Της Ευρυδίκης Λειβαδά
Η ιερή, πολύτιμη σιωπή οδηγεί στην κορυφαία, ευλογημένη μυστικότητα και, από εκεί, στη σφαίρα της αγιοσύνης. Συντροφιά των αγίων η σιωπή, εργαλείο ευαγγελικό. Σε αυτή την ευλογημένη χορεία, παρών κι ο Μεγάλος Άγιος της Ορθοδοξίας, ο Άγιος Γεράσιμος, ο της Κεφαλληνίας Προστάτης. Η σιωπή τον συντρόφευε στη μακρά πορεία του. Τις ώρες της βύθισης σε αδιάκοπη ενδοσκόπηση, τις ώρες του σταυρού και της χαράς της μοναξιάς των σπηλαίων, υψωνόταν μέσα στην ελευθερία τού είναι στα Άγια των Αγίων, ολοκληρωνόταν, άγγιζε την υπέρβαση, άκουγε τη φωνή του Θεού. Κι όταν έφθανε η στιγμή της συνάντησης με τον κόσμο που τον περιέβαλλε, με την ελλόγιμη σιωπή τελεσιουργούσε -και τελεσιουργεί- θαύματα.
Δεν αναφέρονται οι τόποι πριν ο Άγιος φθάσει στην Κωνσταντινούπολη, ούτε πού διέμεινε εκεί ούτε μετά, στο Άγιον Όρος. Ούτε όμως και κατά την πορεία του στους Αγίους Τόπους, ούτε και στο Σινά, στην Αίγυπτο, στη Λιβύη, στην «Εώα». Μήτε στοιχεία ακριβή έχουμε για την παραμονή του στην Κρήτη, στη Ζάκυνθο και στην Κεφαλλονιά πριν αποφασίσει την οριστική του εγκατάσταση στο από τον καιρό των Σταυροφοριών Μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της Ιερουσαλήμ, στα Ομαλά. Τα μη τεκμηριωμένα από παλαιογράφους μέρη της παραμονής του έρχεται η πίστη των ανθρώπων διαχρονικά να τα σφραγίσει με προσκυνητάρια, ταπεινές εκκλησιές, θαύματα και παραδόσεις από στόμα σε στόμα, πηγάδια που φέρουν το άγιο όνομά του, πλατάνια φυτεμένα σε πέρασμα νερού, πέτρες όπου έγειρε στις δοκιμασίες του προς την τελείωση.
Εμβαθύνοντας στον βασικό βιογράφο του, Μητροφάνη, στην υπογραφόμενη από μάρτυρες επιστολή-αίτημα του πρώην Μαΐνης, Ιερεμία Κατσαΐτη για τη διακήρυξη της αγιότητάς του, σε πατριαρχικά σιγίλια και σε λοιπά έγγραφα και εν παραλλήλω ερευνώντας και συνδυάζοντας πηγές (όπως π.χ. σχετικά με τον Παχώμιο Ρουσάνο ή με τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Γερμανό ή τοπογραφικά και ιστορικά στοιχεία) αναπτύσσω την προβληματική μου και προκύπτουν δεδομένα, ας μου επιτραπεί να τα χαρακτηρίσω, επιπρόσθετα και νεότερα για τον Άγιο της Κεφαλληνίας, τα οποία με δέος και ευθύνη παραθέτω.
A) Διαβάζουμε στον Μητροφάνη: «… το πνεύμα παρέθετο ζήσας τα πάντα έτη εβδομήκοντα και μικρόν τι προς». Άρα, με δεδομένο ότι ο Άγιος εκοιμήθη στις 15 Αυγούστου 1579, θα γεννήθηκε το 1509 και μάλιστα μεταξύ Μαρτίου και Ιουλίου. Η λογική υπαγορεύει ότι ο Ιανουάριος και ο Φεβρουάριος δεν έχουν πιθανότητα λόγω του «μικρόν τι προς», δηλαδή επιπλέον ολίγον και όχι «ήμισυ», λέξη την οποία με την ίδια ευκολία θα χρησιμοποιούσε ο λόγιος Μητροφάνης.
