Αρχική » Να προσέξουμε, μη χάσουμε τον δρόμο!

Να προσέξουμε, μη χάσουμε τον δρόμο!

από christina

 

Του Δημητρίου Π. Λυκούδη,Θεολόγου, Φιλολόγου, Ιστορικού

Λέγουν και συμβουλεύουν οι άγιοι Πατέρες να προσέχουμε, να έχουμε εγρήγορση και νήψη, διότι ο εχθρός ούτε κοιμάται, ούτε διακόπτει την εχθρική του επιβουλή ένεκα σωματικής κοπώσεως (καθώς τα δαιμόνια είναι πνεύματα και δεν υπόκεινται σε ανθρώπινες ανάγκες), ούτε παύει, έστω προς στιγμήν, να μηχανεύεται άπειρους τρόπους για να οδηγήσει τον άνθρωπο και δη, τον πιστό Xριστιανό, στην απελπισία και στον όλεθρο. 

Ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης (579-649), αναφερόμενος στην εγρήγορση και νήψη του πιστού, μάς προτρέπει: «Η δίψα και η αγρυπνία πιέζουν την καρδιά. Και όταν πιεστεί η καρδιά, τότε εκπηδούν δάκρυα». Αυτά τα δάκρυα προσθέτουν ταπείνωση στον αγωνιστή πιστό, συγκρατούν την ειρήνη της ψυχής, ασφαλίζουν την ακατακρισία προς τους άλλους, ελκύουν αδιάκοπα την ευλογία και χάρη του Ουρανού. Και για να θυμηθώ τον, πολύ αγαπητό σ᾿ εμένα, μακαριστό παπά Εφραίμ, τον πρώην Φιλοθεΐτη, «όταν ο νους καθαρίζεται με δάκρυα, επειδή απομακρύνονται οι βλαπτικοί λογισμοί, το μάτι βλέπει καλύτερα και ο πιστός δεν κατακρίνει κανέναν, ουδεπόποτε».

Διαβάζω στον Ευεργετινό: «Κάποτε ο Αββάς Αμμωνάς μετέβη διά να συναντήση τον Αββάν Αντώνιον εις την έρημον. Έχασε όμως τον δρόμον και περιεπλανάτο εις την έρημον. Εις την κρίσιμον αυτήν κατάστασιν ευρισκόμενος, ο Αββάς Αμμωνάς, προσηυχήθη θερμώς προς τον Θεόν και είπε: “Κύριε και Θεέ μου, μη επιτρέψεις να χαθή το πλάσμα σου εδώ εις την έρημον”. Αμέσως τότε ενεφανίσθη ενώπιόν του ένα ανθρώπινον χέρι, ως να εκρέματο εκ του ουρανού, και τού υπεδείκνυε τον δρόμον, μέχρις ότου ήλθεν έξω από το σπήλαιον του Μεγάλου Αντωνίου» (τόμος Δ’, Υπόθεσις Ι’, 33, 260).

Κάποτε, ο Διογένης ο Κυνικός (412-323 π.Χ.) επέστρεφε από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Τον συνάντησε μια παρέα νέων και τον εσταμάτησαν για να τον λοιδορήσουν. Προς στιγμήν, ο αρχαίος φιλόσοφος μπερδεύτηκε, “έχασε τον δρόμο του”. Λίγο αργότερα, πήρε και συνήλθε, έλαβε θάρρος και στην ερώτηση των νέων αν είχε πολύ κόσμο στους Αγώνες, αποκρίθηκε: «Κόσμο είχε, ανθρώπους, όμως, όχι!».

Και άλλοτε, πάλι, ο ίδιος φιλόσοφος εστάθηκε στο κέντρο της Αγοράς, στην αρχαία Αθήνα. «Άνθρωποι, ω, άνθρωποι», εφώναζε δυνατά, «σπεύσατε σιμά μου, σπεύσατε…». Και όταν πολλοί, πράγματι, τον περικύκλωσαν για να περάσουν την ώρα τους και να γελάσουν μαζί του, βρήκε την ευκαιρία εκείνος, σαν να τους εκοίταγε στα μάτια, με απέχθεια και ειρωνεία, και εφώναξε: «Άνθρωποι, είπα, όχι καθάρματα…! Φύγετε, φύγετε από μπροστά μου». Και, όμως! Αν και ήσαν εκεί, όλοι μαζί συγκεντρωμένοι, αλήθεια, ποιος δύναται να αρνηθεί ότι ήσαν όλοι οι επικριτές του Διογένη, όλοι εκείνοι που μονίμως και διαρκώς τον λοιδορούσαν και εγελούσαν μαζί του, αυτοί που είχαν, προ πολλού, χάσει τον δρόμο…!

Να μη χάσουμε τον δρόμο, αγαπητέ μου αναγνώστα! Πόσοι και πόσοι, και είναι αλήθεια αναρίθμητοι, στην προσπάθειά τους να βρουν τον Ουρανό έχασαν τον δρόμο και, ενώ αναζητούσαν την πνευματικότητα, ούτε λίγο ούτε πολύ, έχασαν την ανθρωπιά τους!

