Του π. Γεώργιου Δορμπαράκη

Στίχος από ένα γνωστό τραγούδι ο παραπάνω εκφράζει μ’ έναν έντονο τρόπο την εναγώνια αναζήτηση του ανθρώπου να φύγει από τη στενότητα μέσα στην οποία ζει. Κι ίσως το τραγουδιστικό στοιχείο να λειτουργεί πιο άμεσα. Τα τραγούδια δεν είναι η κραυγή τις περισσότερες φορές της καρδιάς του ανθρώπου; Ό,τι δεν μπορούσε να το εκφράσουμε με πεζό λόγο, ό,τι ίσως μας υπερβαίνει σαν βαρύς νταλκάς μέσα μας ή σαν πλησμονή, από την άλλη, χαράς και ευφροσύνης βρίσκει διέξοδο σε νότες που κρούουν τις λεπτότατες χορδές της ψυχής μας. Στο τραγούδι δηλαδή βλέπουμε κατάματα τον αληθινό εαυτό μας κι εκεί συναντιόμαστε με τον κάθε συνάνθρωπό μας – το τραγούδι είναι η παγκόσμια γλώσσα! 

Ακόμη και η Εκκλησία, σχεδόν απαρχής της ζωής της, αυτό που θεωρούσε ψυχή της: τη θερμή αγάπη προς τον Κύριό της, αλλά και αυτό που ήταν άλγος και οδύνη από την αμαρτία των πιστών της, το έντυσε με τραγούδι, το ’κανε ύμνους και αίνους. Μη ξεχνάμε ότι και ο ίδιος ο Κύριος δεν παρουσιάζεται στο Ευαγγέλιο ως ένας ξερός δάσκαλος, αποστεωμένος από τη ζωή, αλλά η ίδια η Ζωή, που στοιχείο Της έχει και το τραγούδι και τους ύμνους. Με το διπλό περιεχόμενο της χαράς, αλλά και της λύπης. 

Γιατί λύπης; Διότι εκείνο που δυστυχώς υπερτερεί στην πορεία της ζωής είναι το στενάχωρο στοιχείο. Όπως το δηλώνει ο λόγος του Θεού ήδη από την Παλαιά Διαθήκη: «κοιλάς πένθους και δακρύων» η ζωή αυτή, κυρίως όμως όπως το βεβαιώνει το αψευδές στόμα του Ιησού Χριστού: «στον κόσμο θα έχετε θλίψη». Και αιτία δεν είναι άλλη από την αμαρτία του ανθρώπου λόγω της κακής χρήσης της ελευθερίας με την οποία τον προίκισε ο Δημιουργός. Η λάθος επιλογή και κατεύθυνση έφερε και τα αναμενόμενα που είχαν επισημανθεί: «αν παρακούσετε την εντολή μου, θα βρεθείτε στον δρόμο του θανάτου», εκεί δηλαδή που λείπει τελικώς η χάρη του Θεού. Κατά τη διατύπωση πια του Αποστόλου Παύλου: «θλίψη και στενοχώρια σε κάθε άνθρωπο που εργάζεται το κακό». 

Ήρθε βέβαια ο Χριστός, ο ενανθρωπήσας Θεός. Ήταν τέτοια η αγάπη Του που την εξέφρασε με τον μόνο αληθινό της τρόπο: τη θυσία για χάρη του άλλου. Κι ο άλλος εν προκειμένω είναι το αγαπημένο παιδί που φεύγει από το σπίτι και που γι’ αυτό πάσχει και πονάει και θλίβεται και κινδυνεύει τον έσχατο κίνδυνο, να πεθάνει. Κι η καρδιά του Πατέρα πολλαπλασιάζει την οδύνη της. Γιατί όταν αγαπάς, δεν κοιτάς τί σου έκανε ο άλλος, αλλά τί παθαίνει αυτός μ’ αυτό που κάνει. Και το φευγιό του παιδιού ήταν εξορία και τιμωρία, γι’ αυτό και χάθηκε, γι’ αυτό και πέθανε! Μας το λέει ο ίδιος ο Δημιουργός στην παραβολή που φανερώνει με τον εντονότερο τρόπο την αγάπη Του: «το παιδί μου ήταν νεκρό και ανέζησε και χαμένο και βρέθηκε». Η αγάπη Του κυριάρχησε!

Γιατί αυτά; Πώς «κολλάνε» με τον στίχο που ξεκινήσαμε; Μα τί λέει ο στίχος; Δεν είμαι ικανοποιημένος με τη ζωή μου και αναζητώ κάτι που θα μου προσφέρει την ευκαιρία για τον Παράδεισο. Ποιος είναι ο Παράδεισος; Δεν έχει σημασία ο προσδιορισμός του από το τραγούδι. Μπορεί ο καθένας να τον εννοεί με τρόπο διαφορετικό. Το σημαντικό είναι η διαπίστωση ότι βρίσκεται ο άνθρωπος σε μία αναζήτηση που θέλει να τον πάει πέρα από τα δεδομένα του. Απλώς για τον πιστό Χριστιανό, η αναζήτηση ενός παραδείσου έξω από τον Χριστό και την αγία Του Εκκλησία ως σώμα Του είναι ένας χαμένος «παράδεισος» – μία άλλη θλίψη και στενοχώρια. Γιατί λειτουργεί με τα ίδια στοιχεία που φέρνουν την κόλαση: τα πάθη και τις κακίες. Για τους χριστιανούς όμως, ο Παράδεισος είναι η σχέση με τον Χριστό. Αυτός είναι ο Παράδεισος, γιατί είναι ο Δημιουργός, είναι η Αγάπη, είναι Αυτό για το Οποίο δημιουργήθηκαμε. 

Πρέπει κανείς, όμως, να πιστέψει. Να πιστέψει, δηλαδή, στην Αγάπη του Δημιουργού που ήλθε στον κόσμο και μας τράβηξε και πάλι κοντά Του, δίνοντάς μας την ευκαιρία να Ζήσουμε και να Χαιρόμαστε, ακόμη πια και μέσα στις εξωτερικές θλίψεις της ζωής αυτής - «(μαζί Μου) πάντοτε χαίρετε». Μα το πρόβλημα της απιστίας βρίσκεται εκεί: στην τύφλωση του ανθρώπου που αδυνατεί να πιστέψει ότι ο Πατέρας δεν λειτουργεί με τον τρόπο του πονεμένου και επαναστατημένου παιδιού. Κι η λύση είναι να στραφούμε έστω και τυφλοί προς Εκείνον και να κραυγάσουμε: δώσε μου λίγη πίστη. Και τη δίνει, γιατί η μόνη προϋπόθεση να βρει δίοδο μέσα μας είναι ένα ελάχιστο ταπείνωσης: να Τον θελήσουμε στη ζωή μας.

Η ευκαιρία του Παραδείσου από ’κει και πέρα είναι καθημερινή και απροσδόκητα κοντινή: κάθε φορά που θα βάζουμε τον εαυτό μας στον δικό Του δρόμο της Αγάπης, τότε θα διαπιστώνουμε ότι Εκείνος θα φανερώνεται μέσα μας. Ο Παράδεισος στα όριά μας, εδώ και τώρα.