα χρόνια της οθωμανοκρατίας σε ζωντανό συνεκτικό πυρήνα εθνικής αυτοσυνειδησίας.
Αν και σε συνθήκες δουλείας, η Εκκλησία συνιστά στοιχείο ενοποιητικό και διαμορφωτικό της ελληνικής ταυτότητας, είτε αυτή αποκαλείται «το Ελληνικόν», είτε «γραικικόν», είτε «το Ρωμαίικον», καθώς ήδη από το τέλος του 11ου αιώνα και ειδικά μετά το 1204, υποχωρεί η οικουμενική συνείδηση και στο εξής η ορθόδοξη πίστη αποκτά για τους Ελληνες ανοικτά εθνική διάσταση.
Κατά τη φράση του Κόντογλου, «Η Ρωμιοσύνη βγήκε από το Βυζάντιο, ή για να πούμε καλύτερα, το Βυζάντιο στα τελευταία του χρόνια στάθηκε η ίδια η Ρωμιοσύνη».
Με την οργάνωση λοιπόν του γένους των Ελλήνων, με την ίδια την επιβίωσή του απέναντι στους εξισλαμισμούς, με την εκπαίδευσή του, με την καλλιέργεια του κοινοτικού ήθους, αλλά και ευρύτερα, μέσα στην τεράστια πολυεθνική περιοχή όπου απλώνεται τόσο ο μητροπολιτικός όσο και ο παροικιακός Ελληνισμός, αποτελεί δύναμη εθνικής συνοχής έναντι αλλοθρήσκων και ετεροδόξων.
Η Εκκλησία ορθώθηκε ως υπερασπιστικό τείχος, διακρατώντας τους Ελληνες κατ’ ουσίαν πνευματικά ελεύθερους, αναζωογονώντας την παράδοση και ενισχύοντας το εθνικό όραμα.
Δεν μπορούμε εδώ να μην παρατηρήσουμε πόσο μεγάλο χάσμα χωρίζει αυτή την αρμοδιότητα της μεσιτείας προς τον κατακτητή, από το πώς αντιλήφθηκε την κοσμική εξουσία ο παπισμός στη Δύση, όπως επίσης εκείνο που διακρίνει τους αγώνες των Ελλήνων από τους ιερούς πολέμους του Ισλάμ ή των Σταυροφόρων.
«Για μας ήταν άλλο πράγμα ο πόλεμος για την πίστη του Χριστού και για την ψυχή του ανθρώπου καθισμένη στα γόνατα της Υπερμάχου Στρατηγού, που είχε στα μάτια της ψηφιδωτό τον καημό της Ρωμιοσύνης», καθώς διατυπώνεται στον Σεφέρη. Και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης θα σημειώσει: «Η επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμμίαν από όσας γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην».
«Σαν μία βροχή ήρθε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας και όλοι, και οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι γραμματισμένοι και οι έμποροι, όλοι συμφωνήσαμε στον ίδιο σκοπό».
Και πράγματι, ενώ όλα σχεδόν τα σύγχρονα ευρωπαϊκά επαναστατικά κινήματα είχαν ως στόχο την Εκκλησία και την άρχουσα τάξη, εδώ ο αγώνας συντελείται με την Ιεραρχία πρωτοστατούσα.
Η Επανάσταση του Εικοσιένα και ο αγώνας των Ελλήνων για ανεξαρτησία ωρίμασαν λοιπόν, ως κοινός καρπός της συνυφασμένης ελληνικής ψυχής και εκκλησιαστικής συνείδησης του λαού μας, και πραγματώθηκαν ως έργο, σε μεγάλο βαθμό, του Κλήρου.
Κατά τον Φωτάκο, πρώτο υπασπιστή και γραμματικό του Κολοκοτρώνη, και μία από τις πρωτογενείς πηγές του αγώνα,«πρώτος ο κλήρος εφάνη εις τον αγώνα με τον σταυρόν και με την σπάθην εις τας χείρας διά να σώση το πλανημένον ποίμνιον και οδηγήση αυτό εις την ελευθερίαν του φυσικώς, πολιτικώς και θρησκευτικώς‧ αυτός εφύλαξε τα γράμματα και την γλώσσαν. […] Τις δε δύναται να κατηγορήση τοιούτον θεόπεμπτον κλήρον; Και όμως μετά την αλλαγήν της Τουρκικής δυναστείας ό,τι θέλει κανείς λέγει και γράφει […] και […] είπαν πολλά εναντίον του».
