Βρίσκεται στις βορειοδυτικές απολήξεις του Παρθενίου όρους, πάνω σε πλαγιά που οι ντόπιοι ονομάζουν Κουτρούφι, απέχει από την Τρίπολη 12 χιλιόμετρα και βρίσκεται κοντά στο χωριό Νεοχώρι.
Η ονομασία των Βαρσών είναι παλιά και πιθανόν έχει ρίζα σλάβικη, που σχετίζεται με το νερό.
Πρώτη αναφορά της μονής βρίσκεται σε κώδικα του 11ου αιώνα, με την ονομασία «Άγιος Νικόλαος της Βάλτας» ενώ αργότερα, μετά τον 15ο αιώνα, τη βρίσκουμε αναγεγραμμένη σε μία μαρμάρινη επιγραφή στη βιβλιοθήκη της Δημητσάνας ως μονή «Βρασόν».
Δεν μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα ότι το «Βάλτα» θα ήταν η πρώτη ονομασία της μονής, που είχε σχέση με την βαλτώδη έκταση, την κοντινή στον Άγιο Νικόλαο ή αν ήταν μια παραλλαγή όμοιας ρίζας με τη «Βαρσών». Ο βάλτος αυτός υπάρχει έως και σήμερα και σχεδόν όλο το καλοκαίρι κρατάει ποσότητα νερού ενώ είναι γνωστό με την ονομασία «Μοναστηριακή λίμνη».
Στα χειρόγραφα του αρχείου της Μονής του 1974 υπάρχει ένας κώδικας με τον τίτλο:«ΚΟΝΔΗΚΑΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΑΥΤΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙU ΝΙΚΟΛΟΟΥ ΔΑCΟΝ».
Κάποτε λεγόταν «Μονή των Δασών», γιατί στην περιοχή υπήρχε ένα μεγάλο δάσος, το οποίο κάηκε ολοσχερώς από τον Ιμπραήμ. Η ονομασία «Βάρσες» προήλθε, σύμφωνα κατά μία εκδοχή, την εποχή της Φραγκοκρατίας, από παρανόηση της λέξης «Δασών» που έγινε από τους Φράγκους «Βασών» για να καταλήξει «Βα(ρ)σών» με την προσθήκη του «ρ».
Σύμφωνα με δεύτερη εκδοχή η λέξη είναι σύνθετη: Bar = έχει son = νερό, δηλαδή τόπος που έχει νερό, πράγματι στο μοναστήρι υπάρχει πηγή, από την οποία αρδεύεται η μονή μέχρι σήμερα. Το νερό πηγάζει κάτω από το ιερό βήμα του καθολικού του Αγίου Νικολάου και η είσοδος της πηγής όπως και το πέρασμά της, έχουν λαξευτεί στο φυσικό βράχο ενώ παλαιότερα η πηγή αυτή ανάβλυζε πολύ νερό και οι μοναχοί πότιζαν περιβόλια που διατηρούσαν.
ΦΑΣΕΙΣ – ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ.
Χρονολογία ίδρυσης της μονής κατά την παράδοση και κατά τη νεώτερη επιγραφή, που βρίσκεται εντοιχισμένη στην είσοδο του νάρθηκα. Αναφέρεται το έτος ΑΛ (=1030) |
Το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου Βαρσών είναι από τα παλαιότερα του Μοριά με την αρχαιότερη μνεία της μονής (23 Φεβρουαρίου 1089) να βρίσκεται στον υπ’ αριθμόν 180 κώδικα της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος στο φύλλο 176α.
Η χρονολογία ίδρυσης της μονής κατά την παράδοση και κατά την επιγραφή που βρίσκεται εντοιχισμένη στην είσοδο του νάρθηκα, είναι το έτος ΑΛ (= 1030), ας σημειωθεί όμως ότι η από γεννήσεως Χριστού χρονολόγηση δεν εφαρμοζόταν από τους βυζαντινούς και είναι πολύ νεώτερη.
Εάν αποδεχτούμε ως ορθή την ταύτιση της μονής του Αγίου Νικολάου της Βάλτας από τον Νίκο Βέη, στο χειρόγραφο κώδικα 180 της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδας προς τη μονή του Αγίου Νικολάου Βαρσών, έχουμε μνεία της μονής αυτής το 1089. Σύμφωνα με την μεταγενέστερη επιγραφή του νάρθηκα, η μονή ιδρύθηκε ακόμα παλιότερα, το 1030.
