Αρχική » Μητροπολίτης Ναυπάκτου: Ο Πρωτοψάλτης Σωτήρης Τάττης

Μητροπολίτης Ναυπάκτου: Ο Πρωτοψάλτης Σωτήρης Τάττης

από christina

Του Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου

Στίς 6 Αὐγούστου, ἑορτή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, θυμᾶμαι πάντοτε τόν Πρωτοψάλτη τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ Ἰωαννίνων Σωτήριο Τάττη πού ἑόρταζε αὐτή τήν ἡμέρα καί γι’ αὐτό εἰς μνήμη του θά καταθέσω μερικές ἀναμνήσεις μου καί θά παρουσιάσω τήν ἀξία τοῦ ἱεροπρεποῦς καί καλλιφώνου Ἱεροψάλτου στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας.

Στό τέλος ὁ ἀναγνώστης θά ἔχη τήν δυνατότητα νά ἀκούση τήν φωνή του ἀπό ζωντανή μαγνητοφώνηση ἐντός τοῦ Ἱεροῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ Ἰωαννίνων, τήν ὁποία ἔκανε ὁ ἀείμνηστος Ἐφημέριος π. Ἀθανάσιος Παπαθανασίου.

Ὁ Πρωτοψάλτης Σωτήριος Τάττης ἦταν μιά σημαντική μορφή τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί κοινωνικῆς ζωῆς τῆς Πόλεως τῶν Ἰωαν­νίνων. Αὐτό, γιατί ὡς Πρωτοψάλτης τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ γνώρισε ὅλες τίς μεγάλες ἐκκλη­σιαστικές στιγμές τῆς Πόλεως τῆς ἐποχῆς του.

Γνώρισε τούς Μητροπολίτες πού πέρασαν αὐτά τά χρόνια, μάλιστα δύο ἀπό αὐτούς ἐκλέχθηκαν Ἀρχιεπίσκοποι Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος, ὅπως ὁ Σπυρίδων Βλάχος καί ὁ Σεραφείμ Τίκας, καί τούς διακόνησε ὡς Πρωτοψάλτης κατά τήν θεία Λειτουργία· ἔψαλε σέ ὑποδοχές Πατριαρχῶν καί Ἀρχιεπισκόπων, Βασιλέων καί Προέ­δρων τῆς Δημοκρατίας, Πρωθυπουργῶν καί ἄλλων ἐπισήμων. Πάντοτε ἦταν σεμνός, μεγαλοπρεπής, γνώστης τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς καί μεταδοτικός τῆς γνώσης του αὐτῆς σέ ἄλλους πού ἐνδιαφέρονταν γιά αὐτήν.

Συγχρόνως, ὁ Σωτήρης Τάττης ὑπηρετοῦσε καί τήν Θέμιδα, ὡς δικαστικός γραμματεύς, μέ τήν εὐγένεια, καί τήν καλωσύνη πού τόν διέκρινε. Στό ἀναλόγι ἦταν σοβαρός καί στήν κοινωνική του ζωή ἦταν γλυκύς, χαμογελαστός, καί εὐγενέστατος.

1. Οἱ ἀναμνήσεις μου ἀπό τόν Σωτήρη Τάττη

Στήν Ἐνορία μου τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίας Μαρίνης Ἰωαννίνων ἀπό μικρό παιδί ἀνέβαινα στό ψαλτήρι καί συμμετεῖχα στήν χορωδία τοῦ δεξιοῦ Ἱεροψάλτου. Τά μουσικά ἀκούσματα τῆς ἡλικίας ἐκείνης ἦταν ὅλα παραδοσιακά.

Οἱ δύο ἱεροψάλτες τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Μαρίνης ἔψαλαν ἀπό τόν Μουσικό Πανδέκτη τῆς «Ζωῆς». Τά «Χερουβικά» πού ψάλλονταν ἦταν τοῦ Φωκαέως, τά «λειτουργικά» ἦταν τοῦ Κανελίδου καί τοῦ Σακελλαρίδου. Μέ ἐντυπωσίαζαν τά «Ἄξιον ἐστίν», τοῦ ἀνωνύμου σέ πλάγιο δεύτερο, τοῦ Φωκαέως σέ βαρύ ἐναρμόνιο καί τοῦ Ἀναστασίου τοῦ ἐκ Πάρλας σέ πλάγιο τοῦ τετάρτου. Στό κοινωνικό, ἄν δέν εἶχε μνημόσυνο, ψάλλαμε τούς ψαλμούς τοῦ Δαυίδ, πού μοῦ ἔκαναν ἰδιαίτερη ἐντύπωση, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν οἱ πολυέλαιοι «Λόγον ἀγαθόν», καί «Δοῦλοι, Κύριον».

Καθώς μεγάλωνα, κατά τίς Γυμνασιακές καί φοιτητικές μου σπουδές καί κατά τίς μεγάλες ἑορτές καί στήν συνέχεια πιό τακτικά, ἐκκλησιαζόμουν στόν Μητροπολιτικό Ναό τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, γιατί ἤθελα νά παρευρίσκομαι στίς ἀρχιερατικές θεῖες Λειτουργίες καί τίς ἀρχιερατικές ἱερές ἀκολουθίες, καί ἐκεῖ ἀνέβαινα στό ἀναλόγιο τοῦ δεξιοῦ χοροῦ, ὅπου ἔψελνε ὁ Σωτήρης Τάττης.