B) Γεννημένος πολίτης της αχανούς οθωμανικής αυτοκρατορίας, ο έφηβος Νοταράς κατευθύνθηκε για σπουδές στη βενετοκρατούμενη Ζάκυνθο. Είναι απόλυτα βέβαιο ότι κόμιζε άδεια ταξιδιωτική, που έφερε υπογραφές και σφραγίδες των τοπικών διοικητών του εγιαλέτ Ρούμελη, στο οποίο υπήγετο το σαντζάκ του Μωριά. Έρευνα σε σχετικά αρχεία -εφ’ όσον έχουν σωθεί- πιθανόν να φέρει στο φως κάποιο στοιχείο αναφορικά με τη μετακίνησή του αυτή. Άγνωστο, δε, εάν ήταν μόνος ή συνοδευόταν, λόγω του νεαρού της ηλικίας του.
Γ) Η Ζάκυνθος είχε τότε Ορθόδοξη Επισκοπή υπό τη Μητρόπολη της Κορίνθου, γεγονός που θα είχε τον δικό του ρόλο στην υποστήριξη και συναίνεση των θεοσεβών γονιών του, Δημητρίου και Καλής, για την εκεί εγκατάστασή του (Το διάστημα της έλευσής του, επίσκοποι Ζακύνθου και Κεφαλληνίας ήταν οι Λεόντιος Λυκιαρδόπουλος (1518-1526) και Νικηφόρος Λοβέρδος (1526-1534).
Δ) Στη Ζάκυνθο, ο φιλομαθής έφηβος γνώρισε τον, κατά λίγους μήνες μεγαλύτερό του, μη σπουδάσαντα «γραμματείαν» -όπως ο ίδιος δηλώνει-, διαπρεπέστατο λόγιο και μύστη Παχώμιο Ρουσάνο. Διαίσθηση, λογική και δεδομένα υπαγορεύουν ότι μαζί μελέτησαν τους θησαυρούς των ιερών κωδίκων, τους αντέγραψαν, τους σχολίασαν και τους ερμήνευσαν. Έτσι μελετούσαν. Κι έτσι σφυρηλατήθηκε ο χαρακτήρας κι οι αξίες τους. Μέσα από τις Θείες Γραφές και τα Πατερικά Κείμενα, μέσω διαρκούς αναζήτησης της Αλήθειας και του Θείου Λόγου μυήθηκαν στις απαρασάλευτες άγιες αρχές της Ορθοδοξίας. Κρίνω πως θα ήταν δόκιμο να γίνει επισταμένη μελέτη των θέσεων του Π. Ρουσάνου εν παραλλήλω με τις εκπεφρασμένες, μέσω του Πρακτικού Ταφής της 20ής Αυγούστου 1579, κι εφαρμοσμένες αρχές του Αγίου Γερασίμου στο μοναστήρι του. Ως παράδειγμα φέρω τον φιλελεύθερο τρόπο εκλογής της ηγουμένης «διά της ψήφου των πλειόνων».
Επίσης, με δεδομένο ότι η γραφή του Π. Ρουσάνου μεταλλάσσεται σε κάποια αυτόγραφά του, μήπως υπάρχει πιθανότητα να «κρύβεται» εν μέσω αυτών σημείωμα, έστω ανυπόγραφο, του Αγίου Γερασίμου; Λεπτομερής έρευνα σε αυτόχθονα χειρόγραφα των Κρημνών, που παρήχθησαν το πρώτο διάστημα της εκεί παραμονής του Αγίου (1525 -1528), σε σύγκριση με δείγματα γραφών της Πατριαρχικής Βιβλιοθήκης των Ιεροσολύμων, που χρονολογούνται μεταξύ των ετών 1536 και 1548 (ίσως και σε Κων/πολη και Άγιο Όρος), μήπως φέρει στην επιφάνεια -σε βάση πιθανοτήτων εν προκειμένω- κάποιο σημείωμα από το όσιο χέρι του πολυπλάνητου Αγίου της Κεφαλληνίας;
Φαίνεται πως από κοινού σχεδίασαν ταξίδι μακρύ, κοπιαστικό κι επικίνδυνο, με μακάρια πνευματικότητα, σε δρόμους γήινους και ταυτόχρονα υπερβατούς, ταξίδι αναγκαίο για τη Φώτιση – ζητούμενο για τους εκλεκτούς. Είναι πράγματι πολύ εντυπωσιακό το γεγονός της ταυτόσημης πορείας που ακολούθησαν οι δύο μεγάλοι πνευματικοί ταγοί της Ορθοδοξίας. Υπάρχει μικρή πιθανότητα να συμπορεύθηκαν στην αρχή. Πάντως, η μετέπειτα πορεία τους δεν είναι χρονικά ταυτόσημη. Οδοιπόρησαν στους ίδιους τόπους που είχαν μελετήσει από παλιά χειρόγραφα, σε παραπλήσιους όμως χρόνους.
