Του Μανώλη Γ. Βαρβούνη, καθηγητή Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης

 

Πολύς λόγος έχει γίνει κατά καιρούς για τη σχέση του Ελληνισμού με τον χριστιανισμό, και ειδικότερα με την Ορθοδοξία, λόγος επίκαιρος και πάλι στις μέρες μας, καθώς ακούγονται σποραδικά φωνές για αναβίωση της θρησκείας των αρχαίων Ελλήνων. Πρόκειται για τάσεις που στηρίζονται σε μια εκδοχή του εθνικισμού σύμφωνα με την οποία ο εβραϊκής προέλευσης χριστιανισμός κατέστρεψε και άλωσε την πατροπαράδοτη αρχαία ελληνική θρησκεία, άρα θα πρέπει να αποπεμφθεί, ώστε να επανέλθουμε στο «αρχαίον κλέος». Απόψεις κατά βάση ανιστόρητες, που φανερώνουν ελλιπή γνώση και λανθασμένη ερμηνεία των ιστορικών συγκυριών και γεγονότων.

 

Η σύνδεση του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό υπήρξε πολιτισμική διαδικασία, που ξεκίνησε μεν από τα χρόνια των Αποστόλων, ειδικότερα δε του Αποστόλου των Εθνών Παύλου, ολοκληρώθηκε όμως αιώνες αργότερα, με την πολιτισμική σύνθεση που αποτέλεσε τη βάση του πολιτισμού της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, του ευρύτερα γνωστού ως Βυζαντίου, παρά το ιστορικώς αδόκιμο του όρου. Μετά, δε, το σχίσμα της Εκκλησίας, που εξέφρασε και την πολιτισμική διάσταση της Ανατολής με τη Δύση, αλλά και τις διαφορετικές εκδοχές των πολιτισμικών και πνευματικών προσλήψεων στις αντίστοιχες παραδόσεις, νομίζω ότι πρέπει να μιλάμε για «ελληνορθόδοξη» πολιτισμική ενότητα και ταυτότητα, η οποία εκφράζει και τη βαθύτερη ουσία της ελληνικής λαϊκής παράδοσης, αλλά και της παραδοσιακής καθημερινότητάς μας εν γένει.

Στο πλαίσιο αυτό, πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν τόσο η ελληνική γλώσσα όσο και το ήθος της καθημερινής ζωής, αφού αυτά διαμορφώνουν την πολιτισμική μας ταυτότητα, αλλά και τις εξωτερικές εκδηλώσεις της. Αυτά αποτελούν τις βασικές συνιστώσες μιας κύριας πολιτισμικής έκφρασης, που στο γένος μας έχει γίνει τρόπος ζωής, «αίρεσις βίου». Μιας πολιτισμικής έκφρασης που βιώνεται στην καθημερινότητα, αλλά και σχηματοποιείται στη λαϊκή Τέχνη, στη λαϊκή θρησκευτικότητα, στις τελετουργίες και τα έθιμα, σε κάθε φάση της ζωής και δράσης των παραδοσιακών κοινωνιών μας.

Ο βυζαντινός πολιτισμός υπήρξε, όπως προαναφέρθηκε, το επιστέγασμα αυτού του γόνιμου συνδυασμού. Η χειροτεχνία και η λογοτεχνία του, η πολιτισμική του κληρονομιά και η ιδεολογία που τον συνείχε, στον ουσιαστικό συνδυασμό ελληνικού και χριστιανικού πνεύματος, στοιχούν. Κι αυτή την κληρονομιά άφησε στο γένος μας, αλλά και στους ορθόδοξους λαούς της ευρύτερης περιοχής μας, κληρονομιά ζωντανή και ενεργή ως τις μέρες μας. Γιατί, αν ο αρχαίος πολιτισμός βρίσκεται στο πολιτισμικό υπόβαθρο του ευρωπαϊκού πνεύματος, ο ελληνορθόδοξος αποτελεί την ουσιαστική δομή και τον σκελετό γύρω από τον οποίο δομήθηκε, σαρκώθηκε και αναπτύχθηκε.

Φορείς εμείς του ελληνορθόδοξου αυτού πολιτισμού, κληρονόμοι και φορείς του, δεν πρέπει παρά να είμαστε και οι κατεξοχήν προασπιστές και προστάτες του. Ξεχνάμε συχνά στους δύσκολους καιρούς μας την προέλευση, αλλά και την αποστολή μας και παρασυρόμαστε από φανταχτερές θεωρίες και ιδεολογίες, από παράδοξα λεγόμενα και ενεργούμενα. Κι όμως, «ενός έστι χρεία»: Σήμερα περισσότερο παρά ποτέ έχουμε ανάγκη από τη γνήσια και ανόθευτη πίστη και καθημερινή πρακτική των πατέρων μας, όχι στα επιμέρους και στα μεταβαλλόμενα, αλλά στις βασικές γραμμές που προσδιορίζουν και οριοθετούν την ύπαρξη και τη δράση μας. Και οι βασικές αυτές γραμμές βρίσκονται στον τρόπο με τον οποίο μέσα στην Εκκλησία, στην εκκλησιαστική ζωή και στις ανάλογες πολιτισμικές εκφράσεις συνδυάστηκαν και συνεργάστηκαν γόνιμα ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία.

Ο ελληνορθόδοξος τρόπος ζωής μας δείχνει τον δρόμο. Αρκεί να εγκύψουμε, να τον γνωρίσουμε και να τον ενστερνιστούμε.