Επιγραφή σε τμήμα πεσσίσκου που αναφέρεται στην χρονολογία ίδρυσης των κελιών, έτος, ζ Ρ Έ (1596/97). Βρίσκεται εντοιχισμένη στην κεντρική κόγχη του Ιερού Βήματος κατά το πλαίσιο του παραθύρου. |
Η σύμπτωση πάντως των δύο αυτών πηγών επιτρέπει την υπόθεση ύπαρξης της μονής τον 11ο αιώνα, από το οποίο όμως δεν διατηρείται τίποτε.
Μία δεύτερη μνεία της μονής έχουμε επάνω σε μία ελλιπή βέβαια επιγραφή, πάνω σε κιονίσκο, η οποία είναι αποδομένη σε πεζό λόγο και αναφέρει τα μοναστηριακά κτήματα ενός μετοχιού της μονής στο θέμα του Αρακλόβου με το ομώνυμο αυτό κάστρο να βρίσκεται στην θέση Χρυσούλι επάνω από το χωριό Μίνθη Ζαχάρως στην Ηλεία.
Πιθανώς η επιγραφή αυτή να αναφέρεται στη Σκήτη του Αγίου Νικολάου που σώζεται και σήμερα, πάνω από τον Αλφειό και γίνεται λόγος για κατοχύρωση κτήσης από αφιέρωση στη μονή Βρασών, η οποία πιθανώς λόγω αναγραμματισμού να είναι η μονή Βαρσών.
Βέβαια ο σημαντικός μελετητής Νίκος Βέης θεωρεί ότι η επιγραφή αυτή μπορεί να αναχθεί ακόμη και σε μία εποχή παλαιότερη του 15ου αιώνα.
Στα χρυσόβουλα του Μυστρά και σε ανάλογα επιγραφικά χαράγματα, βρίσκονται παρεμφερείς τύποι κατοχύρωσης αφιερώσεων και κτήσεων την περίοδο του 13ου και 14ου αιώνα. Η αναφορά σε μετόχι της μονής Βαρσών και μάλιστα εκτός των στενών γεωγραφικών της ορίων, η οποία μπορεί να χρονολογηθεί στον 14ο -15ο αιώνα, παρέχει ένα σημαντικό στοιχείο για τη λειτουργία της μονής αυτή την εποχή.
Άλλη επιβεβαίωση της παλαιότητας της μονής έχουμε από σιγίλιο του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίου Β΄, το Μάιο του 1594, αλλά επειδή είχε υποστεί μεγάλη φθορά, εκδόθηκε νέο σιγίλιο που βρίσκεται στο αρχείο της μονής, σε περγαμηνή διαστάσεων 0,352 x 0,275 μέτρων. Από το σιγίλιο αυτό φαίνεται ότι η μονή ήταν ανέκαθεν σταυροπηγιακή (είχε δηλαδή στα θεμέλιά της σταυρό που οι κτήτορές της παρέλαβαν από το Πατριαρχείο), αλλά κάποια εποχή ερημώθηκε. Σύμφωνα με το ίδιο σιγίλιο – δεν αναφέρεται ακριβής ημερομηνία – η μονή κάποια στιγμή από το 1460 έως το 1594 ανακαινίσθηκε και απέκτησε 17 μοναχούς.
Πότε καταστράφηκε το βυζαντινό μοναστήρι του 11ου αιώνα παραμένει άγνωστο, ερειπώθηκε ή έγινε μια ξαφνική καταστροφή του ναού ή και ολόκληρης της μονής;
Ορισμένοι μελετητές πιστεύουν ότι ξανακτίστηκε πάλι μέσα στη βυζαντινή περίοδο.
Άλλοι μιλούν για το τέλος του 16ου αιώνα, όπως μας πληροφορεί επιγραφή για τα κελιά, οπότε κτίστηκε μαζί και ο ναός, αφού η πλάκα εντοιχίστηκε στο ιερό του. Ο Νίκος Μουτσόπουλος θεωρεί το ναό κτίσμα των αρχών του 17ου αιώνα, ενώ ο Τ. Γριτσόπουλος τον θεωρεί σύγχρονο με το κτίσιμο των κελλιών (1597).
