Του Μητροπολίτου Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού Δανιήλ
α΄. Η προέλευσή του
Το ευαγγέλιο πηγάζει από τη χάρη του Θεού (Προς Εφεσίους β΄,18). Το μήνυμά του είναι ότι ο Θεός χαρίζει αιώνια ζωή δωρεάν σε ανθρώπους αμαρτωλούς, που δεν το αξίζουν. Βάση του ευαγγελίου αποτελεί η θυσία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στον σταυρό (Προς Κορινθίους Α΄, ιε΄, 1-4). Ο Κύριός μας εκπλήρωσε όλες τις απαιτήσεις της θείας δικαιοσύνης, δίνοντας την ηθική δυνατότητα στον άγιο Θεό να δικαιώνει κάθε αμαρτωλό που πιστεύει σ’ Αυτόν. Οι πιστοί της Παλαιάς Διαθήκης σώθηκαν με τη δύναμη της θυσίας του Ιησού Χριστού, μολονότι αυτό ήταν ακόµη κάτι που θα γινόταν στο µέλλον. Πιθανόν εκείνοι δεν ήξεραν και πολλά πράγµατα για τον Μεσσία, ήξερε όµως ο Θεός – και υπολόγισε κι αυτούς, ώστε να τους συμπεριλάβει στα αποτελέσματα της απολυτρωτικής θυσίας του Ιησού Χριστού. Με κάποια έννοια, σώθηκαν «επί πιστώσει». Κι εµείς σωζόµαστε σήµερα µέσω αυτής της θυσίας του Ιησού Χριστού, αλλά στη δική µας περίπτωση η λύτρωση έχει ήδη συντελεστεί και‧ απομένει στον κάθε άνθρωπο να την αποδεχθεί και να την οικειοποιηθεί.
β΄. Η αποδοχή του
Το ευαγγέλιο γίνεται δεκτό στην καρδιά μόνον διά της πίστεως (Προς Εφεσίους β΄, 8). Στην Παλαιά Διαθήκη οι άνθρωποι σώζονταν πιστεύοντας οτιδήποτε τους έλεγε ο Θεός. Στη σηµερινή εποχή οι άνθρωποι πιστεύουν στη διαθήκη του Θεού σχετικά µε τον Υιό Του, ότι αυτός είναι η μόνη οδός σωτηρίας (Α΄ Ιωάννου ε΄, 11-12). Ο τελικός σκοπός του ευαγγελίου είναι ο ουρανός. Εχουμε την ελπίδα ότι θα ζήσουμε αιώνια στον πνευματικό κόσμο του Θεού που στη γλώσσα της Αγίας Γραφής λέγεται Βασιλεία του Θεού (Προς Κορινθίους Β΄, ε΄, 6-10), όπως ακριβώς πίστευαν και οι πιστοί της Παλαιάς Διαθήκης (Προς Εβραίους ια΄, 10 και 14-16).
++++++++++
Η ανταπόκριση στο ευαγγέλιο θα είναι μετάνοια και πίστη (Μάρκου α΄, 15). Ο Θεός προσφέρει τη χάρη της αφέσεως (Μάρκου β΄, 10 πρλ. β΄, 17 πρλ.) και της ανανεώσεως (Μάρκου β΄, 21 εξ). Περιμένει από τον άνθρωπο, με την ομολογία και την απάρνηση της αμαρτίας του, να διακυβεύσει τη ζωή του πάνω στο ευαγγέλιο: «Ος γαρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν: ος δ’ αν απολέση την εαυτού ψυχήν ένεκεν εμού και του ευαγγελίου, ούτος σώσει αυτήν» (Μάρκου η΄, 35). Οι φυσικοί αποδέκτες του ευαγγελίου είναι οι «πτωχοί τω πνεύματι» (Ματθαίου ε΄, 3 πρλ. Μάρκου ι΄, 17-23 πρλ.), τα «νήπια» (Ματθαίου ια΄, 28. Λουκά θ΄, 48. ι΄,21), ακόμα και οι αμαρτωλοί (Λουκά ιε΄, 1εξ.‧ ιη΄, 9-14. Ματθαίου κα΄, 31) και μάλιστα οι ειδωλολάτρες (Ματθαίου η΄, 10 εξ. ιε΄, 21-28 πρλ.). Η επίγνωση της αδυναμίας τους τούς προδιαθέτει ν’ ακούσουν και ν’ αντιληφθούν την ευσπλαχνία του Θεού, από την οποία πηγάζει το ευαγγέλιο (Ματθαίου θ΄, 36. ιδ΄,14 πρλ. Λουκά ζ΄, 47-50. ιη΄, 1-10).
