Η Εκκλησία παρουσίασε το μετάλλιο που σχεδιάστηκε από τον οικο "Μιχαλά"  για να τιμήσει τους αγίους νεομάρτυρες που θιυσιάστηκαν για την ορθοδοξία και την πατρίδα και συνάβαλαλν τα μέγιστα στη δημιουργία συνθηκών για την επανάσταση του 1821

Στο μετάλλιο που σχεδιάστηκε για λογαριασμό της Εκκλησίας για να τιμηθούν τα 200 χρόνια από την επανάσταση  του 1821  αποτυπώνονται η Υπεραγία Θεοτόκος και οι Άγιοι Νεομάρτυρες Γρηγόριος ο Ε’, Κοσμάς ο Αιτωλός, Φιλοθέη η Αθηναία, Μιχαήλ Πακνανάς, Γεώργιος Νεαπολίτης, Κυπριανός Κύπρου, Κωνσταντίνος ο Υδραίος, Δημήτριος ο εκ Σαμαρίνης, Ακυλίνα, Αγγελής ο Αργείος, Αθανάσιος Κουλακιώτης, Τριαντάφυλλος ο εκ Ζαγοράς, Συμεών ο Τραπεζούντιος, Σεραφείμ Φαναρίου, Χρυσή εκ Μογλενών, Μαρία Καρατάσαινα, Ραφαήλ εξ Ιθάκης και εν Λέσβω, Κύριλλος ΣΤ’, Δημήτριος Πελοποννήσιος, Νικήτας Σερρών, Ιωάννης ο Μονεμβασιώτης, Ελένη εκ Σινώπης Πόντου, Κυράννα εκ της Όσσης, Ιωάννης εκ Καστορίας και Ιωάννης εκ Θάσου.

Πατροκοσμάς 

 

Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός (1714 - 24 Αυγούστου 1779), γνωστός και ως Πατροκοσμάς, ήταν Ελληνορθόδοξος μοναχός. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Κώνστας, ενώ το επώνυμό του χάρις στις αναφορές των Βενετών προβλεπτών, που έχουν διασωθεί στα κρατικά αρχεία της Βενετίας, γνωρίζουμε πως ήταν Εσωχωρίτης.Το 1961 ανακηρύχθηκε άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας και εορτάζεται στις 24 Αυγούστου. Μαθήτευσε στα διδασκαλεία της Παρνασσίδας και της Ναυπακτίας .Το 1749 πήγε στην Αθωνιάδα Σχολή του Αγίου Όρους, όπου έκανε σπουδές ανωτέρου επιπέδου στη θεολογία και τη φιλοσοφία. Εκεί υπήρξε μοναχός για δύο περίπου χρόνια στη Μονή Φιλοθέου του Αγίου Όρους. Το 1759 εγκατέλειψε το μοναστήρι και με εντολή του Πατριάρχη Σεραφείμ ξεκίνησε τις περιοδείες του στη Δυτική και Βόρεια Ελλάδα και την Ήπειρο, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον αυξανόμενο τότε εξισλαμισμό των Χριστιανών. Αναφέρεται ότι μέσα σε 16 χρόνια ίδρυσε περίπου 200 σχολεία. Το 1770, μετά την αποτυχία των Ορλωφικών στην Πελοπόννησο, μιας αντιοθωμανικής εξέγερσης των Ρωμιών με ρωσική υποκίνηση, οι Τούρκοι τον υποπτεύονταν ως πράκτορα των Ρώσων. Τελικά συνελήφθη και εκτελέστηκε στις 24 Αυγούστου 1779, ημέρα Σάββατο, στο χωριό Κολικόντασι κοντά στην πόλη του Βερατίου στην  Αλβανία.

O Αλή Πασάς, είτε για λόγους ευγνωμοσύνης είτε σε ένδειξη μετάνοιας, ζήτησε να γίνει η ανακομιδή των λειψάνων του αγίου και να χτιστεί ναός στο όνομά του, ο οποίος ολοκληρώθηκε το 1814.
 
   
Γρηγόριος Ε’

Ο Γεώργιος Αγγελόπουλος, όπως ήταν το κοσμικό του όνομα, γεννήθηκε το 1745 στη Δημητσάνα Αρκαδίας Το 1767 μετέβη στη Σμύρνη, όπου ζούσε ο θείος του Μελέτιος και σπούδασε για πέντε χρόνια στην περίφημη Ευαγγελική Σχολή. Ακολουθώντας την κλίση του προς τον μοναχικό βίο, αποσύρθηκε στη μονή του Αγίου Διονυσίου στις Στροφάδες νήσους, όπου εκάρη μοναχός με το όνομα Γρηγόριος.

Xειροτονήθηκε Μητροπολίτης Σμύρνης στις 14 Οκτωβρίου του 1785. Την Πρωτομαγιά του 1797 εκλέχθηκε ομοφώνως Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, διαδεχόμενος τον θανόντα πατριάρχη Γεράσιμο Γ, αλλά τον επόμενο χρόνο αναγκάστηκε να παραιτηθεί, εξαιτίας των πιέσεων από τις Οθωμανικές αρχές και της ρήξης με μερίδα ιεραρχών του Πατριαρχείου. Αφού περιπλανήθηκε αρκετά, κατέληξε στο Άγιο Όρος, όπου μόνασε.

Στις 10 το πρωί της 10ης Απριλίου του 1821,

ο Γρηγόριος συνελήφθη και οδηγήθηκε στις φυλακές του Μποσταντζίμπαση, όπου υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια. Γύρω στις 3 μ.μ. της ίδιας ημέρας, ο Γρηγόριος επέστρεψε φρουρούμενος στο Φανάρι, ενώ κατά τη διαδρομή ομάδες του μουσουλμανικού και εβραϊκού υποκόσμου της Πόλης τον χλεύαζαν και τον προπηλάκιζαν. Στη μεσημβρινή πύλη του Πατριαρχείου είχε στηθεί η αγχόνη.

Στις 13 Απριλίου κάποιοι Εβραίοι αγόρασαν το λείψανο αντί 800 γροσίων και αφού το έσυραν από τους κεντρικούς δρόμους της Κωνσταντινούπολης το έριξαν στη θάλασσα, αφού το έδεσαν με ένα μεγάλο λιθάρι, για να βουλιάξει. Όμως, το σχοινί κόπηκε και το λείψανο επέπλεε για τρεις μέρες στον Κεράτιο κόλπο, ώσπου έγινε αντιληπτό από τον Κεφαλλονίτη καπετάνιο του ρωσικού πλοίου «Άγιος Νικόλαος» Μαρίνο Σκλάβο, ο οποίος το ανέσυρε από τη θάλασσα και το μετέφερε στην Οδησσό, όπου εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα και τάφηκε με μεγάλες τιμές στις 16 Ιουνίου του 1821.

Στις 25 Απριλίου του 1871, το λείψανο του Γρηγορίου Ε μεταφέρθηκε στην Αθήνα και εναποτέθηκε στη Μητρόπολη. Στις 8 Απριλίου του 1921, ο Γρηγόριος Ε ανακηρύχθηκε Άγιος και η μνήμη του εορτάζεται κάθε χρόνο στις 10 Απριλίου.

 

Αγία Φιλοθέη

Γεννήθηκε το 1522, καταγόμενη από την αθηναϊκή αρχοντική οικογένεια γαιοκτημόνων, των Μπενιζέλων. Η Ρηγούλα ή Ρεβούλα (Παρασκευούλα), όπως ήταν το κοσμικό της όνομα, ήταν κόρη του Αγγέλου Μπενιζέλου και της Σηρίγης Παλαιολογίνας, γόνου της ιστορικής βυζαντινής οικογένειας. Καθώς η Ρηγούλα μεγάλωνε, διακρινόταν για το ήθος και την ευφυΐα της. Το πατρικό σπίτι της Ρεβούλας βρισκόταν εκεί που σήμερα υψώνεται το μέγαρο Aρχιεπισκοπής Αθηνών, γι’ αυτό άλλωστε, η οδός αυτή ονομάζεται οδός Αγίας Φιλοθέης.Η αγία ήταν ολιγογράμματη κατά το έθος της εποχής

Σε ηλικία 14 ετών οι γονείς της αποφάσισαν να την παντρέψουν με τον κατά πολύ μεγαλύτερό της Ανδρέα Χειλά, ο οποίος ανήκε σε αρχοντική οικογένεια της Αθήνας. Ήταν ένας γάμος ενάντια στη θέλησή της, που διήρκεσε τρία χρόνια, έπειτα η Ρεβούλα έμεινε χήρα.

Στα 17 της χρόνια ήταν όμορφη, πάμπλουτη, καταγόμενη από δύο αρχοντικές και σημαντικές οικογένειες, μορφωμένη και ελεύθερη. Επιδόθηκε σε φιλανθρωπικό έργο και δέκα χρόνια μετά το θάνατο των γονιών της εκάρη μοναχή με το όνομα Φιλοθέη.

Η κοινωνική της δραστηριότητα

Η μοναχή Φιλοθέη άσκησε ένα είδος φιλανθρωπικού και ιεραποστολικού μοναχισμού: ανακαίνισε το ναΐσκο του Αγίου Ανδρέα, ο οποίος βρισκόταν στον περίβολο του πατρικού της αρχοντικού, μετατρέποντάς τον σε κοινόβιο. Το Καθολικό του Αγίου Ανδρέα και το πηγάδι της μονής της σώζονται μέχρι σήμερα στον περίβολο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Εκείνη την εποχή, αρχίζει το φιλανθρωπικό, κοινωνικό, εκπαιδευτικό και εθνικό έργο της Φιλοθέης. Στο έργο αυτό αφιέρωσε την πατρική και προσωπική της περιουσία. Ιδρύει σχολεία, βιοτεχνικά και χειροτεχνικά εργαστήρια, νοσοκομεία, ξενοδοχεία, ορφανοτροφεία, κ.α. Διδάσκει στοιχειώδη οικοκυρική στις «μοναστηρίσιες».Το συγκρότημα αυτό ονομάζεται «Παρθενώνας» και εκεί βρίσκουν καταφύγιο και περίθαλψη (υλική και πνευματική) αδιακρίτως Έλληνες και Τούρκοι. Προσφέρει μεγάλα ποσά για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων, ενώ ιδιαιτέρως φροντίζει για τη φυγάδευση των γυναικών στα νησιά, προκαλώντας όλεθρο στα χαρέμια των Τούρκων. Παράλληλα, ιδρύει παραρτήματα στο Χαλάνδρι, τα Πατήσια, το Ψυχικό, την Καλογρέζα. Στην περιοχή του Ψυχικού άνοιξε ένα πηγάδι για να ξεκουράζονται οι κατάκοποι αγρότες που δούλευαν ώρες κάτω από το ζεστό ήλιο και το νερό ήταν λιγοστό στην αττική γη. Λέγεται ότι από το ψυχικό αυτό της μοναχής Φιλοθέης πήρε η περιοχή το όνομά της. Ή πάλι πως έγραψε πάνω στο μαρμάρινο χείλος του πηγαδιού την λέξη «ψυχικόν» δηλωτικό της ψυχικής ωφέλειας. Και η περιοχή της Καλογρέζας οφείλει το όνομά της από τη μονή που εκεί ίδρυσε η Φιλοθέη, τη μονή της Καλογραίας, όπως την αποκαλούσαν οι Αθηναίοι (και από παραφθορά της λέξης, μονή της Καλογρέζας, σύμφωνα με άλλη ετυμολογία, "καλογρέζα" σημαίνει "μοναχή" στην αρβανίτικη διάλεκτο).

