Για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες η Εκκλησία επιδιώκει να αξιοποιήσει μαζικά δεκάδες ακίνητα τεράστιοι οικονομικού ενδιαφέροντος.Με δύο προκηρύξεις βγάζει προς πώληση ή μακροχρόνια μίσθωση δεκάδες ακίνητα προφανώς με τις ευλογίες της κυβέρνησης .Ωστόσο, ο δήμος Βούλας-Βάρης-Βουλιαγμένης υψώνει εμπόδια και όλα δείχνουν οτι το θέμα της τελικής αξιοποίησης θα πάρει πολύ χρόνο ακόμη.
Μετά το 2014 επί κυβέρνησης Σαμαρά όπου ιδρύθηκε η Εταιρεία για την περιουσία αλλά δεν προχώρησε το όλο σχέδιο βάσει του οποίου το 50% θα πήγαινε στο κράτος και το άλλο 505% για το κοινωνικό έργο της Εκκλησίας.
Η δεύτερη προσπάθεια έγινε το 2018 επί ΣΥΡΙΖΑ, αλλά το σχέδιο και εδώ ναυάγησε γιατί αντέδρασε έντονα η Ιεραρχία.
Από τότε παρατηρήθηκε μια απογοήτευση με δεδομένη και την “απόσταση” που χωρίζει Ιερώνυμο -Μητσοτάκη.Ο Αρχιεπίσκοπος αν και έχει δηλώσει “φίλος’ του Τσίπρα γρήγορα κατάλαβε οτι η ευκαιρία για να προχωρήσει η αξιοποίηση είναι τώρα που όλοι μιλούν για ανάπτυξη και το σύνολο της κυβέρνησης είναι πιο κοντά στην κυβέρνηση.
Έτσι, μέσω της Εκκλησιαστικής Κεντρικής Υπηρεσίας Οικονομικών (ΕΚΥΟ) απευθύνει επίσημο κάλεσμα σε επενδυτές για την αξιοποίηση 38 ακινήτων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη μέσα από δύο διαφορετικές προσκλήσεις .
Πρόκειται για αξιόλογα οικόπεδα μέσα στον αστικό ιστό και σε κομβικά σημεία (ανάμεσά τους βρίσκονται ακίνητα στη Βουλιαγμένη και στην Κηφισιά, καθώς και στις περιοχές των Αχαρνών, των Πατησίων και του Μοσχάτου, αλλά και σε κεντρικά σημεία της συμπρωτεύουσας, π.χ. πέριξ του Λευκού Πύργου), τεράστιας αξίας.
Το επόμενο διάστημα αναμένεται να υπάρξουν εξελίξεις και στα λεγόμενα «φιλέτα» της εκκλησιαστικής περιουσίας, μεταξύ των οποίων το ακίνητο των 80 στρεμμάτων (ορφανοτροφείο θηλέων) απέναντι από τον Αστέρα Βουλιαγμένης, αλλά και τα 1.000 και πλέον στρέμματα στη Φασκομηλιά, δηλαδή μεταξύ Βουλιαγμένης και Βάρκιζας.
Το πρώτο μάλιστα χαρακτηρίζεται από κύκλους του real estate το «ιερό δισκοπότηρο» της εκκλησιαστικής περιουσίας, το οποίο θεωρείται σχεδόν βέβαιο πως θα μαγνητίσει το επενδυτικό ενδιαφέρον ελλήνων και ξένων παικτών του real estate. Τα συνολικά 38 ακίνητα που βαίνουν προς αξιοποίηση θεωρείται πως θα αποτελέσουν το πρώτο crash test για την ύπαρξη ή μη ζωηρού επενδυτικού ενδιαφέροντος για την εκκλησιαστική περιουσία.
Η περιουσία
Η Εκκλησία αυτή τη στιγμή εμφανίζεται ως ιδιοκτήτης περίπου 1.400 ακινήτων σε όλη τη χώρα, με το 41% αυτών να είναι οικόπεδα, 34% κτίρια ή διαμερίσματα και 25% αγροτεμάχια. Από το σύνολο της έκτασης της Ελλάδας, στην Εκκλησία ανήκουν 1.292.300 στρέμματα δασικών και γεωργικών εκτάσεων, καθώς και βοσκότοποι. Το 48% των ακινήτων βρίσκεται σε Αθήνα και Πειραιά, το 24% στη Θεσσαλονίκη και το υπόλοιπο σε διάφορες περιοχές της χώρας.
Συνολικά, η Εκκλησία διαθέτει 732.000 βοσκότοπους, 367.000 δασικές εκτάσεις και 189.000 γεωργικές. Περίπου 400.000 στρέμματα χαρακτηρίζονται «διακατεχόμενα», για τα οποία οι αποφάσεις θα ληφθούν μετά την οριστική εφαρμογή του Κτηματολογίου. Οι δασικές εκτάσεις της Εκκλησίας είναι μεν σημαντικές, αλλά η αξιοποίησή τους είναι προς το παρόν αδύνατη λόγω αυστηρών δεσμεύσεων.