Η αποδοχή του ευαγγελίου. – Η καλή είδηση συνοδεύεται από «σημεία», όπως υποσχέθηκε ο Ιησούς (Μάρκου ιστ΄, 17. Πράξεων δ΄,30. ε΄,12. 16‧ η΄,6 εξ. ιθ΄,11 εξ.). Διαδίδεται µέσα σε µια ατμόσφαιρα φτώχιας, απλότητας, κοινοτικής αγάπης και χαράς (Πράξεων β΄, 46‧ ε΄, 41‧ η΄, 8.39). Παντού το ευαγγέλιο συναντά καρδιές που του προσφέρονται, που επιθυμούν «ακούσαι τον λόγον του Θεού» (Πράξεων ιγ΄,7.12), και είναι πρόθυμες να μάθουν τι πρέπει να κάνουν για να σωθούν (Πράξεων ιστ΄, 29 εξ). Εχουν αυτό το κοινό χαρακτηριστικό, ότι «ακούουν» (Πράξεων β΄, 22.37‧ γ΄, 22 εξ. κ.λ.π.), «αποδέχονται» (Πράξεων η΄, 14‧ ια΄, 1‧ ιζ΄,11) και «υπακούουν» (Πράξεων στ΄,7). Αντίθετα η αυτάρκεια, η υπεροπτική ( Πράξεων ιγ΄, 41) και φθονερή (Πράξεων ιγ΄, 45 εξ.), όπως και η ελαφρότητα (Πράξεων ιζ΄, 32) κλείνουν τις καρδιές των ανθρώπων απέναντι στο ευαγγέλιο.
γ΄. Η ανταπόκριση του ανθρώπου στο ευαγγέλιο
Το ευαγγέλιο δεν ασκεί τη σωστική του δύναμη, παρά μόνο όταν ο άνθρωπος ανταποκριθεί σ’ αυτό με την πίστη: «δύναμις γαρ Θεού εστιν εις σωτηρίαν παντί τω πιστεύοντι… δικαιοσύνη γαρ Θεού εν αυτώ αποκαλύπτεται εκ πίστεως εις πίστιν» (Προς Ρωμαίους α΄, 16 εξ. Προς Κορινθίους Α΄, α΄, 18.21). Το ευαγγέλιο είναι ο χώρος μίας επιλογής. Ετσι που αναπτύσσει τη σωστική του δύναμη μέσα στην αδυναμία και ενεργοποιεί το μυστήριο του σταυρού (Προς Κορινθίους α΄, 17-β΄,5), για μερικούς είναι σκάνδαλο, «μωρία» (Προς Κορινθίους α΄, 18.21.23‧ Προς Ρωμαίους θ΄, 32 εξ.‧ Προς Γαλάτας ε΄, 11) και παραμένει «κεκαλυμμένον»: οι άνθρωποι αυτοί, τυφλωμένοι από τον Θεό «του αιώνος τούτου», δεν μπορούν να δούν «τον φωτισμόν του ευαγγελίου της δόξης του Χριστού» (Προς Κορινθίους δ΄,4). Δεν υπακούουν σ’ αυτό (Προς Θεσσαλονικείς α΄,8). Αλλοι αντίθετα, δέχονται το ευαγγέλιο «εις υπακοήν πίστεως» (Προς Ρωμαίους α΄, 5‧ Προς Κορινθίους Α΄, ι΄,5). Με τη χάρη του ευαγγελίου, ανοίγουν τον εαυτό τους στο «ευαγγέλιον της χάριτος» (Πράξεων κ΄, 24).