Βασική επιδίωξη της Φιλοθέης ήταν η τόνωση του ορθόδοξου ιδεώδους και η διατήρηση της ελληνικής συνείδησης. Το έργο της, κατά βάση εθνικό και θρησκευτικό, ξεπέρασε τα όρια της Αθήνας και έγινε γνωστό σε όλη την Ελλάδα. Αδιαφιλονίκητη ιστορική επιβεβαίωση για το έργο αυτό παρέχει η αλληλογραφία της Φιλοθέης με τη Γερουσία της Βενετίας (1583), από την οποία ζητούσε οικονομική βοήθεια.

Σε επιστολή της Αγίας που εντοπίστηκε από τον ιστοριοδίφη Κωνσταντίνο Μέρτζιο σε βιβλιοθήκη της Βενετίας με παραλήπτη την Βενετική Γερουσία, με ημερομηνία ΄΄22 Φεβρουαρίου 1583΄΄, ζητείται χρηματική βοήθεια για να ξεπληρώσει χρέη που είχαν προκύψει γιατί ήθελε να γλιτώσει το μοναστήρι και τις μοναχές από τις τουρκικές λεηλασίες. Επομένως οι διώξεις της αγίας ήταν πολύ προγενέστερες του 1588-1589. Η Βενετική Γερουσία αποφάσισε να συνδράμει με 200 τσεκίνια (χρυσά νομίσματα).

 

Τη νύχτα της 2ας προς 3ης Οκτωβρίου 1588, κατά τη διάρκεια ιερής ολονυχτίας που επιτελούσαν οι μοναχές προς τιμή του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου (πολιούχου αγίου της Αθήνας) στο εκκλησάκι του Αγίου Ανδρέα, οι Τούρκοι εφορμούν εκ νέου, συλλαμβάνουν τη Φιλοθέη και έπειτα από βασανιστήρια την εγκαταλείπουν ημιθανή έξω από τη μονή της.

Έξω από το ναό, στα δεξιά της εισόδου του, σώζεται η κολώνα, όπου η Φιλοθέη δέθηκε και μαστιγώθηκε. Οι μοναχές της την μετέφεραν στην κρύπτη της στην Καλογρέζα. Εκεί η Φιλοθέη υποκύπτει στα τραύματά της στις 19 Φεβρουαρίου 1589. Ενταφιάστηκε στο δεξιό μέρος του ιερού βήματος του Αγίου Ανδρέα, ενώ αιώνες αργότερα το σκήνωμα της μεταφέρθηκε στη Μητρόπολη Αθηνών, όπου φυλάσσεται σε ασημένια λάρνακα μέχρι σήμερα.

Στο μέρος όπου παρέδωσε το πνεύμα της, στην περιοχή της Καλογρέζας, υψώνεται ο Ι. Ν. της Αγίας Φιλοθέης, ενώ το όνομά της φέρει και ολόκληρο το γνωστό προάστιο των Αθηνών, η Φιλοθέη.

Μιχαήλ Πακνκάς

​Ο Άγιος Μιχαήλ Πακνανάς ή Μπακνανάς, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1753 μ.Χ. από πάμπτωχη οικογένεια. Η οικογένειά του παρότι δεν μπόρεσε να του προσφέρει ούτε την στοιχειώδη μόρφωση, εν τούτοις τον κατήχησε στέρεα στην αληθινή πίστη του Χριστού. Μεγαλώνοντας ο Μιχαήλ ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα του, αυτό του κηπουρού. Κατοικούσαν όλοι μαζί σ’ ένα μικρό σπίτι επί της οδού Αστεροσκοπείου, στην πλάτη του σωζόμενου ως σήμερα βυζαντινού ναού των Αγίων Αποστόλων Σολάκη, όντας ενορίτες του ιστορικού ναούς της Παναγίας της Βλασσαρούς, που κατεδαφίστηκε το 1937 μ.Χ. κατά τη διάρκεια των ανασκαφών στην Αρχαία Αγοράς.

Ο Άγιος είχε στην κατοχή του ένα γαϊδουράκι, με το οποίο μετέφερε και πουλούσε διάφορα αγροτικά προϊόντα στα γύρω χωριά της Αθήνας. Μία ημέρα συνελήφθη από τους Τούρκους συκοφαντούμενος ότι μετέφερε πυρίτιδα με το ζώο του για λογαριασμό των αρματωλών και των κλεφτών της γύρω περιοχής.

Ευθύς αμέσως τον έριξαν στην φυλακή τυραννώντας τον για τριάντα ημέρες, προκειμένου να απαρνηθεί την πίστη του. Οι Τούρκοι τον αποκεφάλισαν τον Ιούλιο του 1771 μ.Χ..

Άγιος Γεώργιος ο νέος Ιερομάρτυρας, ο Νεαπολίτης

 

Ο Άγιος Γεώργιος ήταν Ιερέας και καταγόταν από τη Νεάπολη της Μικράς Ασίας, που τούρκικα λέγεται «Νέβ Σεχήρ». Διέπρεπε σαν εφημέριος στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου στη Νεάπολη.

Κατά το 1797 μ.Χ. προσκλήθηκε από τους χριστιανούς του χωρίου Μαλακωτή να Ιερουργήσει, αναπληρώνοντας τον εφημέριο τους, που τον καταδίωκαν οι Τούρκοι. Ο Ιερέας Γεώργιος ευχαρίστως δέχτηκε και αναχώρησε για το χωριό. Ξαφνικά όμως, κοντά στη θέση «Κόμπια-Ντερέ», συνελήφθη από εξαγριωμένους βοσκούς Τούρκους, οι όποιοι τον λήστεψαν, τον βασάνισαν και τελικά τον αποκεφάλισαν.

Μετά την Μικρασιατική καταστροφή του 1922 μ.Χ., το Ιερό Λείψανο μεταφέρθηκε στην Ελλάδα (με την ευκαιρία της ανταλλαγής των πληθυσμών, το 1924 μ.Χ.), από τον τότε εφημέριο Νεαπόλεως Αρχιμανδρίτη Ιγνάτιο και κατατέθηκε στον Ιερό Ναό Αγίου Ευσταθίου Περισσού Αττικής, όπου και σήμερα φυλάσσεται, σε αρίστη κατάσταση.

Κυπροιανός, Αρχιεπίσκοπος Κύπρου

 

 

Ο Κυριανός γεννήθηκε στον Στρόβολο το 1756. Παραμένει άγνωστο το επίθετο του πατέρα του καθώς και το κοσμικό όνομα του Κυπριανού.

Σε νεαρή ηλικία εισήλθε ως δόκιμος μοναχός στη Μονή Μαχαιρά, όπου έλαβε τη στοιχειώδη παιδεία και χειροτονήθηκε διάκονος το 1783. Αργότερα, το 1784, μετέβη στη Μολδοβλαχία ως ακόλουθος του αρχιμανδρίτη της μονής, Χαράλαμπου στα πλαίσια του ταξιδιού του τελευταίου με σκοπό την εύρεση οικονομικής βοήθειας για την αντιμετώπιση των μεγάλων χρεών που αντιμετώπιζε τότε το μοναστήρι. Εκεί χειροτονήθηκε ιερέας και προσελήφθη ως εφημέριος του Ηγεμονικού ναού. Έτσι παραμένοντας στη Μολδοβλαχία, σπούδασε θεολογία και φιλολογία στην Αυθεντική Ακαδημία Ιασίου με τη βοήθεια του ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσου.

Από τη Μολδοβλαχία ο Κυπριανός επέστρεψε στην Κύπρο το 1802 μαζί με τον Χαράλαμπο έχοντας πετύχει πλήρως την αποστολή τους. Στη συνέχεια ο Κυπριανός ανέλαβε την διαχείριση των κτημάτων της Μονής στο Στρόβολο όπου ευδόκιμα εργαζόμενος, κέρδισε την εκτίμηση των προεστών της Λευκωσίας οι οποίοι και συνηγόρησαν στον αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο την πρόσληψή του ως οικονόμου της Αρχιεπισκοπής.

Από τη θέση αυτή ο Κυπριανός επέδειξε ιδιαίτερο ζήλο, αναπτύσσοντας ταυτόχρονα και ικανή πολιτική σκέψη. Ειδικότερα, όταν το 1804 επαναστάτησαν οι Τούρκοι της Κύπρου καταλαμβάνοντας τη Λευκωσία και προβαίνοντας σε σφαγές των Ελλήνων και σε κακοποίηση του αρχιεπισκόπου, μεσολάβησε από κοινού με τους προξένους της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Ρωσίας, Pegnault, Περιστιάνη και Καλημέρη, στις διαπραγματεύσεις των σουλτανικών στρατευμάτων με τους στασιαστές, οι οποίοι τελικά παρέδωσαν τη Λευκωσία στα κυβερνητικά στρατεύματα, τα οποία στη συνέχεια, παραβαίνοντας τη συμφωνία που είχαν συνάψει, έσφαξαν τους εξεγερμένους. Η στάση του Κυπριανού δεν συνέβαλε μόνο στην καταστολή της εξέγερσης, αλλά ανύψωσε και την ισχύ του αρχιεπισκόπου, ενώ σύμφωνα με Άγγλο περιηγητή που έγραψε υπό το ψευδώνυμο Al. Bej, ο Κυπριανός «υπήρξεν ο σωτήριος άγγελος του έθνους»

Το 1809, ο Κυπριανός χειροτονείται επίσκοπος και στις 30 Οκτωβρίουτου 1810 αναλαμβάνει αρχιεπίσκοπος διαδεχόμενος τον υπέργηρο Χρύσανθο που απεβίωσε εξόριστος στην Χαλκίδα. Η αντικατάσταση του Χρυσάνθου από τον Κυπριανό είχε δρομολογηθεί από νωρίτερα, ένεκα όμως της άρνησης του πρώτου να παραιτηθεί από τη θέση του αρχιεπισκόπου δημιουργήθηκε ανωμαλία στην Εκκλησία της Κύπρου, με την αντιπολίτευση του Χρυσάνθου - σημαντικό στέλεχος της οποίας ήταν και ο Κυπριανός - να απευθύνεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Υψηλή Πύλη. Αποτέλεσμα των διαβημάτων ήταν η εξορία του Χρυσάνθου με απόφαση της Υψηλής Πύλης και η ανάρρηση του Κυπριανού στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Η ιδιάζουσα κατάσταση στην Εκκλησία της Κύπρου διήρκεσε μέχρι τον θάνατο του Χρυσάνθου στην εξορία.