Μολονότι λοιπόν οι ιστορικές μαρτυρίες δεν είναι αυθερμήνευτες, συνεξετάζοντας τις αμεσότερες πηγές του αγώνα όπως αυτή, δηλαδή τα απομνημονεύματα των ίδιων των αγωνιστών, αλλά και τις διακηρύξεις, τα συντάγματα, τις επιστολές και το λοιπό αρχειακό υλικό, θα διαπιστώσουμε ότι συγκλίνουν στο κοινό αίτημα «να ζήσουν [οι Ελληνες] ως άνθρωποι σ’ αυτή την πατρίδα και μ’ αυτήν την θρησκείαν», κατά την απαράμιλλη διατύπωση του Μακρυγιάννη.
Σε άλλο έργο του Φωτάκου [2] πάλι διαβάζουμε: «Ευτυχισμένη ήτον η ημέρα της επαναστάσεως […], διότι και τότε, και προ χρόνων ακόμη το Εθνος είχε και τον θεόπεμπτον και σεβάσμιον κλήρον ως οδηγόν του. Οι λειτουργοί ούτοι του αληθινού Θεού του Υψίστου φρόντισαν και ητοίμασαν το Εθνος των διά να επαναστατήση, ν’ αλλάξη τον δεσπότην της δουλείας του, τον κατακτητήν των εθνικών του δικαιωμάτων […], ότι άνευ τούτων δεν είναι πλέον δυνατόν να υπάρξωμεν. Εσυμβούλευσε τους αληθείς Χριστιανούς, τους ευλόγησεν, αγίασε τα όπλα των δημοσίως και ύψωσε την σημαίαν του σταυρού και του Εθνους. Εκαστος δε κληρικός επήρε πλέον ως έργον του πολέμου να παρευρίσκεται παντού εις τα στρατόπεδα και εις τα φροντιστήρια διά να ετοιμάζη τα πολεμοφόδια και τας τροφάς, όχι μόνον δι’ ιδίων εξόδων και θυσιών, αλλά και με τα ίδια του χέρια, άλλοι δε εξ αυτών να πολεμούν τον εχθρόν της πίστεως και της πατρίδος μαζί με τους στρατιώτας, και άλλοι πάλιν να στέκωνται έμπροσθεν του Υψίστου και να επικαλούνται την εξ ύψους βοήθειαν διά να ενισχύση τον στρατόν του».
Και συνεχίζει: «Ούτως δε ενεργείτο η Ελληνική επανάστασις από όλας τας τάξεις των κληρικών, των αρχιερέων δηλαδή, των ιερέων και των μοναχών των μοναζόντων εις τα ιερά καταγώγια [δηλ. καταλύματα], τα οποία έγιναν κοινά διά την ελευθερίαν την εθνικήν».
Για τα μοναστήρια οι ιστορικές μαρτυρίες είναι ενδεικτικές: Στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου όλοι οι μοναχοί, περί τους 70, ήταν μέλη της Φιλικής, και πολέμησαν οι ίδιοι τον Ιμπραήμ και τον Δράμαλη με αρχηγό τον Προηγούμενό τους.
Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Φωτάκος «ήσαν ικανοί μόνοι των να επαναστατήσουν ένα κόσμον ολόκληρον», ενώ τα καντήλια, αργυρά σκεύη και αφιερώματα δόθηκαν «εις πληρωμήν του ελληνικού στόλου». Από τον Σαμουήλ στο Κούγκι ως το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου πολύ αργότερα, τα μοναστήρια υπήρξαν αληθινά «προπύργια της απανάστασής μας» κατά τον Μακρυγιάννη, φρούρια και ορμητήρια του αγώνα, κέντρα εφοδιασμού και τόπος περίθαλψης τραυματιών και προσφύγων.
Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός τόλμησε να ψάλει πρώτος το «Αναστήτωσαν οι Ελληνες» και να ενθαρρύνει τους στρατιώτες, κρεμώντας ο ίδιος το σπαθί και δίνοντας το παράδειγμα στους πολεμιστές.
Αρκετοί ιεράρχες και απλοί ιερείς υπηρέτησαν με πάθος στα όπλα ανδραγαθώντας στα πεδία των μαχών, όπως ο Ελους Ανθιμος και ο Παροναξίας Ιερόθεος, ο τελευταίος φορώντας μάλιστα στρατιωτική στολή.
Ο Αρδαμαρίων Ιγνάτιος είχε δικό του στρατιωτικό σώμα που συντηρούσε εξ ιδίων, και έφτασε στο σημείο να κάψει («την μητρόπολιν», που μάλλον εδώ πρέπει να σημαίνει) το επισκοπείο του, για να δείξει «ότι διά να ελευθερωθώμεν δεν πρέπει να έχωμεν τίποτε, και μετά την ελευθερίαν πάλιν αποκτώμεν».
Ο Σαλώνων Ησαΐας, ο Ρωγών Ιωσήφ, ο Μεθώνης Γρηγόριος, και ακόμη οι Γρηγόριος Δικαίος-Παπαφλέσσας και Αθανάσιος Διάκος είναι από τα πιο γνωστά και περιλάλητα ονόματα κληρικών που πρωτοστάτησαν και θυσιάστηκαν για την επανάσταση.
Αλλοι διέτρεχαν «άνω και κάτω» κατηχώντας και διαδίδοντας τα της Εταιρείας ως απόστολοι της Φιλικής κι άλλοτε λειτουργώντας ως μεσολαβητές στις διαμάχες των καπεταναίων, συνδράμοντας με ό,τι μέσα διέθετε ο καθένας στις ανάγκες του πολέμου.
Ανάλογη και η πολιτική προσφορά των κληρικών που στελέχωσαν τις πρώτες τοπικές διοικήσεις και Εθνοσυνελεύσεις, με εξέχουσα μορφή τον Βρεσθένης Θεοδώρητο, πρόεδρο της Πελοποννησιακής Γερουσίας.
Ο Ταλαντίου και μετέπειτα Αθηνών Νεόφυτος (Μεταξάς) αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα Ιεράρχη του αγώνα της εθνεγερσίας, που από την Αλαμάνα ευδόκησε να βρεθεί στην πρωτεύουσα του νέου κράτους, ως πρώτος πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου.
Οπως γράφει το 1832 από τη θέση του υπουργού των Εκκλησιαστικών ο Ιάκωβος Ρίζος (Νερουλός): «Ποσάκις καθ’ όλον το διάστημα του ιερού αγώνος το ελληνικόν ιερατείον έδωκε δείγματα ηρωικού Χριστιανισμού! ποσάκις αφειδήσαντες εαυτών οι σεβάσμιοι της Εκκλησίας ποιμένες έθεντο τας ψυχάς υπέρ των προβάτων! ποσάκις η μειλίχιος του Ευαγγελίου φωνή ενεθουσίασε κατά των εχθρών της πίστεως, τους υπέρ αυτής αγωνιζομένους».[3]
Η συμμετοχή του Κλήρου στην Επανάσταση υπήρξε τόσο χαρακτηριστική που φαίνεται ακατανόητη στον σύγχρονο Κεφαλλονίτη κοσμοκαλόγερο Κοσμά Φλαμιάτο (1786-1852), επειδή ακριβώς κάποιοι «Επίσκοποι και άλλοι εκ του Κλήρου της Ανατολής εφάνησαν οπλοφορούντες εις το στάδιον του κατά των Οθωμανών πολέμου, φαινόμενον όλως μοναδικόν, αλλόκοτον και αποτρόπαιον εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν». Ο Φωτάκος κατακρίνει με δριμύτητα τέτοιες θέσεις, σημειώνοντας ότι «σφάλλουν μεγάλως εις τούτο, διότι θέλουν τον μοναχόν να μη έχη αίσθημα ανθρώπου και αγάπην εις την πατρίδα του, αν και