Ο λόγος και πάλι στους σεβαστούς μας γέροντες και στη φιλέρημη και ασκητική Έρημο: «Δι᾿ ένα Γέροντα διηγούντο ότι εκοπίαζεν υπερβολικά εις τους ασκητικούς αγώνας του. Κάποτε λοιπόν ο Γέρων αυτός ετέλει την ακολουθίαν του και τον επεσκέφθη ένας άλλος Γέρων. Ενώ δε ακόμη ήτο απ᾿ έξω και ητοιμάζετο να κτυπήση την θύραν, τον ήκουσε να αγωνίζεται, από μέσα εις το κελλί, με τους λογισμούς του και να λέγη μεγαλοφώνως: Πόσον γρήγορα, δι᾿ ένα μόνον λόγον, όλα εκείνα απεχώρησαν και έφυγαν;». Και όταν ο επισκέπτης τον ρώτησε με ποιον συνομιλεί, ο Αββάς αποκρίθηκε: «Με τον λογισμόν μου, διότι έχω αποστηθίσει δεκατέσσαρα βιβλία, και όμως ένας μόνον λόγος, τον οποίον ήκουσα απ᾿ έξω, εστάθη ικανός να εκδιώξη από την διάνοιάν μου όλα όσα είχα μάθει και να παραμείνη κυρίαρχος, μόλις ήρχισα την ακολουθίαν μου. Δι᾿ αυτό επολέμουν με τον λογισμόν μου» (Αυτόθι, Υπόθεσις Η’, 2-4, 224-226).

Απαιτείται κόπος, μόχθος ακατάπαυστος, έμπονος αγώνας να μη χάσουμε τον δρόμο, να μην απολέσουμε την ανθρωπιά και πνευματικότητά μας, να μη χάσουμε την ελπίδα και το κουράγιο μας «Ο σιωπηλός και φιλέρημος μνησθήναι ου δύναται ό,τι έχει τις κατ᾿αυτού», διδάσκει ο Όσιος Ισαάκ ο Σύρος (613-700). Και συνεχίζει: «Ήμαρτες; ησύχασον, τουτέστι μη αναιδεύου έτι, μη προστίθει τοις μώλωψι τραύματα. Ησύχασον, και επίγνωθι καθ᾿ εαυτόν τι πέπραχας. Και μετά την επίγνωσιν, μετανόει εφ᾿ οις ήμαρτες».

Λέγουν για τον μεγάλο στρατηγό και πολιτικό της Αθήνας, τον ξακουστό Περικλή (494/495-429 π.Χ.), πως κάποτε, ενώ εγύριζε το βράδυ κατάκοπος στο σπίτι του, κάποιος τον ακολουθούσε, ώρα αρκετή και τον “εστόλιζε” με ύβρεις και χυδαιότητες. Επέρασε ώρα έως ότου να φθάσει ο πολιτικός στον προορισμό του. Και τότε, μπροστά στα έκπληκτα και ξαφνιασμένα μάτια του υβριστή του, ο Περικλής, στον υπηρέτη του που άνοιξε τη θύρα της οικίας του, έδωσε την ακόλουθη εντολή: «Πάρε, σε παρακαλώ, στα χέρια σου ένα φανάρι και οδήγησε τον άνθρωπο αυτόν (δείχνοντας τον υβριστή του), ώστε να επιστρέψει ασφαλώς στο σπίτι του. Είναι ήδη αργά, και το σκοτάδι καλύπτει τα πάντα» (ελλείψει άλλου φωτιστικού μέσου της εποχής).

Να μη χάσουμε τον δρόμο, αγαπητοί μου, ωσάν εκείνους τους “ονοματολάτρες” (αίρεση στο Άγιον Όρος, περίπου στα 1913), για τους οποίους, ο άγιος και χαρισματικός γέρων Καλλίνικος ο Ησυχαστής (εκοιμήθη 7/8/1930), ο νηπτικός, έλεγε: «Αυτοί άφησαν το κεφάλι και λατρεύουν την σκούφια». Να προσέξουμε, λοιπόν, να μη χάσουμε τον δρόμο!

Και αν πάλι λυγίσεις και πέσεις ή νέφος μελαγχολικό, νεφέλη απελπιστική σε επισκιάσει και σε εξουθενώσει πνευματικά, μην αποκάμνεις, μην απολέσεις την ειρήνη της καρδιά σου, μην επιτρέψεις να χαθεί “μη παραγωγικά πνευματικά ” μία ημέρα ακόμη, της επί γης διαμονής σου. Πάρε θάρρος αγωνιστικό, κάμνε κουράγιο ανθρώπινο, λάβε θεία παρηγοριά, μην απολέσεις τον δρόμο και ενθυμήσου εκείνα τα λόγια του μεγάλου Οσίου Εφραίμ του Σύρου (305-373), που τόσο επόνεσε και τόσα έπαθε μόνος στην Έρημο, επειδή πολύ αγάπησε Εκείνον: «Αγαπητέ, εάν πνεύμα αμελείας σε ενοχλήση, μη κατάπιπτε, αλλά δεήθητι του Κυρίου, και θέλει σοι παρέξει την μακροθυμίαν, και μετά την προσευχήν, καθήσας σύναξον τους λογισμούς σου, και παρηγόρει την ψυχήν σου κατά τον λέγοντα: “Διατί είσαι περίλυπος ψυχή μου, και διατί με συνταράσσεις; Έλπισον εις τον Θεόν, ότι θέλω εξομολογηθή εις αυτόν, και ο Θεός μου θέλει μοι είναι σωτηρία…» (Ασκητικά, κεφ. Ο’, 207).

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