Το 1812 ο Κυπριανός χρηματοδότησε την ίδρυση της «Ελληνικής Σχολής» (νυν Παγκύπριο Γυμνάσιο) στη Λευκωσία κοντά στην Αρχιεπισκοπή. Παράλληλα, εξέδωσε εγκύκλιο με σκοπό την καταπολέμηση της επιδημίας της ακρίδας που είχε τέτοια πληθυσμιακή αύξηση εκείνη την εποχή στην Κύπρο σε σημείο να απειλεί άμεσα την αγροτική παραγωγή του νησιού. Συγκεκριμένα, μέσω της εγκυκλίου, καυτηρίασε τις λαϊκές δοξασίες που ήθελαν τις ακρίδες αθάνατες και ταυτόχρονα παρακινούσε το ποίμνιό του να μην περιμένει την εκ θαύματος εξολόθρευση του εντόμου αλλά να αναλάβει δράση. Το 1815 προέβη μέσω έτερης εγκυκλίου σε καταδίκη του Ελευθεροτεκτονισμού, ενώ το 1820 δώρησε 6000 γρόσια για την ανέγερση σχολής στη Λεμεσό.

Όταν ξεκίνησε η Επανάσταση, ο Τούρκος σουλτάνος διέταξε την αφόπλιση των Κυπρίων - κάτι που έγινε χωρίς αντίσταση. Ο Κυπριανός προσπάθησε να πείσει τους Κύπριους να υπακούσουν (κάτι παρόμοιο έκανε και ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄) και διαβεβαίωσε τον Τούρκο κυβερνήτη, Κιουτσούκ Μεχμέτ, για την υπακοή των Ελλήνων.

Παρά τις προσπάθειες αυτές, ο αρχιμανδρίτης Θεοφύλακτος Θησεύς διένειμε προκηρύξεις στη Λάρνακα, με σκοπό να ξεσηκώσει σε αγώνα τους Έλληνες της Κύπρου - κάτι που έχει καταγγελθεί από τον Τούρκο κυβερνήτη στην Υψηλή Πύλη. Ο σουλτάνος επέτρεψε στον Κιουτσούκ να συλλάβει, να δημεύσει την περιουσία και να εκτελέσει αυτούς που συμμετείχαν σ' αυτό το κίνημα.

Στις 9 Ιουλίου (ημέρα Σάββατο), κληθέντες σε συγκέντρωση στη Λευκωσία οι εκκλησιαστικοί ηγέτες και πρόκριτοι της Κύπρου από τον Οθωμανό διοικητή Κουτσούκ Μεχμέτ και κατόπιν έγκρισης από τον Σουλτάνο για μαζικές εκτελέσεις κορυφώθηκε το δράμα με τον απαγχονισμό του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού σε μια συκαμινιά στη πλατεία του Σεραγίου (σήμερα βρίσκεται στο κατεχόμενο από τους Τούρκους τμήμα της πρωτεύουσας). Του απαγχονισμού αυτού ακολούθησε την ίδια ημέρα ο αποκεφαλισμός τριών μητροπολιτών της Πάφου Χρύσανθου, του Κιτίου Μελετίου και της Κηρυνείας Λαυρεντίου - αργότερα, στην Κύπρο έφθασαν 4.000 στρατιώτες από την Αίγυπτο, οι οποίοι τρομοκράτησαν τον πληθυσμό της Κύπρου. Τα λείψανα των παραπάνω δόθηκαν την επομένη, στις Ιουλίου, ημέρα Κυριακή, σε ομάδα ιερέων, οι οποίοι τα έθαψαν στον περίβολο του ναού της Παναγίας Φανερωμένης- αργότερα, εκεί κτίστηκε μαυσωλείο, όπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα τα οστά τους.

Οι εκτελέσεις συνεχίστηκαν ως τις 14 Ιουλίου και είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 470 ή 486 ανθρώπων - 36 Κύπριοι εξισλαμίστηκαν (αν και μερικοί απ' αυτούς επανήλθαν στη χριστιανική πίστη) και κατάφεραν να γλιτώσουν τον θάνατο.

Ο Άγγλος περιηγητής John Carne που κατά την παραμονή του στην Κύπρο είχε γνωρίσει τον Κυπριανό, ανέφερε πως ο αρχιεπίσκοπος του είχε εκμυστηρευτεί πως οι τουρκικές αρχές περίμεναν μια αφορμή για να τον εκτελέσουν

Άγιος Κωνσταντίνος ο Υδραίος Νεομάρτυρας

Ο Άγιος Κωνσταντίνος γεννήθηκε στην Ύδρα και ο πατέρας του ονομαζόταν Μιχαήλ, η δε μητέρα του Μαρίνα.

Δεκαοκτώ χρονών έφυγε από την Ύδρα και πήγε στη Ρόδο, κοντά στον Τούρκο ηγεμόνα Χασάν Καπετάν. Εκεί ο Κωνσταντίνος παρασύρθηκε και έξισλαμίστηκε, με το όνομα Χασάν και για τρία χρόνια απολάμβανε μεγάλες τιμές. Αργότερα όμως, συναισθάνθηκε το ολίσθημα του και άρχισε να μετανοεί. Έκανε ελεημοσύνες και έκλαψε πικρά. Τελικά, για να εξιλεωθεί αποφάσισε να μαρτυρήσει. Βρήκε λοιπόν κάποιο πνευματικό, εξομολογήθηκε και ζήτησε την ευχή του να μαρτυρήσει. Ο πνευματικός του όμως τον απέτρεψε, διότι φοβήθηκε το νεαρό της ηλικίας του. Ο Κωνσταντίνος έκανε υπακοή, εγκατέλειψε τη Ρόδο και πήγε στην πόλη Κρίμι, κατόπιν στην Κωνσταντινούπολη και από 'κει στο Άγιον Όρος.

Στην Μονή Ιβήρων, προετοιμάστηκε για το μαρτύριο και αφού πήρε την ευχή των πατέρων ήλθε στη Ρόδο. Εκεί, παρουσιάστηκε στον ηγεμόνα και με θάρρος ομολόγησε τον Χριστό. Τα βασανιστήρια που ακολούθησαν ήταν φρικτά. Τελικά τον απαγχόνισαν στις 14 Νοεμβρίου 1800 μ.Χ.

ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
ο εκ Σαμαρίνης

Οι πληροφορίες για το μαρτύριο του Αγίου Νεομάρτυρος Δημητρίου προέρχονται από τον Γάλλο Πρόξενο στα Ιωάννινα Pouqueville. Ο Pouqueville συνάντησε τον Άγιο, ο οποίος ήταν μαθητής του πατρο-Κοσμά του Αιτωλού, μαζί με τον αρχηγό της επαναστάσεως στη Θεσσαλία παπα-Ευθύμιο Βλαχάβα στα βουνά της Πίνδου και ήταν παρών στην ανάκριση και στο μαρτύριό του.

Ο Άγιος καταγόταν από το χωριό Σαμαρίνα της Πίνδου και ήταν μοναχός στο παλαιό μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής της πατρίδας του. Αναλογιζόμενος, όμως, με πόνο την κακή πνευματική κατάσταση των Ελλήνων τότε αλλά και τις διώξεις και τους εξευτελισμούς που υφίσταντο, βγήκε από το μοναστήρι του και διέτρεχε τα χωριά κηρύττοντας τον λόγο του Θεού, νουθετώντας και παρηγορώντας τους Χριστιανούς. Εκείνη την εποχή τα πράγματα ήταν ιδιαίτερα οξυμμένα, εξαιτίας του κινήματος του παπα-Βλαχάβα.
Επειδή μιλούσε για τη βασιλεία του Θεού κατηγορήθηκε ο Άγιος ως στασιαστής και οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος μπροστά στον Αλή Πασά, διότι οι Τούρκοι αντιλαμβάνονταν το περί της βασιλείας του Θεού κήρυγμα με κοσμικό ανατρεπτικό περιεχόμενο.

Ο Αλή Πασάς ανέκρινε τον μάρτυρα, ο οποίος κρατούσε στο στήθος του ένα εικόνισμα της Παναγίας, και προσπαθούσε να δημιουργήσει «συνενόχους», να μπλέξει σε ψευδή συνομωσία τους ορθόδοξους Αρχιερείς της Θεσσαλίας. Επειδή δεν κατάφερε αυτό που ήθελε, διέταξε να βασανιστεί ο Άγιος μπροστά του λέγοντάς του ειρωνικά: «Ας δούμε αν θα σε υπερασπιστεί τώρα ( η Παναγία)».

Οι δήμιοι έφεραν τον μοναχό στα πόδια του τυράννου που τον έφτυσε κατά πρόσωπο. Του απέσπασαν την αγία εικόνα, του έμπηξαν αιχμηρές σφήνες από καλάμια στα νύχια των χεριών και των ποδιών και του διαπέρασαν τους βραχίονες. Από το στόμα του μάρτυρος έβγαιναν μόνο οι λέξεις: «Κύριε ελέησον τον δούλον σου, Βασίλισσα των ουρανών ικέτευε υπέρ ημών». Στη συνέχεια έσφιξαν γύρω από το κεφάλι του αλυσίδα από οστά, διατάζοντάς τον να ομολογήσει τους συνενόχους του. Η αλυσίδα έσπασε από το δυνατό σφίξιμο, ο μάρτυρας όμως δεν δυσανασχετεί, μόνο λυπάται που οι βασανιστές του βρίζουν τον Χριστό και την Παναγία. Στη συνέχεια τον έριξαν στη φυλακή.

Την επομένη τον κρέμασαν από τα πόδια και άναψαν κάτω από το κεφάλι του φωτιά, ώστε να καίγεται το δέρμα της κεφαλής και να πνίγεται από τον καπνό. Τον κατέβασαν τελικά φοβούμενοι μήπως πεθάνει γρήγορα. Τον ξάπλωσαν κάτω και τον πλάκωσαν μ’ ένα βαρύ τραπέζι, πάνω στο οποίο ανέβηκαν και πηδούσαν για να συντριβούν τα οστά του. Τέλος, τον θανάτωσαν με άλλο μαρτύριο.

Τον έχτισαν μέσα σ’ ένα τοίχο, αφήνοντας έξω μόνο το κεφάλι για να αναπνέει και τον έτρεφαν μάλιστα για να παρατείνουν την αγωνία του. Έζησε το μαρτύριο αυτό δέκα ημέρες. Παρέδωσε την αγία του ψυχή με τα λόγια του Αγίου μάρτυρος Βαβύλα, επισκόπου Αντιοχείας: «Επίστρεψον, ψυχή μου, εις την ανάπαυσίν σου, ότι ο Κύριος ευηργέτησέ σε».

Από το μαρτύριο συγκλονίστηκε ένας από τους παρόντες μωαμεθανούς, πίστεψε στον Χριστό, βαπτίστηκε και έλαβε το όνομα Γεώργιος. Συνελήφθη στο Αγρίνιο από τους ανθρώπους του Αλή και έλαβε τόσο φρικτό θάνατο, όπως γράφει ο Pouqueville, που δεν τολμά να το αναφέρει.

