Αρχική » Ευτυχώς που υπάρχει το Άγιον Όρος, αυτή η πνευματική όαση

Ευτυχώς που υπάρχει το Άγιον Όρος, αυτή η πνευματική όαση

από kivotos

Του π. Αντωνίου Χρήστου, εφημερίου στον Ι.Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Δικηγορικών Γλυφάδας

 

Δοξάζω τον Θεό γιατί πρόσφατα αξιώθηκα να επισκεφθώ το Άγιον Όρος για τρίτη φορά στη ζωή μου (δεύτερη ως κληρικός). Με μια ομάδα τριάντα ανθρώπων προσκυνήσαμε στο «περιβόλι της Παναγίας» και ζήσαμε λίγο από αυτό που λέμε μοναχική κοινοβιακή ζωή. Όσοι έχουν ανάλογη εμπειρία τέτοιας επισκέψεως μπορούν να βεβαιώσουν αναντίρρητα ότι, ανεξάρτητα από τις ημέρες που θα μείνει κανείς εκεί, πραγματικά αναγεννιέται πνευματικά και με περισσή ευλογία και άνωθεν δύναμη γυρνά έξω, στον υπόλοιπο κόσμο, της κρίσης και της ανασφάλειας.

Στο άρθρο μας αυτό θα προσπαθήσουμε επιγραμματικά να εξηγήσουμε, ιδιαίτερα στις γυναίκες, που δεν μπορούν να επισκεφθούν το Άγιον Όρος, λόγω του άβατου, αλλά και σε άνδρες που δεν το έχουν επισκεφθεί, τουλάχιστον ακόμη, τι θα συναντήσει κανείς εκεί και τι είναι αυτό που το ξεχωρίζει και το καθιστά σημείο αναφοράς στην πνευματική ζωή, όχι μόνο του τόπου μας, αλλά του κόσμου ολόκληρου.

Αφήνοντας την Ουρανούπολη (το τελευταίο κατοικήσιμο χωριό) με το καραβάκι και αντικρίζοντας το τρίτο πόδι της Χαλκιδικής, αισθάνεσαι αμέσως ότι κάτι αλλάζει. Το φυσικό περιβάλλον είναι σχεδόν παρθένο και όμορφο. Όταν ιδιαίτερα πλησιάζεις τους πρώτους αρσανάδες των μονών (είναι τα από θαλάσσης σημεία προσέγγισής τους) και τα πρώτα μοναστήρια, που είναι εντυπωσιακά ως κτίσματα, ανάμεσα στον χρόνο και την Ιστορία, τότε αντιλαμβάνεσαι ότι κάποια άλλη ζωή υπάρχει, εντελώς διαφορετική, από αυτή στις τσιμεντουπόλεις που έχουμε φτιάξει.

Κατεβαίνοντας στο μοναστήρι όπου είναι να φιλοξενηθείς, με το που φτάνεις στην είσοδό του ένας νέος, πραγματικά, κόσμος ανοίγεται. Τα τείχη της μονής εντυπωσιάζουν, αλλά ταυτόχρονα μαρτυρούν την επιθετική-ληστρική διάθεση των πειρατών τότε, αλλά και του κόσμου γενικότερα σήμερα και του κάθε προσκυνητή ξεχωριστά!

Ο αρχοντάρης (ο μοναχός που έχει το διακόνημα της υποδοχής των προσκυνητών), καλοσυνάτος, αλλά και μετρημένος σε κουβέντες, μας καλωσορίζει. Ελέγχει τα διαμονητήρια και τα ονόματα που είχε στην κράτηση, μας δίνει να γράψουμε τα στοιχεία μας στο βιβλίο προσκυνητών και μας κερνάει το κλασικό λουκουμάκι με νερό. Μετά, μας ενημερώνει για το πρόγραμμα της μονής και μας οδηγεί στα δωμάτια-κελιά μας. Όλα είναι καθαρά, λιτά, απλά, αλλά ταυτόχρονα ακτινοβολούν μια αρχοντιά.

Μέχρι να ξεκινήσει ο εσπερινός, υπάρχει χρόνος για μια ξενάγηση στη μονή. Το καθολικό (ο κεντρικός ναός) δεσπόζει στο κέντρο της. Γύρω-γύρω τα βοηθητικά κτίσματα και τα κελιά των μοναχών, όλα σε αρμονία, τίποτα περιττό. Τίποτα δεν «περισσεύει» και λίγο έξω από τη μονή: εργατόσπιτα, καλλιέργειες από αμπέλια και όλων των ειδών τα ζαρζαβατικά. Λίγο πιο εκεί, ένα παρεκκλήσιο και το κοιμητήριο της μονής. Ένας σταυρός με το όνομα των κεκοιμημένων και τίποτα άλλο μάς διδάσκει…!