το ιερόν Ευαγγέλιον ρητώς διδάσκει, ότι ο μοναχός χρεωστεί να θυσιάση την ζωήν του διά την σωτηρίαν ενός και μόνον ανθρώπου, πολλώ δε μάλλον διά την ύπαρξιν και την σωτηρίαν ολοκλήρου του Εθνους του». Στο ίδιο πνεύμα ο Κοραής (Σάλπισμα Πολεμιστήριον, 1801) καλεί τους Ελληνες να πολεμήσουν «τους απανθρώπους και σκληρούς Τούρκους, όχι όμως ως Τούρκοι, όχι ως φονείς, αλλ’ ως γενναίοι της ελευθερίας στρατιώται, ως υπερασπισταί της ιεράς ημών θρησκείας και της πατρίδος. […] Σπλαγχνίσθητε τον ήσυχον Τούρκον, όστις ζητεί την σωτηρίαν του με την φυγήν, η ευαρεστείται να μείνη εις την Ελλάδα, υποτασσόμενος εις νόμους δικαίους, και γευόμενος και αυτός τους καρπούς της ελευθερίας […]. Ας ήναι η εκδίκησις ημών φοβερά, αλλ’ ας γένη με δικαιοσύνην. Ας δείξωμεν εις το άγριον των Μουσουλμάνων γένος, ότι μόνη της ελευθερίας η επιθυμία, και όχι η δίψα του φόνου και της αρπαγής μάς εξώπλισε τας χείρας».
Αντιθέτως οι Τούρκοι με την κήρυξη της επανάστασης εξαπολύουν κατά διαταγή του Σουλτάνου άγριο διωγμό με εκατόμβες θυμάτων στην περιοχή της Πόλης και πρώτο θύμα τον Πατριάρχη άγιο, Γρηγόριο Ε΄ «ως συνένοχον και κύριον υποκινητήν της συνωμοσίας», όπως αναφέρει η καταδίκη του, αλλά και τον προκάτοχό του Κύριλλο, που βρισκόταν στην Αδριανούπολη.
Αξίζει εδώ να αναφερθούμε και στη γενναία άρνηση του Σεϊχουλισλάμη (δηλ. του ανώτατου θρησκευτικού ηγέτη των μωαμεθανών) να εγκρίνει τότε την έκδοση φετφά γενικής σφαγής, πράξη που πλήρωσε με τη ζωή του.
Τέτοιες θηριωδίες της οθωμανικής αντίδρασης, με τις εκτελέσεις επισκόπων και Φαναριωτών, τις σφαγές της Χίου και των Ψαρών, μας προσγειώνουν στον μακρύ κατάλογο των κληρικών και μοναχών που συνέβαλαν μαρτυρικά στον φόρο του αίματος.
Κατά τη μελέτη του Πέτρου Γεωργαντζή, σε σύνολο περίπου διακοσίων αρχιερέων κατά τον καιρό της Επαναστάσεως σε ολόκληρη την Οθωμανική επικράτεια, αποδεδειγμένα οι 81 είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία. 73 έλαβαν ενεργό μέρος στον αγώνα, 42 υπέστησαν σκληρές διώξεις, φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν, και 45 «θυσιάσθηκαν για την ελευθερία, είτε από βασανιστήρια και θανατώσεις των Τούρκων, είτε σε πολεμικές συρράξεις».
Σύμφωνα με τον ιστορικό ερευνητή, δεν θα ήταν υπερβολή εάν λέγαμε ότι η παρουσία και προσφορά των αρχιερέων κρίνεται ισότιμη και ισοβαρής με εκείνη των μεγάλων συναγωνιστών τους οπλαρχηγών.
Η Εκκλησία ήταν επίσης αυτή που ηγήθηκε των προεπαναστατικών κινημάτων και η πρώτη που υφίστατο τις βαριές συνέπειες. Αλλά και ευρύτερα ακόμα, όλη αυτή τη δράση και πορεία του υπόδουλου Ελληνισμού κατακόσμησε το πλήθος των νεομαρτύρων που ανακαίνισε την οδό του μαρτυρίου, ανθοφορώντας στην έρημο των χρόνων της Οθωμανοκρατίας.