Συμπερασματικά από όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, παραμένει αναπάντητο το ερώτημα αν η μονή του Αγίου Νικολάου της Βάλτας του 1089 και η βυζαντινή μονή Αγίου Νικολάου Βαρσών είναι η ίδια μονή, εμφανιζόμενη με δύο επωνυμίες, περίπου στην ίδια θέση και αφιερωμένες στον ίδιο Άγιο.
Η Βάλτα ετυμολογικά παραπέμπει στη λέξη «βάλτος», που όντως υπάρχει στην περιοχή, ενώ οι Βάρσες στο σιγίλλιο του 1594 αναφέρονται ως βουνό, στοιχείο που δείχνει ότι η επωνυμία της μονής στις αναφερθείσες περιπτώσεις δεν συμπίπτει.
Ωστόσο, είναι δυνατόν τα δύο μοναστήρια να σχετίζονται μεταξύ τους και το αρχικό μοναστήρι, ύστερα από εγκατάλειψη σε δύσκολη περίοδο, να εμφανίστηκε σε μεταγενέστερη εποχή πάλι αφιερωμένο στον ίδιο άγιο, αλλά με παραλλαγμένη επωνυμία.
Η παραλλασσόμενη επωνυμία πιθανώς προϋποθέτει διάλυση και ερήμωση της μονής για μακρύ χρονικό διάστημα, ώστε να λησμονηθεί η αρχική επωνυμία της.
Από την επιγραφή στον κιονίσκο και την αναφορά στο μετόχι της μονής μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι την περίοδο ως τα μέσα περίπου του 15ου αιώνα η μονή λειτουργούσε ως μονή Βρασών.
Αυτό το γεγονός που δείχνει ότι η μετονομασία είχε συντελεστεί και ότι το όνομα του αγίου – προφανώς διατηρημένο στην παράδοση ή ως τοπωνύμιο της περιοχής – ξαναδόθηκε στο μοναστήρι ενώ εντελώς αδιευκρίνιστο παραμένει και το εάν η μονή κατείχε πάντοτε την ίδια θέση που έχει και σήμερα ή το αρχικό μοναστήρι βρισκόταν αλλού.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ.
Σε απογραφή των Ενετών το 1700 αναγράφεται ότι η μονή είχε 5 «οικίας ή κέλλας», 40 αμπελώνες χέρσους, 3 βοσκότοπους.
Κατά τα Ορλωφικά καταστράφηκαν μεγάλα τμήματα της μονής και κάηκαν πολύτιμα έγγραφα, τα οποία παρείχαν πληροφορίες για την ίδρυση και την ιστορική πορεία της μονής και για το γεγονός αυτό πληροφορούμαστε από έγγραφο του Ηγουμένου Σάββα το έτος 1833.
- Το 1798, ανανεώνεται η σταυροπηγιακή αξία της μονής από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄.
- Το 1803, ενταφιάζεται στη μονή το σώμα του νεομάρτυρα Δημητρίου, που τον αποκεφάλισαν στην Τρίπολη στις 14 Απριλίου 1803.
- Στις 1 Φεβρουαρίου του 1819, ο ηγούμενος Συμεών συνεισφέρει στην Φιλική Εταιρεία 22 φλώρια.
- Το 1821, σε απάντηση της 15ης Ιουνίου 1833 του ηγουμένου Βαρσών Σάββα προς τη Βασιλική Νομαρχία Αρκαδίας, αναγράφεται η θέση και η ιστορία της μονής. Αναφέρεται ότι η μονή αποτελεί σταυροπήγιο και ότι σύμφωνα με την παράδοση κτίστηκε «παρά του αυταδέλφου Αγίου Ανδρέου και Θεοδώρου Κομιτάδων κατοίκων της (Κωνσταντίνου)πόλεως τα δε αξιόπιστα έγγραφα επυρπολήθησαν εις την πρώτην επανάστασιν του έτους 1770…».
