Της Δήμητρας Παλαιολόγου
Χιλιάδες είναι οι πιστοί που συρρέουν στο Μοναστήρι της Πούντας, κοντά στο Καναλάκι Πρεβέζης, για να προσκυνήσουν τον τάφο της Αγίας Παρασκευής. Χιλιάδες είναι και τα χρυσά και ασημένια μάτια που αφήνουν ως τάματα. Για την ορθόδοξη πίστη, η Αγία Παρασκευή δεν είναι απλώς μια μεγάλη αγία· είναι ο «βράχος της αρετής» και η προστάτιδα των ματιών, που με τα αναρίθμητα θαύματά της, έτσι όπως καταγράφονται στην αγιογραφία της, έχει θεραπεύσει πλήθος κόσμου.
Η Αγία Παρασκευή γεννήθηκε στη Ρώμη επί αυτοκρατορίας Αντωνίνου Πίου (138-161 μ.Χ.). Οι γονείς της, Αγάθωνας και Πολιτεία, ήταν εύποροι χριστιανοί, που τη μεγάλωσαν «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», για αυτό και από παιδί ακολούθησε τον δρόμο της ορθόδοξης πίστης.
Στα είκοσί της έχασε τους γονείς της και αποφάσισε να μοιράσει όλη την περιουσία της στους φτωχούς, στις χήρες και τα ορφανά, ενώ ένα μέρος το προσέφερε «εις κοινόν ταμείον παρθένων, αι οποία έζων ομού, αφιερωμέναι εις τα έργα του ελέους και εις την διάδοσιν του Ευαγγελίου». Τα επόμενα χρόνια της ζωής της τα αφιέρωσε στην προσευχή και την ελεημοσύνη. Ήταν τόσο μεγάλη η προσήλωσή της στον Θεό όσο και τα θαύματά της, που έγιναν κατά τη διάρκεια των μαρτυρίων της και έκαναν πολλούς να πιστέψουν.
Τα πρώτα βασανιστήρια
Το μαρτύριο για την Αγία Παρασκευή ξεκίνησε όταν η ιεραποστολική της δράση καταγγέλθηκε στον αυτοκράτορα Αντωνίνο. «Μια γυναίκα, που λέγεται Παρασκευή, κηρύττει τον Ιησού, τον Υιό της Μαρίας», λέγεται πως του μετέφεραν. Εκείνος έδωσε εντολή να τη συλλάβουν. Σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση, προσπάθησε με διάφορες κολακείες να την πείσει να αρνηθεί την πίστη της. «Εγώ με τη δύναμη των μεγάλων θεών σε θαυμάζω για τα νιάτα σου και την ομορφιά σου. Γι’ αυτό και σε συμβουλεύω να θυσιάσεις στους θεούς, που σου έδωκαν αυτή την ωραιότητα. Και αν, μεν, με ακούσεις και κάνεις ό,τι σου λέγω εγώ, θα σε φορτώσω δώρα. Αν όμως δεν με ακούσεις και σταθείς με πείσμα στο θέλημά σου και αντίθετη στις διαταγές μου, μάθε ότι θα σε τιμωρήσω με φοβερά βασανιστήρια».
Η νεαρή τότε Παρασκευή, αναφέρει η παράδοση, λέγεται ότι του είπε: «Μη νομίσεις, βασιλιά, ότι με τις κολακείες αυτές ή με παρόμοιους φοβερισμούς θα αρνηθώ τον Ιησού Χριστό, διότι δεν υπάρχει κανένας βασανισμός ούτε τιμωρία ούτε παιδεμός που να με χωρίσει από την αγάπη Του».
Η απάντησή της τον εξόργισε. Στρατιώτες πύρωσαν μια σιδερένια περικεφαλαία και την τοποθέτησαν στο κεφάλι της. Δεν έπαθε το παραμικρό. Όλοι όσοι ήταν μπροστά ασπάστηκαν τον χριστιανισμό και ζήτησαν να βαπτιστούν, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση του αυτοκράτορα, ο οποίος διέταξε τον αποκεφαλισμό τους.