Παντού συναντάμε μία δημιουργική πνοή που συνδέει από πολλές απόψεις την προεπαναστατική περίοδο με τους πρώιμους χριστιανικούς και βυζαντινούς αιώνες. Το κέντρο βάρους του Ελληνισμού κατανέμεται ομόρροπα σε πολλές εστίες.
Οχι τυχαία, η υλική και πνευματική ανάπτυξη των κοινοτήτων τον 18ο αιώνα θα συνοδευτεί, σε πανελλήνια σχεδόν κλίμακα, με την ανοικοδόμηση ευρύχωρων τρίκλιτων βασιλικών, δηλαδή την αναβίωση ενός παλαιοχριστιανικού τύπου.
Καταλυτική υπήρξε και η συμβολή του Κλήρου στην προαγωγή της παιδείας και του φωτισμού του γένους.
Κάθε εκπαιδευτική προσπάθεια εκκινεί και τερματίζει με κέντρο και κατευθυντήρια γραμμή την Εκκλησία. Ιδρύονται σχολές όπου διδάσκονται και μεταφράζονται Ελληνες και δυτικοί συγγραφείς, και κληρικοί λόγιοι αναδεικνύονται σε πρωταγωνιστές του νεοελληνικού διαφωτισμού.
Οι Ευγένιος Βούλγαρης, Νικηφόρος Θεοτόκης, Μεθόδιος Ανθρακίτης, Ιώσηπος Μοισιόδαξ, Βενιαμίν Λέσβιος, Δανιήλ Φιλιππίδης, Γρηγόριος Κωνσταντάς, Θεόκλητος Φαρμακίδης, Ανθιμος Γαζής, Νεόφυτος Βάμβας, συμπληρώνουν τη χορεία των επιφανών εκπροσώπων.
Ο μεγάλος δάσκαλος και εθναπόστολος Κοσμάς ο Αιτωλός, θα γράψει στα 1779 «έως τριάκοντα επαρχίας περιήλθον, δέκα σχολεία ελληνικά εποίησα, διακόσια διά κοινά γράμματα».
Ο Γαζής (Λόγιος Ερμής, 1814-15) στην είδηση ότι τα μοναστήρια στην Αθήνα «εσύστησαν έτι και φιλοσοφικόν σχολείον» αναφωνεί:«Είθε να εμιμούντο το καλόν τούτο παράδειγμα και όλοι οι ημέτεροι Εκκλησιαστικοί! Και τη αληθεία τότε ευδοκιμήσει το γένος, όταν οι Ιερείς φιλοσοφήσωσιν ή οι φιλόσοφοι ιερατεύσωσιν». Και πράγματι, όπως διαβάζουμε πάλι σε Λόγιο Ερμή του 1818, «ο έρως της παιδείας ανάπτει έτι επί μάλλον και διαδίδεται εις την Ελλάδα, και ο αριθμός των εις την διάδοσιν αυτήν συντελούντων μέσων αυξάνει καθημερινώς. Τα σχολεία πολλαπλασιάζονται, οι σοφοί διδάσκαλοι πληθύνονται, βιβλιοθήκαι συστήνονται και οι πλούσιοι έμποροι, πατριωτικώ κινούμενοι ζήλω, ανοίγουσι προθύμως τους θησαυρούς των […] το ιερατείον συντρέχει και συμβουλεύει και η κοινή Μήτηρ, η μεγάλη Εκκλησία, ευλογεί, εφορεύει και διοικεί σοφώς των τέκνων της τα έργα».
Το επόμενο έτος (1819) το περιοδικό χαιρετίζει με εγκωμιαστικά λόγια και «οφειλομένη ωδή» τον ενθρονισμό για τρίτη φορά του Γρηγορίου του Ε΄, ο οποίος γνωρίζοντας ότι «μόνη η παιδεία στερεώνει την θρησκείαν εις τα έθνη», φρόντισε στις δύο πρώτες πατριαρχίες του να ιδρύσει τυπογραφείο στην Πόλη και να συμβάλει στην ανέγερση σχολείων ελληνικών «καθ’ όλον το γένος».
