Tου Δημητρίου Π. Λυκούδη, Θεολόγου, Φιλολόγου, Ιστορικού
Επλησίασε ένας νέος προσκυνητής τον ηγούμενο και γέροντα της Μονής: «Γέροντα, πες μου λόγο σωτήριο, λόγο παραμυθίας». Και ο γέροντας, φυσιογνωμία ασκητική μα και χαρίεσσα, χρόνια πολλά «κατατηκόμενος τω της ησυχίας έρωτι», απήντησε: «Παιδί μου, ο άνθρωπος που σταυρώνει τον εαυτό του και τα πάθη του, γίνεται επόπτης της αισθητής κτίσεως και μύστης της νοουμένης και αοράτου».
«Ο άνθρωπος που σταυρώνει τον εαυτό του και τα πάθη του…». Πόσες φορές είχα ακούσει και διαβάσει αυτή τη φράση και, αλήθεια, πόσες περισσότερες εστάθηκαν οι στιγμές, που δεν κατανοούσα την ουσία των περί αυτής (της φράσης) διαμειφθέντων. Ιδού, λοιπόν, περιστατικά, διηγήσεις και πρόσωπα που προσπάθησαν -και ακόμη προσπαθούν- να συμβάλλουν στην περαιτέρω κατανόηση και στην καρδιακή αποδοχή, από μέρους μου, αυτών των λόγων…
Ο Άγιος Θεόδωρος έζησε στα τέλη του 6ου αι. και στις αρχές του 7ου (κοίμηση 613, εορτάζει 22 Απριλίου). Καταγόταν από το χωριό Συκεοί της Αναστασιουπόλεως, επαρχίας της Άγκυρας. Ένεκα του τόπου καταγωγής ονομάστηκε Συκεώτης. Ήταν νόθος υιός μιας πόρνης! Έφθασε, δε, σε υψηλά μέτρα αγιότητος. Χειροτονήθηκε επίσκοπος, αλλά γρήγορα αποσύρθηκε στο μοναχικό κελί του, επιθυμώντας άκρα ταπείνωση, αφάνεια και αρέμβαστη προσευχή. Ιδού, σκέπτομαι: «Ο άνθρωπος που σταυρώνει τον εαυτό του και τα πάθη του». Και ο υμνωδός να συμπληρώνει: «Ο Σταυρός του Κυρίου, χαίρε στερρόν έρρεισμα, χαίρε των υμνούντων σε φύλαξ, χαίρε προπύργιον, τους προσκυνούντας σε εκ των του βίου σκανδάλων, ρύσαι και διάσωσον θεία δυνάμει σου».
Ο Όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης (1866-1938), μια από τις μεγαλύτερες σύγχρονες αγιορείτικες μορφές του μοναχισμού, είχε φθάσει σε τέτοια πνευματικά σταθμά “καλής αλλοίωσης”, που εβίωνε “προπτωτικές” καταστάσεις και άρρητες εμπειρίες και θεοφάνειες. Επικραίνετο πολύ κάθε φορά που, χωρίς να το επιδιώκει, ακουσίως, πατούσε ένα πεσμένο φύλλο ενός δέντρου στη γη. Έλεγε σχετικά: «Το να κόψεις ένα φύλλο χωρίς ανάγκη, δεν είναι βέβαια αμαρτία, προκαλεί όμως οίκτο, γιατί η καρδιά που έμαθε να αγαπάει, λυπάται όλη την κτίση» (πρεσβ. Διονυσίου Τάτση, Αποδημία σε Μοναστήρι, σελ. 8). Ιδού και πάλι, έμπροσθεν μου η φράση του γέροντα, «ο άνθρωπος που σταυρώνει τον εαυτό του και τα πάθη του…». Και ο υμνωδός, ως και πριν, να προσθέτει λόγια προσευχητικά, λέξεις παρακλήσεως: «Αμαρτίαις συμπέφυρμαι, και εκ τούτων ήλθον εις αλλεπάλληλον αρρωστίαν. Όθεν κράζω σοι, άμφω τας ιάσεις, Σταυρέ δώρησαι».
Ο λόγιος εκκλησιαστικός συγγραφέας Νικήτας Στηθάτος (1005-1090) τονίζει: «Η φύσις των πραγμάτων κρίνεται με την εσωτερική διάθεση της ψυχής, δηλαδή ο άνθρωπος σχηματίζει γνώμη για το ποιόν του γείτονά του από το ποιόν του εαυτού του». Και, ασφαλώς, αναφέρεται στον “κεκαθαρμένο” άνθρωπο, σε αυτόν που καθημερινά αγωνίζεται να “σταυρώσει” κάθε δικαίωμα και προνόμιο, που η “κοσμική” λογική τού υπαγορεύει και επιχειρεί να επιβάλλει.
Και προσθέτει ο άγιος Παΐσιος: «Τα πάθη προέρχονται από την “παρά φύσιν” χρήση των λειτουργιών του σώματος ή των δυνάμεων της ψυχής. Όταν αυτή η χρήση χρονίση, γίνεται κακή έξη». Ο δε Πρύτανης της Ερήμου, Όσιος Ισαάκ ο Σύρος, συμπληρώνει: «Απάθεια είναι, όχι το να μην αισθάνεται κανείς τα πάθη, αλλά το να μη δέχεται αυτά» (Ασκητικοί Λόγοι, Λόγος ΛΑ’, εκδ. Αστήρ, Αθήναι 1961, σελ. 273). Και διαβάζοντας τα γραφόμενα αυτά, έρχεται η προσωπική φιλαυτία μου, όχι βέβαια να συμπληρώσει – μη γένοιτο! – άλλωστε, «αετοί υφιπέται αυτοί και ημείς νήσσαι (πάπιες)» κατά το γεροντικό, αλλά ν᾿ αναφωνήσει ελεγχόμενη τα ευμνημόνευτα: «Ο άνθρωπος που σταυρώνει τον εαυτό του και τα πάθη του…». Και, πάλιν και πολλάκις, αντηχεί μελωδικά και κατανυχτικά ο υμνωδός, ψάλλοντας: «Γλύκανον ημών, την πικρίαν των θλίψεων, Σταυρέ Κυρίου, ο πάλαι της μερράς, πικρών υδάτων την πικρίαν ιασάμενος».