Η Αγία Ακυλίνα η νεομάρτυς

Γεννήθηκε το 1745 μ.Χ. σε ένα χωριό της Θεσσαλονίκης, το Ζαγκλιβέρι. Ο πατέρας της ονομαζόταν Γιώργης και το όνομα της μητέρας της, δυστυχώς, δεν διεσώθηκε. Αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός που έλαβε χὠρα με τον πατέρα της. Μια μέρα μάλωσε ο πατέρας της με ένα Τούρκο και πάνω στο θυμό του μαχαίρωσε τον Τούρκο και τον άφησε νεκρό.

Οι Τούρκοι  την συνέλαβαν και άρχισαν να βασανίζουν . Η Νεομάρτυς παρέδωσε το πνεύμα της στο στεφανοθέτη Χριστό και αξιώθηκε να λάβει τον αμαράντινο της δόξης στέφανο. Από το τίμιό της σώμα ανέβλυσε ουράνια και δυνατή ευωδία. Ήταν 27 Σεπτεμβρίου 1764.

Άγιος Αγγελής ο Νεομάρτυρας, ο Αργείος

Μαρτύρησε στη Χίο.  Η καταγωγή του ήταν από το Άργος της Πελοποννήσου και ζούσε στο Κουσάντασι (Έφεσο) της Μικράς Ασίας. Εργαζόταν ως πρακτικός γιατρός. Ήταν άνθρωπος ήσυχος, ευλαβής, φιλακόλουθος και ελεήμων.

Κάποια μέρα σε μια συνάντηση έτυχε να βρίσκεται ένας Γάλλος άθεος, ο οποίος χλεύαζε τη χριστιανική πίστη. Ο Αγγελής με παρρησία αντέκρουσε τα επιχειρήματα του Φράγκου. Του πρότεινε μάλιστα να μονομαχήσουν, εκείνος πάνοπλος και ο άγιος μόνο με ένα ξύλο, πιστεύοντας πως θα τον νικήσει με τη δύναμη της πίστης. Ο Γάλλος δέχτηκε. Έκαναν μάλιστα και έγγραφη συμφωνία στην πρεσβεία. Ο Αγγελής έτρεξε στον πνευματικό του, εξομολογήθηκε και ζήτησε την ευχή του. Ο πνευματικός πάσχισε να τον αποτρέψει, αλλά ο Αγγελής επέμενε. Έτσι, ο ιερέας του έδωσε τελικά ευλογία.

Ο Αγγελής έμεινε άγρυπνος όλη τη νύχτα προσευχόμενος και ζητώντας από το Θεό να τον ενισχύσει εναντίον του βλάσφημου Γάλλου. Μ’ αυτό τον τρόπο προετοιμάστηκε πνευματικά για τη μονομαχία. Όμως, ο Θεός δεν επέτρεψε να γίνει τελικά ανθρωποκτονία. Αφού κοινώνησε ο Αγγελής των αχράντων Μυστηρίων, εμφανίστηκε μπροστά στο Γάλλο. Τότε τρόμος και δειλία κυρίευσε τον Φράγκο και μπροστά σε όλους εγκατέλειψε καταντροπιασμένος τη μονομαχία. Έτσι, νικητής ανακηρύχθηκε ο άγιος.

Μετά το γεγονός αυτό, ο Αγγελής κλείστηκε στον εαυτό του. Έμενε διαρκώς στο σπίτι του. Μόνο δύο φίλοι του τον επισκέπτονταν, του έφερναν τροφή και προσπαθούσαν να του διώξουν τη μελαγχολία και την υποχονδρία, όπως νόμιζαν. Αυτός όμως, τους έλεγε να μην κοπιάζουν μάταια, διότι είχε αποφασίσει να μαρτυρήσει για το Χριστό. Νυχθημερόν φανταζόταν τα στίγματα του Χριστού στο σώμα του. Τον κατέτρωγε δυστυχώς η υπερηφάνεια, ότι τάχα νίκησε τον αντίπαλο λόγω της μεγάλης πίστης του. Βρίσκοντας τότε ευκαιρία ο ανθρωποκτόνος διάβολος, του υπέβαλε την ιδέα να τουρκέψει για να μαρτυρήσει στη συνέχεια.

Έτσι, το Σάββατο του Λαζάρου του έτους 1813, πήγε ζητώντας να γίνει μουσουλμάνος. Οι Τούρκοι αρχικά τον έδιωχναν με βρισιές, ύστερα όμως, μπροστά στην επιμονή του, τον δέχθηκαν. Αμέσως μετά την εξώμοσή του, άρχισε να κάνει διάφορες παράλογες πράξεις, ώστε να τον οδηγήσουν στο δικαστήριο, να ομολογήσει τον Χριστό και να μαρτυρήσει. Όμως, δεν έγινε έτσι, αλλά τον έδιωξαν ως τρελό και τον έστειλαν στη Χίο.

Στη Χίο συνέχισε την παράξενη συμπεριφορά. Σε κάθε εκκλησία που συναντούσε έμπαινε μέσα και με λυγμούς έκανε μετάνοιες, χτυπούσε αλύπητα το κεφάλι του στο δάπεδο, τόσο που ο χτύπος ακουγόταν μακριά και ύστερα ασπαζόταν με πολλή ευλάβεια τις εικόνες.

Συμμετείχε στις ακολουθίες λέγοντας τόσο κατανυκτικές προσευχές στον Χριστό, την Παναγία και τους αγίους, ώστε όλοι θαύμαζαν, πώς είχε προσαρμόσει τόσο ωραία και είχε αποστηθίσει όλες εκείνες τις ευχές, οι οποίες προκαλούσαν στους υπολοίπους δάκρυα και συμπάθεια προς τον μάρτυρα. Άλλοτε πάλι, έδινε λειτουργίες στους ιερείς και ελεημοσύνες στους φτωχούς, ώστε να δέονται στο Θεό γι’ αυτόν. Στους Χριστιανούς έλεγε, να προσεύχονται στο Θεό, για να φέρει εις πέρας τον αγώνα του. Αν τον επαινούσαν για την επιθυμία του αυτή, αγρίευε, έβριζε και γινόταν απειλητικός. Προκαλούσε και με άλλους τρόπους τους Τούρκους, για να τους ερεθίσει, ώστε να καταφέρει το σκοπό του.

Κάποτε, ενώ ήταν περίοδος ραμαζανιού, κάθισε κάτω από ένα τούρκικο σπίτι, έπινε νερό και κάπνιζε. Κατέβηκε λοιπόν κάτω ο σπιτονοικοκύρης και έδειρε τον Αγγελή. Άλλοτε πάλι, ενώ ήταν ραμαζάνι, κάθισε μπροστά στην πόρτα του δικαστηρίου, άπλωσε το μαντήλι του, έτρωγε και έπινε κρασί. Κανείς όμως, δεν ασχολήθηκε μαζί του.

Συχνά πήγαινε στον τάφο του αγίου Μακαρίου Νοταρά, καθοδηγητή πολλών νεομαρτύρων και προσευχόταν με δάκρυα αγκαλιάζοντας το μνημείο, ώστε με τις πρεσβείες του αγίου, να αξιωθεί να μαρτυρήσει. Άλλοτε πήγαινε σε ένα εξωκλήσι, όπου συναντιόταν με έναν πνευματικό. Προσευχόταν με πολλή κατάνυξη και συντριβή, μένοντας για πολλή ώρα εκστατικός, λες και αρπαζόταν ο νους του σε θεία θεωρία. Όμως, δεν αποκάλυπτε τις πνευματικές του εμπειρίες αλλά προσποιούταν το σαλό.

Έχοντας πλέον συνειδητοποιήσει ότι ξεγελάστηκε από τον δόλιο δαίμονα, αναγνώρισε την ανθρώπινη αδυναμία του και μετενόησε ειλικρινώς αναθέτοντας όλη του την ελπίδα στον Θεό τότε λοιπόν, ο Θεός τον αξίωσε για εκείνο, που τόσο σφοδρά επιθυμούσε.

Αφού παρέμεινε έξι μήνες στη Χίο, προετοιμαζόμενος πνευματικά, με συντετριμμένη πλέον καρδιά εισήλθε στο στάδιο του μαρτυρίου. Μια μέρα ξυρίζει τα γένια του και πηγαίνει στο τελωνείο. Μόλις τον είδαν οι Τούρκοι απορημένοι τον ρώτησαν γιατί ξύρισε τα γένια του. Εκείνος τους απάντησε, πως όσο ήταν Τούρκος τα άφηνε, επειδή οι Τούρκοι τα έχουν περί πολλού. Τώρα όμως που ξαναέγινε Χριστιανός, τα έκοψε ως περιττά και άχρηστα, επειδή εδώ οι Χριστιανοί συνήθιζαν να ξυρίζονται.

Προσπάθησαν να τον συνετίσουν. Βλέποντας όμως ότι δε γίνεται τίποτα, τον έκλεισαν σιδηροδέσμιο στο κάστρο. Όλη τη νύχτα τον βασάνιζαν. Την άλλη μέρα τον οδήγησαν στον διοικητή του νησιού, όπου είχαν συγκεντρωθεί και οι αγάδες. Επεχείρησαν με υποσχέσεις και απειλές να τον μεταπείσουν. Θέλησαν να τον ανεβάσουν βιαίως στο τζαμί σέρνοντάς τον και χτυπώντας τον άσπλαχνα. Όμως, ο μάρτυρας φώναζε πως ήταν καλύτερα γι’ αυτόν να τον θανατώσουν εκείνη τη στιγμή, παρά να ανέβει στο Τζαμί, διότι ήταν πλέον και πάλι Χριστιανός.

Επειδή ο Αγγελής έμενε σταθερός στο Χριστό, τον έκλεισαν και πάλι στη σκοτεινή φυλακή με τα πόδια στο τουμπρούκι. Την άλλη μέρα, 3 Δεκεμβρίου του 1813 μη καταφέρνοντας να του αλλάξουν γνώμη, τον οδήγησαν στη θέση Βουνάκι, όπου τον απεκεφάλισαν .

Το μαρτυρικό του λείψανο τρία μερόνυχτα έμεινε στον τόπο της εκτέλεσης. Οι Χριστιανοί προσπαθούσαν να πάρουν κάτι από τα ενδύματα του μάρτυρα ή από το αίμα του, δίνοντας χρήματα στους φρουρούς. Ένας Χριστιανός πρότεινε χιλιάδες γρόσια να πάρει το άγιο λείψανο για ταφή, αλλά οι Τούρκοι δε δέχτηκαν. Επειδή κάποιος ιερέας άρπαξε την τιμία κάρα του αγίου και την καταφιλούσε μπροστά στους Τούρκους, σκλήρυναν τη στάση τους και σήκωσαν το άγιο λείψανο μαζί με την κεφαλή και το χώμα, που είχε βραχεί από το αίμα και τα έριξαν στο πέλαγος σε 25 οργυιές βάθος. Τη νύχτα προσπάθησαν κάποιοι φιλομάρτυρες Χριστιανοί να τα βγάλουν αλλά δεν το κατόρθωσαν.

