Αρχική » Στον… ουρανό της Κέρκυρας

Στον… ουρανό της Κέρκυρας

από kivotos

Της Λίτσας Ι. Χατζηφώτη, αρχαιολόγου

 

Στο υψηλότερο σημείο της Κέρκυρας, στην κορυφή του όρους Παντοκράτωρ, το οποίο στην αρχαιότητα ονομαζόταν Ιστώνη, σε υψόμετρο 917 μέτρων, οικοδομήθηκε πριν από περίπου εξακόσια εβδομήντα χρόνια η Ι. Μ. Υψηλού Παντοκράτορος, ένα από τα σημαντικότερα εκκλησιαστικά μνημεία του νησιού, από πολιτιστική και ιστορική άποψη. Από τότε εποπτεύει όλο το νησί αλλά και πέρα το ανοικτό πέλαγος, έως τις Διαπόντιες Νήσους, έχοντας δώσει και το όνομά της στο βουνό που στεφανώνει, «Παντοκράτωρ», και έχοντας γνωρίσει ημέρες δόξας αλλά και παρακμής.

Τα ιστορικά στοιχεία για την ίδρυση της μονής είναι λίγα. Σε περγαμηνή με χρονολογία 1347 που φυλάσσεται στο Ιστορικό Αρχείο Κερκύρας, σώζεται το κτιτορικό έγγραφό της, που υπογράφει ο Ιερομόναχος Άνθιμος, πρώτος ηγούμενος του Παντοκράτορος, που καταγόταν από την Περίθεια. Στο έγγραφο κατατίθεται, όπως αναφέρει ο π. Χερουβείμ Βελέτζας (Το Μοναστήρι του Υψηλού Παντοκράτορος όρους Κερκύρας, Κέρκυρα 2004, σ. 17), ότι οι κάτοικοι των εξής είκοσι τριών χωριών, Ομαλής, Επισκέψεως, Σγουράδων, Περίθειας, Σινιών, Στρινίλα, Λαυκίου, Σπαρτύλα, Μιχαλακάδων, Θεωνιδών, Σωκρακίου, Ζυγού, Ρόδας, Κληματιάς, Βαλανειού, Περατικάδων, Κυπριανάδων, Αγίων Δούλων, Προμαχηδίου, Νυμφών, Βαρήας, Ξαρηχάδων και Λευκοράχης, ενίσχυσαν την ανέγερση του  ναού και ότι όλοι οι κάτοικοι εργάσθηκαν «μετά καλής προθυμίας και θελήσεως, κόπου και αγώνησιν», αφιερώνοντας στο μοναστήρι κτήματα, δένδρα, ζώα και προσωπική εργασία. Χαρακτηριστική είναι και η δωρεά από τον ίδιο τον Ηγούμενο Άνθιμο και του αμπελιού που είχε ιδιοκτησία. Η οικοδόμηση της μονής πρέπει να άρχισε το 1344, οπότε μνημονεύεται δωρεά προς αυτήν σε συμβόλαιο που εξέδωσε ο Σπ. Παπαγεωργίου.

Πολύ αργότερα, το 1689, σε πρωτοπαπαδική συμβολαιογραφική πράξη του Ζαφ. Προβατά, αναφέρεται ότι κατά παράδοση, το μοναστήρι οικοδομήθηκε από κάποιον χωρικό από το Σωκράκι, ονόματι Σελλάρη. Αυτός, σε χώρο όπου είναι σήμερα κτισμένο το συγκρότημα, ανακάλυψε πέτρινη πλάκα, όπου ήταν χαραγμένη η Μεταμόρφωση του Χριστού και θεωρώντας το θεϊκή βούληση ανέλαβε την ανέγερση Ναού.

Η μονή, σύμφωνα με το καθεστώς της εποχής, ήταν συναδελφική (di confraternita). Οι συναδελφοί, υπό την έγκριση της εκάστοτε ανωτέρας εκκλησιαστικής αρχής, είχαν την ευθύνη της διαχείρισης και συντήρησης του Ναού και των γύρω κτισμάτων. Από τα χωριά που συνέβαλαν στην οικοδόμηση του Ναού μόνον δέκα ήταν συναδελφοί (Ομαλή, Επίσκεψις, Σγουράδες, Περίθεια, Στρινίλας, Λαύκι, Σπαρτύλας, Σωκράκι, Ζυγός, Σινιές). Απόδειξη ότι καθεμία από τις αψίδες του κτιρίου, που σώζονται στη νότια πλευρά του συγκροτήματος, αντιστοιχούσε σε μία από αυτές. Οι αψίδες χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα, κυρίως κατά το εξαήμερο από 1ης έως 6ης Αυγούστου, οπότε πανηγυρίζει η μονή.

Ο τρόπος διοίκησης και τα προβλήματα από τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν συνήθως στην περιοχή δεν επέτρεπαν να υπάρχει μεγάλη αδελφότητα στον Παντοκράτορα. Λατινική επιγραφή, εντοιχισμένη στο Ιερό Βήμα, με φράσεις από την Καινή Διαθήκη, εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη σχέση της μονής με τους Ανδεγαυούς και τους Βενετούς. Πάντως η αρχική κατάσταση διοίκησης διατηρήθηκε έως το 1953. Τότε, με τη σύμφωνη γνώμη των δέκα κοινοτήτων, παραχωρήθηκε εξ ολοκλήρου στην Ι. Μητρόπολη Κερκύρας και Παξών. Σήμερα βρίσκεται υπό την πνευματική καθοδήγηση της Ι. Μ. Παλαιοκαστρίτσης και από ετών αναστηλώνεται και επισκευάζεται.