Αἰσθανόμουν τότε σάν νά ἀνέβηκα μιά βαθμίδα ὑψηλότερη στήν ἐκκλησιαστική μουσική. Ὁ Σωτήρης ἔψελνε κατά τόν Ὄρθρο καί τήν θεία Λειτουργία, ἀπό τά μουσικά βιβλία τοῦ Ἀθανασίου Καραμάνη. Τά «Χερουβικά» καί τά «λειτουργικά» προέρχονταν ἀπό τούς σύγχρονους μεγάλους ἱεροψάλτες, κυρίως τόν Πρίγγο καί τόν Καραμάνη. Τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα ἔψελνε ἀπό τίς μουσικές συνθέσεις τοῦ Γεωργίου Ραιδεστηνοῦ, ὁ ὁποῖος, ὅπως ἔλεγε ἀπό τήν μακρά του πείρα, συνέθεσε μέ τόν καλύτερο τρόπο τά τροπάρια τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Ἀργότερα παρατήρησα ὅτι ὁ Πρίγγος καί ἄλλοι εἶχαν ὡς βάση γιά τίς μουσικές συνθέσεις τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος τόν Γεώργιο Ραιδεστηνό.

Ὡς φοιτητής στήν Θεσσαλονίκη εἶχα διδάσκαλο στήν ἐκκλησιαστική μουσική στήν Θεολο­γική Σχολή τόν Χαρίλαο Ταλιαδῶρο, καί ἀνέβαινα στό δεξιό ἀναλόγιο τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας. Πήγαινα, ὅμως, κατά καιρούς καί σέ ἄλλους Ἱερούς Ναούς, κυρίως στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό ὅπου ἔψελνε ὁ Ἀθανάσιος Καραμάνης καί στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου πού ἔψελνε ὁ Χρύσανθος Θεοδοσόπουλος. Καθένας ἀπό αὐτούς εἶχε τίς δικές του μουσικές συνθέσεις, τά δικά του φωνητικά χαρί­σματα καί τόν δικό του τρόπο νά ψάλλη. Κυρίως, ὅμως, εἰσῆλθα στήν μουσική ἀτμόσφαιρα τοῦ Χαρίλαου Ταλιαδώρου.

Ἀργότερα, ὅταν ὑπηρετοῦσα στήν Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν, εἰσήχθην στήν ἀτμόσφαιρα τοῦ Κωνσταντινουπολίτικου ὕφους, ὅπως τό ἐξέφραζαν οἱ μαθητές τοῦ Θρασύβουλου Στανίτσα.

Ὁ Σωτήριος Τάττης, ὅπως εἶπα προηγουμένως, ἔψελνε τά ἴδια μουσικά μαθήματα, κυρίως τοῦ Πρίγγου καί τοῦ Καραμάνη, ἀλλά ἡ ἀπόδοσή τους ἦταν διαφορετική. Νομίζω ὅτι ὁ κάθε ἱεροψάλτης ἔχει τόν δικό του τρόπο στό ψάλσιμο, μέσα ἀπό αὐτό βγαίνει ὁ ἐσωτερικός του κόσμος, καί ὁ τρόπος αὐτός συνδέεται καί μέ τό φωνητικό του χάρισμα, ἄν εἶναι βαθύτονος ἤ ὑψίφωνος, ἄν εἶναι κατανυκτικός ἤ μεγαλοπρεπής. Ὁ Σωτήρης ψάλλοντας τά ἴδια μουσικά κομμάτια τά ἐπένδυε μέ τήν προφορική μουσική παράδοση μέ τήν ὁποία μεγάλωσε. Πραγματικά παρατηρεῖται μιά ἰδιαίτερη ἀπόδοση σέ κάθε τόπο ἡ ὁποία μεταδίδεται ἀπό τόν δάσκαλο στόν μαθητή.

Θυμᾶμαι ὅτι ὅταν ὡς φοιτητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς πήγαινα στό Ἅγιο Ὄρος καί προσπαθοῦσα στά μικρά ἐκκλησάκια νά συμψάλω μέ παλαιούς ἁγιορεῖτες τά Χερουβικά τοῦ Φωκαέως δέν μποροῦσα νά παρακολουθήσω καλά, γιατί τά εἶχα ἀκούσει διαφορετικά ἀπό τούς κοσμικούς ἱεροψάλτες, καί ἔτσι παρακο­λουθώντας τήν ἐκτέλεση τοῦ ὕμνου ἔβλεπα ὅτι ἔβαζαν τήν δική τους προφορική παράδοση, τήν ἰδιαίτερη ἑρμηνευτική ἀπόδοση. Ἔτσι, καταλάβαινα τήν διαφορά πού ὑπάρχει σέ κάθε ἱεροψάλτη, ἀνάλογα μέ τήν προφορική παράδοση πού εἶχε παραλάβει ἀπό τόν δάσκαλο του, ἤ τήν παράδοση τοῦ τόπου ἤ τήν δική του πνευματική κατάσταση. Μέ αὐτήν τήν ἑρμηνεία, διακρίνεται τό Κωνσταντι­νο­πολίτικο ὕφος, ἀπό τό Σμυρναίϊκο, τό Καρυωτικό στό Ἅγιον Ὄρος, ἀπό ἐκεῖνο πού ψάλλεται στά κοινόβια ἤ τήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Ἰσχύει στήν ἐκκλησιαστική μας μουσική αὐτό πού ἰσχύει καί στήν προφορά τοῦ λόγου, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν. Ἐνῶ ὅλοι ὁμιλοῦν τήν ἴδια ἐθνική γλώσσα, ἐν τούτοις ἡ προφορά διαφέρει ἀπό τόπο σέ τόπο, ἀνάλογα μέ τήν τοπική παράδοση, πού συνδέεται μέ τίς κλιματολογικές συνθῆκες, ἀλλά ἀκόμη καί μέ γενικότερη κοινωνική παράδοση, δηλαδή τίς δυσκολίες καί εὐκολίες, τόν πόνο καί τήν ταλαιπωρία τῶν ἀνθρώπων τῆς περιοχῆς. Αὐτή ἡ διαφορά φαίνεται καί στά δημοτικά τραγούδια κάθε τόπου.

