Του Γιώργου Ρήγα
Τον απόλυτο αιφνιδιασμό στην Εκκλησία της Ελλάδος προκάλεσε η κυβέρνηση με το θέμα της αποτέφρωσης, διά του καθ’ ύλην αρμόδιου υπουργού Εσωτερικών, Παναγιώτη Κουρουμπλή. Το νομοσχέδιο για το παράλληλο πρόγραμμα ψηφίστηκε κατά πλειοψηφία από ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ στην Ολομέλεια της Βουλής και μαζί του πέρασε και η νομοθέτηση της υποχρεωτικής τέλεσης θρησκευτικής κηδείας και εν συνεχεία αποτέφρωσης σε ανθρώπους που εγγράφως το έχουν ζητήσει. Το θέμα είχε προκαλέσει την άμεση αντίδραση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και του Αρχιεπισκόπου, που απέστειλαν επιστολή προς τον κ. Κουρουμπλή. Εκεί, του ζητούσαν την απόσυρση της παραγράφου που αφήνει ανοιχτό το δικαίωμα σε όποιον το επιθυμεί να επιβάλει διά νόμου σε κληρικούς να τους κηδεύουν, παρά την άρνηση της Εκκλησίας να ιερολογεί τις κηδείες όσων θα αποτεφρωθούν. Η ΔΙΣ επισημαίνει στην ίδια επιστολή ότι «στο πλαίσιο αυτό δικαιούμεθα και υποχρεούμεθα έναντι του ποιμνίου της Εκκλησίας να ζητήσουμε το άμεσο άνοιγμα ενός διαλόγου με την Πολιτεία για την τροποποίηση της κείμενης νομοθεσίας». Εξέδωσε, μάλιστα, εγκύκλιο σημείωμα προς όλες τις μητροπόλεις με τον τίτλο «Ενημέρωσις της Ιεράς Συνόδου περί της καταστάσεως των Κοιμητηρίων» (υπ’ αριθμ. 678), όπου αναφέρει τα εξής: απεφασίσθη η έναρξις διαβουλεύσεως μετά του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκροτήσεως περί της κειμένης νομοθεσίας και κρατούσης πρακτικής διοικήσεως και διαχειρίσεως των εν Ελλάδι κοιμητηρίων ως και προς αντιμετώπισιν του προβλήματος των ανεπαρκών ή κεκορεσμένων κοιμητηρίων εις ενιαίας περιοχάς της Επικρατείας».
Η… συναίνεση
Ο ίδιος ο κ. Κουρουμπλής, μάλιστα, σε αποκλειστική συνέντευξή του στην «Κιβωτό της Ορθοδοξίας» φαίνεται ότι είχε συναινέσει στον διάλογο με την Εκκλησία για το θέμα, καθώς σημειώνει πως «φυσικά και θα εξετάσουμε με πολλή προσοχή τις προτάσεις και τις εισηγήσεις της Εκκλησίας. Ο ρόλος της στο συγκεκριμένο θέμα, το οποίο έχει σαφώς και πνευματικές διαστάσεις, είναι δεδομένος και αναμφισβήτητος». Παρά την επιστολή της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και το κάλεσμα που απηύθυνε στον κ. Κουρουμπλή για διάλογο, όχι μόνο δεν υπήρξε καμία απάντηση από πλευράς υπουργείου, αλλά προστέθηκε τροπολογία στην οποία παρουσιάζονται οι τρόποι διαχείρισης της τέφρας.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τις νέες διατάξεις, οι Έλληνες πολίτες μπορούν να πάνε σε έναν οποιονδήποτε συμβολαιογράφο και να δηλώσουν τον τύπο της τελετής που επιθυμούν και τον τρόπο της ταφής τους. Αυτή η συμβολαιογραφική πράξη είναι δεσμευτική τόσο για τους συγγενείς των ανθρώπων αυτών, ανεξαρτήτως βαθμού συγγένειας, όσο και για τους αρμόδιους φορείς. Με απλά λόγια, μπορεί κάποιος με βάση τον νέο νόμο να πάει σε έναν συμβολαιογράφο και να δηλώσει την επιθυμία της θρησκευτικής κηδείας και εν συνεχεία της αποτέφρωσης. Το παράδοξο με αυτό το άρθρο είναι πως είναι τόσο ανοιχτό στις επιθυμίες των πολιτών, που το μόνο όριο είναι να μην αντίκειται η επιθυμία του θανόντος «σε κανόνες δημόσιας τάξης, υγιεινής ή στα χρηστά ήθη».
