Θεόφιλος Παγκώστας
Ο Θεόφιλος Παγκώστας ήταν Πατριάρχης Αλεξανδρείας (ως Θεόφιλος Β΄) από το 1805 έως το 1825.
Γεννήθηκε στην Πάτμο το 1764 και ήταν ανιψιός του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Παρθένιου Β΄. Φοίτησε στην Πατμιάδα Εκκλησιαστική Σχολή. Κατόπιν πήγε για σπουδές στην Αδριανούπολη, όπου ήταν πρωτοσύγκελλος ο θείος του. Το 1789 πήγε στην Κωνσταντινούπολη και κατόπιν διορίσθηκε δάσκαλος στο Κάιρο.
Εκεί έγινε μοναχός, αρχιμανδρίτης και το 1797 μητροπολίτης Λιβύης. Ηταν μορφωμένος και γνωστός για τα κηρύγματά του. Το 1805 ο θείος του, έχοντας προβλήματα υγείας, παραιτήθηκε υπέρ του από τον Θρόνο, αλλά το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν συμφώνησε. Μετά τον θάνατο του Παρθενίου το 1806, η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον εξέλεξε Πατριάρχη Αλεξανδρείας, κατόπιν και επιρροής του βοεβόδα της Μολδαβίας, Αλέξανδρου Σούτσου, τον οποίο είχε γνωρίσει στη Ρόδο.
Ως Πατριάρχης υποστήριξε τη μετανάστευση των Ελλήνων στην Αίγυπτο με την παράλληλη εύνοια του αναμορφωτή της χώρας Μωχάμετ Αλη. Τον Οκτώβριο του 1819, όντας άρρωστος, πήγε στην Πάτμο για να αναρρώσει. Εκεί μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Μετά την κήρυξη της Επανάστασης ύψωσε στην Πάτμο τη σημαία της ανεξαρτησίας, στις 12 Απριλίου 1821, εκφωνώντας φλογερό λόγο για να εμψυχώσει τους Πάτμιους για τον υπέρ πατρίδος Αγώνα. Παρέμεινε δε στην Πάτμο καθ’ όλη τη διάρκεια του εθνικού αγώνα.
Στις 14 Οκτωβρίου 1825 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Χρύσανθος, υπό την πίεση της Υψηλής Πύλης, συγκάλεσε Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη η οποία έπαυσε τον Θεόφιλο από τα καθήκοντά του, εξαιτίας της μακροχρόνιας απουσίας του από την Πατριαρχική έδρα. Ο Θεόφιλος παρέμεινε κατόπιν αυτού στην Πάτμο έως τον θάνατό του, στις 24 Ιανουαρίου 1833.
Πορφύριος, Μητροπολίτης Αρτης
Ο Πορφύριος, γεννημένος στα Μουδανιά της Βιθυνίας, εξελέγη μητροπολίτης Ναυπάκτου, Αρτης και Πρεβέζης το 1806 και ανέπτυξε σχέσεις με τον Αλή πασά των Ιωαννίνων, ωστόσο το 1820 εξέπεσε από το μητροπολιτικό αξίωμα και εξορίστηκε στο Αγιο Ορος. Με την κήρυξη της Επανάστασης διέφυγε στην επαναστατημένη χώρα (καλοκαίρι 1821) και με απόφαση της Γερουσίας της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος ανέλαβε εκ νέου επισκοπικά καθήκοντα. Τον Μάρτιο του 1823 συμμετείχε στη Β΄ Εθνοσυνέλευση ως πληρεξούσιος της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας και αμέσως μετά εξελέγη παραστάτης της επαρχίας Βλοχού στο Β΄ Βουλευτικό. Τον Απρίλιο του 1826 συμμετείχε ως πληρεξούσιος της ίδιας επαρχίας στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, η οποία τον διόρισε στην επιτροπή επί των Θρησκευτικών (8.4.1826) και λίγες ημέρες αργότερα (12.4.1826) εξελέγη μέλος της Επιτροπής της Συνελεύσεως. Κατά τους πρώτους μήνες του 1827 συμμετείχε στη Συνέλευση της Αίγινας χωρίς στη συνέχεια να μεταβεί στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας. Από τον Αύγουστο του 1827 διετέλεσε μέλος της Βουλής έως την αυτοδιάλυσή της τον Ιανουάριο του 1828. Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους εξακολούθησε να ασκεί τα μητροπολιτικά του καθήκοντα στην Ακαρνανία έως τον θάνατό του στο Μεσολόγγι, στις 18 Αυγούστου 1838.