Αὐτό τό συναντᾶμε καί στήν ἐκκλησιαστική μας μουσική παράδοση. Ἄκουγα τά ἴδια μουσικά κομμάτια ἀπό τούς μεγάλους Πρωτοψάλτες τῆς Θεσσαλονίκης, ὅταν ὅμως τά ἄκουγα ἀπό τήν φωνή τοῦ Σωτήρη Τάττη ἦταν διαφορετικά. Ὁ τρόπος τῆς ψαλμωδίας τοῦ Σωτήρη ἀνταποκρινόταν περισσότερο στήν ψυχική μου κατά­σταση. Μεγάλο ὄντως σχολεῖο ἡ ἐκκλησιαστική μας παρά­δοση!

Ἔδωσα στόν Διάκονό μου πού ἀσχολεῖται μέ τήν ἐκκλησιαστική μας μουσική νά ἀκούση τήν ψαλμωδία τοῦ Σωτήρη καί τόν παρακάλεσα νά μοῦ πῆ τίς ἀπόψεις του. Καταγράφω τίς παρατηρήσεις του.

«Οἱ μουσικές φράσεις τῆς ψαλμωδίας του εἶναι ἁπλές στήν μελωδία (χωρίς “ἀναλύσεις”), ἀλλά τά περάσματα ἀπό τήν μία νότα στήν ἄλλη γίνονται μέ πολύ μελωδικότητα καί πολύ λεπτομέρεια. Οἱ φράσεις χρωματίζονται γιά νά ἀποδίδουν τό νόημα, ἀλλά αὐτό γίνεται χωρίς ὑπερβολές, καί πολλές φορές αὐτός ὁ χρωματισμός εἶναι ἀνεπαίσθητος. Τά περάσματα ἀπό τήν “στηθική” (φυσική) στήν “κεφαλική” (ψεύτικη) φωνή γίνονται φυσικά, χωρίς νά τό ἀντιλαμβάνεται ὁ ἀκροατής. Αὐτό δηλώνει μιά ἄριστη φωνητική τεχνική.

Ὁ ρυθμός τῆς ψαλμωδίας του εἶναι χτυπητός, ἡγεμονικός πού ἀλλάζει ἀνάλογα μέ τό εἶδος τοῦ τροπαρίου, ἄν δηλαδή εἶναι εἱρμο­λογικό, στιχηραρικό ἤ παπαδικό, καί τήν στιγμή τῆς ἀκο­λου­θίας.

Τό ψάλσιμό του εἶναι ἀνεπιτήδευτο, στρωτό, χωρίς πετάγματα καί ἀκροβατισμούς, μέ μιά πολύ εὐγενική ἐκφραστικότητα.

Γενικά, ὁ Σωτήρης Τάττης ἔχει μουσικά πατήματα καί φρά­σεις “Πατριαρχικές”, ἀλλά μέ ἕνα Σμυρναίϊκο ἄρωμα. Εἶναι ἕνας ψάλτης πολύ μετρημένος, ἐκφραστικός καί εὐγενής».

Μιλώντας γιά τόν Σωτήρη Τάττη καί τόν τρόπο τῆς ψαλμω­δίας του, δέν μπορῶ νά μή μνημονεύσω τόν λαμπαδάριο τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ Ἰωαννίνων Ἀθανάσιο Κόντο, ὁ ὁποῖος εἶχε σχεδόν τό ἴδιο ὕφος μέ τόν Σωτήρη καί μάλιστα ὅταν ἀπό τό «Χερουβικό» καί στήν συνέχεια ἑνώνονταν οἱ δύο χοροί καί συνέψαλαν, τότε, ἐπειδή ὁμοίαζαν οἱ φωνές τους καί οἱ μουσικές παραδόσεις τους, γι’ αὐτό τό ἄκουσμα ἦταν ἐκπληκτικό, γέμιζε ὅλος ὁ χῶρος τοῦ Μητροπο­λιτικοῦ Ναοῦ.

Θυμᾶμαι ὅτι κάποιος Κύπριος πού ἄκουσε αὐτήν τήν ψαλμωδία, γιατί μεταδιδόταν ἀπό τόν Κρατικό Ραδιοφω­νικό Σταθ­μό τῶν Ἰωαννίνων, στά βραχέα κύματα, μοῦ εἶπε ὅτι «οἱ ψάλτες αὐτοί εἶναι ἀηδόνια».

Ἡ ψαλμωδία τοῦ Σωτήρη Τάττη ἔβγαζε κάτι τό κατανυκτικό, οἱ ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος ἦταν ἀνεπανάληπτες, σέ σημεῖο πού ὅταν ἀργότερα ὑπηρετοῦσα ὡς Ἱεροκήρυξ στήν Ἱερά Μητρόπολη Ἐδέσσης, ἕνα βράδυ μετά τήν Ἀκολουθία τῆς Μεγάλης Πέμπτης τηλεφώνησα στόν Σωτήρη Τάττη καί τοῦ εἶπα: «κ. Σωτήρη μοῦ κάνατε τό μεγαλύτερο κακό στήν ζωή μου». Καί ὅταν ἐκεῖνος ἔκπληκτος μέ ἐρώτησε τί ἐννοοῦσα, τοῦ ἀπάντησα: «Δέν μπορῶ νά καταλάβω ἀλλοῦ τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα, ὅπως ὅταν ἤμουν κοντά σας»! Ἐκεῖνος γέλασε μέ ἕναν εὐγενικό τρόπο.