Η Παρασκευή οδηγήθηκε ξανά στη φυλακή. Ένα βράδυ, σύμφωνα με όλα όσα αναφέρονται στον βίο της, εμφανίστηκε μπροστά της ένας άγγελος. Στα χέρια του κρατούσε έναν φωτεινό σταυρό, καλάμι, σπόγγο και στεφάνι: «Χαίρε, Παρασκευή, αθληφόρε του Κυρίου. Μη φοβάσαι τα βασανιστήρια του αυτοκράτορα. Διότι ο Κύριος, που καταδέχθηκε να σταυρωθεί για τη σωτηρία των ανθρώπων, θα είναι βοηθός και θα σε λυτρώσει από κάθε μελλοντική δοκιμασία σου».
Το πρωί, οι στρατιώτες την οδήγησαν στον αυτοκράτορα. «Παρασκευή, έβαλες μυαλό έπειτα από τη χθεσινή τιμωρία ή επιμένεις ακόμη σε αυτή τη βλακεία;», τη ρώτησε. «Τι νομίζεις, ασεβέστατε τύραννε, πως με τέτοιες τιμωρίες θα μου σαλέψεις τον ασάλευτο πύργο της ψυχής μου, την πίστη μου στον Χριστό; Ευκολότερο είναι να μαλακώσεις το σίδερο παρά να μετατρέψεις την καλή μου σκέψη. Και αν θέλεις, δοκίμασε τη δύναμη του Χριστού μου», του απάντησε. Τότε, ο αυτοκράτορας διέταξε τους στρατιώτες να την κρεμάσουν από τα μαλλιά και με αναμμένες λαμπάδες να καίνε το σώμα της.
Γιατί χαρακτηρίστηκε προστάτιδα των ματιών
«Σου δίνω τρεις μέρες προθεσμία. Αν δεν με υπακούσεις, τότε θα σε θανατώσω», λέγεται πως την απείλησε ο αυτοκράτορας. «Βασιλεύ, εκείνο που πρόκειται να κάνεις σε τρεις μέρες κάν’ το τώρα, γιατί εγώ δεν αρνούμαι τον Χριστό μου», είπε η Παρασκευή.
Οι βασανιστές της την έριξαν σε ένα καζάνι γεμάτο καυτό λάδι και πίσσα. Όμως και πάλι η αγία δεν υπέστη το παραμικρό. Τότε, ο αυτοκράτορας την πλησίασε και της είπε: «Ράντισέ με με το λάδι αυτό, για να διαπιστώσω αν πραγματικά είναι καυτό, όπως και η πίσσα». Η Παρασκευή πήρε στη χούφτα της λάδι και πίσσα και τα έριξε στο πρόσωπό του, με αποτέλεσμα να χάσει το φως του. Πανικόβλητος ο Αντωνίνος φώναξε: «Ελέησόν με, δούλη του αληθινού Θεού, και δος μοι το φως των οφθαλμών μου και πιστεύσω εις τον Θεόν, ον συ κηρύττεις».
Και πράγματι η Αγία Παρασκευή προσευχήθηκε. Ο αυτοκράτορας ξαναβρήκε το φως του και υποσχέθηκε να βαφτιστεί χριστιανός. Έτσι και έγινε και από τότε ονομάστηκε «Ευσεβής». Μετά από αυτό σταμάτησαν και οι διωγμοί των χριστιανών και αρκετοί προσχώρησαν στη χριστιανική πίστη, ενώ η Παρασκευή αφέθηκε ελεύθερη.
Το μαρτυρικό τέλος
Η Οσιομάρτυρας δεν σταμάτησε να κηρύττει τον Λόγο του Θεού. Γυρνούσε από χώρα σε χώρα, από πόλη σε πόλη και δίδασκε την ορθόδοξη πίστη.
Όταν πέθανε ο αυτοκράτορας Αντωνίνος, τον διαδέχτηκε ο Μάρκος Αυρήλιος (161-180 μ.Χ.), ο οποίος άνοιξε έναν νέο κύκλο διωγμών κατά των χριστιανών. Από τους πρώτους που συνέλαβαν ήταν η Παρασκευή. Ο Μάρκος Αυρήλιος έδωσε εντολή σε δύο έπαρχους, τον Ασκληπιό και τον Ταράσιο, να τη βασανίσουν. Λέγεται ότι με εντολή του Ασκληπιού η αγία οδηγήθηκε αρχικά σε μια σπηλιά όπου βρισκόταν ένα τεράστιο φίδι, το οποίο σκότωνε όλους όσοι είχαν καταδικαστεί σε θάνατο. Η Παρασκευή δεν φοβήθηκε ούτε στιγμή. Έκανε τον σταυρό της, φύσηξε προς το μέρος του φιδιού και εκείνο ξεψύχησε. Όλοι όσοι ήταν μπροστά δήλωσαν την πίστη τους στον Χριστό και βαφτίστηκαν.