«Μέχρι του παγαιμού μου εις Ορος έγινεν η αποστασία μόλις είχον ημέρας τέσσαρας κοντά εις Λαύραν, δι’ αναφοράς επαρχιωτών μου προς την Υδραν και με επίσημον ενσφράγιστον έγγραφον αυτής επροσκλήθην από Ορος. Ηλθον απεσταλμένος εις Μισολόγγιον, εκείθεν εις Βραχώρι, εις την γενικήν συνέλευσιν των επαρχιών και μετά την καθίδρυσιν της επιτοπίου γερουσίας εδιωρίσθην ομοφρόνω γνώμη να διέπω τα της Εκκλησίας»
Αναφορά του Μητροπολίτη Πορφύριου, 2 Μαρτίου 1830
Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός
Ο Κυπριανός ήταν Αρχιεπίσκοπος της Κύπρου. Στις 9 Ιουλίου του 1821 εκτελέστηκε από τους Τούρκους δι’ απαγχονισμού μαζί με άλλους τρεις επισκόπους που καρατομήθηκαν. Εθεωρείτο ιεράρχης με πλατιά αντίληψη, δυναμική προσωπικότητα αλλά και με ευρεία μόρφωση. Ο Κυπριανός γεννήθηκε στον Στρόβολο το 1756. Παραμένει άγνωστο το επίθετο του πατέρα του καθώς και το κοσμικό όνομα του Κυπριανού.
Σε νεαρή ηλικία εισήλθε ως δόκιμος μοναχός στη Μονή Μαχαιρά, όπου έλαβε τη στοιχειώδη παιδεία και χειροτονήθηκε διάκονος το 1783. Αργότερα, το 1784, μετέβη στη Μολδοβλαχία ως ακόλουθος του αρχιμανδρίτη της μονής Χαράλαμπου, στα πλαίσια του ταξιδιού του τελευταίου με σκοπό την εύρεση οικονομικής βοήθειας για την αντιμετώπιση των μεγάλων χρεών που αντιμετώπιζε τότε το μοναστήρι. Εκεί χειροτονήθηκε ιερέας και προσελήφθη ως εφημέριος του Ηγεμονικού ναού. Ετσι παραμένοντας στη Μολδοβλαχία, σπούδασε θεολογία και φιλολογία στην Αυθεντική Ακαδημία Ιασίου με τη βοήθεια του ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσου.
Από τη Μολδοβλαχία ο Κυπριανός επέστρεψε στην Κύπρο το 1802 μαζί με τον Χαράλαμπο, έχοντας πετύχει πλήρως την αποστολή τους. Στη συνέχεια ο Κυπριανός ανέλαβε τη διαχείριση των κτημάτων της Μονής στον Στρόβολο, όπου ευδόκιμα εργαζόμενος κέρδισε την εκτίμηση των προεστών της Λευκωσίας, οι οποίοι και συνηγόρησαν στον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο για την πρόσληψή του ως οικονόμου της Αρχιεπισκοπής.
Από τη θέση αυτή ο Κυπριανός επέδειξε ιδιαίτερο ζήλο, αναπτύσσοντας ταυτόχρονα και ικανή πολιτική σκέψη. Ειδικότερα, όταν το 1804 επαναστάτησαν οι Τούρκοι της Κύπρου καταλαμβάνοντας τη Λευκωσία και προβαίνοντας σε σφαγές των Ελλήνων και σε κακοποίηση του Αρχιεπισκόπου, μεσολάβησε από κοινού με τους προξένους της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Ρωσίας, Pegnault, Περιστιάνη και Καλημέρη, στις διαπραγματεύσεις των σουλτανικών στρατευμάτων με τους στασιαστές οι οποίοι τελικά παρέδωσαν τη Λευκωσία στα κυβερνητικά στρατεύματα, τα οποία στη συνέχεια παραβαίνοντας τη συμφωνία που είχαν συνάψει, έσφαξαν τους εξεγερμένους. Η στάση του Κυπριανού δεν συνέβαλε μόνο στην καταστολή της εξέγερσης, αλλά ανύψωσε και την ισχύ του Αρχιεπισκόπου, ενώ σύμφωνα με Αγγλο περιηγητή που έγραψε υπό το ψευδώνυμο Al. Bej, ο Κυπριανός «υπήρξεν ο σωτήριος άγγελος του έθνους».