Μεγάλο ἐκκλησιαστικό Σχολεῖο ἡ ἐκκκλησιαστική μας μου­σική παράδοση, καί μεγάλο ἐκκλησιαστικό Σχολεῖο ὁ Μητρο­πολιτικός Ναός Ἰωαννίνων, ὅπως τόν ἔζησα ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ Σωτηρίου Τάττη καί τοῦ Ἀθανασίου Κόντου, ἀλλά καί τοῦ Μητρο­πολίτου Ἰωαννίνων Σεραφείμ, ὅπως καί τῶν ἱερέων π. Χρή­στου καί π. Ἀντωνίου!

2. Ὁ δεκάλογος τοῦ ἄγραφου τυπικοῦ τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν ἱεροψάλτη

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀναφερόμενος στόν τρόπο τῆς λα­τρείας πού γινόταν στήν Κόρινθο, καί τήν ἀταξία πού παρετηρεῖτο μεταξύ τῶν χαρισμάτων τῆς προφητείας καί τῆς γλωσσολαλιᾶς καί καθορίζοντας μιά τάξη στό πῶς θά ἐκδηλωθοῦν τά χαρίσματα καταλήγει: «Πάντα εὐσχημόνως καί κατά τάξιν γινέσθω» (Α΄ Κορ. ιδ΄, 40).

Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική κινεῖται καί ὅλη ἡ ἐκκλη­σιαστική μας παράδοση. Ὁ οε΄ (75ος) Κανόνας τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου λέγει: «Τούς ἐπί τῷ ψάλλειν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις παραγινομένους, βουλόμεθα μήτε βοαῖς ἀτάκτοις κεχρῆσθαι καί τήν φύσιν πρός κραυγήν ἐκβιάζεσθαι, μήτε τι ἐπιλέγειν τῶν μή τῇ ἐκκλησίᾳ ἁρμοδίων τε καί οἰκείων∙ ἀλλά μετά πολλῆς προσοχῆς καί κατανύξεως τάς ψαλμῳδίας προσάγειν τῷ τῶν κρυπτῶν ἐφόρῳ Θεῷ∙ εὐλαβεῖς γάρ ἔσεσθαι τούς υἱούς Ἰσραήλ τό ἱερόν ἐδίδαξε λόγιον». Ἡ μετάφραση ἔχει ὡς ἑξῆς: «Θέλουμε ὅσοι ἀσχολοῦνται μέ τήν ψαλμωδία στίς Ἐκκλησίες οὔτε νά χρησιμοποιοῦν ἄτακτες φωνές καί νά πιέζουν τόν ἑαυτό τους γιά νά βγάλουν δυνατή φωνή οὔτε νά λένε ἐπιπλέον κάτι ἀπό αὐτ΄α πού εἶναι ἄπρεπα καί ἀνάρμοστα στήν Ἐκκλησία, ἀλλά μέ μεγάλη προσοχή καί κατάνυξη νά ἀπευθύνουν τίς ψαλμωδίες στόν Θεό τόν ἐπόπτη τῶν κρυπτῶν∙ γιατί τό ἱερό ρητό δίδαξε νά εἶναι εὐσεβεῖς οἱ υἱοί τοῦ Ἰσραήλ».

Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέγει: «Μετά προσηκούσης εὐλαβείας ἐνταῦθα (εἰς τόν Ναόν) παραγινόμεθα, ὅπως μή ἀντί ἁμαρτημάτων ἀφέσεως προσθήκην τούτων ποιησάμενοι οἴκαδε προσευξώμεθα…». Δηλαδή, «νά ἐρχόμαστε στόν Ναό μέ τήν ἁρμόζουσα εὐλάβεια, ὥστε νά μήν προσευχόμαστε ἐδῶ καί ἀντί τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτημάτων, προσθέσουμε ἁμαρτήματα».

Αὐτή ἡ ἐκκκλησιαστική παράδοση καί στό θέμα τῆς ψαλ­μωδίας δια­μορφώθηκε μέσα στήν πορεία τοῦ χρόνου καί καταρτίσθηκε ἕνα ἄγραφο τυπικό γιά τό πῶς νά ψάλλη ὁ ἱερο­ψάλτης καί πῶς νά στέκεται ἐπάνω στό ἱερό ἀναλόγιο.

Αὐτός ὁ δεκάλογος «τοῦ ἄγραφου τυπικοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας» ἔχει καταγραφῆ ἀπό τόν Ἄρχοντα Πρωτοψάλτη Ἰωάννη Δαμαρλάκη, τό ἔτος 1993, καί θά τό παρουσιάσω στήν συνέχεια, γιατί αὐτό τό ἄγραφο τυπικό τό ἐξέφραζε στήν πράξη ὁ ἀείμνηστος Πρωτοψάλτης Σωτήρης Τάττης. Θά καταγράψω κάθε σημεῖο τοῦ δεκαλόγου καί θά τό προσαρμόζω στήν ζωή τοῦ Πρωτο­ψάλτου μας.

«1. Νά στέκεται κατά τήν ὥρα τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν σέ στάση ΗΓΕΜΟΝΙΚΩΣ ΤΑΠΕΙΝΗ χωρίς περιττές κινήσεις, μορ­φασμούς κλπ.»

Ὁ Σωτήρης στεκόταν πάνω τό Ἀναλόγιο ἡγεμονικῶς μέ ἕνα ταπεινό φρόνημα, παρέμενε ἀκίνητος, μεγαλοπρεπής, ἄρχοντας πραγματικός, δέν ἔκανε περίεργες κινήσεις, δέν ὁμιλοῦσε, δέν σχολίαζε καί ὅταν ἤθελε νά πῆ κάτι στούς συμψάλλοντας μέ αὐτόν, τούς τό ἔδειχνε μέ τόν δείκτη τοῦ χεριοῦ του. Τό στόμα κατά τήν διάρκεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας προσφερόταν μόνο στό νά ψάλλη.