Τριαντάφυλλος  

Ο ένδοξος νεομάρτυρας του Χρίστου Τριαντάφυλλος γεννήθηκε στην Ζαγορά της Μαγνησίας το 1663 μ.Χ. Από μικρός εργαζόταν ως ναύτης σε ένα από τα πιο περίφημα ζαγοριανά καράβια. Το καλοκαίρι του 1680 μ.Χ. το πλοίο του έδεσε στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης. Εκεί ο Τριαντάφυλλος επισκέφτηκε τις εκκλησίες και τα αγιάσματα της Πόλης. Για κάποιο άγνωστο σε μας λόγο, ήρθε σε φιλονικία με κάποιους Τούρκους, οι οποίοι τον συκοφάντησαν ότι δήθεν ήθελε να γίνει Μωαμεθανός.

Ο Τριαντάφυλλος όμως αρνήθηκε τη συκοφαντία και μένοντας σταθερός και ακλόνητος στην πίστη του έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου την 8η Αυγούστου του 1680 μ.Χ. στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινουπόλεως, σε ηλικία 18 ετών. Την ημέρα αυτή τιμάται και η μνήμη του τόσο στη Ζαγορά, όσο και στις Αλυκές Βόλου.

Τεμάχιο του ιερού Λειψάνου του Αγίου Τριαντάφυλλου υπάρχει τεθησαυρισμένο στην Ι. Μονή Αγίου Νικολάου, στο νησί Άνδρος, μαζί με την εικόνα του Αγίου.

 

Άγιος Αθανάσιος Κουλακιώτης ο Νεομάρτυρας που μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη

Ο Άγιος Αθανάσιος καταγόταν από μια κωμόπολη της Θεσσαλονίκης την Κουλιακιά (σημερινή Χαλάστρα), άλλοτε έδρα της επισκοπής Καμπανίας, η οποία υπήχθει το 1930 μ.Χ. στη Μητρόπολη Βεροίας και Ναούσης. Ο πατέρας του ήταν προεστός της χώρας εκείνης και ονομαζόταν Πολύχρους, η δε μητέρα του Λούλουδα. Ήταν δε και οι δύο ευσεβείς χριστιανοί.

Στην αρχή ο Αθανάσιος παρακολούθησε μαθήματα στο Ελληνικό Σχολείο της Θεσσαλονίκης και αργότερα μαθήτευσε κοντά στον Αθανάσιο τον Πάριο (βλέπε 24 Ιουνίου). Αργότερα φοίτησε στη Σχολή του Βατοπεδίου στον Άθω, κοντά στον Παναγιώτη Παλαμά. Ύστερα ήλθε στην Κωνσταντινούπολη, για να επιστρέψει και πάλι στο Άγιο Όρος και μετά επανήλθε στην παρίδα του, Κουλιακιά.

Εκεί κατηγορήθηκε ψευδώς, ότι ομολόγησε τη μουσουλμανική θρησκεία και έτσι τον πίεζαν καθημερινά ν' αρνηθεί το Χριστιανισμό. Ο Αθανάσιος όμως, έμεινε ακλόνητος στη Χριστιανική πίστη και φυλακίστηκε. Μετά από διάφορες προσπάθειες των Τούρκων, κατά την πολυήμερη φυλάκιση του, να εξισλαμιστεί, ο μάρτυρας ομολόγησε τον Χριστό σαν αληθινό Θεό. Έτσι τον απαγχόνισαν έξω από τη Θεσσαλονίκη στις 8 Σεπτεμβρίου 1774 μ.Χ.

Άγιος Συμεών ο Τραπεζούντιος, ο χρυσοχόος

Ο Άγιος Συμεών καταγόταν από την Τραπεζούντα, αλλά ζούσε και έκανε το επάγγελμα του χρυσοχόου στην Κωνσταντινούπολη. Κάποτε λοιπόν βρέθηκε σε μια συμπλοκή, μεταξύ χριστιανών και τουρκοεβραίων, και συκοφαντήθηκε ότι δήθεν μαχαίρωσε ένα τουρκοεβραίο. Οπότε συνελήφθη και κλείστηκε στη φυλακή, όπου παρέμεινε για 40 ήμερες. Μόλις βελτιώθηκε η υγεία του τραυματισμένου τουρκοεβραίου, υποχρεώθηκε ο Συμεών να καταβάλει στον παθόντα για νοσήλια 280 γρόσια. Μετά 10 ήμερες από την αποφυλάκιση του Συμεών, ο τουρκοεβραίος, παρά τη βελτίωση της υγείας του, υπέκυψε στα τραύματα του. Τότε ο Συμεών συνελήφθη και πάλι, και ο κριτής τον πίεζε να γίνει μωαμεθανός προκειμένου ν' αποφύγει τη θανατική καταδίκη. Αλλά ο μάρτυρας θαρραλέα απάντησε. «Αν και μύριους θανάτους μου δώσετε, από την πίστη και την αγάπη του Ιησού Χριστού, τον Κύριο μου και Θεό μου δεν χωρίζω». Τότε στις 14 Αυγούστου 1653 μ.Χ. τον κρέμασαν κάτω από έναν πλάτανο στην Κωνσταντινούπολη. Το μαρτύριο του Αγίου αυτού νεομάρτυρα, συνέγραψε ο Ιωάννης Καρυοφύλλης.

 

Άγιος Σεραφείμ ο Νέος Ιερομάρτυρας

Ο Άγιος Σεραφείμ γεννήθηκε στο χωριό Μπεζούλια της επαρχίας Αγράφων και ανατράφηκε κατά Χριστόν από τους θεοσεβείς γονείς του, Σωφρόνιο και Μαρία. Αγάπησε τη μοναχική ζωή και πήγε στη Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου, την επονομαζόμενη Κορώνα ή Κρύα Βρύση και επιδόθηκε στην άσκηση της αρετής. Διακρίθηκε για την άσκησή του και έγινε ηγούμενος της Μονής. Αργότερα χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος Φαναριού και Νεοχωρίου.

Κατηγορήθηκε ότι πήρε μέρος στην επανάσταση του Διονυσίου Φιλοσόφου (βλέπε 10 Οκτωβρίου), συνελήφθη από τους Τούρκους, που μάταια προσπάθησαν να τον εξισλαμίσουν. Εξαγριωμένοι οι Τούρκοι μπροστά στη σταθερότητα της πίστης του ιερομάρτυρα, υπέβαλαν σ' αυτόν φρικτά βασανιστήρια, τα οποία μεγάλωναν, εφ' όσον ο Σεραφείμ διαρκώς αρνιόταν να προδώσει την ελληνοχριστιανική πίστη του. Αφού του έκοψαν τη μύτη και επανειλημμένα τον παρουσίασαν στον κριτή, αρνούμενος να αλλαξοπιστήσει, τον εκτέλεσαν στις 4 Δεκεμβρίου 1601 μ.Χ. με σουβλισμό και κατ' άλλους με απαγχονισμό.

O σοφολογιώτατος διδάσκαλος Xριστοφόρος Προδρομίτης συνέθεσε για τον Άγιο Σεραφείμ οκτωήχους Kανόνες, προσόμοιά και ιδιόμελα, τα οποία τυπώθηκαν μαζί με την Aκολουθία του.

Η τιμία κεφαλή του Αγίου Σεραφείμ, η οποία εναποτέθηκε στη Μονή της Κρύας Βρύσης, όπου είχε μονάσει ο Άγιος, παρά τις κακοποιήσεις και τις κακουχίες που υπέστει, αποτελεί ένα διαρκές θαύμα του Θεού, αφού «περιβάλλεται από το δέρμα, το οποίο σε μερικά μέρη έχει αποσπαστεί από τους πιστούς, για φυλαχτό και φέρει τα σημάδια του μαρτυρίου· ενώ το αριστερό μάτι του Αγίου είναι γαλήνια κλεισμένο, το δεξί φέρει εμφανή τα ίχνη κακοποιήσεων, καθώς επίσης εμφανέστατα φαίνεται και η αποκοπή της μύτης!».

Αγία Χρυσή

Τα υπάρχοντα βιογραφικά στοιχεία της Χρυσής καταγράφηκαν για πρώτη φορά από τον διαπρεπή Έλληνα μοναχό και σύγχρονό της, Νικόδημο τον Αγιορείτη, ο οποίος στηρίχτηκε στη μαρτυρία του προηγουμένου της Ι.Μ. Σταυρονικήτα Τιμοθέου που γνώριζε προσωπικά τη Χρυσή.

Τόπος καταγωγής της φέρεται το χωριό Σλάτενα ή Σλάτινα της περιοχή των Μογλενών (νυν Χρυσή Πέλλας) και η ίδια αναφέρεται ως βουλγαρικής καταγωγής. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μια από τις τέσσερις κόρες μιας φτωχής και πολύτεκνης οικογένειας. Κάποια μέρα, ενώ μάζευε ξύλα στην ύπαιθρο, κίνησε το ερωτικό ενδιαφέρον ενός ισχυρού μουσουλμάνου, ο οποίος αφού την απήγαγε της άσκησε αρχικά ασφυκτική πίεση και κατόπιν απειλές προκειμένου εκείνη να ασπαστεί το Ισλάμ ώστε να μπορέσει να την λάβει ως σύζυγό του.

Από την πλευρά της, η Χρυσή παρέμεινε σταθερή στην πίστη της παρά τις προτροπές ακόμη και των συγγενών της που δεχόμενοι και οι ίδιοι απειλές, την προέτρεψαν να εξισλαμιστεί προκειμένου να σώσει τη ζωή της. Η ακλόνητη στάση της Χρυσής είχε ως αποτέλεσμα την εξαγρίωση των Οθωμανών και τον μαρτυρικό της θάνατο μετά από σκληρά και πολυήμερα βασανιστήρια. Ως ημερομηνία του θανάτου της αναφέρεται η 13η Οκτωβρίου του 1795. Μετά τον θάνατό της, η σορός της παρελήφθη και θάφτηκε κρυφά από μερικούς χριστιανούς.

στην πίστη της παρά τις προτροπές ακόμη και των συγγενών της που δεχόμενοι και οι ίδιοι απειλές, την προέτρεψαν να εξισλαμιστεί προκειμένου να σώσει τη ζωή της. Η ακλόνητη στάση της Χρυσής είχε ως αποτέλεσμα την εξαγρίωση των Οθωμανών και τον μαρτυρικό της θάνατο μετά από σκληρά και πολυήμερα βασανιστήρια. Ως ημερομηνία του θανάτου της αναφέρεται η 13η Οκτωβρίου του 1795. Μετά τον θάνατό της, η σορός της παρελήφθη και θάφτηκε κρυφά από μερικούς χριστιανούς

Μαρία Καρατάσαινα

Ηταν σύζυγός του οπλαρχηγού  Καρατάσου ο ο οποίος  γεννήθηκε το 1764 στη Δόμβρα της Βέροιας και μεγάλωσε στο Διχαλεύρι της Νάουσας.

Το 1822 η Νάουσα επαναστατεί και ομόφωνα αναλαμβάνει την αρχηγία ο 57άχρονος τότε Γέρο–Καρατάσος.

Η επανάσταση έχει ξεσπάσει στις περισσότερες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Νάουσα, παρ’ όλο που απολαμβάνει ειδικά προνόμια λόγω της παρουσίας της Βαλιντέ Σουλτάνας, ξεσηκώνεται για να αποτινάξει τον τουρκικό ζυγό.