Η χειροτόνηση
Το 1809, ο Κυπριανός χειροτονείται επίσκοπος και στις 30 Οκτωβρίου του 1810 αναλαμβάνει Αρχιεπίσκοπος διαδεχόμενος τον υπέργηρο Χρύσανθο που απεβίωσε εξόριστος στην Χαλκίδα. Η αντικατάσταση του Χρύσανθου από τον Κυπριανό είχε δρομολογηθεί από νωρίτερα, ένεκα όμως της άρνησης του πρώτου να παραιτηθεί από τη θέση του Αρχιεπισκόπου δημιουργήθηκε ανωμαλία στην Εκκλησία της Κύπρου, με την αντιπολίτευση του Χρύσανθου – σημαντικό στέλεχος της οποίας ήταν και ο Κυπριανός – να απευθύνεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Υψηλή Πύλη. Αποτέλεσμα των διαβημάτων ήταν η εξορία του Χρύσανθου με απόφαση της Υψηλής Πύλης και η ανάρρηση του Κυπριανού στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Η ιδιάζουσα κατάσταση στην Εκκλησία της Κύπρου διήρκεσε μέχρι τον θάνατο του Χρύσανθου στην εξορία.
Το 1812 ο Κυπριανός χρηματοδότησε την ίδρυση της «Ελληνικής Σχολής» (νυν Παγκύπριο Γυμνάσιο) στη Λευκωσία κοντά στην Αρχιεπισκοπή. Παράλληλα, εξέδωσε εγκύκλιο με σκοπό την καταπολέμηση της επιδημίας της ακρίδας που είχε τέτοια πληθυσμιακή αύξηση εκείνη την εποχή στην Κύπρο σε σημείο να απειλεί άμεσα την αγροτική παραγωγή του νησιού. Συγκεκριμένα, μέσω της εγκυκλίου, καυτηρίασε τις λαϊκές δοξασίες που ήθελαν τις ακρίδες αθάνατες και ταυτόχρονα παρακινούσε το ποίμνιό του να μην περιμένει την εκ θαύματος εξολόθρευση του εντόμου αλλά να αναλάβει δράση. Το 1815 προέβη μέσω έτερης εγκυκλίου σε καταδίκη του Ελευθεροτεκτονισμού, ενώ το 1820 δώρισε 6,000 γρόσια για την ανέγερση σχολής στη Λεμεσό.
Μύηση στη Φιλική Εταιρεία
Προεπαναστατικά, η Φιλική Εταιρεία είχε στείλει απεσταλμένους της στην Κύπρο που γνωστοποίησαν στον Κυπριανό και τους υπόλοιπους ιεράρχες τη δρομολογημένη επανάσταση. Τελικά όμως αποφασίστηκε να μην εμπλακεί η Κύπρος στον ένοπλο αγώνα, καθώς η γεωγραφική της θέση καθιστούσε κάθε τέτοια σκέψη απαγορευτική. Ετσι, αποφασίστηκε η συμβολή του νησιού να περιοριστεί στην υλική βοήθεια, την οποία εγγυήθηκε ο Κυπριανός.
Εκ του παραπάνω διαφαίνεται ότι ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός ήταν Φιλικός, πλην όμως η ημερομηνία μύησής του και η ταυτότητα του μυητή παραμένουν άγνωστες. Αλλά και σχετική αλληλογραφία εκ μέρους του δεν βρέθηκε, που σημαίνει πως ο ίδιος κατέστρεψε ή απέκρυψε οτιδήποτε σχετικό. Ωστόσο, το 1820, φιλοξενεί τον Φιλικό Δημήτριο Ιπατρο και του υπόσχεται οικονομική βοήθεια για την επανάσταση των Ελλήνων. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, ο Αντώνιος Πελοπίδας (υπό τις διαταγές του) μετέβη στην Κύπρο ως απεσταλμένος του Αλέξανδρου Υψηλάντη, για να παραλάβει την εισφορά του Αρχιεπισκόπου.