«2. Νά φορᾶ πάντοτε τό ἱερό ράσο καί νά προσπαθεῖ καί οἱ βοηθοί του νά εἶναι ρασοφορημένοι. Προσδίδει ἱεροπρέπεια»

Ὁ Σωτήρης στό ἀναλόγι ἦταν ἱεροπρεπής. Φοροῦσε τό ράσο του, ἡ μορφή τοῦ ἦταν ἑλκτική, τά πυκνά ἄσπρα μαλλιά του ἔδιναν μιά μεγαλοπρέπεια καί ἱεροπρέπεια. Γενικά, κατά τήν διάρ­κεια τῆς ἱερᾶς ἀκολουθίας ἄλλαζε ὄψη καί μορφή, δέν ἦταν ὁ συνηθισμένος γελαστός ἄνθρωπος, ἀλλά σύννους, προσεκτικός καί κατά κάποιον τρόπο ἔδειχνε ἠλλοιωμένος. Ἔψαλλε μέ ἰδιαίτερη προσοχή, ὅπως φαινόταν στά μάτια του καί τήν ὅλη ἔκφραση τοῦ προσώπου του.

«3. Νά ψάλλη πάντοτε ἀπό τά βιβλία τῆς Βυζαντινῆς Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς μας, σύμφωνα μέ τόν κανόνα τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου “ἀπό διφθέρας ψάλλειν”».

Ὁ Σωτήρης δέν αὐτοσχεδίαζε στό ψάλσιμο, δέν ἔψαλε μέ προχειρότητα. Ἀκόμη καί τό «Κύριε ἐλέησον» ἤ τά «παράσχου Κύριε» τά ἔψαλε ἀπό τά μουσικά βιβλία, δηλαδή, ἀπό «διφθέρας». Καίτοι μετά τήν μακροχρόνια πείρα θά μποροῦσε νά ψάλλη καί ἀπό στήθους, χωρίς μουσικά κείμενα, ἐν τούτοις δέν τό ἔπραττε, σεβό­ταν πάντοτε τό ἐκκλησίασμα. Σέ αὐτό τόν βοηθοῦσε καί τό ὅτι οἱ ἀκολουθίες μεταδίδονταν ἀπό τόν Κρατικό Ραδιοφωνικό Σταθμό καί δέν ἔπρεπε νά γίνονται λάθη.

«4. Νά ψάλλη πάντα τό ἴδιο εἴτε εἶναι μόνος του στήν Ἐκ­κλησία εἴτε ὑπάρχει πλῆρες Ἐκκλησίασμα γιατί σέ ὅλες τίς περιπτώσεις τόν πανταχοῦ παρόντα Θεό ὑμνεῖ»

Παρατηροῦσα ὅτι ὁ Σωτήρης ἔψαλε μέ τήν ἴδια προσοχή καί ἐπιμέλεια σέ ὅλες τίς ἱερές ἀκολουθίες. Ἔτυχε νά παρευρίσκομαι στούς Ἑσπερινούς τοῦ Σαββάτου ὅπου ἔψαλε μέ τήν ἴδια σοβαρότητα πού ἔψαλε τήν Κυριακή τό πρωί στήν θεία Λειτουργία. Θυμᾶμαι κάποια Παρασκευή τῆς Διακαινισίμου δέν πῆγα στόν Ἱερό Ναό τῆς Περι­βλέπτου, ὅπως τό ἔκανα κάθε χρόνο, κατά τήν συνήθεια τῶν Γιαννιωτῶν, καί ἐκκλησιάστηκα στόν Μητροπολιτικό Ναό. Τό ἐκκλησίασμα ἦταν λιγοστό. Ἐκεῖ ἀπήλαυσα τό «χερουβικό» τοῦ α΄ ἤχου τοῦ Πρίγγου, πού τό ἔψαλε μέ μυσταγωγικό τρόπο.

«5. Νά συνδυάζει τόν τρόπο τῆς ψαλμωδίας μέ τό νόημα τοῦ ὕμνου π.χ. ἀλλιῶς ἐκφράζεται ὁ διατονικός ἦχος τῆς Μεγάλης Πέμπτης καί ἀλλιῶς ὁ διατονικός ἦχος τοῦ Πάσχα. Πρέπει δηλαδή νά ψάλλη “χρωματισμένα καί ὄχι ἄσπρα”»

Ὁ Σωτήρης Τάττης, ὅπως προανέφερα ἔψελνε πάντοτε ἀπό τά ἔγκριτα μουσικά βιβλία καί ποτέ δέν αὐτοσχεδίαζε. Ὅμως, καί αὐτά τά χρωμάτιζε κατάληλα μέ τήν δική του πνευματική κατάσταση, καί μέ τήν δική του μουσική παιδεία, τήν ὁποία εἶχε κληρονομήσει ἀπό τήν παράδοση πού εἶχε παραλάβει ἀπό τά μουσικά ἀκούσματα τῆς Ἠπείρου. Καί αὐτός ὁ χρωματισμός τῆς φωνῆς του ἦταν ἀνάλογος μέ τίς ἐορτές τῆς Ἐκκλησίας μας.

«6. Νά σέβεται τούς Λειτουργούς Ἱερεῖς καί τούς συναδέλφους καί νά συνεργάζεται ἁρμονικά μαζί τους»

Ὁ Σωτήρης σεβόταν καί τιμοῦσε τούς κατά καιρούς Μητρο­πολίτες τῆς ἱστορικῆς αὐτῆς Μητροπόλεως, ἔδειχνε ποικιλοτρόπως τόν σεβασμό του σέ αὐτούς, ἀλλά τιμοῦσε καί τούς κατά καιρούς Ἐφημερίους τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ. Μιλοῦσε μέ γλυκύτητα καί σέ αὐτούς, ὅπως καί σέ ὅλους, καί τό κυριότερο σεβόταν τόν τρόπο τῆς διακονίας τους. Κυρίως αὐτός ὁ σεβασμός φαινόταν καί κατά τήν διάρκεια τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν.