Την ίδια χρονιά εκδίδεται συνοδική εγκύκλιος, όπου εξαίρεται η καθομιλουμένη διάλεκτος ως «χαρακτηριστικόν του Ελληνικού και Χριστιανικού γένους».
Σε όλη τη διάρκεια του νεοελληνικού διαφωτισμού ο χώρος της Εκκλησίας αναδεικνύεται σε φυτώριο πρωτοποριακών ιδεών, στις ακρότητες των οποίων -ή καλύτερα- σε μια πιο κριτική αφομοίωσή τους, αντέταξε φωτισμένους εκπροσώπους όπως τους αγίους Νικόδημο Αγιορείτη, Αθανάσιο Πάριο και τον Αρχιεπίσκοπο Κορίνθου Μακάριο Νοταρά, που υπήρξαν και οι γνήσιοι εκφραστές του κινήματος των Κολλυβάδων.
Ολες αυτές οι δημιουργικές ζυμώσεις και τα πνευματικά ρεύματα συγκλίνουν τελικά στην ενιαία κοίτη της εθνεγερσίας, ή όπως θα γράψει ο Φωτάκος «κανείς και απ’ αυτούς έξω του εθνικού κύκλου δεν εβάδισεν», και η Εκκλησία της Ελλάδος ως θεσμός του νεοσύστατου κράτους δημιουργείται ως ζωντανός καρπός του διαφωτισμού.
Με αυτήν τη συνεκτική, παιδευτική, κοινωνική, οικονομική, αγωνιστική και θυσιαστική συμβολή του, ο Ιερός Κλήρος και σύνολη η Εκκλησία μας, ως αιώνια κιβωτός του Ελληνισμού, πορεύτηκαν στην παλιγγενεσία.
«Αυτείνοι οι αγαθοί και δίκαιγοι, το φως της αλήθειας, οι γενναίγοι ’περασπισταί της λευτεριάς, με πατριωτισμόν, με καθαρή αντρεία, μ’ αρετή κι όχι δόλον κι απάτη επλούτηναν την ανθρωπότη από αυτά‧ κι αν ήταν αυτείνοι φτωχοί εις τα προσωρινά και μάταια, είναι πλούσιοι πολύ εις τα ’στορικά του κόσμου». Ακόμη βαθύτερα, η Ορθοδοξία εδώ εκφράζει έναν εσώτερο ψυχικό δεσμό, «το χαμένο κέντρο» για τον Ζήσιμο Λορεντζάτο που διαποτίζει όλο το έργο του Μακρυγιάννη -και καθώς μαρτυρεί και ο Σεφέρης- «είναι το κοινό χτήμα, η ψυχική περιουσία μιας φυλής, παραδομένη για αιώνες και χιλιετίες, από γενιά σε γενιά, από ευαισθησία σε ευαισθησία‧ κατατρεγμένη και πάντα ζωντανή, αγνοημένη και πάντα παρούσα – είναι το κοινό χτήμα της μεγάλης λαϊκής παράδοσης του Γένους. Είναι η υπόσταση ακριβώς αυτού του πολιτισμού, αυτής της διαμορφωμένης ενέργειας που έπλασε τους ανθρώπους και τον λαό που αποφάσισε να ζήσει ελεύθερος ή να πεθάνει στα ’21».
Σημειώσεις
[1] Καθώς γράφει στα 1863 ο Επαμεινώνδας Φραγκούδης, Κύπριος λογοτέχνης και καθηγητής της ελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου.
[2] Βίοι Πελοποννησίων ανδρών και των έξωθεν εις την Πελοπόννησον ελθόντων κληρικών, στρατιωτικών και πολιτικών των αγωνισαμένων τον αγώνα της Επαναστάσεως (Εν Αθήναις, 1888).
[3] Δ. Σ. Μπαλάνος, «Αι υπέρ του Εθνους θυσίαι του Κλήρου κατά την Επανάστασιν του 1821», Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος, τ. 2, 2 (1923), σ. 193.
* I. Ναός Αγίας Σοφίας Ψυχικού