Σύμφωνα με τις γραπτές μαρτυρίες οι πρόκριτοι της περιοχής, ζήτησαν από τον ηγέτη τους, Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, να ξεκινήσει πρώτη η Μάνη τον αγώνα της απελευθέρωσης, κάτι που ήταν σύμφωνο και με τους σχεδιασμούς της Φιλικής Εταιρείας.
Έτσι, ακολούθησε η συγκέντρωση όλων των Μανιατών οπλαρχηγών, ύστερα από πρόσκληση του Πετρόμπεη, την 17η Μαρτίου 1821, στην Τσίμοβα, τη σημερινή Αρεόπολη, που ήταν η πρωτεύουσα των Μαυρομιχαλαίων.
Εκεί «συνεννοήθησαν να λάβωσι τα όπλα κατά των Τούρκων» -όπως μαρτυρεί ο Γενναίος Κολοκοτρώνης- και ο παριστάμενος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ανέλαβε να διαβιβάσει την απόφαση αυτή στους οπλαρχηγούς της Μεσσηνίας, της Αρκαδίας και της Αχαΐας.
Στην τοπική παράδοση, το γεγονός διασώθηκε σαν θρύλος, σύμφωνα με τον οποίο όλοι οι οπλαρχηγοί συγκεντρώθηκαν στην πλατεία της πόλης, μπροστά στο ναό των Ταξιαρχών, και στη θέση «Κοτρώνι» ύψωσαν την πρώτη επαναστατική σημαία, πρόχειρα κατασκευασμένη από λευκό ύφασμα, με γαλάζιο σταυρό στο κέντρο.
Στην επάνω πλευρά έγραφε «Νίκη ή Θάνατος» (και όχι «Ελευθερία», γιατί η Μάνη θεωρείτο ελεύθερη και αδούλωτη), και στην κάτω «ταν ή επί τας».
Η σημαία ευλογήθηκε από τους ιερείς και όλοι οι αρχηγοί, με προεξάρχοντα τον Κατσάκο Μαυρομιχάλη, ορκίσθηκαν γονυπετείς ότι ενωμένοι θα αγωνιστούν για την ελευθερία του έθνους.
Ο όρκος των Μανιατών μπροστά στην εκκλησία των Ταξιαρχών στην Αρεόπολη:
«Ορκίζομαι, εις το όνομα του Παντοδύναμού μας Θεού,
εις το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και της Αγίας Τριάδος,
να χύσω και την υστέραν ρανίδα του αίματός μου, υπέρ πίστεως και Πατρίδος.
Ορκίζομαι, να μη βλέψω εις τα όπισθεν εάν δεν αποδιώξω τον εχθρόν της Πατρίδος
και της Θρησκείας μου.
Ορκίζομαι, «Ταν ή επί Τας» και «Νίκη ή Θάνατος» υπέρ Πίστεως και Πατρίδος.»
Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης σηκώνει τη σημαία της επανάστασης στη ΜάνηPeter von Hess
Ο παπάς του χωριού όρκισε και ευλόγησε τα όπλα των καπεταναίων και των παλικαριών τους στην Εκκλησία των Ταξιαρχών. Οι ατίθασοι Μανιάτες ξεκίνησαν την Επανάσταση, οκτώ μέρες πριν από την γνωστή σε όλους έναρξη (25η Μαρτίου).
Αμέσως μετά, ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης και ο Γιατράκος ξεκινούν για τον Μιστρά και τη Μονεμβασιά, ενώ ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με 2.000 άνδρες για την Καλαμάτα.
Εν τω μεταξύ, στο άλλο άκρο της Πελοποννήσου σημειώνεται η πρώτη επαναστατική ενέργεια του Αγώνα, με την πολιορκία των Καλαβρύτων (21 Μαρτίου), την οποία υπερασπίζεται για λογαριασμό των Οθωμανών ο Ιμπραήμ Αρναούτογλου.
Μετά την αποτυχημένη έναρξη των επαναστατικών επιχειρήσεων στις παραδουνάβιες περιοχές της Μολδοβλαχίας το Φλεβάρη του 1821, αποφασίστηκε η έναρξη των επιχειρήσεων στην Μάνη που είχε οριστεί βασικό ορμητήριο του αγώνα.
Γιατί στη Μάνη
Το ετοιμοπόλεμο και εμπειροπόλεμο των κατοίκων της καθώς και η απουσία Οθωμανών στην περιοχή την καθιστούσαν ιδανική για μαζικό κίνημα, όπως και έγινε στις 17 Μαρτίου 1821 στην Αρεόπολη με επικεφαλή τον Πέτρο Μαυρομιχάλη. Οι φιλικοί τον είχαν ορίσει Αρχιστράτηγο για δύο λόγους.
Στην αρχή του αγώνα ήταν ο σημαντικότερος πρόκριτος διότι είχε χρήμα αλλά και πλήθος ενόπλων. Ο άλλος λόγος ήταν να καμφθούν οι όποιοι δισταγμοί του.
Ο Ιωάννης (Γενναίος) Κολοκοτρώνης, γιος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, αναφερόμενος στην Εθνική εξέγερση αναφέρει τα εξής:
«Αναπτυσσομένης της ιδέας περί της επαναστάσεως, ο σπινθήρ της ελευθερίας ήναπτε τον ενθουσιασμόν των Ελλήνων, οίτινες διενοούντο περί της ενάρξεως του πολέμου. Όθεν την 17ην Μαρτίου οι πρόκριτοι της Μάνης συνεννοήθησαν να λάβωσιν τα όπλα κατά των Τούρκων…».
Να σημειωθεί ότι η περιοχή της Μάνης είχε τότε περίπου 35.000 πληθυσμό, 180 οικισμούς και 800 πύργους, ενώ οι μαχητές της ανέρχονταν μέχρι και 10.000 άνδρες.
Από την πλευρά του, ο ιστορικός της επανάστασης Σπυρίδων Τρικούπης ο οποίος μίλησε με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, τον Λόντο, τον Ζαΐμη και άλλους προκρίτους της Αχαΐας γράφει για την έναρξη της επανάστασης:
«Ψευδής είναι η εν Ελλάδι επικρατούσα ιδέα ότι εν Μονή της Αγίας Λαύρας ανυψώθη κατά πρώτων η σημαία της Ελληνικής Επαναστάσεως. Την ιδέα ταύτην εξέφρασα και εγώ εν τω επικήδειώ μου λόγω εις Ανδρέα Ζαΐμη πριν εξακριβώσω την αλήθεια».
Όπως γίνεται αντιληπτό ακόμα και ο ιστορικός της εποχής Σπυρίδων Τρικούπης δυσκολεύτηκε να εντοπίσει την πραγματική ημερομηνία και τοποθεσία όπου πραγματοποιήθηκε η έναρξη της Εθνεγερσίας.