Ο βαλής της Θεσσαλονίκης, Εμπού Λουμπούτ, με 20.000 άνδρες οργανώνει την επίθεση εναντίον της Νάουσας και στις αρχές Απριλίου αρχίζει την πολιορκία. Μετά από πολλές εφόδους και την απώλεια αρκετών Τούρκων στρατιωτών, καταφέρνουν ρήγμα στη θέση Αλώνια και μπαίνουν στην πόλη.

Ακολούθησαν σφαγές, λεηλασίες και εξανδραποδισμοί. Οι κάτοικοι της Νάουσας έζησαν την κόλαση, με αρκετές γυναίκες να πέφτουν με τα παιδιά τους στα νερά του καταρράκτη της Αραπίτσας, στους «Στουμπάνους», για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Οι νεκροί από τις μάχες και τις σφαγές, σύμφωνα με τον ιστορικό Σπυρίδωνα Τρικούπη, έφτασαν τους 5.000 και για άλλους τους 2.000. Σε έγγραφό του ο Λουμπούτ πιστοποιεί τις βαρβαρότητες και αναφέρει ότι σφαγιάσθηκαν ή απαγχονίστηκαν όλοι  οι άντρες αιχμάλωτοι και πουλήθηκαν ως σκλάβοι οι γυναίκες και τα παιδιά τους.

Η γυναίκα του Καρατάσου πιάστηκε αιχμάλωτη και οδηγήθηκε στη Θεσσαλονίκη μαζί  με τις δύο κόρες της και τα δυο μικρότερα αγόρια. Μαζί με τα φρικτά βασανιστήρια που υπέστησαν, η μάνα είδε να αποκεφαλίζουν τον έναν γιο της και να το βάζουν επιδεικτικά ανάμεσα στα πόδια της. Ο άλλος εξισλαμίστηκε και έγινε αργότερα πασάς στην Αίγυπτο με το όνομα Καρατάς Πασάς. Ο πρωτότοκος γιος της, Γιαννάκης Καρατάσος, σκοτώθηκε μαζί με τον Ζαφειράκη και οι Τούρκοι έστειλαν τα κεφάλια τους πεσκέσι στον Λουπούτ πασά. Η Μαρία αρνήθηκε να αλλαξοπιστήσει και γι’ αυτό ο Εμπού Λουμπούτ την έκλεισε σε έναν σάκο με θανατηφόρα φίδια. Ο ιστοριογράφος Ευστάθιος Στουγιαννάκης γράφει: «Το εκ των δηγμάτων όμως εις τας φλέβας της μάρτυρος διαχυθέν οξύ δηλητήριον, εφόνευσεν αυτήν εν γλυκεία ληθαργία, μέχρι της εσχάτης στιγμής δεομένην υπέρ των δημίων της και επικαλούμενην τον Ύψιστον και την Παρθένον».

  Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΡΑΦΑΗΛ Ο ΙΘΑΚΗΣΙΟΣ

Στην τοποθεσία «Μύλοι», έξω από το χωριό Περαχώρι της Ιθάκης, υπήρχε ένα αιωνόβιο δέντρο που από παράδοση ονομαζόταν «δέντρο του Λάσκαρη». Ο ιδιοκτήτης του κτήματος παρέλαβε από πάππου προς πάππον ότι το κτήμα αυτό το είχαν αγοράσει από μια οικογένεια Λάσκαρη και ότι η οικογένεια αυτή είχε έναν πρόγονο που μαρτύρησε σε ξένη χώρα.

Τα σχετικά με την παράδοση αυτή ξεκαθαρίσθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’50 – αρχές της δεκ. του ’60. Τότε, στην άλλη άκρη της Ελλάδας, στο νησί της Λέσβου συνέβησαν μια σειρά από θαυμαστά γεγονότα. Χάρη σε μια σειρά από οπτασίες, όνειρα και άλλα θαυμαστά σημεία, στον λόφο των Καρυών, έξω από το χωριό Θερμή, ήρθαν στο φως λείψανα Αγίων και ερείπια μοναστηριού. Οι ίδιοι οι Άγιοι εμφανίζονταν και έδιναν οδηγίες στους χωρικούς για τις ανασκαφές, ενώ αποκάλυπταν και λεπτομέρειες για τη ζωή και το μαρτύριό τους.

Ο ηγούμενος του μοναστηρίου ονομαζόταν Ραφαήλ. Είχε γεννηθεί στους Μύλους της Ιθάκης το 1410 και. το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος Λάσκαρης ή Λασκαρίδης. Αυτός ήταν ο απόγονος της οικογένειας Λάσκαρη που μαρτύρησε σε ξένον τόπο – όπως ήθελε η θιακή παράδοση, που προαναφέρθηκε.

Πριν γίνει. κληρικός, είχε σταδιοδρομήσει στο βυζαντινό στρατό και. έφτασε μάλιστα σε υψηλό βαθμό.

Σε ηλικία τριανταπέντε ετών γνώρισε έναν ασκητικό σεβάσμιο ηγούμενο, τον Ιωάννη, ο οποίος τον προσείλκυσε στην εν Χριστώ ζωή με το κήρυγμά του. Κάποια Χριστούγεννα κατέβηκε για να εξομολογήσει και να κοινωνήσει τους στρατιώτες κι έκανε κήρυγμα ότι υπάρχει Θεός, άγιοι, ότι η ζωή συνεχίζεται. Τότε ο αξιωματικός Γεώργιος πίστεψε με όλη του την καρδιά και όταν κατέβηκε πάλι ο γέροντας και λειτούργησε για τα Θεοφάνεια, ο Γεώργιος αποχαιρέτησε τους στρατιώτες και τον ακολούθησε. Έμειναν μαζί στο ασκητήριό του, σε μια σπηλιά, για πέντε χρόνια, χωρίς να το ξέρει κανείς. Ούτε ο πατέρας του, που είχε μείνει μόνος στον κόσμο. Ζούσαν σκληρή ζωή. Κοιμόνταν πάνω στο χώμα και για προσκέφαλο είχαν μια πέτρα. Στο σπίτι του γύρισε μόνο όταν κοιμήθηκε ο Ιωάννης, αλλά δεν μπορούσε να λησμονήσει την ασκητική ζωή.

Την ίδια εποχή χειροτονήθηκε ιερέας του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Χάρη στις υψηλές γραμματικές γνώσεις και τα προσόντα του, λαμβάνει σύντομα το οφφίκιο του Πρωτοσυγκέλλου. Στάλθηκε και στο Μορλαί της Γαλλίας για να

Μετά την Αλωση της Κωνσταντινούπολης (1453), ξεκίνησαν από κάποια ακτή της Αλεξανδρούπολης και. κατέφυγαν και. οι. δύο το 1454 στην ενετοκρατούμενη Λέσβο. Αποβιβάστηκαν στην παραλία της Θερμής και αναζήτησαν κάποιο μέρος για να μονάσουν. Στο χωριό γνωρίσθηκαν με τον προεστό Βασίλειο και το δάσκαλο Θεόδωρο. Εγκαταστάθηκαν στο μοναστήρι της Παναγίας των Καρυών, μαζί με άλλους μοναχούς -που ήδη εγκαταβιούσαν εκεί ή ήρθαν αργότερα.

Εννιά χρόνια αργότερα, το φθινόπωρο του 1462 οι Τούρκοι κυρίευσαν την Μυτιλήνη και ολόκληρο το νησί. Πολλοί Χριστιανοί, ταλαιπωρημένοι από την τουρκική καταπίεση, βγήκαν στα βουνά. Οι Τούρκοι υποψιάσθηκαν τότε πως είχαν για κρυσφύγετό τους το μοναστήρι.

Για να καταπνίξουν την ανταρσία, οι Τούρκοι της Λέσβου κάλεσαν ενισχύσεις από την απέναντι Μικρασία. Οι χωρικοί τότε κατέφυγαν στο μοναστήρι των Καρυών.

Ο Αγιος Ραφαήλ λειτούργησε για τελευταία φορά την Μεγάλη Πέμπτη του 1463. Οι Τούρκοι τον συνέλαβαν μαζί με τους άλλους μάρτυρες την Μεγάλη Παρασκευή και τα φρικτά τους βασανιστήρια διήρκεσαν μέχρι την Λαμπροτρίτη, 9 Απριλίου 1463.

Ο Αγιος Ραφαήλ υποβλήθηκε σε πολλά βασανιστήρια.

Πρώτα τον χτύπησαν με τα ρόπαλά τους και τον έριξαν κάτω παράλυτο. Έπειτα τον κεντούσαν με τα κοντάρια τους, τον τραβούσαν από τα γένια και τον έσερναν καταγής.

Ύστερα τον έδεσαν ανάποδα σε μια καρυδιά και τον χτυπούσαν απάνθρωπα επί ένα εικοσιτετράωρο. Στο τέλος τον πριόνισαν μέσα στο στόμα και, τέλος, τον αποκεφάλισαν.

Μαζί του υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο ο διάκονος Νικόλαος, ο προεστός Βασίλειος, η σύζυγός του Μαρία, τα παιδιά του Ειρήνη (12 ετών) και Ραφαήλ (5 ετών), η ανιψιά τους Ελένη, ο δάσκαλος Θεόδωρος, ο γιατρός Αλέξανδρος.

Κατόπιν, απομακρύνθηκαν οι Τούρκοι, αφού παρέδωσαν στη φωτιά το μοναστήρι.

Τα λείψανα των Μαρτύρων ενταφίασε ο υπέργηρος ιερέας της Θερμής, παπα-Σάββας, ο μοναχός Σταύρος και ο επιστάτης της Μονής, Ακίνδυνος.

Μετά τις θαυμαστές αποκαλύψεις για την ζωή και το μαρτύριο του Αγίου Ραφαήλ και των συν αυτώ, αναγνωρίστηκε από το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως η αγιότητα των νεοφανών αυτών Μαρτύρων.

Αργότερα, χτίσθηκε ναός του Αγίου Ραφαήλ στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Περαχώρι της Ιθάκης, στον οποίο κατατέθηκε τεμάχιο των ιερών λειψάνων του.

Κύριλλος ΣΤ΄

Γεnνήθηκε το 1769 ή το 1775 στην Αδριανούπολη από φτωχούς γονείς που κατάγονταν από την Καισάρεια. Παρακολούθησε το σχολείο στην Αδριανούπολη και ήταν ευφυής και καλός μαθητής. Τέθηκε υπό την προστασία του τοπικού Μητροπολίτη (και μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχη) Καλλίνικου, ο οποίος τον χειροτόνησε διάκονο το 1791 και τον προσέλαβε ως γραμματέα. Το 1801, όταν ο Κύριλλος εξελέγη Πατριάρχης, τον όρισε μέγα αρχιδιάκονο του Πατριαρχείου. Από τη θέση εκείνη ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την αναδιοργάνωση της Πατριαρχικής Σχολής, η οποία τότε μεταφέρθηκε στο Κουρούτσεσμε.