- Τον Αύγουστο του 1825, ύστερα από την αποτυχημένη απόπειρα του Φαβιέρου για την κατάληψη της Τριπολιτσάς, το τμήμα του Τσόκρη και του Λόντου κατέφυγε στη μονή. Εκεί οι αγωνιστές στρατοπέδευσαν και χρησιμοποίησαν τη μονή ως ορμητήριο για συμπλοκές με τον Ιμπραήμ.
- Το 1932, η μονή διαθέτει μόνο δέκα μοναχούς, ενώ 25 χρόνια πριν είχε τριάντα πέντε μοναχούς.
- Το 1944, στις 20 Ιουλίου σφαγιάστηκε ο Ηγούμενος Γερμανός Παπαδόπουλος από τους Συμμορίτες, πλησίον του χωριού Καρδαρά.
Η μονή γιόρταζε, για άγνωστο λόγο, εκτός από τον Άγιο Νικόλαο και τον Άγιο Κωνσταντίνο, σε αυτή τη γιορτή της άνοιξης μαζεύονταν οι κάτοικοι από τα γύρω χωριά και οι ανύπαντροι διάλεγαν εκείνη την γιορτινή μέρα του Μάη τη γυναίκα που θα έπαιρναν.
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ.
Η η κύρια είσοδος της Μονής, βρίσκεται στην ανατολική πλευρά και οδηγεί μέσα από το καμαροσκέπαστο «διαβατικό», στο προαύλιο του Αγίου Νικολάου.
Ο φρουριακός χαρακτήρας της μονής είναι έκδηλος, καθώς η μονή οργανώνεται σε διάφορα επίπεδα λόγω της μορφολογικής διαμόρφωσης του εδάφους και οι αυλές χωρίζονται σε τρία επίπεδα – βαθμίδες.
Στο βόρειο μέρος (δεξιά του εισερχόμενου) υπάρχει τριώροφη πτέρυγα, στην οποία βρίσκονται η Τράπεζα, το Αρχονταρίκι και το Δεσποτικό ενώ τριώροφη πτέρυγα υψώνεται και στα δυτικά, όπου βρίσκεται το Ηγουμενείο και οι κοιτώνες των μοναχών. Γύρω τα διάφορα κτήρια σχηματίζουν ένα παραλληλόγραμμο, στο μεσαίο επίπεδο οικοδομήθηκε το καθολικό, ο ναός του Αγίου Νικολάου, παράλληλα προς τον αναλημματικό τοίχο ενώ παχύ ασβεστοκονίαμα, έχει καλύψει την τοιχοποιία του ναού.
Το πρώτο καθολικό της μονής διατηρήθηκε μέχρι και τον 15ο αιώνα.
Μαρτυρία για το ναό αυτό υπάρχει στον υπ’ αριθμόν 180 Κώδικα της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος ενώ μετά την καταστροφή του κτίστηκε το σημερινό καθολικό της Μονής, το οποίο ανήκει στον τύπο του σύνθετου τετρακιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού.
Όπως προαναφέρθηκε, ο Νίκος Μουτσόπουλος πιστεύει ότι το καθολικό της Μονής Βρασών χρονολογείται στις αρχές του 17ου αιώνα, ενώ ο Τάσος Γριτσόπουλος το θεωρεί σύγχρονο με το κτίσμα των κελιών.
Ο ναός έχει εσωτερικές διαστάσεις: 9.60 Χ 6.61 μέτρα ενώ ο νάρθηκας του είναι νεότερης κατασκευής, με διαστάσεις: 3.00 Χ 5.90 μέτρα και στεγάζεται με έναν ημικυλινδρικό θόλο.
Το ιερό βήμα στεγάζει μία καμάρα σχηματιζόμενη από την προέκταση της ανατολικής ημικυλινδρικής κεραίας του σταυρού και τα διαμερίσματα της πρόθεσης αλλά και του διακονικού καλύπτονται με ημικυλινδρικούς θόλους, των οποίων ο άξονας βαίνει παράλληλα ως προς τον άξονα του ναού.
Ο ναός φέρει τρεις τρίπλευρες αψίδες ιερού ενώ η κατασκευή στο ιερό προδίδει διαφορετική εποχή.