δ΄. Η απιστία των Ιουδαίων
Παρά ταύτα ελάχιστοι εκ των Ιουδαίων επίστευσαν σ’ Αυτόν. Οι περισσότεροι δεν πίστευσαν, ώστε ο ευαγγελιστής Ιωάννης να σχολιάζει:
«Τοσαύτα δε αυτού σημεία πεποιηκότος έμπροσθεν αυτών ουκ επίστευον εις αυτόν, ίνα ο λόγος Ησαΐου του προφήτου πληρωθή ον είπε‧ Κύριε, τις επίστευσε τη ακοή ημών; και ο βραχίων Κυρίου τίνι απεκαλύφθη; διά τούτο ουκ ηδύναντο πιστεύειν, ότι πάλιν είπεν Ησαΐας‧ τετύφλωκεν αυτών τους οφθαλμούς και πεπώρωκεν αυτών την καρδίαν, ίνα μη ίδωσι τοις οφθαλμοίς και νοήσωσι τη καρδία και επιστραφώσι, και ιάσομαι αυτούς‧ ταύτα είπεν Ησαΐας ότε είδε την δόξαν αυτού και ελάλησε περί αυτού. Ομως μέντοι και εκ των αρχόντων πολλοί επίστευσαν εις αυτόν, αλλά διά τους Φαρισαίους ουχ ωμολόγουν, ίνα μη αποσυνάγωγοι γένωνται· ηγάπησαν γαρ την δόξαν των ανθρώπων μάλλον ήπερ την δόξαν του Θεού» (Ιωάννου ιβ΄, 37-43).
Δηλαδή: «Αυτά είπε ο Ιησούς, κι έφυγε και κρύφτηκε μακριά τους. Και μολονότι είχε κάνει τόσα θαύματα μπροστά στα μάτια τους, δεν πίστευαν σ’ αυτόν, έτσι ώστε να επαληθευτούν τα λόγια που είχε πει ο προφήτης Ησαΐας: Κύριε, ποιος πίστεψε στο μήνυμά μας: Σε ποιόν φανέρωσε ο Κύριος τη δύναμή του; Ο Ησαΐας είχε πει επίσης για ποιο λόγο αυτοί δεν μπορούσαν να πιστέψουν: Ο Θεός τύφλωσε τα μάτια τους και σκότισε το νου τους, έτσι που να μη δούνε με τα μάτια τους και με το νου τους, να μην καταλάβουν κι επιστρέψουν σ’ εμένα και τους γιατρέψω. Αυτά τα είχε πει ο Ησαΐας για τον Ιησού, κι είχε μιλήσει έτσι γι’ Αυτόν, όταν είδε τη δόξα του. Πολλοί ωστόσο κι από τους άρχοντες πίστεψαν σ’ αυτόν, αλλά δεν ομολογούσαν την πίστη τους εξαιτίας των Φαρισαίων, για να μην τους διώξουν από τη συναγωγή. Προτίμησαν τον έπαινο των ανθρώπων παρά τον έπαινο του Θεού».
Την απιστία των Ιουδαίων σχολιάζει ο απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους Επιστολή τονίζοντας ότι η προσφερομένη από τον Θεό σωτηρία είναι η τελευταία ευκαιρία για την σωτηρία. Αλλη δεν θα υπάρξει (δ΄).
Οταν, στον δεύτερο αιώνα, η λέξη «ευαγγέλιο» έφθασε να σηµαίνει γραπτή αφήγηση της ζωής και της διδασκαλίας του Ιησού, δεν έχασε γι’ αυτό την αρχική της σημασία. Συνέχισε να σημαίνει την καλή είδηση της σωτηρίας και της Βασιλείας του Θεού εν Χριστώ. «Αυτό το ευαγγέλιο, γράφει ο άγιος Ειρηναίος, το κήρυξαν πρώτα οι Απόστολοι. Επειτα με το θέλημα του Θεού, μας το μεταβίβασαν με τις Γραφές, ώστε να γίνει η βάση και το στήριγμα της πίστεώς μας». Το ευαγγέλιο που κηρύσσεται στη διάρκεια της θείας Λειτουργίας αναγγέλλει στον κόσμο την καλή είδηση και την απελευθέρωση του κόσμου διά του Ιησού Χριστού. Με την απάντησή της, η ιερή σύναξη εκδηλώνει τον ενθουσιασμό και την αγαλλίαση της πρώτης συναντήσεως του κόσμου με την καινότητα του ευαγγελίου.