Αργότερα, ο Ταράσιος, στην προσπάθειά του να την κάνει να αλλαξοπιστήσει, διέταξε να τη ρίξουν σε καζάνι με καυτό λάδι και πίσσα. Σύμφωνα με την αγιογραφία της, ένας άγγελος εμφανίστηκε και έσβησε τη φωτιά. Οι στρατιώτες τη μαστίγωσαν, την κάρφωσαν και μάλιστα λέγεται ότι τοποθέτησαν πάνω στο στέρνο της μια βαριά πλάκα. Η Παρασκευή υπέμεινε σιωπηλά τα βασανιστήριά της. Μονάχα προσευχόταν. Ενα βράδυ εμφανίστηκε μέσα στη φυλακή όπου κρατούνταν δεμένη ο Χριστός, συνοδευόμενος από πλήθος αγγέλων, και της θεράπευσε τις πληγές. «Χαίρε, Παρασκευή καλλιπάρθενε. Μη δειλιάσεις στα βάσανα, γιατί η Χάρις Μου θα είναι μαζί σου. Λίγο ακόμη να υπομείνεις και θα έλθεις να βασιλεύεις μαζί μου αιώνια».
Όταν ο Ταράσιος διαπίστωσε ότι δεν έχει πάνω της καμία πληγή από τα βασανιστήρια, της είπε: «Βλέπεις πως σε αγαπούν οι μεγάλοι θεοί και σε γιατρέψανε; Λυπήθηκαν την ωραιότητά σου και δεν έπρεπε να μείνει επάνω σου καμιά ασχήμια. Μη, λοιπόν, τους δείξεις αχαριστία. Έλα κοντά μας στον ναό να τους προσκυνήσεις και να λάβεις και από μένα πολλά δώρα».
Η Παρασκευή τού απάντησε: «Δεν με γιάτρεψαν οι θεοί σου, τύραννε, αλλά ο Χριστός μου, ο αληθινός Θεός, που Τον πιστεύω και Τον λατρεύω και ο οποίος με επισκέφτηκε τη νύκτα στη φυλακή. Επειδή όμως θέλεις να πάμε στον ναό, ας πάμε να δούμε ποιους θεούς θέλεις να προσκυνήσω». Μόλις η Παρασκευή εισήλθε στον ναό, έκανε το σημείο του σταυρού και τότε ακούστηκε ένας δυνατός ήχος. Ο ναός άρχισε σιγά-σιγά να γκρεμίζεται. Ο κόσμος που παρακολουθούσε αγρίεψε και της επιτέθηκε ξυλοκοπώντας την άγρια. Πολλοί μάλιστα ζητούσαν να αποκεφαλιστεί.
«Την Παρασκευή, που ύβρισε τους θεούς, η οποία κατεφρόνησε την εξουσία μας, κηρύττει δε τον πλάνον Χριστόν σαν αληθινό θεόν, προστάζω να της κόψετε την μιαράν κεφαλήν» είπε τότε ο Ταράσιος.
Οι δήμιοι την οδήγησαν στον τόπο της εκτελέσεως. Η Αγία Παρασκευή δεν ζήτησε τίποτε άλλο παρά λίγα λεπτά προσευχής. Σήκωσε τα χέρια της στον ουρανό: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του αθανάτου Πατρός, ο οποίος για την ιδική μας σωτηρία ήλθες από τον ουρανό στη Γη, σ’ ευχαριστώ, διότι με αξίωσες να υπομείνω βάσανα και τιμωρίες για το άγιον όνομά Σου. Σε δοξολογώ, διότι αξιώθηκα να μιμηθώ το πάθος Σου. Σε υμνολογώ, διότι με δυνάμωσες να μαρτυρήσω διά την αγάπη Σου. Τώρα, αξίωσέ με και της Βασιλείας Σου. Παράλαβε και την ταπεινή μου ψυχή και ανάπαυσέ τη μαζί με τις φρόνιμές Σου παρθένες. Διότι με το να περιμένω τη μεγάλη Σου δόξα υπέμεινα τις τιμωρίες και τα βάσανα. Με το να ελπίζω στην ανταμοιβή Σου, θα λάβω τώρα και τον θάνατο. Γι’ αυτό κατάταξέ με στον χορό των αγίων Σου μαρτύρων».
