Το Σούλι επισκέφθηκε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Κατερίνα Σακελλαροπούλου για να παραστεί στις εκδηλώσεις μνήμης του Ολοκαυτώματος.
Η κ. Σακελλαροπούλου, μετά τη Δοξολογία στην οποία παρέστη στο Ναό Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, χοροστατούντος του Μητροπολίτη Παραμυθίας κ. Τίτου, κατέθεσε στεφάνι στο Ηρώο του Σουλίου.
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναφέρθηκε στην μνήμη του Ολοκαυτώματος και στην ιστορική σημασία των εκδηλώσεων: « Με συγκίνηση βρίσκομαι στο ηρωικό Σούλι, τον περήφανο τόπο που το όνομά του αποτελεί διαχρονικό σύμβολο του αγώνα για την ελευθερία.
Τιμάμε τη μνήμη αυτών των τολμηρών ψυχών, των γυναικών του Ζαλόγγου, των ανδρών που τινάχτηκαν στον αέρα στο Κούγκι, των γενναίων πολεμιστών που πέρασαν από τούτα τα βουνά και τα λαγκάδια σαν ιερή φωτιά που θα καταυγάζει πάντα, με το λαμπρό της φως, τη μοίρα του ελληνισμού.
Στο Σούλι, άνδρες και γυναίκες προσέδωσαν στην έννοια της αυτοθυσίας το πιο βαθύ περιεχόμενο. Τους ευγνωμονούμε για την ανδρεία τους και εμπνεόμαστε από το όραμά τους».
Και πρόσθεσε ακόμη, στη σύντομη ομιλία της: «Στη συλλογική συνείδηση των Ελλήνων το Σούλι είναι σύμβολο, μύθος και πραγματικότητα. Ή μάλλον είναι μια πραγματικότητα που μυθοποιήθηκε μέσα στον χρόνο, ακριβώς γιατί τα στοιχεία που την συναπάρτιζαν ήταν ηρωικά, ποιητικά. Ο τόπος ορεινός, άγριος, δυσπρόσιτος, φυσικά οχυρωμένος. Οι άνθρωποι ανυπότακτοι, αδούλωτοι στο φρόνημα, με ήθη αυστηρά και ισχυρό το αίσθημα της τιμής, μεγαλόψυχοι, φιλοπάτριδες.
Όπως έγραψε ο Χριστόφορος Περραιβός, που γνώρισε τους Σουλιώτες όταν τον έστειλε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης για να τους μυήσει στην Επανάσταση, «όλη τους η γύμνασις παιδιόθεν είναι εις τα άρματα. Με αυτά τρώγουν, με αυτά κοιμούνται, με αυτά ξυπνούν». Άντρες, γυναίκες, παιδιά πολεμούν ισότιμα. Από το 1635, όταν σύμφωνα με την τοπική παράδοση άρχισαν να συγκρούονται με τους Οθωμανούς, με αποκορύφωμα τους πολέμους τους εναντίον του Αλή Πασά, η ανδρεία, η αυτοθυσία, η φλογερή προσήλωσή τους στο ιδανικό της ελευθερίας ενέπνευσαν σεβασμό και δέος. «Η διαυθέντευσις των Σουλιωτών κατά του της Ηπείρου τυράννου αρκετώς θέλει αποδείξει, ότι η Ελλάς γεννά ακόμη Λεωνίδας και Θεμιστοκλείς», έγραψε ο ανώνυμος συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας.
Το Σούλι, η θυσία των γυναικών του Ζαλόγγου, η ανατίναξη της μπαρουταποθήκης στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής στο Κούγκι από τον καλόγηρο Σαμουήλ, η γενναία αντίσταση της Δέσπως Σέχου στον πύργο του Δημουλά, η ηρωική έξοδος από τη Μονή του Σέλτσου και ο σφαγιασμός των πολιορκημένων, το άλμα των γυναικόπαιδων προς τον θάνατο μετά την κατάληψη της Μονής για να αποφύγουν τον εξανδραποδισμό και την ατίμωση, είναι κορυφαίες στιγμές μιας τραγικής και ένδοξης, πολύχρονης ιστορίας.
Κρατώ τον συγκλονιστικό σχολιασμό του τέλους της δεκαοκτάχρονης άνισης πάλης των Σουλιωτών με τον «τρομερότερον των τυράννων Αλή Πασά», από τον Λάμπρο Κουτσονίκα, εγγονό του συμπολεμιστή των Μποτσαραίων γέρο Κουτσονίκα. Ο Λάμπρος Κουτσονίκας που έχασε παππού, πατέρα και θείο στη μάχη του Σέλτσου (1804) όταν ο ίδιος ήταν παιδί, θα αγωνιστεί αργότερα ως επικεφαλής μιας ένοπλης μονάδας στην Επανάσταση του 1821 και θα συγγράψει την «Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως».
Από τις σελίδες της Ιστορίας του αντλώ ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα: «Ο Αλή Πασάς, τον οποίον η κακή μοίρα αυτών έφερε εν τη γειτονία των, μη έχων ουδέν όσιον ουδ’ ιερόν εν εαυτώ, μετεχειρίσθη άπαντα τα μέσα των απιστιών, δολιοτήτων και πάσης μοχθηρίας, μαχόμενος και δολιευόμενος επί δεκαοεκτατείαν τους ελευθέρους αυτούς πατριώτας της Ηπείρου. Δια των μοχθηροτέρων μέσων, απεξένωσε μεν της πατρίδος αυτών, αλλά δεν ηδυνήθη να υποδουλώση, διότι οι ήρωες ούτοι Έλληνες επρόκριναν οι μεν με τα όπλα εις τας χείρας να αποθάνουν, ως οι εν Θερμοπύλαις Σπαρτιάται, οι δε δυνάμενοι, πατώντες επί των εχθρικών πτωμάτων, να διέλθουν και μεταναστεύσουν εις ελεύθερον κράτος, ουχί όμως και ποτέ να υποκύψωσι και να γίνωσι δούλοι των βαρβάρων τυράννων».