Όπως ορίζεται στην τροπολογία, η τέφρα (αφού τοποθετηθεί σε τεφροδόχο) μπορεί να φυλάσσεται σε ειδικό χώρο στο κέντρο αποτέφρωσης ή να ταφεί σε υφιστάμενο κοιμητήριο. Επίσης, είναι δυνατή η διασπορά της «σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο (σιντριβάνι ή ανθόκηπο) εντός του κέντρου αποτέφρωσης ή σε υπαίθριο χώρο εκτός κατοικημένης περιοχής ή στη θάλασσα». Στην τελευταία περίπτωση, η τεφροδόχος θα πρέπει να είναι διαλυτή στο νερό και να εγκαταλειφθεί σε απόσταση τουλάχιστον 1,5 ναυτικού μιλίου από την ακτή.
Αν ο αποθανών δεν έχει δηλώσει ρητά τι θέλει να απογίνει η τέφρα του, τον λόγο έχουν οι συγγενείς, κατά σειρά τάξης. «Σε περίπτωση αδυναμίας πραγματοποίησης της βούλησης του θανόντος ή διαφωνίας μεταξύ συγγενών της ιδίας τάξης, αποφαίνεται ο εισαγγελέας», αναφέρεται. Τέλος, διευκρινίζεται πως η τέφρα ενός νεκρού δεν επιτρέπεται να πωληθεί.
Οι λεπτομέρειες
Στην τροπολογία ρυθμίζονται και λεπτομέρειες για τη λειτουργία, τα δικαιώματα και τα τέλη αποτέφρωσης των μονάδων αποτέφρωσης με κανονισμό λειτουργίας που θα εγκρίνει ο πρωτοβάθμιος ΟΤΑ της περιοχής. Επίσης, καθορίζονται τα κτιριακά προαπαιτούμενα για τη λειτουργία των κέντρων αποτέφρωσης νεκρών (ΚΑΝ).
Σύμφωνα με τα οικονομικά δεδομένα, εκτιμάται ότι η εν λόγω ρύθμιση θα ενισχύσει οικονομικά τους δήμους, καθώς αναφέρεται ότι ειδικά στο Δήμο Αθηναίων καταρτίστηκε σχέδιο το 2010 βάσει του οποίου εκτιμάται ότι οι 1.000 αποτεφρώσεις θα αποφέρουν κέρδη της τάξης των 15.000 ευρώ. Ταυτόχρονα, διευκολύνει τα οικεία πρόσωπα, αφού, όπως επισημαίνεται, δεν θα αναγκάζονται να μεταβαίνουν οι ίδιοι σε άλλες χώρες, όπου επιτρέπεται η αποτέφρωση, ώστε να πραγματοποιηθεί το αίτημα της καύσης τους.
Τέλος, περιγράφονται οι εκτιμώμενες συνέπειες, οι οποίες, όπως αναγράφεται χαρακτηριστικά, δημιουργούν «προϋποθέσεις που συμβάλουν στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας των πολιτών και στην εφαρμογή του δικαιώματος της θρησκευτικής τους ελευθερίας».
Η επιστολή της Εκκλησίας για το θέμα
Ακολουθεί μεγάλο μέρος της επιστολής που απέστειλε η ΔΙΣ στον υπουργό Εσωτερικών, Παναγιώτη Κουρουμπλή, με τις προτάσεις της για το θέμα:
«(…) θεωρούμε ότι πρέπει να τεθεί και μια προσθήκη στο νέο άρθρο 35Α του ν. 344/1976, η οποία θα βρίσκεται σε συστηματική αρμονία με τον νόμο 4277/2014, το άρθρο 49 παρ. 1 του οποίου προβλέπει ότι, εάν κάποιος δεν δήλωσε όσο ζούσε ότι δεν επιθυμεί να αποτεφρωθεί, δύναται να αποτεφρωθεί με απόφαση συζύγου ή συγγενούς του έως και β΄ βαθμού. Είχαμε επισημάνει ότι η διάταξη του ν. 4277/2014 πάσχει από αντισυνταγματικότητα, καθώς οι τυχόν γνωστές θρησκευτικές πεποιθήσεις του τεθνεώτος πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν, διότι αποτελούν παράμετρο σεβασμού της μνήμης του. Με την υπάρχουσα διάταξη του άρθρου 49 παρ. 1 του νόμου 4277/2014 επιτρέπεται η αποτέφρωση της σορού οποιουδήποτε θανόντος με απόφαση συζύγου ή συγγενών, εάν ο ίδιος δεν εξέφρασε εγγράφως επιθυμία περί του ενταφιασμού της σωρού του, ακόμα δηλαδή και εάν π.χ. πρόκειται για κάποιον γνωστό τοις πάσι ως φιλακόλουθο Χριστιανό Ορθόδοξο ή ακόμα και για τον ιερέα ή τον ψάλτη μιας Ενορίας, με μόνη δικαιολογία ότι δεν απέκλεισε εγγράφως την αποτέφρωσή του. Έτσι, όμως, η αποτέφρωση καθίσταται κανόνας σε μια χώρα με πλειοψηφική παρουσία στο σύνολο του πληθυσμού. Πρόκειται για διάταξη κατάδηλα παράλογη, που αφήνει τη σορό του τεθνεώτος στην απόλυτη διάκριση των συγγενών του χωρίς να τίθεται στην απόφασή τους κανένα όριο σεβασμού προς το πρόσωπο και τη ζωή του εκλιπόντος.