Έτσι, έσκυψε το κεφάλι. Οι δήμιοι την πλησίασαν και την αποκεφάλισαν. Λέγεται ότι χριστιανοί που παρακολουθούσαν το τέλος της πήραν το λείψανό της και, αφού το άλειψαν με αρώματα, το τοποθέτησαν σε τάφο. Από τότε η οσιομάρτυρας έχει κάνει χιλιάδες θαύματα.
Θαύματα
Αναρίθμητες είναι οι αναφορές για τα θαύματα της προστάτιδας των ματιών. Ένα από αυτά περιγράφει η μοναχή Χριστονύμφη την περίοδο του ανταρτοπόλεμου: Οι αντάρτες κρύβονταν έξω από το Μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής, μέσα στους θάμνους, για να προμηθευτούν τρόφιμα. Το κελί της ήταν ισόγειο, ενώ υπήρχαν και άλλα πέντε κελιά, στα οποία έμεναν οι υπόλοιπες μοναχές. Τα μεσάνυχτα μαζεύονταν σε ένα δωμάτιο και διάβαζαν το μεσονυκτικό. Καθημερινά, η Χριστονύμφη πήγαινε στην εκκλησία και άναβε τα καντήλια. Όμως η γερόντισσά της, η οποία φοβόταν τους αντάρτες, της είχε απαγορεύσει να τα ανάβει τη νύχτα. Η Χριστονύμφη, αν και δεν φοβόταν, υπάκουσε. Σύμφωνα πάντα με την ίδια την αδελφή, ένα βράδυ σηκώθηκε νωρίς για να αρχίσει τον συνηθισμένο κανόνα στο κελί της. Ξαφνικά, μια γυναικεία φωνή ακούστηκε έξω από την πόρτα, που ψιθύριζε «Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών». Η Χριστονύμφη φώναξε: «Ποιος είναι τέτοια ώρα;», για να πάρει την απάντηση: «Άνοιξε, είμαι η αδελφή Συγκλητική». Η Χριστονύμφη τη ρώτησε: «Τι συμβαίνει, αδελφή, τέτοια ώρα;». Και εκείνη απάντησε: «Γιατί, αδελφή Χριστονύμφη, αφήνεις τώρα σβηστά τα καντήλια; Όχι, κακώς. Πρέπει να πηγαίνεις να τα ανάβεις».
Το επόμενο πρωί, η μοναχή απευθύνθηκε στη γερόντισσα: «Το και το μου είπε η αδελφή Συγκλητική, όμως εσύ ό,τι πεις, γερόντισσα. Χωρίς τη δική σου ευλογία δεν τα ανάβω». Αμέσως η ηγουμένη κάλεσε τη Συγκλητική και τη ρώτησε: «Με ποιο δικαίωμα μπαίνεις εσύ στα καθήκοντα της ηγουμένης;». Εκείνη απάντησε έκπληκτη: «Εγώ, γερόντισσα; Το λέτε σοβαρά; Ούτε πέρασα από το κελί της αδελφής, ούτε ιδέα έχω για τέτοιο θέμα. Από πού και ως πού εγώ, χωρίς την ευλογία σου, να της πω να ανάβει τα καντήλια;». Τότε η γερόντισσα κατάλαβε ότι δεν ήταν η Συγκλητική, αλλά η ίδια η αγία. «Αφού η Αγία Παρασκευή σε προστατεύει, παιδί μου -είπε στη Χριστονύμφη- ποια είμαι εγώ να σε εμποδίσω; Έχεις ευλογία να τα ανάβεις κάθε μέρα». Έκτοτε και σε όλη τη διάρκεια του ανταρτοπόλεμου τα καντήλια δεν έσβησαν ποτέ.
