Της Λίτσας Ι. Χατζηφώτη, αρχαιολόγου
Μαθήτρια της τότε έκτης Γυμνασίου, σε αναλογία της σημερινής πρώτης Λυκείου, ευτύχησα να έχω καθηγητή Θρησκευτικών σε καλό εκπαιδευτήριο των Αθηνών και έναν θεολόγο, τις γνώσεις του οποίου δεν ήμουν τότε σε θέση να εκτιμήσω. Με γοήτευε, όμως, ο τρόπος που δίδασκε, ξεπερνώντας τις καθιερωμένες παραδόσεις της εποχής. Μας μιλούσε για τα βυζαντινά μνημεία, τη βυζαντινή τέχνη, για τύπους αρχιτεκτονικής των ναών, για σχολές αγιογραφίας και άλλα τέτοια πολλά, που άνοιγαν καινούργιους ορίζοντες στο πνεύμα κοριτσιών περίπου δεκαπέντε ετών, που το πολύ-πολύ που γνώριζαν για το θέμα ήταν ότι ο ναός είναι χώρος προσευχής.
Ο λόγος για τον αείμνηστο Μιχαήλ Χ. Γκητάκο, που φάνταζε στα κοριτσίστικα μάτια μας ως κάτι ιδιαίτερο. Είχε περίεργη φυσιογνωμία, δεν γνώριζες αν ήταν έτοιμος να εκραγεί ή να χαμογελάσει συγκαταβατικά, το μάθημά του ήταν τελείως διαφορετικό από των άλλων, ήταν από τους ελάχιστους άνδρες που δίδασκαν στο παρθεναγωγείο και εκ των υστέρων αντιληφθήκαμε πως μας «φουμάριζε», κάνοντάς μας να αγωνιούμε για το πώς είχαμε πει μάθημα, για να δούμε στο τέλος βαθμούς που και δικαιοσύνη μαρτυρούσαν και γνώση της ψυχολογίας του μαθητή.
Πολύ αργότερα, στο Πανεπιστήμιο, έμαθα ποιος πραγματικά ήταν ο Μ. Γκητάκος, όταν έγινε σε κάποιο μάθημα λόγος για τη Μονή Αγνούντος και αναφέρθηκαν οι μελέτες του για το μνημείο.
Πέρασαν ακόμα περισσότερα χρόνια για να γνωρίσω από κοντά το μνημείο. Από ένα ψήλωμα πάνω στον δρόμο που από την Κόρινθο οδηγεί στην Επίδαυρο, αλλά και πιο πέρα στο Κρανίδι, αγναντεύει το ήμερο, καταπράσινο και έρημο σ’ αυτή την περιοχή τοπίο, γειτονεύοντας με το αρχαίο ιερό της Επιδαύρου και προσφέροντας ένα ανεπανάληπτο ηλιοβασίλεμα στον προσκυνητή.
Πότε ακριβώς και από ποιον ιδρύθηκε δεν είναι με βεβαιότητα γνωστό. Υπάρχουν αναφορές και παραδόσεις μεταγενέστερες που δεν επιβεβαιώνονται. Η μελέτη των στοιχείων του αρχιτεκτονικού σχεδίου του καθολικού συνηγορεί στη χρονολόγησή του στον 11ο αιώνα και είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου.
Με βάση τα λείψανα από αρχαίο οικοδομικό υλικό, έχει εκφρασθεί η υπόθεση ότι ενδέχεται να προϋπήρχε στη θέση του αρχαίος ναός. Την υπόθεση ενισχύει και η ύπαρξη σε αρκετή απόσταση από τη μονή αρχαίου νεκροταφείου, που χρησιμοποίησαν αρχικά οι μοναχοί. Αργότερα δημιούργησαν νέο, πλησιέστερα, προς τα νότια, όπου οικοδομήθηκε το 1766 ναός αφιερωμένος στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, με αξιόλογες σύγχρονες τοιχογραφίες του μοναχού Θεοκλήτου.
Η μονή είναι σταυροπήγιο. Οι μοναχοί της έφθαναν κάποιες εποχές και τους εκατόν είκοσι και από αυτήν προήλθαν αργότερα και οι Μονές Καλαμίου και Ταξιαρχών. Αποτελεί το παλαιότερο μοναστικό κέντρο της περιοχής. Για πολλούς αιώνες υπήρξε πνευματικός και οικονομικός παράγοντας της Επιδαυρίας και πρόσφερε εργασία και οικονομική ενίσχυση στους κατοίκους της, που, όμως, με την πάροδο του χρόνου καταπάτησαν τα απέραντα κτήματά της. Παράλληλα, η αδυναμία πολλών μοναχών να διαχειριστούν με αποτελεσματικότητα την περιουσία και άλλοι παράγοντες συνετέλεσαν να περιέλθει σε τόση παρακμή, ώστε να συγχωνευθεί με τη Μονή Ταξιαρχών το 1874 και λίγο μετά, το 1891, με τη Μονή Ταλαντίου και να εγκαταλειφθεί από τους τελευταίους μοναχούς της, εκτός από έναν. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να υποστεί μεγάλες καταστροφές και λεηλασίες, αφού ακόμα και μέσα στον ναό εγκαταστάθηκαν βοσκοί.
Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας βοήθησε παντοιοτρόπως τους καταδιωγμένους. Κατά την Επανάσταση όλα τα υπάρχοντα των μοναχών τέθηκαν στην υπηρεσία του Αγώνα και ύστερα από αυτόν προσέφερε σημαντικά ποσά για την ανασυγκρότηση των σχολείων. Το 1980 κηρύχθηκε ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Προς το παρόν, υπάγεται ως μετόχι στη γειτονική Μονή Ταξιαρχών. Εκεί φυλάσσονται όσα πολύτιμα αντικείμενα διέφυγαν την καταστροφή ή τη λεηλασία, ανάμεσα σε αυτά και δεκαεπτά επίσημα τουρκικά έγγραφα, από τα οποία πληροφορούμαστε για τη νεότερη ιστορία της μονής. Σε αυτό συμβάλλουν και αρκετά έγγραφα των Γενικών Αρχείων του Κράτους που καλύπτουν το διάστημα 1835-1854.
Ψηλά τείχη με πύργους μεγαλύτερους και μικρότερους, καθώς και πολεμίστρες έκαναν το μοναστήρι απρόσβλητο από επιθέσεις. Ο περίβολος της μονής φθάνει σε ύψος 8 μ. Κατασκευάστηκε από αργούς λίθους με κονίαμα. Από τις πολεμίστρες διασώθηκε μόνο εκείνη της βορειοανατολικής γωνίας. Η κύρια είσοδο ανοίγεται στη δυτική πλευρά και έχει γίνει πρόβλεψη για την προστασία της.
Σε κάτοψη η μονή έχει σχήμα τετράπλευρο, που δίνει την εντύπωση του περίπου ορθογώνιου. Γύρω από το τείχος είναι προσκτισμένα, «σύγκολλα», όπως αναφέρει ο Γκητάκος, κελιά και διάφοροι αποθηκευτικοί και βοηθητικοί χώροι, το μαγκιπείο (ο φούρνος), η εστία (κουζίνα), η τράπεζα, το σκευοφυλάκιο, το δοχείο (ο χώρος που φυλάσσονται τα ρούχα και τα σκεπάσματα), ο πιθών (ο χώρος, δηλαδή, όπου αποθηκεύονταν το κρασί και το λάδι) κ.ά. Χαρακτηριστική είναι η ύπαρξη φωτανάματος, που δεν είναι πολύ συνηθισμένη κατασκευή και τη συναντάμε σε λίγα μοναστήρια, ιδίως περιοχών με ψυχρό κλίμα.
Στον δεύτερο όροφο των κελιών, που είναι μεταγενέστερα, εκτός των άλλων, υπήρχαν το ηγουμενείο στη βορειοδυτική γωνία του μνημείου, με τον μοναδικό εξώστη, το αρχονταρίκι και η βιβλιοθήκη. Μέσα από την είσοδο υπήρχαν κτιστά πεζούλια, όπου περίμεναν οι φτωχοί να πάρουν το βοήθημα που τους πρόσφεραν οι μοναχοί.
Tο καθολικό, περίπου στο κέντρο της λιθόστρωτης αυλής, έχει εξωτερικές διαστάσεις 11,80×6,25μ., είναι σύνθετου ρυθμού και φωτίζεται από δώδεκα μικρά παράθυρα στους τοίχους και άλλα τέσσερα σε ισάριθμες από τις οκτώ πλευρές του τρούλου. Πάνω από την είσοδο του ναού σχηματίζεται ημικυκλική κόγχη, όπου είναι ζωγραφισμένη η μορφή της Παναγίας Βρεφοκρατούσας, και πάνω από την κόγχη αυτή έχει εντοιχιστεί μαρμάρινο γλυπτό με λεοντοκεφαλή στο κέντρο του, που προέρχεται από υδρορροή οικοδομήματος του 4ου αι. π.Χ. Πάνω από το ανάγλυφο αυτό έχει επίσης εντοιχιστεί μια μαρμάρινη πλάκα με ανάγλυφο σταυρό.
Ο ναός έπαθε κατά καιρούς σημαντικές ζημιές και επισκευάσθηκε, λαμβάνοντας κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα την οριστική μορφή του, χωρίς να μεταβληθεί ουσιαστικά το αρχικό του σχέδιο. Εσωτερικά είναι κατάγραφος από τοιχογραφίες, που διατηρούνται γενικώς σε πολύ καλή κατάσταση. Επιγραφή που διασώζεται κάτω από το τόξο του παραθύρου της νότιας πλευράς του καθολικού μάς πληροφορεί ότι οι τοιχογραφίες φιλοτεχνήθηκαν το 1759, είναι έργα αξιόλογου αγιογράφου και περιλαμβάνουν σκηνές από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη, αγίους, μάρτυρες κ.ά. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο είναι νεότερο κι αυτό. Επιγραφή αναφέρει τη χρονολογία 1713. Από την επίστεψη σώζεται μόνο η Παναγία, ενώ τα άλλα έχουν κλαπεί. Οι εικόνες του τέμπλου είναι έργα του Ευσταθίου Κουρτέση.
Όσο κι αν τα ψηλά τειχία του μοναστηριού κρύβουν τις κακουχίες και τις περιπέτειές του κι όσο κι αν γίνονται προσπάθειες να συνεχισθούν οι αναστηλώσεις και οι επισκευές στο ρημαγμένο όχι τόσο από τον καιρό, αλλά κυρίως από την ανθρώπινη αδολεσχία μνημείο, ο περαστικός νιώθει, καθώς το αντικρίζει από μακριά, να τον αγγίζει μια θλίψη γι’ αυτό το μικρό, μα καλοφτιαγμένο μοναστήρι που θα μπορούσε να αποτελεί ζωντανό και φωτεινό προπύργιο της πίστης μας. Προς το παρόν, δέχεται με ανακούφιση το χάλκινο ζεστό φως του ήλιου, καθώς δύει πέρα, πάνω από τις ήμερες γραμμές των βουνών…