Ο αββάς Τιμόθεος ο πρεσβύτερος, διαβάζουμε στον Ευεργετινό, επισκέφθηκε τον αββά Ποιμένα: «Γέροντα, εις την Αίγυπτο, ζη μία πόρνη, η οποία τα χρήματα της αμαρτίας τα δίδει ελεημοσύνη», είπε στον αββά. Και ο γέρων Ποιμένας, απήντησε: «Η γυναίκα αυτή φαίνεται, ότι έχει μέσα της σπινθήρα πίστεως. Να είσαι βέβαιος, ότι δεν θα παραμείνη εις την πορνείαν» (Ευεργετινός, τόμος Δ’, Αθήναι 2001, 12, σελ. 47). Ωσάν τον παλαιοδιαθηκικό λόγο «ου μισήσεις τον αδελφόν σου τη διανοία σου» (Λευιτ. ιθ’ 17) και τον ιωάννειο στίχο «ο μη αγαπών τον αδελφόν μένει εν τω θανάτω» (Α’ Ιωάν. γ’ 14). Τα παρηγορητικά λόγια του γέροντα δεν εγκαταλείπουν τις σκέψεις μου: «Παιδί μου, ο άνθρωπος που σταυρώνει τον εαυτό του και τα πάθη του, γίνεται επόπτης της αισθητής κτίσεως και μύστης της νοουμένης και αοράτου».
Και, αλήθεια, πώς να λησμονήσω εκείνη την τεράστια μορφή, τον αείμνηστο λαϊκό ιεροκήρυκα Δημήτριο Παναγόπουλο (1916-1982), ο οποίος “όργωνε” ιεραποστολικά, όλη σχεδόν, την ελληνική επικράτεια! Επήγαινε στο νοσοκομείο “Σωτηρία”, τότε που επλεόναζαν εκεί οι φυματικοί άνθρωποι. Και, ενώ πολλοί δεν επερνούσαν ούτε από έξω, εκείνος ο μακάριος επήγαινε αυτοβούλως και αυτοθελήτως, ανυπερήφανος, και εδίδασκε το ευαγγέλιο του Χριστού, εσπούγγιζε το δάκρυ των αδελφών ασθενών και εκόμιζε σταυροαναστάσιμη χαρά εις όλους τους παρευρισκομένους. Ιδού, λοιπόν, ιδού «ο άνθρωπος που σταυρώνει τον εαυτό του και τα πάθη του». Και ο ψαλμωδός, σταθερός στο ιεροψαλτικό του διακόνημα, να προσθέτει: «Ο Κύριος ισχυρόν ημίν τείχος, και προστάτην και φρουρόν σε παρέσχε, και γαρ εν σοι εναντίαι δυνάμεις, εξηφανίσθησαν σθένει του κράτους σου. Ως έχεις ουν πάσαν ισχύν, ασθενούντας ημάς ισχύν ένδυσον».
Αγαπητοί μου, και όμως! “Σταύρωση” του δικαιώματος σημαίνει κόπος, φιλότιμο πνευματικό, αρχοντική και φιλάρετη προδιάθεση και προσπάθεια να μη λυπήσω τον Κύριο Ιησού Χριστό και την Κυρία Θεοτόκο. Ασφαλώς, ως προς τον αγώνα τον πνευματικό, δεν είμεθα μόνοι: «Έχομεν πιστοί, προστασίαν προς τον Κύριον, την Παναγίαν Παρθένον και τον Σταυρόν, ων καταπλήττει καί τους δαίμονας η δύναμις», «το ξύλον της ζωής και δύναμις υπέροπλος», «η ελπίς των πιστών καί σκέπη καί κραταίωμα», «το αγιότατον σκήπτρον του Χριστού, το ζωηφόρον ξύλον και στήριγμα των ορθοδόξων…».
Ο αββάς Ισίδωρος είπε: «Εγώ, όταν ήμουν νεώτερος και παρέμενα εις το κελλίον μου, δεν είχον μέτρον δια να προσδιορίζω τον χρόνο των ακολουθιών, διότι, δι᾿ εμέ, καί η νύκτα καί η ημέρα ήτο αδιαίρετος χρόνος διά συνεχή ακολουθίαν» (Ευεργετινός, τόμος Δ’, σελ. 215).
Και ο ψαλμωδός ταξιδεύει στα ουράνια την καρδιά μου, με την ταπεινή και καλλικέλαδη υμνωδία του: «Τον Σταυρόν τον τίμιον του Χριστού, σήμερον εκ πόθου προσκυνήσωμεν ευλαβώς…». Και τα λόγια του γέροντα, με τα οποία και εξεκίνησα σήμερα τα γραφόμενα, αντηχούν απανταχού, καί πάλι καί πολλάκις καί, ο Θεός να δώσει, εσαεί: «Παιδί μου, ο άνθρωπος που σταυρώνει τον εαυτό του και τα πάθη του, γίνεται επόπτης της αισθητής κτίσεως και μύστης της νοουμένης και αοράτου».