Αὐτό σημαίνει ὅτι σεβόταν ἀπόλυτα τόν λειτουργικό χρόνο καί συγχρόνιζε τήν ψαλμωδία τοῦ «Χερουβικοῦ», ἀνάλογα μέ τίς κινήσεις τοῦ ἱερέως. Δέν ἄφηνε τόν Ἱερέα νά περιμένη στήν βορεινή πύλη τοῦ Ναοῦ μέ τό δισκοπότηρο καί ἐκεῖνος νά συνεχίζη τήν ἀργή ψαλμωδία τοῦ «Χερουβικοῦ» ὕμνου, χάριν τηρήσεως τοῦ μαθήματος. Ἤξερε ὅτι ὁ βασικός πρω­τα­γωνιστής στήν λατρεία εἶναι ὁ Λειτουργός καί ὄχι ὁ ἱεροψάλτης, αὐτός ἦταν διάκονος στούς Ἀρχιερεῖς καί Ἱερεῖς πού λειτουρ­γοῦσαν, γι’ αὐτό συντόμευσε τήν ψαλμωδία.

«7. Ἀπό τήν στιγμή πού περιβάλλεται τό ἱερό ράσο καί ἀρχίζει νά ἐκτελεῖ τά ἱερά του καθήκοντα πρέπει “πᾶσαν τήν βιωτικήν μέριμναν” νά ἀποχωρίζεται»

Ὁ νοῦς τοῦ Σωτήρη κατά τήν ἱερά λατρεία ἦταν προση­λωμένος στά καθήκοντά του. Ποτέ δέν τόν ἄκουσα νά συζητᾶ κατά τά διαλείμματα τῆς μουσικῆς του ψαλμωδίας, στό Κοινωνικό ἤ ὅταν ἔψαλλε ὁ ἀριστερός Ψάλτης. Σιωποῦσε καί ἔψαλλε.

Ἦταν ἐκκλησιαστικός ἀνήρ, καί γνώριζε τήν μεγάλη ἀποστολή πού τοῦ εἶχε ἀναθέσει ἡ Ἐκκλησία. Αἰσθανόταν τήν ψαλτική ὄχι μόνον ὡς τέχνη, ἀλλά καί ὡς ἱερά ἀποστολή, ὡς ἱερά ὑμνωδία, αἰσθανόταν τόν ἑαυτό του ὡς ἐκπρόσωπο τοῦ λαοῦ πού συμμετεῖχε στήν λατρεία καί διακονοῦσε τόν Λειτουργό.

«8. Νά ἀπαγγέλλει τά ἀναγνώσματα καί νά ψάλλη τά μέλη εὐάρθρως καί ἐννοιολογικά ὥστε οἱ πιστοί νά κατανοοῦν καί νά συμμετέχουν»

Ἡ ἄρθρωση τοῦ Σωτήρη ἦταν ὁλοκληρωμένη, ἀπέδιδε τά νοήματα τῶν τροπαρίων καί τῶν ἀναγνωσμάτων καί τά χρωμάτιζε κατάλληλα γιά νά γίνουν κατανοητά ἀπό τούς ἐκκλησιαζομένους. Τό σημαντικό δέ εἶναι ὅτι δέν διάβαζε τά ἀναγνώσματα ἐπιδεκτικά ἤ κοσμικά, ὅπως θά τό ἔκανε ἕνας ἠθοποιός, ὡσάν νά εἶναι μιά κοσμική ἐκδήλωση, ἀλλά τό ἔκανε ἐκκλησιαστικά.

Ἡ ἐκκλη­σιαστική παράδοση προβλέπει ὅτι καί ἡ ἀνάγνωση νά εἶναι ἐμμελής χωρίς νά εἶναι ψαλμωδία, οὔτε ἀνάγνωση, ἀλλά κάτι τό ἐνδιάμεσον, ἤτοι τό λεγόμενο λογαοιδικό ὕφος. Θυμᾶμαι ἐνδεικτικά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο διάβαζε τό κοντάκιο καί τόν οἶκο τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ἀλλά καί τό Ἀποστολικό ἀνάγνωσμα. Μέσα ἀπό τήν ἀνάγνωση ἔβγαινε μιά ὁλόκληρη παράδοση, μέ σωστή ἄρθρωση καί ἐμμελῆ ἀνάγνωση, χωρίς, ὅμως, ὑπερβολές.

«9. Νά γνωρίζη ὅτι κάθε ὑπερβολή κατά τήν ὥρα τοῦ ψάλλειν βλάπτει ἀνεπανόρθωτα».

Ὁ Σωτήρης ὡς Πρωτοψάλτης ἦταν ἄνθρωπος τοῦ ἀριστο­τελικοῦ μέτρου ἀποφεύγοντας καί τήν ὑπερβολή καί τήν ἔλλειψη, ἦταν ἰσορροπημένος ὡς ἱεροψάλτης καί ὡς ἄνθρωπος.

Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι τηροῦσε ἀπαρέγκλιτα τό ὡράριο τῆς ἀκολουθίας. Ὅταν ἀνέβαινε στό Ψαλτήρι ἀμέσως ἔβαζε στό ἀναλόγιο, δίπλα στά μουσικά βιβλία, τό ρολόϊ τῆς τσέπης, γιά νά ἐλέγχη τήν ὥρα καί νά προσαρμόζη ἀνάλογα τήν ψαλμωδία.

