Της Λητώς Μησιακούλη
Υπάρχει μια κοινή συνισταμένη μεταξύ Εκκλησίας και Τέχνης. Είναι δύο κόσμοι αθέατοι, με δραστηριότητες και κανόνες που ποτέ δεν κοινοποιήθηκαν εξ ολοκλήρου. Δύο ομάδες ξεχωριστές -συχνά αποκαλούμενες «ελίτ» ή «κλειστά κλαμπ»- όπου κανείς, ουδέποτε, μπόρεσε να εισχωρήσει εύκολα ή ακόμη και να γίνει αποδεκτός. Εκκλησία και Τέχνη είναι δύο μεγάλες κοινωνίες, αποτελούμενες από ηγεσία, καθοδηγητές και αφοσιωμένους εργάτες, που πλήττονται κατά καιρούς από το ίδιο «μικρόβιο»: τον εσωτερικό ανταγωνισμό και τη δηλητηριώδη μικροπολιτική…
Αυτές οι σκοτεινές πλευρές, αλλά και το φως, το δέος και το μονοπάτι προς την υπέρτατη βελτίωση και την τελειότητα, που επιτάσσουν μέσα από το έργο τους τόσο η Εκκλησία όσο και η Τέχνη, είναι το «γιν-γιανγκ» που έκανε τους εικαστικούς, τόσες και τόσες φορές, να απεικονίσουν τους επικεφαλής των εκκλησιών του καθολικού και Ορθόδοξου κόσμου, αλλά και άλλων θρησκειών, από άλλα μέρη της Γης, που διατηρούσαν στενές επαφές με τον εικαστικό κλάδο, υποστηρίζοντάς τον και οικονομικά.
Αποκωδικοποιώντας πίνακες…
Από τα πιο πρόσφατα παραδείγματα αυτής της «σκηνής» είναι ο πίνακας του Bartholomeus van Bassen με τίτλο «Φιγούρες σε εσωτερικό εκκλησίας» (λάδι σε καμβά, 32×46 εκ.), που ανήκε στην ιδιωτική συλλογή της διάσημης δικηγόρου Lisa Blue Baron και άγγιξε τα 13.750 δολάρια. Ο συγκεκριμένος πίνακας έχει εντυπωσιάσει συλλέκτες και ιστορικούς Τέχνης, καθώς θεωρείται ένα αριστούργημα που αναδεικνύει όχι μόνο τις λεπτομέρειες μέσα στο εσωτερικό της εκκλησίας, αλλά και όλο το αρχιτεκτονικό ύφος του κτιρίου.
Μυστηριώδης και υψηλής ποιότητας είναι η ακουαρέλα (52,5×40 εκ.) του George Marshall, ο οποίος είχε απεικονίσει το εσωτερικό της εκκλησίας του St. Stephen στο Λονδίνο. Όμως, παρά τις εντυπώσεις, αλλά και το γεγονός ότι χρονολογείται από τον 18ο αιώνα, όταν το 2008 βγήκε σε δημοπρασία του οίκου Sotheby’s στη βρετανική πρωτεύουσα, έμεινε απούλητη, έχοντας εκτιμηθεί μεταξύ 5.000 και 7.000 στερλινών.
Στην ελληνική αγορά Τέχνης αξίζει να αναφερθεί ο πίνακας του Απόστολου Γεραλή με τίτλο «Στην Εκκλησία» (λάδι σε μουσαμά, 64×43 εκ.), υπογεγραμμένος στο κάτω δεξί μέρος. Εμφανίστηκε πολύ πρόσφατα σε δημοπρασία του οίκου «Πέτρος Βέργος» (Νοέμβριος 2015) με τιμή εκτίμησης τα 6.000-8.000 ευρώ. Πουλήθηκε στη… μέση, για 7.080 ευρώ.
Ιδιαίτερα σημαντικός είναι και ένας άλλος πίνακας του Απ. Γεραλή, με τίτλο «Κορίτσι την ώρα της προσευχής» (79×59 εκ.). Είχε βγει σε δημοπρασία σε Greek Sale του οίκου Sotheby’s στο Λονδίνο την άνοιξη του 2008 και είχε φτάσει τις 24.500 στερλίνες.
Πηγαίνοντας ακόμη πιο πίσω, αξίζει να επισημάνουμε την εμφάνιση του πίνακα του Λουκά Γεραλή «Ανάβοντας τα κεριά» (λάδι σε καμβά, 65×57 εκ.), υπογεγραμμένου χαμηλά στο αριστερό τμήμα. Είχε παρουσιαστεί σε έκθεση στην Αθήνα το 1939 και το 2005 συμπεριλήφθηκε σε δημοπρασία Greek Sale του οίκου Bonhams στο Λονδίνο. Άλλαξε χέρια αντί 5.440 ευρώ.
… και αποκαλυπτικές επιστολές
Πολλά γεγονότα, αλλά και μυστικά από τη ζωή στις εκκλησίες εξιστορούν και κάποιες επιστολές. Στη διεθνή αγορά εντύπωση είχε προκαλέσει μια επιστολή του 1564 που έδωσε κάποιος ιδιώτης στα γραφεία του οίκου Sotheby’s. Μία επιστολή από τον John Jewel, που στην ουσία ήταν μια γραπτή συγγνώμη από την τότε νεοϊδρυθείσα Αγγλικανική Εκκλησία του Λονδίνου. Πρόκειται για τη δεύτερη έκδοση, στην αγγλική γλώσσα, με την οποία ο Jewel υπερασπίζεται την Αγγλικανική Εκκλησία απέναντι στις κατηγορίες περί αίρεσης και προσδιορίζει ποιο είναι το δόγμα. Πουλήθηκε προς 4.375 στερλίνες.