Εν πάση περιπτώσει, εάν η διάταξη παραμείνει ως έχει, δέον να προστεθεί στη νέα διάταξη του άρθρου 35Α του ν. 344/1976 ότι όποιος δηλώσει ότι επιθυμεί ως “τύπο της τελετής κηδείας” του την εκκλησιαστική κήδευση (εξόδιο ακολουθία), η δήλωση αυτή θα λειτουργεί και ως δήλωση υπέρ του ενταφιασμού και κατά της αποτεφρώσεως, αποκλείει την εφαρμογή του άρθρου 49 παρ. 1 του ν. 4277/2014 και τη δυνατότητα των συγγενών του να αποφασίσουν την αποτέφρωσή του, εάν ο θανών δεν είχε επιλέξει τρόπο διαθέσεως της σορού του.
Εκ τρίτου, είναι γνωστή η μη ικανοποιητική συνολική κατάσταση λειτουργίας πολλών δημοτικών κοιμητηρίων, τα οποία με βάση την ισχύουσα νομοθεσία διαχειρίζονται οι οικείοι δήμοι και όχι η Εκκλησία, όπως επίσης και η τραυματική διαδικασία των εκταφών λόγω της ελλείψεως χώρων. Συχνά η λειτουργική κατάσταση των δημοτικών κοιμητηρίων και οι ανεπάρκειες τους είναι απαξιωτικές για τους τεθνεώτες και για τους συγγενείς τους, με αποτέλεσμα, όσο το πρόβλημα παραμένει δεδομένο και άλυτο από την Πολιτεία, να αποτελεί έναν συνειδησιακό εκβιασμό για τους Ορθόδοξους Χριστιανούς, ώστε να επιλέξουν, εκόντες άκοντες, την αποτέφρωση προκειμένου να μην έλθουν αντιμέτωποι με θλιβερά φαινόμενα. Στο πλαίσιο αυτό δικαιούμεθα και υποχρεούμεθα έναντι του ποιμνίου της Εκκλησίας να ζητήσουμε το άμεσο άνοιγμα ενός διαλόγου με την Πολιτεία για την τροποποίηση της κείμενης νομοθεσίας, που χρονολογείται από την εποχή της Δικτατορίας, προς την κατεύθυνση αδειοδοτήσεως της ιδρύσεως νέων κοιμητηρίων από την Εκκλησία της Ελλάδος, προκειμένου να ληφθεί πρόνοια για τα μέλη του ποιμνίου της. Η εναλλακτική διέξοδος της αποτεφρώσεως αποτελεί μια παράκαμψη της προβληματικής λειτουργίας των δημοτικών κοιμητηρίων και δεν παρέχει καμία λύση του ανωτέρω προβλήματος όσον αφορά τους Ορθόδοξους Χριστιανούς, που επιθυμούν τον ενταφιασμό υπό συνθήκες αξιοπρέπειας και ευλάβειας με βάση τις παραδόσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας, στην οποία ανήκουν. Αντιλαμβάνεσθε ότι η ύπαρξη μιας απολιθωμένης νομοθεσίας, που δεν επιτρέπει στην Εκκλησία να ιδρύσει χριστιανικά κοιμητήρια για τους πιστούς της, βάσει των κειμένων υγειονομικών προϋποθέσεων που ισχύουν γενικώς, εν συνδυασμώ προς την ανεπάρκεια των υφισταμένων κοιμητηρίων, συνιστά μια δυσμενή μεταχείριση εις βάρος των μελών της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία πρέπει να προβληματίσει και να αποκατασταθεί από την Πολιτεία.