Ε) Οι δύο νεαροί αυτοεξόριστοι μελετητές πρέπει να ήταν μεταξύ των πρώτων που μόνασαν στον Κάτω Αη-Γιώργη, στην άγρια κι απομονωμένη χερσόνησο της Βορειοδυτικής Ζακύνθου, που ζωνόταν από θάλασσα. Ίχνη του χώρου διαμονής διασώζονται μέχρι σήμερα. Εκεί, ο ευγενής πρίγκιπας των Τρικάλων έμαθε πως υπάρχει ένας κόσμος φτωχός σε υλικά αγαθά κι αδιάκοπα αλωνόμενος από τους ακόρεστα υποταγμένους στο κακό ληστές της θάλασσας, μουσουλμάνους, αλλά και Δυτικούς (σχεδόν δέκα χρόνια μετά την παραμονή των δύο ασκητών, και συγκεκριμένα το 1535, ιδρύθηκε ως κοινοβιακή η Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου).
ΣΤ). Η επιλογή του Αγίου να κατευθυνθεί στην Κωνσταντινούπολη δεν είναι τυχαία. Είναι αδήριτη ανάγκη βιώματος ορθόδοξου, εθνικού, προσωπικού. Εκεί ήταν η ρίζα των προγόνων του. Πόλη-σύμβολο για τον απόγονο της Οικογένειας Νοταρά, η Κωνσταντίνου Πόλις ή θα τον βύθιζε σε θλίψη, οργή κι εκδίκηση για τους εχθρούς του Σταυρού -δεν ήταν άλλωστε χρονικά πολύ πίσω η Άλωσή της-, ή θα τον έκανε να συγχωρήσει. Τελικά νίκησε η αρετή. Δοκιμάσθηκε, συγχώρησε, λυτρώθηκε κι αυτοελευθερώθηκε από ευτελή ανθρώπινα πάθη. Κατά μαρτυρίες (Μartin Crusius), ζούσαν εκεί άμεσοι απόγονοι του ονομαστού βυζαντινού οίκου Νοταρά. Παραμένει δε άγνωστο εάν τους συνάντησε.
Στην Κωνσταντινούπολη, θα δάκρυσε βλέποντας εκ του σύνεγγυς στο μεγάλο μπεζεστένι (παζάρι) Οθωμανούς να πωλούν χριστιανούς, θέαμα καθημερινό, που θα σημάδευσε βαθιά την ψυχή και τον χαρακτήρα του. Είναι δε ικανές αριθμητικά και περιγραφικά οι μαρτυρίες σύγχρονών του περιηγητών για τα ονομαστά σκλαβοπάζαρα της Πόλης.
Επειδή έχουν ερμηνευθεί διαφορετικά οι γειτονικοί προορισμοί του, σημειώνω πως, με βάση τον Μητροφάνη, ο Άγιος Γεράσιμος, αφού διέσχισε την Προποντίδα, πέρασε στη Χαλκηδόνα, ενώ τα κοντινά μέρη που ο ίδιος δεν γνώριζε τα άφησε. «Και τα πέριξ του Βυζαντίου είασε περιελθών, ανιστόρητά τε και αθεώρητα».