«10. Νά συμμετέχει στά διαδραμματιζόμενα τῶν Ἱερῶν Ἀκο­λουθιῶν ἵνα μή ἐπαληθεύεται τό τροπάριον “πολλάκις τήν ὑμνωδίαν ἐκτελῶν εὑρέθην τήν ἁμαρτίαν ἐκπληρῶν”»

Ἡ παρουσία τοῦ Σωτήρη στό ἀναλόγι τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ ἦταν μεγαλοπρεπής καί προσεκτική. Ἔδειχνε ἕναν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος κάνει τό ἔργο αὐτό μέ σοβαρότητα καί εὐπρέπεια. Ἦταν συγκεντρωμένος καί σύννους κατά τήν διάρκεια τῆς ψαλμωδίας.

Κάποτε μου εἶπε ὅτι τό Σάββατο βράδυ ἀποσυρόταν ἐνωρίς στό δωμάτιό του, δέν συζητοῦσε μέ ἄλλους, γιατί ἑτοιμαζόταν προσε­κτικά γιά τό τί θά ψάλη τήν ἄλλη ἡμέρα καί κυρίως ξεκουραζόταν ὥστε νά σηκωθῆ τό πρωί ξεκούραστος καί νά ψάλλη ὅπως ἅρμοζε στήν Ἐκκλησία.

Στό τέλος τοῦ «δεκαλόγου τοῦ ἄγραφου τυπικοῦ τῆς Ὀρθο­δόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας» γράφεται ὡς γενικό συμπέ­ρασμα:

«Τέλος ὁ Ἱεροψάλτης ὡς κατώτερος κληρικός πρέπει νά συμπεριφέρεται ἀνάλογα. Ἡ μορφή του γενικά (ἐνδυμασία, κώμη κ.ἄ.) πρέπει νά “δείχνουν” πάντα τό ὑπούργημά του. Εἶναι κατ’ ἐξοχήν καί καθ’ ὑπεροχήν “Ἀνήρ Ἐκκλησιαστικός”. Καί γιά νά ἐπιτύχη στό ἔργο του πρέπει νά διάγη βίο ἐνάρετο, “ἐν μελέτῃ, ἐν ἀκοῇ, ἐν πίστει, ἐν νηστείᾳ, ἐν ὑπομονῇ καί ὑπακοῇ”».

Ὁ Σωτήρης Τάττης ἦταν ἕνας εὐσεβής Χριστιανός, ἕνας ἐκκλησιαστικός ἄνθρωπος, πού ζοῦσε τήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, τήν εἶχε χωνέψει ἐσωτερικά καί τήν ἐξέφραζε μέ ἕναν ἐκπληκτικό τρόπο. Ἦταν ὡς ἄνθρωπος γλυκύς καί καλωσυνάτος, ἀλλά καί ὡς Χριστιανός εὐσεβής.

Τελικά, ὁ Σωτήρης Τάττης ἦταν ἕνας ζωντανός φορεύς καί μεταφορεύς αὐτοῦ τοῦ δεκαλόγου τοῦ ἄγραφου τυπικοῦ τοῦ ἱεροψάλτου τῆς ὀρθο­δόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας.

3. Ἡ ἐκκλησιαστική ψαλτική, κατά τόν ἅγιο Παΐσιο

Ἡ ψαλμωδία εἶναι ἕνα ἱερό ἔργο, εἶναι μετοχή στό ἔργο τῶν ἀγγέλων, εἶναι μιά ἐκκλησιαστική διακονία πού φανερώνει ὅλη τήν πνευματική ζωή τοῦ ἱεροψάλτου. Μέσα ἀπό τήν ἱερά ψαλμωδία μετάφερεται ἡ κατάσταση τῶν ἐκκλησιαζομένων, ἀλλά κυρίως ἡ πνευματική κατάσταση τῶν ἴδιων τῶν ἱεροψαλτῶν.

Ὁ ἅγιος Παΐσιος παρουσιάζει μέ ἐκπληκτικό τρόπο τήν συσχέτιση μεταξύ τῆς ἱερᾶς ψαλμωδίας καί τῆς πνευματικῆς κατά­στασης αὐτοῦ πού ψάλλει. Θά παραθέσω μερικές φράσεις του πού δείχνουν τό βαθύ περιεχόμενο αὐτοῦ τοῦ ἱεροῦ ἔργου.

«Ἡ ψαλτική εἶναι μιά διακονία, γι’ αὐτό ὁ Ἱερέας εὔχεται καί «ὑπέρ τῶν ψαλλόντων». Ὁ ψάλτης ἀντιπροσωπεύει ὅλον τόν λαό πού ἐκκλησιάζεται». Ὁ τρόπος πού ψάλλει ἐξαρτᾶται ἀπό τήν πνευματική του κατάσταση. Λέγει ὁ ἅγιος: «Ὅταν εἶσαι βαρειά, τότε ψέλνεις καί βαρειά. Ἀπό τήν ἐσωτερική σου κατάσταση ξεκινάει αὐτό· αὐτήν νά ἐλέγχης. Ἕνας πού ἔχει λεπτή φωνή, ἄν εἶναι σέ καλή πνευματική κατάσταση, ἀκούγεται σάν ἀηδονάκι· ἀλλιῶς, εἶναι σάν νά τσιρίζη. Ἕνας πού ἔχει χονδρή φωνή, ἄν δέν εἶναι σέ καλή κατάσταση, ἀκούγεται σάν γέρος πού μαλώνει». «Ὅταν κανείς ψάλλη χωρίς νά ἔχη καλή πνευματική κατάσταση, αὐτό εἶναι χειρότερο ἀπό μιά μουσική παραφωνία».