Το μοναστηριακό συγκρότημα περιτρέχει υψηλός τοίχος και στην κεντρική είσοδο υψώνεται το καμπαναριό. Μέσα στον χώρο με ασέβεια έχει τοποθετηθεί από το κράτος από το 1971 κεραία της ΕΡΤ, όπως ανάλογη μας έρχεται στον νου εκείνη της Μονής Προφήτη Ηλιού στη Σαντορίνη. Στο νότιο μέρος του συγκροτήματος βρίσκονται καμάρες, που αναφέρθηκαν.

Αρχαιότερο και σημαντικότερο από τα κτίριά του είναι το Καθολικό. Κτίσμα πιθανότατα των αρχών του 14ου αι., είναι μονόχωρο με ημικυλινδρική στέγη, μικρό νάρθηκα και γυναικωνίτη επάνω από αυτόν. Τα κελιά είναι ενωμένα με το καθολικό σε δύο επίπεδα, ώστε εξωτερικά να φαίνεται τρίκλιτο.

Το τέμπλο, κατασκευασμένο από μάρμαρο το 1771, έχει τρεις σειρές εικόνων επενδυμένες με ασήμι. Εντυπωσιακό είναι το μαρμάρινο προσκυνητάρι, μεγάλων διαστάσεων συγκριτικά με τον υπόλοιπο ναό. Η εικόνα του Παντοκράτορος είναι τοιχογραφία στο ανατολικό τμήμα του νότιου μέρους και καλύπτεται και αυτή με ασημένιο «πουκάμισο» από τέσσερα κομμάτια. Στο ίδιο σημείο του βόρειου τοίχου υπάρχει μικρότερο προσκυνητάρι με την εικόνα του Προφήτου Ηλιού.

Στο καθολικό, από τα λίγα του νησιού που διασώζει σε καλή κατάσταση τοιχογραφίες, υπάρχουν έργα που χρονολογούνται από τον 14ο έως τον 18ο αιώνα. Οι τοιχογραφίες στον κυρίως Ναό είναι σε δύο στρώματα και διαιρούνται σε τρεις ζώνες. Η πρώτη περιλαμβάνει χριστολογικά και θεομητορικά θέματα, η δεύτερη είκοσι οκτώ στηθάρια αγίων και η τρίτη ολόσωμους αγίους. Στην κόγχη του Ιερού Βήματος είναι ζωγραφισμένη η Παναγία στον τύπο της Βλαχερνίτισσας. Του δεύτερου στρώματος ο αγιογράφος, όπως μαρτυρεί σχετική επιγραφή, ονομάζεται Ιωάννης Τζήλιος. Όπως παρατηρεί ο π. Χ. Βελέτζας (έ.α. σ. 41), αυτές οι τοιχογραφίες του Τζήλιου εντάσσονται στο καλλιτεχνικό ρεύμα της εποχής του 18ου αι. στο οποίο παρατηρείται επιστροφή σε πρότυπα της Μακεδονικής Σχολής. Ωστόσο στο καθολικό του Υψηλού Παντοκράτορος, σε σχέση με αντίστοιχα μεγάλων καλλιτεχνικών κέντρων της εποχής του, όπως το Άγιον Όρος, παρατηρείται απόκλιση που οφείλεται στο ότι ο καλλιτέχνης δεν έχει άμεση επαφή με τα καλλιτεχνικά κέντρα που αναφέρθηκαν και ταυτοχρόνως δημιουργεί σε τόπο όπως η Κέρκυρα, στην οποία επικρατούν επιδράσεις τόσο της Ανατολής όσο και της Δύσης, στην υποτέλεια της οποίας άλλωστε υπάγεται.

Πολλά λειτουργικά αντικείμενα, κατασκευασμένα από ασήμι, κυρίως κερκυραϊκών εργαστηρίων, τάματα πιστών που εκδηλώνουν τις ευχαριστίες ή τις παρακλήσεις τους, είναι θησαυρισμένα εδώ από αιώνες.

Η μονή εορτάζει και πανηγυρίζει στις 6 Αυγούστου, εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού, αλλά το προσκύνημα στον Υψηλό Παντοκράτορα αρχίζει πολύ νωρίτερα για να κορυφωθεί το πρώτο εξαήμερο του Αυγούστου.

Το μοναστήρι, από κτίσεώς του, είναι ζωσμένο με ιστορίες, θρύλους, πολλά λαογραφικά και εθιμικά στοιχεία και αποτελεί μοναδικό αρχιτεκτονικό και καλλιτεχνικό μνημείο, σπουδαίο τμήμα της εκκλησιαστικής και πολιτιστικής ιστορίας και κληρονομιάς του νησιού.

Είναι επομένως ευνόητα η αγάπη και ο σεβασμός των κατοίκων της Κέρκυρας, οι οποίοι το θεωρούν σύμβολο πίστης και ελπίδας, θεματοφύλακα του τόπου και της σχέσης τους με την Ορθόδοξη Εκκλησία.

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