Το Σεπτέμβριο του 1803 εξελέγη Μητροπολίτης Ικονίου, θέση στην οποία παρέμεινε για επτά χρόνια. Εκεί ανέπτυξε ιδιαίτερη δραστηριότητα για την ίδρυση σχολείων, την ενίσχυση απόρων μαθητών, τη διανομή βιβλίων και τη γενικότερη καλλιέργεια των γραμμάτων. Το 1810 μετατέθηκε στη Μητρόπολη Αδριανουπόλεως. Στις 4 Μαρτίου 1813, μετά την παραίτηση του Πατριάρχη Ιερεμία Δ΄, εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης.

Ήταν ένας από τους πλέον μορφωμένους πατριάρχες. Γνώριζε και την τουρκική γλώσσα στην οποία συχνά δίδασκε μέσα στην εκκλησία για τους χριστιανούς που δεν γνώριζαν την ελληνική. Συνέγραψε διάφορα βιβλία, μεταξύ των οποίων βουλγαρο-ελληνικό λεξικό που έγραψε με τη συνεργασία Βουλγάρων φίλων του.[1] Ως Οικουμενικός Πατριάρχης, πέραν του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος που έδειξε για την ανάπτυξη της παιδείας, ίδρυσε μουσική σχολή, αναδιοργάνωσε το νοσοκομείο του Γένους και εξέδωσε πολλά βιβλία, κυρίως θρησκευτικά. Διόρθωσε τα οικονομικά του Πατριαρχείου και ξαναλειτούργησε το πατριαρχικό τυπογραφείο και τη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Εικάζεται ότι υπήρξε σύμβουλος της Φιλικής Εταιρίας. Εικάζεται επίσης ότι ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ τον ανάγκασε να παραιτηθεί, πράγμα το οποίο έγινε στις 13 Δεκεμβρίου 1818.

Μετά την παραίτησή του αποσύρθηκε στην Αδριανούπολη. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821, το όνομά του συμπεριελήφθη στο διάταγμα του Σουλτάνου με το οποίο δινόταν η εντολή να εκτελεστούν περί τους 30 ιερωμένους και προύχοντες της Αδριανούπολης. Το φιρμάνι, που τον κατηγορούσε ότι είχε αναμιχθεί στην επανάσταση, στάλθηκε στον Νομάρχη Αδριανουπόλεως και μεταξύ άλλων αναφέρει:

Την 20 Απριλίου οι γενίτσαροι συνέλαβαν στη Μητρόπολη τον Κύριλλο και τον πρωτοσύγγελο και τους κρέμασαν από τα σιδερένια κάγκελα ενός παραθύρου του κτιρίου της Μητρόπολης. Κατά σύμπτωση το σχοινί της αγχόνης του Κυρίλλου κόπηκε και αυτός έπεσε ημιθανής στο λιθόστρωτο. Από το θέαμα κατατρόμαξε και έπεσε νεκρή μια έγκυος Τουρκάλα που έτυχε να παρευρίσκεται. Τα σώματα έμειναν κρεμασμένα τρεις ημέρες. Κατόπιν δόθηκαν σε Εβραίους οι οποίοι τα έριξαν στον ποταμό Έβρο που τότε είχε πλημμυρίσει. Το σώμα του Κυρίλλου βρέθηκε από χωρικό κοντά στο χωριό Χειμώνιο και μεταφέρθηκε κρυφά στο Πύθιο όπου ετάφη προσωρινά στο σπίτι του Έλληνα προκρίτου Χρήστου Αργυρίου. Αργότερα, όταν οι Τούρκοι έδωσαν αμνηστία για τα γεγονότα της Επανάστασης, το λείψανο του Κυρίλλου μεταφέρθηκε στην Αδριανούπολη και ετάφη. Στο Πύθιο κτίστηκε κενοτάφιο που υπάρχει μέχρι σήμερα σε αυλή σπιτιού. Σε μνήμη του απαγχονισμού, το παράθυρο όπου απαγχονίστηκε ο Κύριλλος παρέμεινε κλειστό και άνοιξε μόνο κατά την είσοδο του ελληνικού στρατού στην Αδριανούπολη το 1921. Τότε αναρτήθηκε εκεί αφιερωματική επιγραφή την 25 Μαρτίου 1921.[2]

Άγιος Δημήτριος ο Πελοποννήσιος

Ο Άγιος Δημήτριος ο Πελοποννήσιος γεννήθηκε στο χωριό Λιγούδιστα της Αρκαδίας και σε μικρή ηλικία ήλθε μαζί με τον αδελφό του στην Τρίπολη, όπου εργαζόταν μαζί με κάποιους κτίστες. Επειδή όμως αυτοί τον βασάνιζαν, έφυγε από τη συντροφιά τους και πήγε στο σπίτι ενός Τούρκου κουρέα, ο οποίος και κατόρθωσε τον εξισλαμισμό του, ονομάζοντας τον Μεχμέτ.

Αργότερα ο Δημήτριος εγκατέλειψε την Τρίπολη, μετάνιωσε για την αποστασία του και ήλθε στο Άργος. Από το Άργος, για μεγαλύτερη ασφάλεια, πήγε στη Σμύρνη και από 'κει στή Μονή του Προδρόμου κοντά στις Κυδωνιές, όπου βρήκε ευσεβή πνευματικό, εξομολογήθηκε και ζήτησε τις συμβουλές του. Με την προτροπή του πνευματικού αυτού ο Δημήτριος ήλθε στη Χίο, όπου έμεινε για αρκετό καιρό κοντά σε άλλο φημισμένο πνευματικό, με προσευχή και μετάνοια.

Προετοιμάσθηκε για το μαρτύριο και πήγε στο Άργος, όπου παρέμεινε κρυμμένος και χειραγωγούμενος από τον Ιερέα Αντώνιο Σακελάριο και από 'κει έφτασε στην Τρίπολη. Παρουσιάστηκε μπροστά στον Τούρκο Διοικητή, δήλωσε ότι πιστεύει στον Χριστό και ότι είναι έτοιμος να χύσει και το αίμα του γι' Αυτόν.

 

Τα βασανιστήρια πού ακολούθησαν ήταν φρικτά, αλλά ο Δημήτριος έμεινε αμετακίνητος στην πίστη του και έτσι στις 14 Απριλίου 1803 μ.Χ. τον αποκεφάλισαν στην Τρίπολη.

Το Ιερό του λείψανο διασώθηκε από τους χριστιανούς στον Ναό της Μονής του Αγ. Νικολάου Βαρσών. Στην κεντρική αγορά της Τρίπολης, μικρός ναός τιμάται στο όνομα του Νεομάρτυρα αυτού.

Νικήτας Σερρών

Ο αρχιεπίσκοπος Σερρών Νικήτας ήταν λόγιος του 11ου αιώνα. Χειροτονήθηκε διάκονος και διδάσκαλος σε εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, αργότερα αρχιεπίσκοπος Σερρών, και κατόπιν αρχιεπίσκοπος Ηρακλείας. Άκμασε περί το έτος 1075. Έγραψε πόνημα «Περί της αγίας Τριάδος και του αγίου Πνεύματος εκ του αποστόλου Παύλου, των Ευαγγέλων, του Αμφιλοχίου, Αθανασίου, Βασιλείου, Κυρίλλου, και λοιπών Πατέρων». Αντίγραφο του έργου του φυλάγεται στην βιβλιοθήκη της Φλωρεντίας.

Ο Άγιος νεομάρτυς Ιωάννης ο Μονεμβασιώτης

Ο Άγιος  νεομάρτυς Ιωάννης γεννήθηκε στη μικρή πόλη Γούβες της Μονεμβασίας και ήταν μοναχοπαίδι. Ο πατέρας του Δημήτριος ήταν ιερέας και καταγόταν από το χωριό Γεράκι, όπου ήταν τότε η έδρα της Επισκοπής Έλους της Ιεράς Μητρόπολης Μονεμβασίας και Καλαμάτας. Χειροτονήθηκε ιερέας από τον Επίσκοπο Έλους Κύριλλο (1755 – 1769) και τοποθετήθηκε Εφημέριος της Ενορίας του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου Γουβών της Μονεμβασίας, τόπου καταγωγής της Πρεσβυτέρας του και μητέρας του Αγίου.

Ο μικρός Ιωάννης ήταν, όπως αναφέρει ο βιογράφος του, «πεπαιδευμένος τα ιερά γράμματα». Ο πατέρας του, ιερέας Δημήτριος, τον δίδασκε καθημερινά από τα ιερά βιβλία της Εκκλησίας μας και έτσι ο μικρός Ιωάννης απέκτησε πίστη δυνατή και θέληση ισχυρή, μιμούμενος τις μορφές των μεγάλων Αγίων και Οσίων της Εκκλησίας μας. Διατηρούσε δε πάντα στην καρδιά του τη συνείδηση ότι είναι γιος ιερέα και αυτός ήταν ο λόγος για την καθ’ όλα προσεκτική ζωή του.

Το 1770, όταν άρχισαν τα «Ορλωφικά», εξαπολύθηκαν από την «Υψηλή Πύλη» στην Πελοπόννησο 60.000 Αλβανοί με σκοπό να λεηλατήσουν και να κατασφάξουν τους Πελοποννησίους. Πάνω από 20.000 κάτοικοι πουλήθηκαν ως σκλάβοι. Οι περισσότεροι από τους εναπομείναντες σφαγιάστηκαν. «Η χερσόνησος ηρημώθη κατοίκων» γράφει ο ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Αυτή η πλημμύρα του αίματος έπνιξε και την οικογένεια του μικρού Ιωάννη. Ο πατέρας του, ιερέας Δημήτριος, σφαγιάστηκε μπροστά στο ποίμνιό του πρώτος απ’ όλους στην κεντρική πλατεία των Γουβών. Ήταν ένας από τους 6.000 κληρικούς οι οποίοι, κατά τη μαρτυρία του Γάλλου Πρόξενου Πουκεβίλ, θανατώθηκαν κατά την περίοδο του αγώνα.

 

Η μητέρα του μαζί με το δωδεκάχρονο Ιωάννη αιχμαλωτίστηκαν και μεταφέρθηκαν στη Λάρισα, όπου πουλήθηκαν από τους Αλβανούς δύο και τρεις φορές ο καθένας σκλάβοι και αγοράστηκαν από Τούρκους. Έτσι χωρίστηκαν μητέρα και γιος. Μετά από δύο χρόνια πουλήθηκαν για ακόμα μια φορά και οι δύο και αγοράστηκαν, με θέλημα Θεού, από τον ίδιο πλούσιο Τούρκο, κάτοικο Λάρισας, ο οποίος είχε γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη. Προετοιμαζόταν ο Τούρκος να κάνει την πρόταση της υιοθεσίας προς τον Άγιο και για αυτό «μαλάκωσε» τη συμπεριφορά του προς αυτόν και τη μητέρα του. Έφτασε η στιγμή όπου έκανε την πρόταση στον Ιωάννη και όπως ήταν φυσικό απέσπασε την άρνηση του Αγίου. Αυτός αρνήθηκε και βρήκε φρικτό θάμνατο.