«Διορθώθηκε το πρόβλημα που είχα με τα μάτια μου…»
Ένα άλλο σύγχρονο θαύμα αφορά μια γυναίκα που σε ηλικία μόλις οκτώ χρόνων είχε σοβαρό πρόβλημα στα μάτια της. Αφού επισκέφθηκε με τους γονείς ένα εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής και άναψε κερί, ξαφνικά θεραπεύτηκε, παρά το ότι οι γιατροί δεν της έδιναν ελπίδες.
«Από δύο ετών έπασχα από στραβισμό ιδιαίτερα σοβαρής μορφής και, όπως έλεγαν οι γιατροί που με είχαν εξετάσει σε Αθήνα και Κόρινθο, θα έπρεπε να φοράω τα γυαλιά για όλη μου τη ζωή. Οι γονείς μου συνήθιζαν να με πηγαίνουν κάθε χρόνο, παραμονή της Αγίας Παρασκευής, σε ένα εκκλησάκι της αγίας που βρίσκεται στην αρχαία Κόρινθο. Εκεί, από τριών σχεδόν ετών, έκανα τη μικρή, αλλά τόσο περιεκτική σε παράκληση προσευχή μου: “Αγία μου Παρασκευή, κάνε μου καλά τα ματάκια μου”. Άναβα λοιπόν τη λαμπάδα μου και ήλπιζα πολύ σε αυτήν. Και τελικά, στα οκτώ μου χρόνια, η Αγία Παρασκευή έκανε το θαύμα της έξω από αυτό το εκκλησάκι. Μια ξαφνική σκέψη μέσα μου, σαν αστραπή, με ώθησε να βγάλω τα γυαλιά μου. Διαπίστωσα τότε ότι, πράγματι, δεν είχα το παραμικρό πρόβλημα. Έβλεπα πάρα πολύ καλά, χωρίς το παραμικρό ίχνος στραβισμού. Αυτόματα, τα έδωσα στη μητέρα μου και της είπα ότι δεν θα τα ξαναφορούσα πια. Οι δικοί μου στην αρχή νόμιζαν πως επρόκειτο για παιδικό ενθουσιασμό, όμως δεν άργησαν κι αυτοί τις επόμενες ημέρες να πιστέψουν πως επρόκειτο στ’ αλήθεια περί θαύματος. Ποτέ δεν έπαψα να επισκέπτομαι εκείνο το εκκλησάκι κάθε χρόνο και να ευχαριστώ την Αγία Παρασκευή για τη θαυματουργή της παρέμβαση και για το ότι εισάκουσε τις ταπεινές, παιδικές προσευχές μου».
Ο Κοσμάς ο Αιτωλός για την Αγία Παρασκευή
«Να ειπούμεν και διά την καλήν γην. Η Αγία Παρασκευή ήτο δώδεκα χρονών κόρη, από γένος ευγενικόν. Μείνασα ορφανή, εμοίρασεν όλην της την περιουσίαν εις τους πτωχούς και με αυτά ηγόρασε τον παράδεισον και μετεχειρίζετο ως φτιασίδια τα δάκρυα, ενθυμούμενη τας αμαρτίας της. Ως σκουλαρίκια είχε τα ώτα της ανοικτά, διά ν’ ακούη τας Αγίας Γραφάς. Ως κορδόνι είχε τας πολλάς νηστείας, όπου έκαμνον τον λαιμόν της και έλαμπεν ως ο ήλιος. Ως δακτυλίδια, τους κόμβους των δακτύλων της από τας πολλάς μετανοίας όπου έκαμνεν. Ως χρυσούν ζωνάριον την παρθενίαν, που εφύλαξεν εις όλην της την ζωήν. Ως φόρεμα, την εντροπήν όπου είχεν εις τον εαυτόν της και τον φόβον του Θεού όπου την εσκέπαζεν. Έτσι εστολίζετο η αγία. Αν ίσως και είναι κανένα κορίτσι και θέλει να στολίζεται, ας στοχασθή τι έκαμνεν η αγία, να κάμνη και εκείνη, αν θέλη να σωθή. Έτσι, αδελφοί μου, η Αγία Παρασκευή έμαθε γράμματα και έγινε σοφωτάτη. Και διά την καθαρότητά της την ηξίωσεν ο Θεός και έκαμνε και θαύματα. Ιάτρευε τυφλούς, κωφούς, ανέστησε νεκρούς. Αυτή η αγία έκαμε τα εκατόν κατά τον Λόγον του Κυρίου».