Γιά νά ψάλη κανείς καί νά ἀποδώση τά τροπάρια πρέπει νά ἔχει εὐλάβεια. Ἤδη τά τροπάρια εἶναι γραμμένα μέ εὐλάβεια, ὁπότε καί ἡ μουσική ἐπένδυση πρέπει νά ἔχει τό ἴδιο πνευματικό χρῶμα. Λέγει ὁ ἅγιος: «Τό πᾶν εἶναι ἡ εὐλάβεια. Χωρίς εὐλάβεια ἡ ψαλτική εἶναι ξεθυμασμένη· μοιάζει μέ ὄργανο ξεκουρτισμένο, πού κάνει γκλίν-γκλίν». «Ἡ τέχνη χωρίς εὐλάβεια, εἶναι… μπογιές· εἶναι κάτι τό ἐξωτερικό, τό ψεύτικο, δέν ἔχει φυσικότητα. Μερικοί ψάλτες στόν κόσμο βάζουν “μπογιές” στήν φωνή τους ἀπό ἀνάγκη, γιά νά πᾶνε σέ μεγαλύτερο ναό καί νά αὐξηθῆ ὁ μισθός τους….. Νά προσέχετε, ἡ ψαλτική σας νά εἶναι φυσική, κατανυκτική, νά ψάλλετε γιά τόν Θεό καί ὄχι γιά τήν τέχνη τῆς ψαλτικῆς».

Ἡ ὅλη παρουσία τοῦ Ἱερέως, τοῦ ψάλτου, τοῦ Χριστιανοῦ στόν Ἱερό Ναό, κατά τήν τέλεση τῆς λατρείας, ἰδίως κατά τήν θεία Λειτουργία πρέπει νά εἶναι καρδιακή, δηλαδή νά λειτουργῆ ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν κάνουμε λόγο γιά καρδιά δέν τό ἐννοοῦμε συναισθηματικά, ἀλλά ἡσυχαστικά, ἀφοῦ ἡ καρδιά εἶναι ὁ ἐσωτερικός ἐκεῖνος κόσμος πού αἰσθάνεται τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί προσεύχεται μέ καθαρό νοῦ. Λέγει ὁ ἅγιος Παΐσιος:

«Ἡ ψαλμωδία δέν εἶναι μόνο προσευχή, εἶναι καί μιά “παλαβωμάρα”· εἶναι -πῶς νά τό πῶ;- ἕνα ξέσπασμα τῆς καρδιᾶς, τό ξεχείλισμα τῆς πνευματικῆς καταστάσεως. Ἡ καρδιά πάλλεται, ὅπως πάλλεται ἡ καρδιά τοῦ ἀηδονιοῦ. Τό ἀηδόνι, ὅταν κελαηδάη ἐπάνω στό δένδρο, σείεται ὁλόκληρο καί αὐτό καί τό κλαδί πού τό κρατάει. “Ἀφῆστε με, λέει, δέν θελω τίποτε· παλάβωσα! ….Ὅταν δουλεύη ἡ καρδιά, ξεφεύγει ἀπό τό περιορισμένο καί πάει στό ἀπεριόριστο, καί τότε γλυκαίνει ἡ ψαλμωδία! Τότε, ἀκόμη καί παραφωνία νά κάνης, καί αὐτή γλυκαίνει, γιατί τήν γλυκαίνει ἡ καρδιά».

Συνεχίζοντας αὐτήν τήν σκέψη του ὁ ἅγιος Παΐσιος λέγει ὅτι ἡ καρδιά εἶναι στήν πραγματικότητα ὁ μουσικοσυνθέτης. Λέγει: «Ὁ τόνος στήν ψαλτική βγαίνει ἀπό μέσα, ἀπό τήν καρδιά. Ὅταν ὁ νοῦς εἶναι στά θεῖα νοήματα, αὐτό εἶναι πού θά δώση τόν τόνο τόν καρδιακό· ἡ καρδιά θά σπαράξη! Ἡ καρδιά εἶναι μουσικοσυν­θέτης». Τότε ὁ ψάλτης ἐπηρεάζει καί ὅλον τόν ἐκκλησιαστικό του χορό. Λέγει ὁ ἅγιος: «Ἄν ὁ πρωτοψάλτης ψάλλη μέ τήν καρδιά του, οἱ ἄλλοι πού τόν ἀκολουθοῦν, ἐπηρεάζονται, ἀναστατώνονται μέ τήν καλή ἔννοια».

Γενικά, ὁ ἅγιος Παΐσιος πού εἶχε πνευματικές ἐμπειρίες καί αὐτό ἔβγαινε καί στόν τρόπο πού ἔψελνε, ἔδινε σημασία στήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν καρδιά τοῦ ψάλτου. Καί ἔκανε ἕνα συσχετισμό μέ τούς τραγουδιστές πού τραγουδοῦν μέ μεράκι, ἀφοῦ ἐν τῷ μεταξύ πίνουν καί κρασί. Ἔλεγε: «Οἰνόπνευμα, οἰνόπνευμα! Βλέπεις, μερικοί πού παίζουν ὄργανα, πίνουν καί λίγο, καί τραγουδοῦν μέ μεράκι· ἔχουν δηλαδή κινητήριο δύναμη τό οἰνόπνευμα. Ἐσεῖς μέ τό πνεῦμα νά κινῆσθε. Μέ τό θεῖο Πῦρ καί τό Ἅγιον Πνεῦμα».

Ὁ Σωτήρης Τάττης ἔψαλε μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική πού διδάσκει ὁ ἅγιος Παΐσιος, ἔψαλλε κατανυκτικά, προσεκτικά, προ­σευ­χη­τικά, ἐκκλησια­στικά. Ἔτσι, ἡ φωνή του πού ἦταν ἀπό τήν φύση της γλυκειά, γλυκαινόταν περισσότερο καί ἔβγαινε ἀπό τό στόμα του καί τήν καρδιά του μιά παναρμόνια μουσική, ἔψελνε σάν ἕνα ἀηδόνι..

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