Στο δικό μας έδαφος παράδειγμα αποτελεί μια δακτυλογραφημένη επιστολή γραμμένη από τον Χρυσόστομο Σμύρνης («Της υμετέρας περισπουδάστου μοι Εξοχότητος / ελάχιστος και ταπεινός φίλος / † ο Σμύρνης Χρυσόστομος προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Σμύρνη, 7 Αυγούστου 1914»), με έντυπη επικεφαλίδα («Ιερά Μητρόπολις / Σμύρνης»).
Εμφανίστηκε σε δημοπρασία σπάνιων βιβλίων και χειρογράφων από τον οίκο «Πέτρος Βέργος» και, αντί για 1.000 ευρώ που ήταν η αρχική τιμή εκτίμησής της, τελικά αγοράστηκε έναντι 3.894 ευρώ. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο κατάλογος του οίκου, πρόκειται για πέντε λυτά, αριθμημένα φύλλα, με τις πίσω όψεις λευκές, στα οποία παρατηρείται φθορά από οξείδωση συνδετήρα.
Η «Κιβωτός» μεταφέρει το κείμενο της επιστολής όπως ακριβώς καταλογογραφήθηκε και δημοπρατήθηκε:
«…Τα επισεσωρευμένα ερείπια όλων των παραλίων και πλείστων του εσωτερικού χωρίων και πόλεων του Μικρασιατικού Ελληνισμού, ούτινος την εξόντωσιν ώμοσαν οι σατανικώς υπό του ασβέστου καθ’ ημών μίσους των εμπνεόμενοι και έξωθεν υπό της τριπλής συμμαχίας υποκινούμενοι κορυβαντιώντες Νεότουρκοι, τα αεννάως ρέοντα κρουνηδόν πικρά δάκρυα των ορφανών και δυστυχών τα οποία δεν δυνάμεθα να στειρεύσωμεν, διότι η κατάστασις οσημέραι βαίνει εις χειροτέραν επιδείνωσιν, η ζοφερά και μαύρη άποψις των ενταύθα εναπολειφθέντων δειλών και πτωχών λειψάνων του Γένους μας, φρονώ ότι μοι παρέχουσιν, ως ανωτάτω ενταύθα θρησκευτικώ και πολιτικώ και εθνικώ Αρχηγώ, το δικαίωμα να ομιλήσω μετά παρρησίας και πάλιν προς την Υμετέραν Εξοχότητα, Ην η Θεία Πρόνοια έταξεν ιθύντορα των τυχών του όλου Ελληνισμού, με την παράκλησιν και αξιώσιν ν’ ακουσθώ ευμενώς την φοράν ταύτην, διότι η όλη πορεία των πραγμάτων, ως ταύτα υποπίπτουσιν εις την αντίληψίν μας, μας κάμνει να τρέμωμεν ενταύθα διά την ολισθηρότητα του εδάφους εφ’ ου περιπατούσιν οι Κυβερνήται της Ελλάδος. (…) Εξοχώτατε, οσονδήποτε και αν κατά τας ευτυχείς ημέρας της ηγεσίας σας εμεγαλύνθη και εδοξάσθη η Ελλάς, οσηνδήποτε ακμήν και αν αποκτήση διά της ευφυούς εκμεταλλεύσεως των νέων πλουσίων εδαφών της, όμως δεν δύναται να συμπεριλάβη τον ελληνισμόν, δεν δύναται δε να επεκταθή και βορειότερον διότι τα όρια της εν Ευρώπη απεκρυσταλλώθησαν πλέον, και όχι μόνον ελπίς επεκτάσεως προς τα εκεί δεν δύναται να υπάρξη, αλλά τουναντίον επιβουλαί διαρκείς προς σμίκρυνσιν και περιορισμόν. Εις ημάς φαίνεται πολύ παράδοξον και απιστούμεν εις τα ώτα και τους οφθαλμούς μας, βλέποντες να θέλη η Ελλάς, κρατούσα ως όπλον τα ράκη της συνθήκης του Βουκουρεστίου, να περιορισθή εις τα όριά της επιλήσμων των ακαταμαχήτων ιστορικών και εθνολογικών και γεωγραφικών δικαίων της, την στιγμήν καθ’ ην θα έχη ύπερθεν αυτής Σερβίαν δέκα πέντε εκατομμυρίων και Ρουμανίαν πανίσχυρον και διαρκές φόβητρον ως δαμόκλειον ξίφος επικρεμαμένην κατ’ αυτής και ετοίμην να συνθηκολογή μετά του πλειοδοτούντος ίνα καταπνίγη και το ελάχιστον κίνημά μας προς υποστήριξιν των εν Ανατολή δικαίων μας. Τα έθνη δεν πρέπει να πτήσσωσι προ των προσκαίρων θυσιών, αλλά να ρίπτωνται ακατάσχετα εις τους αγώνας και τους κινδύνους έστω και αν πρόκειται ακόμη προσωρινώς να συντριβώσι, διότι οφείλουσι ν’ αποθνήσκωσιν ενδόξως υπέρ των ιδανικών και να φεύγωσι τον διά φθίσεως και μαρασμού θάνατον…».