Αγία Ελένη η Παρθενομάρτυς από τη Σινώπη

Η Αγία Ελένη μαρτύρησε τον 18ο αιώνα μ.Χ. Καταγόταν από την ωραία πόλη του Πόντου Σινώπη και ήταν κόρη της ευσεβούς οικογενείας Μπεκιάρη. Ήταν 15 ετών ωραιότατη στο σώμα, η δε αγνότητα της έδινε ιδιαίτερη χάρη στο πρόσωπο της. Διακρινόταν για την υπακοή στους γονείς της και τον θερμό έρωτα της ψυχής της προς τον νυμφίο Χριστό. Στην ανατροφή της επέδρασε ιδιαίτερα ο θείος της, αδελφός του πατέρα της, ο οποίος δίδασκε τότε σε Ελληνικό κρυφό Σχολεόο της Σινώπης.

Μια μέρα λοιπόν, η μητέρα της την έστειλε ν' αγοράσει νήματα για το κέντημα, από το κατάστημα του Κρύωνα. Στο δρόμο υπήρχε το σπίτι του Ουκούζογλου πασά, διοικητού της Σινώπης. Την ώρα που περνούσε η Ελένη, ο πασάς την είδε απ' το παράθυρο. Η ωραιότητα της τράβηξε την ακόλαστη ψυχή του και σκέφθηκε να τη μολύνει. Διέταξε τότε και την έφεραν μπροστά του. Αφού έμαθε ποια ήταν, προσπάθησε πολλές φορές να τη βιάσει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Διότι ένα αόρατο τείχος προστάτευε την Ελένη, που συνεχώς προσευχόταν.

Ο πασάς, αντί να δει το θαύμα, σκλήρυνε περισσότερο η ψυχή του και επειδή δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τον σκοπό του, τη βασάνισε σκληρά και τελικά την αποκεφάλισε. Το Ιερό της λείψανο το έβαλαν σε ένα σάκο και το έριξαν στη θάλασσα,. Αντί όμως να βυθιστεί, το λείψανο της Αγίας επέλπλεε και ένα ουράνιο φως το φώτιζε. Το σεπτό Λείψανο συνέχισε να επιπλέει, ώσπου έφτασε στην τοποθεσία Γάει, όπου λόγω του μεγάλου βάθους της θάλασσας τα νερά είναι μαύρα. Εκεί πλέον βυθίστηκε.

Μετά από αρκετές ημέρες, ένα ελληνικό πλοίο αγκυροβόλησε στην τοποθεσία Γάει. Ένα βράδυ, ο φύλακας του πλοίου παρατήρησε ότι από το πυθμένα της θάλασσας έβγαινε ένα φως και νόμισε ότι εκεί θα υπήρχε ένα μεγάλος θυσαυρός από χρυσό. Αμέσως ειδοποίησε τον καπετάνιο και δύτες ανείλκυσαν το σάκκο που όμως αντί χρυσού υπήρχε το τίμιο λείψανο της Αγίας. Ο καπετάνιος του πλοίου μετέφερε κρυφά την τιμία Κάρα της Αγίας στον ιερό Ναό της Παναγίας στην Σινώπη, το δε σεπτό σκήνωμα της το έβαλε σε ένα άλλο πλοίο, το οποίο έφευγε με Έλληνες για την Ρωσία. Στο σημείο της θάλασσας που βυθίστηκε το Ιερό Λείψανο, άρχισε να βγαίνει γλυκό νερό και από τότε η περιοχή αυτή ονομάστηκε «Αγιάσματα».

Κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών πριν από το 1924 μ.Χ., ο τότε πρόεδρος της Σινώπης Χρήστος Καφαρόπουλος, έφερε την Κάρα της Αγίας Ελένης στον Ιερό Ναό της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Μαρίνης στην Άνω Τούμπα Θεσσαλονίκης, όπου φυλάσσεται σήμερα ευωδιάζουσα και θαυματουργούσα.

Αγία Κυράννα η Νεομάρτυς

Η Αγία νεομάρτυς Κυράννα γεννήθηκε στο χωριό Αβυσσώκα ή Βυρσόκα, στη σημερινή Όσσα της Θεσσαλονίκης, από γονείς ευσεβείς και φιλόθεους. Στο Μαρτύριό της αναφέρεται ότι ήταν εξαιρετικά όμορφη. Αυτή η εξωτερική ομορφιά της Κυράννας, που δεν ήταν τίποτε άλλο από το αντικατόπτρισμα της εσωτερικής της ωραιότητας, αποτέλεσε και την αφορμή να οδηγηθεί στο μαρτύριο, καθώς κάποιος γενίτσαρος, εισπράκτορας των φόρων στο χωριό της Κυράννας, που την ερωτεύθηκε, προσπάθησε επανειλημμένα με κολακείες και δώρα να την ελκύσει και να την πείσει να αλλαξοπιστήσει, για να τη νυμφευθεί. Επειδή όμως η Κυράννα δεν αποδεχόταν τις κολακείες, ούτε πολύ περισσότερο τα δώρα του Τούρκου, αυτός νομίζοντας πως θα την κάμψει με τον φόβο άρχισε να την απειλεί ότι θα την βασανίσει σκληρά και τέλος θα την θανατώσει, αν δεν υποχωρήσει και δεν αρνηθεί την πίστη της. Αλλά ούτε αυτά τα μέσα έφεραν το ποθητό αποτέλεσμα για το γενίτσαρο. Τότε την οδήγησε βίαια στον κριτή της Θεσσαλονίκης και ψευδομαρτύρησε εναντίον της, ότι του είχε δηλώσει ότι θα αλλαξοπιστήσει για να τη νυμφευθεί, αλλά τελικά δεν τήρησε την υπόσχεσή της. Η Αγία Κυράννα με πνευματική ανδρεία ομολόγησε την πίστη της στον Χριστό. Έτσι οι Τούρκοι την οδήγησαν στη φυλακή.

Ο γενίτσαρος, που την οδήγησε στον κριτή, ζήτησε και έλαβε την άδεια του Αλή Εφέντη, μπέη του κάστρου της Θεσσαλονίκης, να επισκέπτεται την Αγία στη φυλακή, όπου με κολακείες αλλά και βασανιστήρια προσπαθούσε να την μεταπείσει. Όταν έφευγε αυτός, συνέχιζε τα βασανιστήρια ο δεσμοφύλακας, τον οποίο έλεγχαν για την σκληρότητά του τόσο οι υπόλοιποι φυλακισμένοι, όσο και κάποιος άλλος φύλακας Χριστιανός.

Κάποια φορά ο γενίτσαρος επισκέφθηκε και πάλι την Αγία στη φυλακή και την βασάνισε μέχρι θανάτου. Ο Χριστιανός φύλακας επέπληξε τότε δριμύτατα το δεσμοφύλακα και τον απείλησε ότι θα τον καταγγείλει στο πασά, επειδή επέτρεπε να εισέρχονται στη φυλακή παράνομα άνθρωποι ξένοι και να βασανίζουν τους φυλακισμένους. Έτσι, όταν μετά από λίγο ο γενίτσαρος ξαναήλθε στη φυλακή, φοβούμενος ο δεσμοφύλακας δεν του επέτρεψε την είσοδο. Αυτός τότε τον κατήγγειλε στον Αλή Εφέντη, ο οποίος τον κάλεσε και τον επέπληξε, γιατί παράκουσε τις διαταγές του. Ύστερα από αυτό το γεγονός, ο δεσμοφύλακας επέστρεψε οργισμένος στη φυλακή και ξέσπασε πάνω στην Κυράννα, την οποία κρέμασε και άρχισε να χτυπά αλύπητα. Μπροστά σε αυτό το θέμα όλοι οι φυλακισμένοι, ακόμη και οι Μωαμεθανοί, άρχισαν να διαμαρτύρονται και να καταφέρονται εναντίον του δεσμοφύλακος, ο οποίος άφησε την Αγία κρεμασμένη κι έφυγε. Ήταν 28 Φεβρουαρίου του 1751 μ.Χ.

Κατά τις πρώτες πρωϊνές ώρες ένα θείο φως κάλυψε ξαφνικά το σώμα της Αίας Κυράννας, η οποία άφηνε την τελευταία της πνοή, και ύστερα εξαπλώθηκε σε όλη την φυλακή. Μπροστά σε αυτό το θαύμα οι Χριστιανοί ευχαριστούσαν τον Κύριο, ενώ οι Μωαμεθανοί ενόμιζαν ότι ήταν φωτιά και τρομοκρατήθηκαν.

Ο Χριστιανός φύλακας, ο οποίος πήγε να κατεβάσει την κρεμασμένη Αγία, τη βρήκε νεκρή. Στο μεταξύ το φως είχε υποχωρήσει, αλλά παρέμενε σε όλο το χώρο μια άρρητη ευωδία. Ο φύλακας τότε, περιποιήθηκε το ιερό λείψανο της Μάρτυρος, το οποίο την επόμενη μέρα παρέλαβαν οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν έξω από τη Θεσσαλονίκη. Στο Συναξάρι της Νεομάρτυρος αναφέρεται ότι το σκήνωμα της Αγίας ενταφιάσθηκε «ἔξω τῆς πόλεως, ἐκεῖ ὅπου ἐνταφιάζονται καὶ τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν τὰ λείψανα», δηλαδή στο Κοιμητήριο της Αγίας Παρασκευής.

Ο ένδοξος Νεομάρτυς Ιωάννης η Νούλτσος, ο Καστοριεύς  υπερασπιζόμενος την πίστη του στον Χριστό τον Απρίλιο του 1696 θανατώθηκε από  τους Τούρκους μαζί με τον αδφελφό του και τον γαμπρότου.

Άγιος Ιωάννης ο ράφτης Νεομάρτυρας από τη Θάσο

Το ηρωικό αυτό παιδί, γεννήθηκε στο χωριό Μαρίαις του νησιού Θάσου. Σε ηλικία 14 ετών ήλθε στην Κωνσταντινούπολη και μάθαινε την τέχνη του ράφτη στο Γαλατά.

Κάποτε πήγε σ' ένα κατάστημα Εβραίου εμπόρου για ν' αγοράσει κλωστές και φιλονίκησε μ' αυτόν. Ο Εβραίος βρήκε την ευκαιρία την ώρα που ο Χότζας βρισκόταν πάνω στον μιναρέ, κατηγόρησε τον Ιωάννη ότι βρίζει την πίστη και το προσκύνημα των Τούρκων. Όταν το παιδί οδηγήθηκε μπροστά στον βεζίρη και πιεζόταν ν' αρνηθεί τον Χριστό, με γενναιότητα απάντησε: «Δεν θ' αρνηθώ ποτέ τον γλυκύτατο μου Ιησού Χριστό, και αν ακόμα μύρια βάσανα μου κάνετε και το βασίλειο σας όλο μου χαρίσετε».

Βλέποντας ο βεζίρης την αμετάθετη γνώμη του παιδιού, διέταξε τον αποκεφαλισμό του. Έτσι στην τοποθεσία «Τσαρσί των γουναράδων» ο δήμιος έκοψε μαρτυρικά λίγο-λίγο το κεφάλι του ηρωικού παιδιού στις 20 Δεκεμβρίου 1652 μ.Χ.