Η Μονή Πούντα
Κτισμένη στους πρόποδες κοντά στο Καναλάκι Πρέβεζας, η Μονή Πούντα φιλοξενεί εδώ και αιώνες το άψυχο σώμα της Αγίας Παρασκευής, της προστάτιδας των ματιών. Εκεί, στο καθολικό του ναού, βρίσκεται ο τάφος της, ακόμη και η πέτρα πάνω στην οποία η αγία λέγεται ότι στηρίχθηκε και προσευχήθηκε λίγο πριν ξεψυχήσει από άγριο αποκεφαλισμό. Από τότε έως σήμερα χιλιάδες πιστοί σπεύδουν στο μοναστήρι για να προσκυνήσουν. Αν και ελάχιστα είναι τα στοιχεία που υπάρχουν για τη Μονή Πούντα, λέγεται ότι ήταν από τα πλουσιότερα μοναστήρια, με μεγάλη πνευματική προσφορά. Έως το 1913 η μονή συντηρούσε σχολαρχείο. Τμήμα της αγίας κάρας της Αγίας Παρασκευής βρίσκεται στην Ιερά Μονή Πετράκη και τίθεται σε προσκύνημα κάθε Παρασκευή, κατά τη διάρκεια της παράκλησης, και φυσικά στη γιορτή της.
Πανηγύρια στη μνήμη της αγίας…
Από τα μεγαλύτερα πανηγύρια του καλοκαιριού στη χώρα είναι αυτό που διοργανώνεται ανήμερα τη γιορτή της Αγίας Παρασκευής, στις 26 Ιουλίου.
Σχεδόν σε όλα τα μέρη, η μνήμη της τιμάται από τους πιστούς, οι οποίοι ακολουθούν τα έθιμα και τις παραδόσεις. Ένα από τα πιο παραδοσιακά πανηγύρια λαμβάνει χώρα στο Δοτσικό, ένα μικρό χωριό στα Γρεβενά. Ανήμερα την εορτή της Αγίας Παρασκευής, οι ντόπιοι ανεβαίνουν στο εκκλησάκι που έχει χτιστεί προς τιμήν της και παρακολουθούν τη Θεία Λειτουργία. Στο τέλος ασπάζονται την εικόνα της. Στον περίβολο του ναού, σε κάθε βελανιδιά, στέκεται και μια οικογένεια-τσελιγκάτο, που κερνάει τους παρευρισκόμενους φαγητό με τη συνοδεία παραδοσιακής μουσικής. Τότε όλοι γίνονται μια μεγάλη παρέα και τραγουδούν: «Πέντε αφεντάδες ήμασταν και δέκα βοϊβοντάδες. Έχουν τραπέζια αργυρά, σοφρά μαλαματένιο. Έχουν κι ένα σκλαβόπουλο που τους κερνάει να πίνουν. – Κέρνα μας, βρε σκλαβόπουλο, πες μας κι ένα τραγούδι. – “Ποιος είδε ψάρι στο βουνό χωρίς νερό να πλέει, ποιος είδε και Ρωμιόπουλο τους Τούρκους να κερνάει;”». Μέσα σε λίγη ώρα το γλέντι έχει στηθεί. Όλοι σηκώνονται και χορεύουν. Πρώτα οι ηλικιωμένοι, μετά οι νεότεροι. Ένα από τα τραγούδια που ακούγονται είναι αυτό που, όπως λένε οι ντόπιοι, δόξασε το χωριό επί τουρκοκρατίας, το «Ισμαήλ Αγάς».