Ζ). Στο Άγιο Όρος ο Άγιος ασκήτευσε κατά παράδοση στην Καψάλα, στη σκήτη της Αγίας Άννης και σε αυτήν του Τιμίου Προδρόμου. Αν στο πρώτο μέρος τη θάλασσα την έβλεπε από μακριά, στα άλλα δύο η επαφή του μαζί της ήταν σχεδόν άμεση.
Η Ι.Μ. Μυλοποτάμου ακόμη κάπνιζε: «… μετά των άλλων κακών ων έπραξαν οι διά θάλασσης κουρσαραίοι εν τω Αγίω Όρει τούτω και ταύτην την του Μυλοποτάμου μονήν πυρίκαυστον εποίησαν…». Και «έγινεν η άλωσις του Εσφιγμένου υπό των αθέων Αγαρηνών…» «…και εις δέκα ημέρας αύθις ανηλώθη δεύτερον παρά της Άγαρ απογόνους, τους μιαρούς και αντιχρίστους, έλαβον άπαντα και το μοναστήριν ενέπρησαν, συν τα πλοία, και εννέα μοναχούς απήγαγον εις αιχμαλωσίαν…». Τα δεινά αυτά αποκλείεται να άφησαν ανεπηρέαστο τον ευγενή μοναχό. Δρούσαν αυτόματα, συσσωρεύοντας εντός του δύναμη προσφοράς στον συνάνθρωπο, χαρακτηριστικό που θα σημάδευε αργότερα το πολυτομεακό ανθρωπιστικό έργο Του.
Σε ποια μονή εκάρη μοναχός παραμένει άγνωστο. Πιθανολογείται πως αυτή ήταν η Ι.Μ. Ιβήρων. Όμως είναι σχεδόν βέβαιο πως θα είχε εκδοθεί από το Άγιο Όρος επιστολή, που θα διευκόλυνε το ταξίδι του Αγίου προς τον νότο. Παρέμενε βέβαια στην οθωμανική επικράτεια, όμως σε περιπτώσεις ταξιδιών, και δη ιερωμένων -όπως σε περιπτώσεις ζητειών-, εξεδίδετο σχετική ταξιδιωτική επιστολή προς άρση δυσκολιών.
Η) Ταξιδεύοντας διά θαλάσσης και ξηράς σε Αντιόχεια, Δαμασκό, Σινά, Αλεξάνδρεια, όλη την Αίγυπτο, «Λιβύην και Εώαν» πριν από τη δωδεκαετή εγκατάστασή του στους Αγίους Τόπους (μέρος της Εώας), ήλθε κι εκεί αντιμέτωπος με την αδυσώπητη πραγματικότητα της εποχής: ατελείωτα σκλαβοπάζαρα, ασταμάτητες τυραννίες και συχνές επιδρομές βάρβαρων τέκνων της ερήμου στα ορθόδοξα μοναστήρια, αρπαγές ιερών κειμηλίων και κακοποιήσεις μαρτύρων. Η περιπλάνηση ήταν φοβερή: ανάμεσα σε όγκους θανατερούς, όλο πέτρα τραχιά, καμηλοπορείες σε αχανείς εκτάσεις άμμου, σε απάνθρωπες, ακραίες καιρικές συνθήκες. Οι δρόμοι ληστοκρατούνταν κι η αξία της ανθρώπινης ζωής ήταν μηδαμινή. Η πίστη του Αγίου Γερασίμου όμως τον θωράκιζε εναντίον όλων των κακουχιών.
Έμεινε στα Ιεροσόλυμα, η κατάσταση της Εκκλησίας των οποίων ήταν δεινότατη, δίπλα σε μια περισπούδαστη μορφή της Ορθοδοξίας: τον Πατριάρχη Γερμανό. Σημειώνει ο Μητροφάνης: «υπηρέτησε δε καν τούτοις και τω αγιωτάτω Πατριάρχη έτη δώδεκα».
Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος σημειώνει αναφορικά με τον Γερμανό: «Κατήγετο πιθανώς εκ Νοταράδων». Είχε δε γεννηθεί στην Αράχωβα Αιγιαλείας -σημερινή ονομασία «Κρήνη» της πρώην επαρχίας Αιγιαλείας. Αναμφίβολα, ο όσιος αναζητητής των Τρικάλων διδάχθηκε από τον Πατριάρχη, αλλά και συνέβαλε στο αξιοθαύμαστο ορθόδοξο κι εθνικό έργο του. Βίωσε εκ του σύνεγγυς την αγωνία του ελλόγιμου, μεγαλόσχημου ιεράρχη να αναστηλώσει με απερίγραπτους κόπους και θυσίες το Πατριαρχείο και να επαναφέρει το κύρος του. Και μαχητικός, οξυδερκής και ακατάβλητος καθώς ήταν, ταξίδευσε στην αυλή του Σουλεϊμάν Β’ και έλαβε φιρμάνι για την αναγνώριση των απαράγραπτων κτητορικών δικαιωμάτων των Ελληνορθοδόξων στα Ιερά Προσκυνήματα. Είδε τα τείχη της Ιερουσαλήμ να επιδιορθώνονται το 1542. Έζησε το 1545 την ανακαίνιση του Ιερού Κουβουκλίου, όπου είχε αξιωθεί με το διακόνημα του κανδηλανάπτη κατά την άφιξή του – δύσκολη υπόθεση τα χρόνια εκείνα, καθώς με διαταγή του Σουλεϊμάν από το 1520 τα κλειδιά της μοναδικής Άγιας Πόρτας φυλάσσονταν από μουσουλμάνους κι άνοιγαν μόνο αν πληρωνόταν σχετικός φόρος, γεγονός δυσβάστακτο για τα πενιχρότατα εισοδήματα του Πατριαρχείου. Οπότε, εισερχόμενος ο μοναχός Νοταράς, παρέμενε έγκλειστος για μακρύ διάστημα. Η θεία εμπειρία του στον τόπο της Υπέρτατης Θυσίας είναι πασιφανές πως αποτυπώθηκε στην πορεία και στις δράσεις του.
Η χειροτονία του σε πρεσβύτερο «παρά του αγιωτάτου και Μακαριωτάτου Πατριάρχου κυρίου Γερμανού» πραγματοποιήθηκε μετά το 1539, αφού είχε κλείσει τα 30. Όμως ο ιδιαίτερα δραστήριος Πατριάρχης από το 1537 βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, διότι τον είχε καλέσει ο σουλτάνος με θέμα την επισκευή του Ναού της Αναστάσεως (Αυτή ήταν και η πρώτη επίσκεψη Πατριάρχη Ιεροσολύμων μετά την Άλωση). Το 1538-1539 βρισκόταν στην Πόλη. Πιθανόν δε να είχε μείνει εκεί μέχρι το 1541, γιατί τότε παρέλαβε διάταγμα σχετικό με τα «κατάλοιπα των αποθνησκότων Αγιοταφιτών». Άρα η χειροτονία του Αγίου Γερασίμου θα πρέπει να έγινε αρχής γενομένης του 1541 και μετά.
Άγνωστο παραμένει εάν το μακρύ διάστημα της απουσίας του Γερμανού ο Άγιος έμεινε στα Ιεροσόλυμα ή οδοιπόρησε τότε στην έρημο του Ιορδάνη, στο Σαραντάριο Μοναστήρι και στα άλλα ιερά μέρη.
Στη λαύρα του Αγίου Γερασίμου του Ιορδανίτη «το 1522 κατοικούσαν Έλληνες μοναχοί, του τάγματος του Μεγάλου Βασιλείου, μήτε μάχαιραν μήτε κρεάγραν μεταχειριζόμενοι». Εκεί είχε μονάσει και ο Γερμανός. Ο Π. Χιώτης σημειώνει πως «μονάζων εγένετο μεγαλόσχημος του Βασιλικού Τάγματος», γεγονός που άλλοι το τοποθετούν ως συμβάν στο Άγιο Όρος (π.χ. Οσιώτατος Γεράσιμος Αγιοπαυλίτης, μοναχός, σε επιστολή του προς τον κ. Σ. Τσάση). Πάντως σε αρκετές ιερές εικόνες ιστορείται φέροντας το Μεγάλο Σχήμα.
