Επικοινωνούσε με ανέκδοτα, ξαφνιάζοντας πολλούς και μέσα στην Εκκλησία. Και τα έλεγε παντού και κυρίως στα σχολεία όπου πέρα από αυτά συνήθισε να λέει στους μαθητές “σας πάω”. Ο μακαριστός Χριστόδουλος ήταν από αυτούς που τα είχε επιλέξει για να επικοινωνεί με τους γύρω του. Κάποια στιγμή όμως τα σταμάτησε γιατί όπως έλεγε τα κανάλια ασχολούνται μόνο με αυτά.
Το ανέκδοτο με τους νταλικέρηδες και τον ιεροκήρυκα ήταν από εκείνα που τα έλεγε συχνά για να δείξει οτι τα “ράσα δεν κάνουν τον παπά” και οτι ο παράδεισος δεν είναι δεδομένος για τους κληρικούς.
Η κατσίκα του γείτονα
-Ο Θεός πήγε σε κάποιον άνθρωπο και του είπε «Ζήτα μου ό,τι θες και θα στο κάνω πλουσιοπάροχα, με τη μόνη διαφορά πως ό,τι δώσω σε σένα, θα το δώσω πολλαπλάσιο στο γείτονα σου.
Εκείνος, εμπαθής στην καρδιά, κακός στην διάνοια, τι λέει; Θεέ μου, δεν θέλω να μου δώσεις τίποτα. Ένα μονό να ζητήσω. Μονό να κάνεις να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα. Έτσι συξμπεριφερόμαστε εμείς σήμερα…».
Οι νταλικέρηδες και ο ιεροκήρυκας
«Έξω από την πόρτα του Αγίου Πέτρου συνωστίζονταν διάφοροι, περιμένοντας την κρίση του. Εάν, δηλαδή, θα πάνε στον παράδεισο ή στην κόλαση. Μεταξύ αυτών, ένας οδηγός λεωφορείου, ένας οδηγός νταλίκας και ένας ιεροκήρυκας. Πέρασε πρώτος ο οδηγός του λεωφορείου και χωρίς πολλά-πολλά διάβηκε την πύλη του παραδείσου. Το ίδιο έγινε λίγο αργότερα με τον οδηγό νταλίκας. Βλέποντας αυτή την εξέλιξη, ο ιεροκήρυκας ανακουφίστηκε, θεωρώντας βέβαιο ότι και αυτός θα είχε την ίδια τύχη. Στάθηκε μπροστά στον Άγιο Πέτρο και του είπε ότι είναι ιεροκήρυκας.
– Α, ωραία, εσύ πας στην κόλαση.
– Μα, άγιέ μου, περάσατε στον παράδεισο δύο οδηγούς, που βρίζουν, που πίνουν, που…
– Αγαπητέ μου, αυτοί όταν τρέχουν στον δρόμο όλοι προσεύχονται στον Θεό να σωθούν. Όταν μιλάς εσύ, οι περισσότεροι φεύγουν από την εκκλησία. Άρα οι οδηγοί αυξάνουν τους πιστούς, ενώ εσύ τους διώχνεις».
Ο ψαράς
Ήταν ένας που ψάρευε όλη μέρα από τα βραχάκια. Πουλούσε τα ψάρια που του περίσσευαν και έβγαζε λίγα χρήματα για να ζει.
Ένας συχωριανός του ψαράς που περνούσε με τη βάρκα και τον έβλεπε, σταματά μια μέρα και τον ρωτά:
-Γιατί κάθεσαι εδώ και ψαρεύεις και δεν παίρνεις την βάρκα του πατέρα σου να ανοιχτείς λίγο;
-Και τι θα κερδίσω με αυτό;
-Με τη βάρκα θα πιάσεις ακόμη περισσότερα ψάρια και θα…βγάζεις περισσότερα χρήματα…
-Και τι θα κερδίσω με αυτό;
-Μετά θα μπορέσεις να πάρεις και βοηθό και θα βγάζεις ακόμα περισσότερα χρήματα!
-Και τι θα κερδίσω με αυτό;
-Μετά θα μπορέσεις να πάρεις μεγάλο καΐκι και 2 βοηθούς και θα βγάζεις ακόμα περισσότερα χρήματα και θα δουλεύεις λιγότερο!
-Και τι θα κερδίσω με αυτό;
-Μετά θα πάρεις και άλλο καΐκι και θα μπορέσεις σιγά-σιγά να κάνεις ολόκληρο στόλο!
-Και τι θα κερδίσω με αυτό;
-Έ! άμα τα καταφέρεις όλα αυτά, θα μπορείς πια να κάθεσαι και να μην κάνεις τίποτα.
-Γιατί τώρα τι κάνω;
Ο κύριος με τά “σού”
-Μια γυναίκα παρήγγειλλε γλυκά “σού” από το ζαχαροπλαστείο.Τα πήρε να τα πάει. Φτάνοντας στο σπίτι χτύπησε την πόρτα .
Από μέσα η γυναίκα ρώτησε :Ποιός είναι;
Και η απάντηση: ο κύριος με τα “σού”.