Την περιήγησή μας διακόπτει το χτύπημα του ταλάντου, που μας καλεί για τον εσπερινό. Ο μοναχός που το κτυπάει φοράει τον μοναχικό του μανδύα και είναι εντυπωσιακός ως εικόνα. Μπαίνουμε στην εκκλησία μαζί με τους μοναχούς, που καταφτάνουν με τα εξώρασα και τα κουκούλια τους. Οι μορφές τους, ασκητικές, αλλά και αγέρωχες. Είναι κάθε ηλικίας, ηλικιωμένοι, μεσήλικοι και νέοι. Μπαίνουν στον ναό, ασπάζονται τις εικόνες και κάθονται στα στασίδια τους. Το ίδιο και εμείς, οι προσκυνητές, εντυπωσιασμένοι από τις αγιογραφίες, το τέμπλο και όλη την κατάνυξη που αισθανόμαστε ήδη από τα πρώτα αναγνώσματα της Θ’ Ώρας και τις πρώτες ψαλμωδίες του εσπερινού λίγο αργότερα -και μάλιστα χωρίς μικρόφωνα-, που ακούγονται χωρίς πρόβλημα, λόγω της απόλυτης ησυχίας, αλλά και της άριστης ακουστικής. Ο ηγούμενος βρίσκεται και αυτός στο ειδικό στασίδι του και με σεβασμό όλοι οι πατέρες και οι προσκυνητές λαμβάνουμε την ευχή του.

Μετά το τέλος της Ακολουθίας, όλοι μεταβαίνουμε στην τράπεζα (τραπεζαρία) της μονής. Γίνεται προσευχή και ευλογία και όλοι καθόμαστε για το λιτό δείπνο: νερόβραστες φακές, με συνοδευτικό ωμά μαρουλόφυλλα και μήλο. Στο σπίτι μου θα ήταν αδιανόητο να φάω ένα τέτοιο γεύμα και όμως, εδώ το κάνω και μάλιστα η γεύση του είναι ευχάριστη, σαν να έχει λάδι! Το μόνο που ακούγεται είναι ο ήχος των σκευών και η φωνή του μοναχού που έχει το διακόνημα να αναγιγνώσκει στην τράπεζα. Οπότε δεν τρέφεται μόνο το σώμα, αλλά και η ψυχή. Ο ηγούμενος κτυπάει ξαφνικά ένα καμπανάκι, που σημαίνει ότι είναι η ώρα να πιει κάποιος νερό ή κρασί, όταν έχει κατάλυση οίνου ή ελαίου.

Σε σύντομο χρονικό διάστημα, το φαγητό τελειώνει, ευλογούνται τα περισσεύματα και στην έξοδο από την τράπεζα στέκεται ο ηγούμενος ευλογών και οι τρεις μάγειρες σε ικετευτική στάση, βάζοντας μετάνοια στους υπόλοιπους πατέρες και τους προσκυνητές αν δεν τους ευχαρίστησαν με τη μαγειρική τους. Το τάλαντο κτυπά και πάλι και αμέσως ξεκινά το απόδειπνο. Στο τέλος, ασπαζόμαστε όλοι τις εικόνες, το χέρι του ηγουμένου και ο καθένας κάνει σχήμα-μετάνοια προς τους άλλους, ώστε να είναι συγχωρεμένος σε περίπτωση που δεν ξημερώσει και τον έχει καλέσει ο Κύριος κοντά Του.

Εμείς, οι προσκυνητές, παραμένουμε γιατί μας βγάζουν τους πνευματικούς θησαυρούς, δηλαδή τα πολλά άγια λείψανα αγίων, τα οποία κατέχουν οι μονές, προς προσκύνηση. Η ευλογία μάς διαπερνά και μας είναι αισθητή, εκτός από την ψυχή, στα χείλη και στην οσμή! Όταν βγαίνουμε προς τα έξω, οι μοναχοί έχουν χαθεί στα κελιά τους. Το ίδιο κάνουμε και εμείς, αν και η ώρα είναι μόλις 7 μ.μ. Όμως στις 7.30 μ.μ. ξαπλώνουμε, γιατί στις 2 π.μ. ξεκινά η Ακολουθία του Μεσονυκτικού (σε άλλες μονές ξεκινά στις 3 ή 3.30 ή και τις 4 π.μ., ανάλογα με το μοναστήρι).

Ο καθένας κάνει σχήμα-μετάνοια προς τους άλλους, ώστε να είναι συγχωρεμένος σε περίπτωση που δεν ξημερώσει και τον έχει καλέσει ο Κύριος κοντά Του

Την ώρα που ο κόσμος ξεκουράζεται, οι μοναχοί αγρυπνούν για τον εαυτό τους και τον κόσμο. Είναι άλλο να το ακούς αυτό και άλλο να το βλέπεις μπροστά σου. Στο καθολικό, με τον χαμηλό φωτισμό, την εναλλαγή των Ακολουθιών και την τέλεση της Θείας Λειτουργίας, το σκηνικό είναι άκρως κατανυκτικό και η Χάρη του Θεού σε πλημμυρίζει πιο πολύ από ποτέ. Η Ακολουθία τελειώνει στις 8 το πρωί! Τόσες ώρες, και όμως δεν κουράζεσαι! Αμέσως πηγαίνουμε στην τράπεζα, όπου τρώμε κανονικό μεσημεριανό, αυτή τη φορά λαζάνια με τυρί και κρασί. Στις 9.30 ήδη έχουμε πάρει τα πράγματα για να πάμε στο λιμανάκι και να πάρουμε το καραβάκι για το επόμενο μοναστήρι…

Τελικά, καταλαβαίνεις απόλυτα αυτό που είπε ο Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ του Έσσεξ: «Στο Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου, όλοι μιλούσαν για τον Θεό, αλλά Θεό δεν είδα, ενώ όταν πήγα στο Άγιο Όρος, κανείς δεν μιλούσε για τον Θεό και όλα έδειχναν τον Θεό».

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