Φαίνεται πως ο Άγιος του Ιορδάνη επηρέασε βαθύτατα τον όσιο άρχοντα Νοταρά. Υπάρχει πιθανότητα, αν το όνομα Γεράσιμος δεν ήταν το βαπτιστικό του, να το απέκτησε προς χάρη του Αγίου Γερασίμου του Ιορδανίτη.
Θ). «Ένθεν τοι απάρας την των Κρητών νήσον φθάσας αφίκετο» (απαίρω = αποπλέω, φεύγω). Από την Ιερουσαλήμ πήρε τον εδραιωμένο δρόμο των προσκυνητών για το επίνειο, την Ιόππη. Και από εκεί, με ενδιάμεσους σταθμούς ανεφοδιασμού, κατέληξε στον Χάνδακα, τυπική ρότα της εποχής. Εγκαταστάθηκε στην ευρύτερη περιοχή των Χανίων, στην παλιά Κυδωνία.
Τα χρόνια που έζησε ο Άγιος ήταν γεμάτα συγκρούσεις και ψευδεπίγραφες συνθηκολογήσεις ανάμεσα σε Βενετιά και Πύλη. Η δε Ορθόδοξη Εκκλησία της βενετοκρατούμενης Κρήτης βρισκόταν σε διαρκή πόλεμο με τη Δύση. Σε αυτό το περιβάλλον βρέθηκε ο άγιος δρομοκόπος. Τότε ο ενωτικός Κρητικός λόγιος Γεώργιος, κόμης Παλαιόκαπας προσπαθούσε να δημιουργήσει καθολική επισκοπή στον Κίσσαμο. Αργότερα χειροτονήθηκε Ορθόδοξος Επίσκοπος Κισσάμου και μετονομάσθηκε Γεράσιμος. Το θέμα σχέσεων και επηρεασμού του από τον σύγχρονό του ιερομόναχο Γεράσιμο Νοταρά αναμφίβολα χρήζει επισταμένης έρευνας.
Ο όσιος ιερομόναχος έζησε στην ευρύτερη περιοχή των Χανίων (Κισσάμου, Κυδωνίας και Αποκορώνου) σαν τους βιγλάτορες. Σε υψώματα απόκρημνα, σε σπηλιές μέσα, που έβλεπαν τη θάλασσα. Πλάγιαζε σε πέτρες, ενδυναμωμένος από φωτοβόλα χάρη και εγκράτεια, ξεπέρασε -μέσω υπεράνθρωπης δοκιμασίας- τη γήινη φύση και βάδιζε προς την ουράνια. Ειδοποιούσε τους αδύναμους για τις επιδρομές των θεριών της θάλασσας, που τότε συχνότατα μάτωναν τη Μεγαλόνησο. Μόνον η άγια του ψυχή γνωρίζει. Φωτακάδο, Νιό Χωριό, Κάμποι, Βρύσες και Περιβόλια είναι πέντε μέρη όπου η παράδοση θέλει να έχει ασκητεύσει, διδάξει και παρηγορήσει τους φτωχούς και τρομοκρατημένους Ορθόδοξους νησιώτες.
Ι) Η Ζάκυνθος ήταν για τον Άγιο Γεράσιμο ο προθάλαμος της θέωσης. Θα αναζήτησε τον συμμελετητή και φίλο των εφηβικών χρόνων του, Π. Ρουσάνο, ο οποίος όμως ακολουθούσε τη δική του μοναχική πορεία, μακριά από τη γενέτειρά του. Ασκήτευσε κι εκεί «ως άσαρκος εν σαρκί», σε δύο σπηλιές απόκρημνες κι απομονωμένες, οι οποίες έβλεπαν όμως κι αυτές τη θάλασσα. Αγνάντευε την Κεφαλλονιά, όπου εσωτερική ανάγκη και θεία γνώση θα τον οδηγούσαν αμέσως μετά και όπου, πλούσιος από βιώματα -ανεκτίμητες πληροφορίες-, σχηματοποίησε και ολοκλήρωσε το μεγάλο σχέδιό του, για το οποίο γνώριζε πως ήταν ταγμένος: την ίδρυση ρωμαίικου κοινοβίου.