Ο τρούλος του ναού εγγράφεται εντός ορθογωνίου, του οποίου οι πλευρές ποικίλουν ως προς τις διαστάσεις και τα τέσσερα γωνιακά διαμερίσματα του ναού, διαστάσεων 1.35/1.40 Χ 1.93 μέτρων, καλύπτονται με ελλειψοειδείς ασπίδες επί λοφίων.
Ο τρούλος δεν διατηρεί πλέον την αρχική του μορφή, σε φωτογραφία των μέσων του περασμένου αιώνα, η οποία βρίσκεται στο αρχείο της μονής, διακρίνεται ο τρούλος πριν επιχρισθεί με παχύ ασβεστοκονίαμα, καθώς και τα κελιά της δυτικής πτέρυγας πριν την ανακατασκευή.
Σε επίσκεψη του, το 1948, στο χώρο της μονής, ο Νίκος Μουτσόπουλος διαπίστωσε ότι το καθολικό δεν είχε επιχρισθεί για δεύτερη φορά και μάλιστα το τύμπανο του οκταγωνικού τρούλου διέσωζε τη δομή του από ισόδομους ορθογώνιους ασβεστόλιθους και τη χαρακτηριστική οδοντωτή ταινία, κατά τα σημεία του ορίζοντα και λίγο πιο κάτω από την κορυφή των ορθογωνίων ανοιγμάτων.
Το γείσο του τυμπάνου του τρούλου κοσμούσε διπλή σειρά οδοντωτών ταινιών, από τις οποίες η ανώτερη εξείχε και το 1958 ο ναός είχε καλυφθεί εξ ολοκλήρου με παχύ ασβεστοκονίαμα, γεγονός που επέφερε αλλοίωση στη μορφή του ενώ η νότια πλευρά του ναού, που είναι πλησιέστερη προς τους υπερκείμενους βράχους, έχει διατηρήσει την αρχική της διαμόρφωση.
Η κάλυψη του κυρίως ναού ακολουθεί το κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας εφαρμοζόμενο σύστημα που σύμφωνα με αυτό η δικλινής στέγη, που καλύπτει την ανατολική και δυτική κεραία του σταυρού, συνεχίζει καλύπτοντας και τα γωνιαία διαμερίσματα ενώ από την δίκλινη αυτή στέγαση εξέχει μόνο η εγκάρσια κεραία του σταυρού, που καλύπτεται επίσης με δίκλινη στέγη.
Συγκριτικά, οι εσωτερικές διαστάσεις του ναού αυτού με ναούς του ίδιου τύπου της Γορτυνίας παρουσιάζουν μεταξύ τους μεγάλη ομοιότητα, ιδιαίτερα το καθολικό της Νέας Μονής Φιλοσόφου έχει τις ίδιες περίπου διαστάσεις: 9.20 x 6.40 μέτρα, όμως εμφανίζει ορισμένες παραλλαγές ιδίως στην εξωτερική διαμόρφωση των κογχών της πρόθεσης και του διακονικού, οι οποίες εγγράφονται στο πάχος της ανατολικής τοιχοποιίας. Η κυκλική επίσης διαμόρφωση του τυμπάνου του τρούλου της Νέας Μονής Φιλοσόφου προδίδει μεταγενέστερη εποχή της κατασκευής του οκταγωνικού τυμπάνου του Αγίου Νικολάου.
Στη μονή Αγίου Νικολάου Βαρσών φυλάσσονται φορητές εικόνες, ιερά άμφια καθώς και λείψανα αγίων, όπως των νεομαρτύρων Δημητρίου και Παύλου, πολιούχων αγίων της Τρίπολης.
Επίσης: Τμήμα τιμίας κάρας της αγίας Παρασκευής, σε αργυρή λειψανοθήκη του «1689», Τμήμα του ιερού λειψάνου του ποδός του μικρότερου σε ηλικία μάρτυρα Αγίου Κηρύκου, Τεμάχιο του ιερού λειψάνου του αγίου Νικηφόρου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Τεμάχια ιερών λειψάνων διαφόρων μαρτύρων της Εκκλησίας, όπως των αγίων: Τρύφωνα, Γεωργίου, Χαραλάμπους κ.ά. σε δύο μικρές λειψανοθήκες.
