Η Κυριακή, πριν από την έναρξη της Μεγάλης Τεσσαρακοστής είναι γνωστή και ως Κυριακή της Τυροφάγου ή Τυρινής, μια ημέρα πλούσια σε λαογραφικά δρώμενα.
Στις Εκκλησίες διαβάζεται, κατά την πρωινή Θεία Λειτουργία, η περικοπή του Ευαγγελίου του Ματθαίου (κεφ. στ’, 14-21), που αναφέρεται στην αξία της συγχώρεσης και της νηστείας. Αργά το απόγευμα της ίδιας ημέρας ψάλλεται ο κατανυκτικός εσπερινός της συγγνώμης, κατά τον οποίο ιερείς και πιστοί αλληλοασπάζονται, ζητώντας συγχώρεση ο ένας από τον άλλο, ενόψει της επερχόμενης Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Η Εκκλησία επιτρέπει στους πιστούς την κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων, αυγών, ψαριών και ελαιολάδου, απαγορεύει όμως την κρεοφαγία.
Το Σάββατο της Τυρινής οι γυναίκες έφτιαχναν τα ψυχούδια, μικρά στρογγυλά ψωμάκια με τη σφραγίδα στη μέση, σαν πρόσφορο. Αυτήν την ιδιαίτερη μέρα πήγαιναν τα παιδιά στα νεκροταφείο, έπαιρναν από ένα ψυχούδι και προσεύχονταν. Οι γυναίκες, μαζί με τα ψυχούδια, είχαν κι ένα σίδερο του σιδερώματος με αναμμένα κάρβουνα, για να το ρίξουν μαζί με λιβάνι επάνω στο μνήμα. Στις ψυχές, προτού φύγουν από το νεκροταφείο, άφηναν μια μπουκιά ψυχούδι μουσκεμένο στο κρασί.
Η Κυριακή της Τυρινής ξεκινούσε με τον καθιερωμένο εκκλησιασμό. Και μετά μαζευόντουσαν στα σπίτια των συγγενών και άρχιζε το γλέντι με επίκεντρο το «τραπέζι».
Πριν αρχίσει το φαγητό, ή και κατόπιν, οι συγγενείς ζητούσαν συγχώρηση από τους πιο ηλικιωμένους και αλληλοσυγχωρούνταν ώστε να αρχίσουν τη Σαρακοστή με καθαρή καρδιά και ήσυχη συνείδηση.
Το κατεξοχήν φαγητό της τελευταίας Αποκριάς ήταν τα μακαρόνια ή «μακαρούνες». Παλαιότερα τα μακαρόνια έπρεπε οπωσδήποτε να είναι σπιτικά και οι νοικοκυρές τα έφτιαχναν με μεγάλη τέχνη και δεξιότητα. Αν και ο «κανόνας» ήταν να φέρνουν οι συγγενείς κάποια φαγητά, σε ορισμένα μέρη τη μακαρονάδα την έφτιαχνε απαραιτήτως η γιαγιά του σπιτιού με δικά της έξοδα.
Στην Αρκαδία μάλιστα υπήρχε η παράδοση τα ανύπαντρα άτομα να «κλέβουν» ένα κομμάτι μακαρόνι και να το βάζουν κάτω από το μαξιλάρι τους, για να ονειρευτούν ποιον θα παντρευτούν!
Οι κοινότητες των Βλάχων των ορεινών περιοχών της κεντρικής Ελλάδας έφτιαχναν παραδοσιακές γαλατόπιτες, τυρόπιτες ή πίτες με τραχανά.
Στο νησί της Καρπάθου, κατά την παράδοση, όλοι καλούνταν στο σπίτι του δημάρχου, όπου υπήρχε ένας μεγάλος μπουφές με ψάρι, γαλακτοκομικά προϊόντα, σιτάκα και γλυκά.
Στη Μήλο και την Κέα τα υπολείμματα του φαγητού από τη γιορτή της Τυροφάγου έμεναν στο τραπέζι μέχρι το επόμενο πρωί, για την περίπτωση που το «φάντασμα του σπιτιού» πεινάσει τη νύχτα.
Ένα ιδιαίτερο έθιμο γινόταν και στην Κρήτη. Η νοικοκυρά το τυρί που περίσσευε από την Τυρινή το φυλούσε και το έπαιρνε μαζί της στην Ανάσταση και, όταν ο παπάς έλεγε το «Χριστός Ανέστη», το μοίραζε στους συγγενείς, για να μη βγάζουν καλόγερους (δοθιήνες).
Το έθιμο του «χάσκαρη» και ο συμβολισμός του
Ένα άλλο έθιμο της Τυροφάγου ήταν το βραδινό γεύμα να τελειώνει με αυγά, βρασμένα ή ψημένα στο τζάκι.
Σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας τα μέλη της οικογένειας έψηναν τα αυγά τους κοντά στη θράκα του τζακιού και περίμεναν να δουν ποιανού το αυγό θα «ιδρώσει» πρώτο, σημάδι ότι αυτός θα έχει καλή χρονιά.
Το πιο διασκεδαστικό και πανελλήνια γνωστό έθιμο ήταν του «χάσκα», «χάσκαρη», «χάψαρου», «χάψαλου», “Κάσκαρη” ένα παιχνίδι με αυγό καθαρισμένο (σπανιότερα ακαθάριστο). Έδεναν το αυγό με μια κλωστή από το ταβάνι και κάποιος το στριφογύριζε. Όποιος το έπιανε με το στόμα ήταν ο τυχερός. Αλλού το αυγό το έδεναν με κλωστή σε ένα μακρύ ξύλο που το κουνούσε ο νοικοκύρης. Αλλού πάλι προσπαθούσαν να το πιάσουν τα παιδιά με το στόμα, γονατιστά και με δεμένα τα χέρια. Ο συμβολισμός αυτής της παράδοσης ήταν ότι είναι καλό να «βουλώσουν» το στόμα τους με αυγό και να το «ξεβουλώσουν» το Πάσχα, πάλι με αυγό!
Σε κάποια μέρη μάλιστα, όπως στην Κοζάνη και την Καστοριά, πίστευαν ότι το έθιμο με το αυγό γινόταν «για να γίνουν η βρύζα και το στάρι», μια δοξασία που βασιζόταν στην αναζωογονητική δύναμη του αυγού ως φορέα ζωής.