Η ζωή του αγίου ήταν ένας συγκλονιστικός κύκλος, δεμένος με τα μεγάλα στοιχεία της φύσης: την πέτρα και το νερό. Σπηλιές, θάλασσα και πηγάδια. Στην ασκητική πορεία του εν γένει σκαρφάλωνε σε βουνά, εκεί όπου αγριοπούλια κι άγγελοι φτεροκοπούν αδιάκοπα. Επέλεγε μέρη επιβλητικά, τόπους ανάτασης ψυχής, όπου το δέος παραλύει τα γόνατα. Τα μάτια του αναζητούσαν πάντα και παντού τη θάλασσα. Από μικρά ή μεγάλα ανοίγματα, από κοντά ή από μακριά. Έτσι έκανε και όταν βρέθηκε στην Κεφαλλονιά. Εγκαταστάθηκε στα Σπήλια, παράθυρο ανοιχτό προς το γαλάζιο της θάλασσας. Λάξευσε στην πέτρα κλίνη, δημιούργησε στέρνα να μαζεύει το νερό που στάλαζε από τον βράχο σαν αγίασμα. Σύμφωνα με την παράδοση, τον κατέτρεξε με αναμμένο δαυλό κάποιος Μερκούριος (άγνωστο εάν ήταν δυτικού δόγματος) κι έτσι αναγκάστηκε να αναχωρήσει (μήπως ο «αναμμένος δαυλός» έχει συγκεκριμένη συμβολή;).
Η αναζήτηση νερού με τρόπο θαυμαστό και το άνοιγμα πηγαδιών αστείρευτων ήταν θέματα ζωτικά για τον μεγάλο άγιο. Η πράξη όμως αυτή, για τα δεδομένα της εποχής, επισφράγιζε θέματα ιδιοκτησιακά. Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που ορισμένοι, σύμφωνα με την παράδοση, τον εξεδίωκαν. Έτσι έγινε και στα Λιβαθινάτα (Σάμη) και στα Χαρεράτα (Ελειός), όπου μέχρι σήμερα υπάρχουν πηγάδια του αγίου.
Στα περιζωσμένα από βουνά Ομαλά έκλεισε για τον Αγιορείτη, Σιναΐτη και Αγιοταφίτη άγιο ταξιδευτή ο μέγας κύκλος της θάλασσας. Κι εκεί εφάρμοσε ό,τι τον δίδαξαν ιερές μορφές που συνάντησε στην πολυπλάνητη πορεία Του κι ό,τι τον δίδαξε αυτή καθ’ εαυτή η πορεία Του: άσκηση, ρωμαίικο κοινόβιο, προσφορά ψυχής στις διαστάσεις του ανθρώπου κι αγιότητας στα μέτρα των ουρανών.
Στο σιγίλιο του Πατριάρχου Κυρίλλου Ε’ του Καρακάλου (1756) διαβάζουμε στη 2η παράγραφο: «όστις και προσελθών τότε τω Οικουμενικώ θρόνω ανέθετο επί το έχειν διά παντός την διαμονήν αδιάσειστον…». Δηλαδή ο Άγιος πήγε στο Πατριαρχείο και ζήτησε να γίνει η μονή του σταυροπηγιακή. Είτε ταξίδευσε εκεί είτε όχι, θα υπήρχε επιστολή-αίτημά του στην Κωνσταντινούπολη οπωσδήποτε μετά το 1561, έτος έκδοσης του παραχωρητηρίου του μοναστηριού και της έκτασής του προς τον άγιο.