Αναλυτικά ανά νομό οι δασικές εκτάσεις:
Χαλκιδική: 86.330 δασικών και χορτολιβαδικών εκτάσεων. Τρίκαλα: 41.110 στρ. δάσους, 23.850 στρ. δασικής έκτασης και 22.840 στρ. χορτολιβαδικής. Μαγνησία: 31.460 στρ. δάσους, 5.490 στρ. δασικής έκτασης και 3.340 στρ. χορτολιβαδικής. Αττική: 33.860 στρ. δάσους, 6.500 στρ. δασικής έκτασης και 20.570 στρ. χορτολιβαδικής. Αχαΐα: 20.670 στρ. δάσους, 1.680 στρ. δασικής έκτασης και 1.060 στρ. χορτολιβαδικής. Εύβοια: 17.890 στρ. δάσους, 1.670 στρ. δασικής έκτασης και 2.120 στρ. χορτολιβαδικής. Κορινθία: 15.310 στρ. δάσους, 500 στρ. δασικής έκτασης και 20.179 στρ. χορτολιβαδικής. Φωκίδα: 9.980 στρ. δάσους, 1.350 στρ. δασικής έκτασης και 1.050 στρ. χορτολιβαδικής. Οι μικρότερες εκκλησιαστικές εκτάσεις βρίσκονται σε νομούς όπως η Μεσσηνία, η Φθιώτιδα, η Πέλλα και η Ηλεία.
Τα πλουσιότερα μοναστήρια
Μονή Οσίου Λουκά Φλαμουρίου Μαγνησίας: Διαθέτει δύο δάση, ανάμεσα στα οποία είναι χτισμένα δύο γνωστά χωριά του Νομού Μαγνησίας. Στην κυριότητά της βρίσκονται στρέμματα καλλιεργήσιμης γης και πολυκατοικίες στον Βόλο.
Μονή Οσίου Λουκά: Το μοναστήρι ανήκει στη Μητρόπολη Θηβών και Λεβαδείας και διαθέτει ιδιόκτητο ξενοδοχείο στην Αθήνα, αγρόκτημα και εκατοντάδες στρέμματα χωραφιών.
Μονή Μεταμορφώσεως Σωτήρος Μετεώρων (Μεγάλο Μετέωρο): Ιδιοκτήτης δασικών εκτάσεων, χωραφιών και αστικών ακινήτων σε Αθήνα, Τρίκαλα και Καλαμπάκα.
Μονή Ασωμάτων Πετράκη στην Αθήνα: Από το 1795, όταν η Μιχριζάχ σουλτάνα και σύζυγος του Μουσταφά του Γ’ της παραχώρησε εκτάσεις στα παράλια της Αττικής, στην Αθήνα και σε ολόκληρη την Αττική, αποτελεί ένα από τα πλουσιότερα μοναστήρια της χώρας. Μετοχές, σπίτια, καταστήματα και δεκάδες στρέμματα στη Βουλιαγμένη αποτελούν μέρος της περιουσίας της.
Στα Καλάβρυτα, οι δύο μονές, Αγίας Λαύρας και Μεγάλου Σπηλαίου, διαθέτουν πολλά ακίνητα, χωράφια και οικόπεδα, ενώ τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει μεγάλες επενδύσεις, που περιλαμβάνουν ξενοδοχείο και συνεδριακό κέντρο.
Τι έχει δώσει η Εκκλησία
Πριν από δύο μήνες, όταν η κόντρα Εκκλησίας και κυβέρνησης είχε φουντώσει, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος απάντησε με ένα βιβλίο με στοιχεία για την εκκλησιαστική περιουσία «στα μυθεύματα του αντικληρικαλιστικού λαϊκισμού».
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει η Εκκλησία, διαχρονικά έχει προσφέρει στην Πολιτεία περί τις 500 χιλιάδες στρέμματα σε όλη τη χώρα, με αντάλλαγμα τη μισθοδοσία του Κλήρου.
Το θέμα της περιουσίας απασχόλησε από την πρώτη στιγμή της ίδρυσης του ελληνικού κράτους. Το 1829 ιδρύθηκε το «Γαζοφυλάκιον», στο οποίο κατετίθεντο χρήματα των κληροδοτημάτων και των μοναστηριών «εις βελτίωσιν του Ιερατείου», αλλά και για την κάλυψη αναγκών των ορφανοτροφείων και των σχολείων.
Το 1833 ο βασιλιάς Οθων ζήτησε την καταγραφή της περιουσίας και την κατάργηση εκατοντάδων μονών, με τα περιουσιακά στοιχεία να περνούν «στην επί των εκκλησιαστικών και της παιδείας Γραμματείαν».
Το 1909 συστάθηκε το Νέο Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο για την περισυλλογή της «διασπαθιζομένης εκκλησιαστικής περιουσίας», με σκοπό εκτός των άλλων τη μισθοδοσία των αρχιερέων και των εφημέριων.
Το 1917 δημιουργήθηκε στην ουσία ο ΟΔΕΠ και έγινε αναγκαστική απαλλοτρίωση κτημάτων που ανήκαν σε μονές. Από τότε και μέχρι το 1930 απαλλοτριώθηκαν εκτάσεις συνολικής αξίας 1.000.000.000 προπολεμικών δραχμών.
Το 1931 έγινε εκποίηση μεγάλου τμήματος της εκκλησιαστικής περιουσίας. Οι εισπράξεις τοποθετήθηκαν σε χρεόγραφο και χρηματόγραφα.
Το 1952 ζητήθηκε από την Πολιτεία η απαλλοτρίωση της περιουσίας για την αποκατάσταση ακτημόνων. Τότε η Εκκλησία παραχώρησε στο κράτος το 80% της καλλιεργούμενης έκτασης.