Toυ π. Γεώργιου Δορμπαράκη

 

«…καί σύν τῇ ἀσωμάτῳ φωνῇ, σωματούμενόν Σε θεωρῶν, Κύριε, ἐξίστατο καί ἵστατο, κραυγάζων πρός αὐτήν… Χαῖρε…».

(...και με την ασώματή του φωνή ο αρχάγγελος Γαβριήλ θεωρώντας Σε να παίρνεις σώμα στη μήτρα της Παναγίας, Κύριε, βρισκόταν σε έκσταση και στεκόταν κραυγάζοντας προς αυτήν... Χαίρε). 

Με τους πρώτους χαιρετισμούς η Εκκλησία μάς φέρνει μπροστά και πάλι στο γεγονός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου:  ο αρχάγγελος Γαβριήλ μεταφέρει το θεϊκό μήνυμα στην πάναγνη κόρη της Ναζαρέτ ότι πρόκειται να γεννήσει τον Υιό του Θεού ως άνθρωπο «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου». «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σοί καί δύναμις Ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι». Η υπακοή της Παρθένου Μαριάμ ενεργοποιεί τη χάρη και ο Κύριος «σωματώνεται» στη μήτρα της. Έκθαμβος ο αρχάγγελος θεωρώντας το υπέρ φύσιν μυστήριο ξεσπά σε δοξολογικές κραυγές προς τη Μητέρα πια του Κυρίου του – ο χαιρετισμός του συνιστά την έκφραση της διαπιστούμενης από αυτόν χάρης του Θεού.  

Έτσι στο γεγονός του Ευαγγελισμού επισημαίνουμε τρία βασικά σημεία: 1. Την ασώματη φωνή του αρχαγγέλου, η οποία αναγγέλλει την εκ του Ουρανού («οὐρανόθεν ἐπέμφθη») επέλευση της χάρης στην Παναγία. 2. Τη χαρισματική όραση του αρχαγγέλου που «θεάται» τη σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού στη μήτρα της Θεοτόκου, με την υπάρχουσα προϋπόθεση της εν υπακοή αποδοχής από αυτήν της προσφερόμενης χάρης. 3. Το δοξολογικό ξέσπασμά του με τον χαιρετισμό της κόρης Μαριάμ. 

Τα τρία αυτά στοιχεία λειτουργούν ως αιώνιος τύπος στην Εκκλησία για κάθε πιστό, κάτι που σημαίνει, όπως πολλάκις έχει επισημανθεί, ότι οι χαιρετισμοί της Θεοτόκου δεν αποτελούν εφεύρημα ανθρώπινο, αλλά επακολούθημα της αρχαγγελικής στάσης και διαγωγής. Ό,τι ένιωσε ως ανάγκη ο αρχάγγελος Γαβριήλ, το ίδιο νιώθει και κάθε πιστός, όταν ευρεθεί στο χαρισματικό σημείο στάσης του έναντι της Θεοτόκου, οπότε και από την άποψη αυτή κατανοεί ότι οι άγιοι άγγελοι δεν λειτουργούν μόνο ως δοξολογικά όντα του Τριαδικού Θεού, αλλά και ως τα κατ’ εξοχήν παραδείγματα για την εν Χριστώ ζωή του. 

Πιο συγκεκριμένα: Η ορθή στάση έναντι της Θεοτόκου πρωτίστως έχει χαρακτήρα δοξολογικό, κατ’ επέκταση δε παρακλητικό. Δοξολογούμε οι πιστοί την Παναγία, συνεπώς Κύριο τον Θεό μας, γιατί την έκανε το κατεξοχήν «δοχεῖον» της χάριτός Του. Κι επειδή ακριβώς «βλέπουμε» τη χάρη του Θεού που έχει, συνεπώς και τη δύναμή της ενώπιον του Υιού της, προστρέχουμε καθημερινά στις όποιες αδυναμίες και θλίψεις μας και την παρακαλούμε να μας βοηθήσει. «Πολύ ἰσχύει δέησις Μητρός πρός εὐμένειαν Δεσπότου». 

Μπορεί, όμως, να επισημάνει τη χάρη της Παναγίας και να την «χαιρετίσει» σωστά μόνον όποιος «θεωρεῖ» τον Χριστό να σαρκώνεται και στην δική του ύπαρξη. Όπως δηλαδή ο αρχάγγελος δοξολόγησε την Παναγία, διότι μετείχε ως «θεατής» της σάρκωσης του Θεού κατά τον Ευαγγελισμό της, έτσι και ο πιστός μόνον ως μέτοχος της σάρκωσης αυτής στην καρδιά του, συνεπώς ως μία δεύτερη Παναγία, μπορεί και να την «χαιρετίσει» με τον πρέποντα τρόπο. «Ἐν τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς», ψάλλει διαρκώς η Εκκλησία μας – βλέπουμε το φως του Θεού μόνον όταν μπορούμε να το δούμε πρώτα στην ύπαρξή μας. Και μην παραξενευόμαστε: στην πραγματικότητα ο Κύριος ήρθε στον κόσμο προκειμένου να μας καταστήσει όντως «Παναγίες», τόπους δηλαδή της δικής Του κατοικίας, όπως το είχε ήδη προαναγγείλει με τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης: «ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω», και το απεκάλυψε συγκεκριμέναμε τη σάρκωσή Του: «ἐν ἐμοί μένει (ο πιστός) κἀγώ ἐν αὐτῷ», κάτι που παραπέμπει βεβαίως στην ορθή ένταξη του ανθρώπου στο άγιο Σώμα Του, την Εκκλησία. 

Η Εκκλησία μας με την αγαπημένη ακολουθία των Χαιρετισμών ήδη απ’ αρχής μάς θέτει τις προϋποθέσεις της πνευματικής ζωής. Η στάση μας έναντι της Θεοτόκου –προέκταση της στάσης και των ίδιων των Αγγέλων– χαρακτηρίζει την ποιότητα της χριστιανοσύνης μας, η οποία δεν πρέπει να μένει στο επίπεδο ενός αβαθούς συναισθηματισμού, αλλά να προχωρεί στο βάθος της πραγματικής ένωσης με τον Χριστό, που είναι και το μόνο που εγγυάται την αιώνια σωτηρία μας. Οι Χαιρετισμοί πράγματι φανερώνουν το τί Χριστιανοί είμαστε.