Αργότερα, οι ντόπιοι φεύγουν επάνω στα άλογα για τα σπίτια τους. Εκεί σφάζουν και φτιάχνουν τα κουρμπάνια, κοκορέτσι και σπληνάντερο και μετά ανάβουν φωτιές για να τα ψήσουν. Στις αυλές των σπιτιών μαζεύονται δύο, τρεις οικογένειες και γιορτάζουν. Το γλέντι δεν σταματά. Συνεχίζεται και τη δεύτερη ημέρα, του Αγίου Παντελεήμονα. Μετά τη Λειτουργία, οι κάτοικοι γυρίζουν από πόρτα σε πόρτα και εύχονται χρόνια πολλά.
Η γιορτή της προστάτιδας των ματιών τιμάται και στις Κυκλάδες. Τα βλέμματα όλων, ωστόσο, εκείνη την ημέρα είναι στραμμένα στην Αμοργό. Οι προετοιμασίες για το πανηγύρι ξεκινούν μέρες πριν. Οι Αμοργιανοί συγκεντρώνουν αλεύρι, λάδι και άλλα απαραίτητα υλικά για να γίνουν τα ψωμιά και τα παραδοσιακά φαγητά, που είναι το πατατάτο, το ξιδάτο, ο κοφτός, η ροβυθάδα και το πιλάφι. Πάνω από 500 διπλά καρβέλια ζυμώνονται και ψήνονται.
Στα Πυρά Τρικάλων, οι ντόπιοι το γλεντούν τρεις ολόκληρες ημέρες. Το πανηγύρι κορυφώνεται την τρίτη ημέρα, όταν οι χωριανοί, ανάμεσά τους και πολλοί νέοι, με προβατίνες στους ώμους, άλλοι με σούβλες και ξύλα, συγκεντρώνονται στην πλατεία. Σφάζουν τα ζώα και ανάβουν φωτιές. Και έπειτα όλοι μαζί τρώνε κάτω από τον ίσκιο του πλάτανου. Το γεύμα συνοδεύουν παραδοσιακοί οργανοπαίκτες, τραγουδώντας κλέφτικα τραγούδια. Μάλιστα, γίνεται και αναπαράσταση ενός σατυρικού γάμου, εθίμου με βαθιές ρίζες.
Οι νέοι μόλις τελειώσουν το γεύμα ξεκινούν για ένα φιλικό σπίτι. Ο αρχηγός της παρέας ψάχνει στον δρόμο έναν υπομονετικό γάιδαρο. Αφού τον «αρματώσουν», του περνούν στα πόδια μια τσαντίλα και ένα κουδούνι στον λαιμό και του ρίχνουν στην πλάτη πολύχρωμα ρούχα. Ο αρχηγός φοράει λευκή μπουραζάνα, λευκό πουκάμισο, γιλέκο κεντητό, σκούφο και τσαρούχια και κρατά μια ψηλή γκλίτσα. Ένας άλλος ντύνεται με ένα μακρύ γυναικείο φόρεμα και ζώνη στη μέση, ενώ στο κεφάλι βάζει στεφάνι από τριαντάφυλλα, ντάλιες και βασιλικούς. Κρατά μια ρόκα με αρκετό άσπρο μαλλί, ώστε να υποδυθεί όσο το δυνατόν καλύτερα τον ρόλο της γυναίκας που γνέθει.
Γύρω στις 5 μ.μ. με πομπή ξεκινούν για την πλατεία. Εκεί στήνεται ο χορός. Πρώτοι ξεκινούν οι μεταμφιεσμένοι μέχρι να συγκεντρωθεί το υπόλοιπο χωριό, ενώ παίρνουν τα στολίδια από το ζώο και το αφήνουν ελεύθερο. Στη μέση της πλατείας στήνουν τη σούβλα και στην κορυφή της καρφώνουν το μαλλί της ρόκας. Για να ξεκινήσει ο χορός, οι μεταμφιεσμένοι επιλέγουν νέους. Αν κάποιοι δεν θέλουν, τότε, σύμφωνα με το έθιμο, τους σπρώχνουν. Ύστερα, στον χορό μπαίνουν και οι γυναίκες. Κάποιος από την ομάδα φέρνει ένα δέμα με καλαμποκιές και δύο χαρτούσες καρπούς πλατάνου. Βάζουν στην πλάτη του νέου την καλαμποκιά και στο στήθος της κοπέλας δύο σκουλαρίκια με καρπούς πλάτανου. Το γλέντι κρατά μέχρι το πρωί.