Μονή Προυσού και η θαυματουργή εμφάνιση της εικόνας
Η Ιερά Μονή Προυσού βρίσκεται 31 χλμ. νότια του Καρπενησίου και 53 βορειοδυτικά του Αγρινίου και αποτελεί πνευματικό και προσκυνηματικό κέντρο ολόκληρης της περιοχής. Είναι χτισμένη σε απόκρημνη, βραχώδη περιοχή, μεταξύ των βουνών Χελιδόνα, Καλιακούδα και της οροσειράς του Τυμφρηστού. Το όνομα της Μονής οφείλεται στη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Προυσιώτισσας, η οποία εικάζεται ότι είναι έργο του Αγίου Ευαγγελιστού Λουκά.
Η ιστορία της εικόνας, και κατ’ επέκταση της Μονής, ανάγεται στην περίοδο της βασιλείας του εικονομάχου αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Θεοφίλου (829-842). Αυτή βρισκόταν στον ναό της Προύσας της Μικράς Ασίας. Ένα αρχοντόπουλο, για να την σώσει, αποφασίζει να την φυγαδεύσει στην ορθόδοξη Ελλάδα.
Έφτασε στην Ελλάδα και πήγε στη Νέα Πάτρα, τη σημερινή Υπάτη, όπου θα έκτιζε ναό.Μάλιστα, ενώ οι εργασίες για την κατασκευή της εκκλησίας προχωρούσαν, η θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου εξαφανίστηκε, προς μεγάλη έκπληξη. Η εικόνα της Προυσιώτισσας είχε βρει καταφύγιο σε ένα μικρό σπήλαιο, σ’ ένα δύσβατο και άγονο τόπο, όπου μοναδικοί κάτοικοι ήταν κάποιοι λιγοστοί βοσκοί. Στο σημείο αυτό κάθε βράδυ δημιουργούνταν μια στήλη φωτός, που ξεκινούσε από τη γη και έφθανε στον ουρανό και ταυτόχρονα ακούγονταν γλυκές μελωδίες και ψαλμοί.
Ένας νεαρός βοσκός, τη νύχτα από 22 προς 23 Αυγούστου, έγινε μάρτυρας του περιστατικού αυτού. Αποκάλυψε στον πατέρα του την εμπειρία αυτή και εκείνος μαζί με άλλους βοσκούς, μετά από τρία βράδια, αντίκρισαν στην σπηλιά, όπου ξεκινούσε ο ουράνιος στύλος, την εικόνα της Παναγιάς να φεγγοβολά και να αστράφτει και ένα αναμμένο καντήλι μπροστά της. Στη συνέχεια, οι βοσκοί προσκύνησαν και μετέφεραν την εικόνα στο χωριό, αφού ενημέρωσαν τον ιερέα, ενώ διαδόθηκε ταχύτατα το νέο. Εν τω μεταξύ, ο νέος με την αρχοντική καταγωγή πληροφορήθηκε το μαντάτο και έσπευσε να διαπιστώσει εάν η εικόνα ήταν η ίδια, με εκείνη που είχε μεταφέρει. Πράγματι, αφού βεβαιώθηκε, έδωσε ένα φιλοδώρημα στους βοσκούς και πήρε την εικόνα για να την μεταφέρει στην εκκλησία που κατασκεύαζε.
Στο δρόμο της επιστροφής έκανε μια στάση για να ξεκουραστεί και να περάσει η νύχτα. Όμως, η εικόνα έφυγε για δεύτερη φορά και επέστρεψε στη σπηλιά. Το αρχοντόπουλο θεώρησε ότι οι βοσκοί τον είχαν παρακολουθήσει και άρπαξαν την πανσεβάσμια εικόνα. Όταν εκείνοι, όμως, τον διαβεβαίωσαν για το αντίθετο, πήρε το δρόμο της επιστροφής. Μάλιστα, το άλογο, που είχε τοποθετήσει την εικόνα, έπεσε στον γκρεμό και ο νεαρός επικαλέστηκε την Μεγαλόχαρη για να το σώσει, γεγονός το οποίο συντελέστηκε. Η εικόνα, αφού ανέβηκε το βουνό, αφήνοντας το «αποτύπωμά» της ή «πατήματα της Παναγιάς», που απαρτίζουν επτά σχήματα διαφορετικού χρώματος στον δρόμο της για τον Προυσό, επέστρεψε στη σπηλιά.