Ακόμα υπάρχουν λείψανα των «εν τη Ιερά Λαύρα του Αγίου Σάββα αναιρεθέντων πατέρων» φυλασσόμενα σε ξύλινη λειψανοθήκη και τεμάχιο ιερού λειψάνου της αγίας μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας, το οποίο διεσώθη από την πυρκαγιά που εκδηλώθηκε στο ναό της αγίας στην Τρίπολη κατά το έτος 1987.
Στον κυρίως ναό της Μονής το εικονογραφικό πρόγραμμα χωρίζεται σε τρεις οριζόντιες ζώνες.
Στην πρώτη ζώνη από κάτω, στους μακρούς και το δυτικό τοίχο απεικονίζονται ολόσωμοι ιεράρχες, προφήτες, απόστολοι, ασκητές, κλπ.
Στη δεύτερη ζώνη εικονίζονται μαρτύρια διαφόρων αγίων.
Στο δυτικό τοίχο εικονίζεται το «Πάσα Πνοή» ιδιαίτερα εκτεταμένο, στον βόρειο τοίχο παραστάσεις από τον βίο και τα θαύματα του τιμώμενου αγίου Νικολάου και επί των πεσσών εικονίζονται διάφορες μορφές Αγίων και στηθάρια.
Την τρίτη εικονογραφική ζώνη καταλαμβάνει ο Ακάθιστος Ύμνος και στις σταυροκαμάρες, εικονίζονται διάφορες παραστάσεις από τον Βίο και τα Θαύματα του Ιησού.
Τα συνήθη θέματα εικονογράφισης έχουν τη θέση τους στους χώρους του ιερού κατά ζώνες.
Σε σχετικά αρκετά καλή κατάσταση διατηρούνται και θέματα της Παλαιάς Διαθήκης, μορφές ιεραρχών και αποστόλων σε ποικίλες στάσεις μέσα στις κόγχες, στους τοίχους, στους θόλους και στους πεσσούς, αλλά και διάφορα μαρτύρια αγίων.
Στον τρούλο του Ναού εικονίζεται ο Παντοκράτορας, ο οποίος περιβάλλεται από μία διακοσμητική ζώνη και στην κεντρική αψίδα εικονίζεται η Πλατυτέρα Ένθρονη.
Η κατάσταση των τοιχογραφιών του ναού που χρονολογούνται κατά τον 16ο – 17ο αιώνα είναι αρκετά καλή, αν και έχουν δυστυχώς καλυφθεί με ένα στρώμα αιθάλης και έχουν δεχτεί κατά καιρούς ορισμένες επιζωγραφίσεις αλλά και κάποιες νεότερες επιδιορθώσεις.
Ορισμένες περιοχές των τοιχογραφιών του ναού και κυρίως στο κατώτερο τμήμα τους, έχουν επιχριστεί με βερνίκι, το οποίο εμφανίζει δυστυχώς μία έντονη οξείδωση.
Σχεδόν όλες οι τοιχογραφημένες επιφάνειες του Ναού φέρουν άλατα ενώ το καλοκαίρι του 1999 πραγματοποιήθηκαν ορισμένες εργασίες συντήρησης στο ανώτερο τμήμα των τοιχογραφιών, περιορισμένης κλίμακας.
Σήμερα, η Μονή έχει ανακαινισθεί πλήρως, τόσο τα οικοδομήματα της δυτικής πτέρυγας όσο και οι ξενώνες, ευπρεπίστηκε το Καθολικό της και παράλληλα ανακαινίστηκαν τα υπάρχοντα κτίρια στη βορειοδυτική πτέρυγα (Τράπεζα, Αρχονταρίκι), λειτουργεί κεντρική θέρμανση ενώ υπάρχουν και τα παρεκκλήσια: Αγίου Φανουρίου, Τιμίου Σταυρού, Αναλήψεως, Κοιμητηριακού Αγίων Θεοδώρων και Οσίας Μαρίας της Αυγυπτίας.
Η Ιερά Μονή Βαρσών συνεχίζει το μακρύ ταξίδι της στο χρόνο με συνοδεία σήμερα δέκα μοναχών και με την απόφαση YA15904.24-11-1962,ΦΕΚ 473/τ.Β΄/17-12-1962 χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο.
Εορτάζει στις 6 Δεκεμβρίου.
Τηλέφωνο Μονής: (+30) 2710 411778