«Πιστεύεται βεβαίως παρά πάσι τοις ενταύθα χριστιανοίς διαφυλαχθήναι την Νήσον ταύτην αναιχμαλώτιστον εν τω καιρώ της των Αγαρηνών μάχης διά προσευχής του αυτού Πατρός», σημειώνει ο σύγχρονος του αγίου, επίσκοπος Μαΐνης, Ιερεμίας Κατσαΐτης.
Εργάτης της απέραντης παλαίστρας, στάθηκε ενεργητικά κοντά στους λυγμούς και στην τραγικότητα των ημερών. Σημείο συγκλονιστικό του βίου του, γιατί αποδεικνύει την αρωγή του προς τους χριστιανούς στη Ναυμαχία των Εχινάδων, γνωστή ως Ναυμαχία της Ναυπάκτου. «Κρίκοι» υπήρξαν μαθητές του «διδασκάλου κυρ-Γερασίμου», ο Ιωάννης Τσιμάρας, αλλά και ο Ιωάννης Βαπτιστής Μεταξάς, ναυμάχοι και οι δύο, των οποίων η υπογραφή κοσμεί την πρόταση διακήρυξης αγιότητας – του μεν πρώτου ως μαθητή, του δε δεύτερου ως λαϊκού.
Ευρισκόμενος, ως πνευματικός οδηγός, υπεύθυνος διά να διαφυλάξει το ποίμνιό του, μπροστά στην επικείμενη σύρραξη με την εχθρική Ημισέληνο, ευλόγησε κάτω από τον σταυρό όλους τους Χριστιανούς: δυτικού κι ανατολικού δόγματος. Πράξη υπέρτατη, που φανερώνει καθαρότητα ψυχής κι ύψιστες αξιακές αρχές (Το θέμα ανακοίνωσα εκτενώς στο Ι’ Διεθνές Πανιόνιο Συνέδριο στην Κέρκυρα, την 1η Μαΐου 2014, στο Τμήμα Ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο). Επιγραμματικά, αναφέρω πως την πρόταση αυτή τεκμηριώνουν και τέσσερις αγιογραφίες που φυλάσσονται στην Κεφαλλονιά: στα Κηπούρια, στον Ι.Ν. Αγίου Νικολάου Φαρακλάτων, στον Ι.Ν. Θεοτόκου της Σάμης και στον Ι.Ν. Αγίου Παντελεήμονος, στα Πουλάτα.
Συνολικά, στην Επισκοπή Ζακύνθου και Κεφαλληνίας ο Άγιος Γεράσιμος έμεινε 30 χρόνια. Ήτοι, 5 στη Ζάκυνθο, 5 χρόνια και 11 μήνες στα Σπήλια και 19 στα Ομαλά. Ο Μητροφάνης σημειώνει: «Ενιαυτούς δέκα προς τοις εννέα», δηλαδή 10 χρόνια επιπλέον στα 9.
Ο ασκητής των σπηλαίων και της θάλασσας σεμνά κι αθόρυβα πραγματοποίησε ριζοσπαστικές, διαχρονικές τομές σε μια κοινωνία που κλυδωνιζόταν και σε μια περίοδο που η Ελληνορθόδοξη Ρωμιοσύνη πάλευε με θεούς και δαίμονες να μη λυγίσει. Υπηρέτησε τον Θεό και τον άνθρωπο, έστησε κοινωνία αρετής και προσφοράς στα πλαίσια τα ανθρώπινα και τα υπερβατικά, ανέπτυξε ρόλο παιδευτικό και εκπολιτιστικό, εξύψωσε τη γυναίκα. Και σήμερα αγρυπνά η ψυχή του -κρουνός άμετρης αγάπης- στο πλευρό όλων μας.
Κλείνοντας, εύχομαι ετούτες οι επισημάνσεις να αποτελέσουν έναυσμα για νέους μελετητές της Θεολογίας να ερευνήσουν περαιτέρω τον Μεγάλο Άγιο Θεού κι ανθρώπων: τον Άγιο Άρχοντα Κεφαλληνίας.