Το αρχοντόπουλο επισκέφθηκε ξανά το χωριό για μια ακόμη φορά, προκειμένου να πάρει την εικόνα. Όμως, όταν προσπάθησε να την σηκώσει, δεν μπόρεσε Τότε, αφού απομάκρυνε όλους τους υπηρέτες του, κράτησε έναν, με τον οποίον έγιναν μοναχοί και έλαβαν τα ονόματα Διονύσιος και Τιμόθεος, δημιουργώντας έτσι την πρώτη μοναστική πολιτεία στην Ευρυτανία.
Η Μονή παρέμεινε ενεργή όλα τα χρόνια που ακολούθησαν. Το 1587 πυρκαγιά κατέστρεψε το Καθολικό του Μοναστηριού, το οποίο κτίστηκε εκ νέου και διατηρείται μέχρι σήμερα. Το 1748, η Μονή έγινε Σταυροπηγιακή. Κατά την περίοδο της Παλιγγενεσίας του 1821, δημιουργήθηκε μια μεγάλη μοναστική αδελφότητα, η οποία λειτούργησε ως σχολείο για τα Ελληνόπουλα και ως καταφύγιο για τους αγωνιστές (Λάμπρο Κατσαντώνη, Γεώργιο Καραϊσκάκη, Μάρκο Μπότσαρη). Μάλιστα, το πουκάμισο της Παναγιάς, που καλύπτει ολόκληρη την εικόνα, έγινε με έξοδα του Στρατηγού Καραϊσκάκη σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για την θέρμη που τον ταλαιπωρούσε και από την οποία γιατρεύτηκε κατά την παραμονή του στο Μοναστήρι. Επίσης, τα αστέρια, που συμβολίζουν την αειπαρθενία της, καθώς και τα διακριτικά του αξιώματος του στρατηγού δωρίστηκαν από τον ίδιο. Ακόμη και τα όπλα του στρατηγού βρίσκονται στο Σκευοφυλάκιο της Μονής.
Μελανή σελίδα για το Μοναστήρι αποτέλεσε η εισβολή των Γερμανών σ’ αυτό, στις 16 Αυγούστου του 1944 και η ολοσχερής καταστροφή των κτηρίων. Επίσης, την ίδια τύχη είχαν πολλά κειμήλια, σκεύη, χειρόγραφα και βιβλία, αλλά, ευτυχώς, όχι και η πολύτιμη εικόνα της Παναγιάς, η οποία είχε τοποθετηθεί σε κρύπτη. Μάλιστα, σύμφωνα με μαρτυρίες, ένας αξιωματικός θέλησε να κάψει και την εκκλησία, κάτι που δεν κατάφερε όσες φορές και αν το επιχείρησε.
Το Σκευοφυλάκιο της Μονής περιέχει πλήθος πολύτιμων χειρόγραφων κωδίκων, εικόνων, ιερών σκευών και βιβλίων. Στο Μοναστήρι λειτουργεί Μουσείο με μέρος των θησαυρών, όπως εικόνες από το 15ο και 16ο αι, ιερά άμφια, αργυρά και χρυσά δισκοπότηρα, χειρόγραφοι κώδικες.
Έξω από την Μονή υπάρχουν δύο κάστρα αριστερά και δεξιά, οι «Πύργοι του Καραϊσκάκη». Το Ρολόι, που είναι χτισμένο απέναντι από το Μοναστήρι, πάνω σε λόφο, που πυργώνεται στο άνω μέρος της χαράδρας, ασκεί ακαταμάχητη γοητεία σ’ ένα ειδυλλιακό τόπο, που δημιουργεί στον καθένα την αίσθηση ότι ο χρόνος έχει σταματήσει.
Εξάλλου, υπάρχει και το εκκλησάκι των Αγίων Πάντων, που βρίσκεται απέναντι από το Μοναστήρι, δίπλα στον χώρο στάθμευσης των αυτοκινήτων, το οποίο κτίστηκε το 1754.
Επιπλέον, σώζεται το κτήριο που στέγασε επί Τουρκοκρατίας τη «Σχολή Ελληνικών Γραμμάτων», η οποία λειτούργησε στη Μονή, ενώ υπάρχουν δύο τριώροφοι ξενώνες για την φιλοξενία των προσκυνητών, εκτός από τους χώρους διαμονής των μοναχών.
Επιβλητική είναι η παρουσία της κίτρινης σημαίας, η οποία κυματίζει αγέρωχα με τον βυζαντινό δικέφαλο αετό, έμβλημα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που συμβόλιζε την ύπαρξη της πάνω σε δύο ηπείρους.
Η Ιερά Μονή Προυσού είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και πανηγυρίζει στις 23 Αυγούστου, με κάθε θρησκευτική και εκκλησιαστική λαμπρότητα.