Εχει σωθεί ένα γράμμα του Αλέξανδρου Υψηλάντη στον Κυπριανό, το οποίο αναφέρει τα εξής:
Μακαριώτατε και φιλογενέστατε Δέσποτα,
Ο φιλογενέστατος κύριος Δημήτριος Ίπατρος με εβεβαίωσε περί της γενναίας συνεισφοράς, την οποίαν η υμετέρα Μακαριότης υπεσχέθη προς αυτόν διά το Σχολείον της Πελοποννήσου. Οθεν, ως γενικός έφορος του Σχολείου τούτου, κρίνω χρέος μου απαραίτητον να ευχαριστήσω την Υμετέραν Μακαριότητα και να την ειδοποιήσω ότι η έναρξις του Σχολείου εγγίζει. Διά τούτο λοιπόν στέλλω εξεπίτηδες τον κύριον Αντώνιον Πελοπίδαν, άνδρα ενάρετον, φιλογενή και πάσης πίστεως άξιον, διά να την βεβαιώσω και διά ζώσης φωνής την όσον ούπω ανέγερσιν του ιερού τούτου καταστήματος: Ας ταχύνη λοιπόν η υμετέρα Μακαριότης να εμβάση τόσον της υμετέρας Μακαριότητας τας συνεισφοράς, όσον και των λοιπών αυτού ομογενών, είτε χρηματικάς, είτε είναι ζωοτροφίας προς τον εν παλαιά Πάτρα της Πελοποννήσου κύριον Ιωάννην Παππά Διαμαντόπουλον, συντροφεύουσα αυτάς ή με άνθρωπόν της επίτηδες ή με τον κομιστήν του παρόντος μου.
Ων δε εύελπις, ότι η υμετέρα Μακαριότης θέλει φιλοτιμηθή να δείξη την συνεισφοράν αξίαν του μεγάλου ζήλου και πατριωτισμού Αυτής τε και όλου της του ποιμνίου, εξικετεύω τας μακαρίους Αυτής ευχάς και μένω με βαθύ σέβας της υμετέρας Μακαριότητος τέκνον ευπειθές
Αλέξανδρος Υψηλάντης
Στο παραπάνω γράμμα o πρίγκιπας Α. Υψηλάντης ως Σχολείο της Πελοποννήσου υπονοεί την επικείμενη επανάσταση του 1821. Σημειώνεται ότι οι Φιλικοί που επισκέπτονταν την Κύπρο φιλοξενούνταν ως μαθητές στο υπόγειο της Ελληνικής Σχολής της Κύπρου.
Ελληνική Επανάσταση του 1821
Οταν ξεκίνησε η Επανάσταση, ο Τούρκος σουλτάνος διέταξε την αφόπλιση των Κυπρίων – κάτι που έγινε χωρίς αντίσταση. Ο Κυπριανός προσπάθησε να πείσει τους Κύπριους να υπακούσουν (κάτι παρόμοιο έκανε και ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄) και διαβεβαίωσε τον Τούρκο κυβερνήτη Κιουτσούκ Μεχμέτ για την υπακοή των Ελλήνων.
Παρά τις προσπάθειες αυτές, ο αρχιμανδρίτης Θεοφύλακτος Θησεύς διένειμε προκηρύξεις στη Λάρνακα, με σκοπό να ξεσηκώσει σε αγώνα τους Ελληνες της Κύπρου – κάτι που έχει καταγγελθεί από τον Τούρκο κυβερνήτη στην Υψηλή Πύλη. Ο σουλτάνος επέτρεψε στον Κιουτσούκ να δημεύσει την περιουσία, να συλλάβει και να εκτελέσει αυτούς που συμμετείχαν σ’ αυτό το κίνημα.
Απαγχονισμός και καρατομήσεις
Στις 9 Ιουλίου (ημέρα Σάββατο), κληθέντες σε συγκέντρωση στη Λευκωσία οι εκκλησιαστικοί ηγέτες και πρόκριτοι της Κύπρου από τον Οθωμανό διοικητή Κιουτσούκ Μεχμέτ και κατόπιν έγκρισης από τον Σουλτάνο για μαζικές εκτελέσεις, κορυφώθηκε το δράμα με τον απαγχονισμό του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού σε μία συκαμινιά στην πλατεία του Σεραγίου (σήμερα βρίσκεται στο κατεχόμενο από τους Τούρκους τμήμα της πρωτεύουσας). Του απαγχονισμού αυτού ακολούθησε την ίδια ημέρα ο αποκεφαλισμός τριών μητροπολιτών της Πάφου, Χρύσανθου, του Κιτίου Μελετίου και του Κυρηνείας Λαυρεντίου. Αργότερα, στην Κύπρο έφθασαν 4.000 στρατιώτες από την Αίγυπτο, οι οποίοι τρομοκράτησαν τον πληθυσμό της Κύπρου. Τα λείψανα των παραπάνω δόθηκαν την επομένη της 9ης Ιουλίου, ημέρα Κυριακή, σε ομάδα ιερέων, οι οποίοι τα έθαψαν στον περίβολο του ναού της Παναγίας Φανερωμένης. Αργότερα, εκεί κτίστηκε μαυσωλείο, όπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα τα οστά τους.
Οι εκτελέσεις συνεχίστηκαν ως τις 14 Ιουλίου και είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 470 ή 486 ανθρώπων – 36 Κύπριοι εξισλαμίστηκαν, αν και μερικοί απ’ αυτούς επανήλθαν στη χριστιανική πίστη και κατάφεραν να γλυτώσουν τον θάνατο.
Ο Αγγλος περιηγητής John Carne που κατά την παραμονή του στην Κύπρο είχε γνωρίσει τον Κυπριανό, ανέφερε πως ο Αρχιεπίσκοπος τού είχε εκμυστηρευτεί πως οι τουρκικές αρχές περίμεναν μια αφορμή για να τον εκτελέσουν.
Ο Κυπριανός στην τέχνη
Στη βιβλιοθήκη της Μονής Κύκκου εντοπίσθηκε στα 1912 απόσπασμα άσματος, εκτενέστερου πιθανώς, θρηνητικού του απαγχονισμού του Κυπριανού, άγνωστου συντάκτη και άγνωστης εποχής σύνταξης. Ο εθνικός ποιητής της Κύπρου, Βασίλης Μιχαηλίδης, του αφιέρωσε τους παρακάτω στίχους:
Τω απαγχονισθέντι Αρχιεπισκόπω Κύπρου Κυπριανώ
Συ που σκοτώθης για το φως σήκου να δης τον ήλιο,
ξύπνα, να δεις το αίμα σου πως έγινε βασίλειο.
Ο Κυπριανός αποτελεί τον κύριο πρωταγωνιστή του ποιήματος «η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία Κύπρου» (επίσης του Βασίλη Μιχαηλίδη), στον οποίο αποδίδονται οι παρακάτω στίχοι:
Παρά το γαίμαν τους πολλούς, εν’ κάλλιον του ’πισκόπου.
Η Ρωμιοσύνη εν’ φυλή συνόκαιρη του κόσμου,
κανένας δεν εβρέθηκεν γαι να την ι ’ξηλείψει,
κανένας, γιατί σκέπει την ’που τ’ άψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη εν’ να χαθεί, όντας ο κόσμος λείψει!
Επίσης, ο Μιχαηλίδης του αφιέρωσε το «Επί τω θανάτω του σεβαστού μου Κυπριανού»:
Την πατρίδα σου με ζέσιν αγαπούσεν η ψυχή σου,
είχες δυστυχώς τον βίον ακανθώδη και μικρόν,
[…]
Αρκεί τούτο που αφήκε τ’ όνομά σου στον λαόν της,
βράχον αντικρύ του χρόνου και λαμπρόν ως η πλειάς.
Ο θάνατος του Κυπριανού οδήγησε τον Κύπριο ζωγράφο Γιώργο Μαυρογένη να ζωγραφίσει τον πίνακα «Απαγχονισμός του Εθνομάρτυρα Κυπριανού» – τώρα βρίσκεται στο Ιδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄.
Μαρμάρινο μνημείο (προτομή πάνω σε υψηλή στήλη) του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού έχει φιλοτεχνήσει ο γλύπτης Γεώργιος Μπονάνος. Βρίσκεται έξω από το μέγαρο της Αρχιεπισκοπής στη Λευκωσία.