Ανάμεσα στα μαντινειακά χωριά Λεβίδι και Βυτίνα βρίσκεται το χωριό του Μπεζενίκου, το οποίο -λόγω των εκάστοτε συνθηκών- φαίνεται ότι έχει μετακινηθεί αρκετές φορές. Λέγεται ότι ήταν χτισμένο κάτω από τη Μονή της Ελεούσας, κοντά στην τοποθεσία «Σπηλιά» ή «Μετόχι», όπου βρίσκονται ερείπια σπιτιών και κατάλοιπα ενός τετράγωνου κτίσματος, που οι ντόπιοι το λένε «Αγιώργη».
Γνωστή ως «μονή των βράχων», η Αγία Ελεούσα του Μπεζενίκου, στη νότια πλευρά του χωριού, αθέατη και προφυλαγμένη μέσα στο κοίλωμα του βουνού και περικυκλωμένη από τα πεύκα του Μαινάλου, υπήρξε καταφύγιο κατά τους δύσκολους καιρούς, ιδιαίτερα στα χρόνια του Αγώνα και την περίοδο της επιδρομής του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο (1826).
Τα παλαιότερα χρόνια, ξεκινώντας από το χωριό, ένα μονοπάτι από το φαράγγι της Αράπισσας και μετά από περίπου τρία τέταρτα πεζοπορίας οδηγούσε στα πρώτα σκαλοπάτια της μονής. Σήμερα, ένας χωματόδρομος έχει πάρει τη θέση του παλιού μονοπατιού και καθιστά δυνατή την πρόσβαση με αυτοκίνητο.
Ανηφορίζοντας προς τη μονή και πολύ κοντά στο σημείο όπου στέκεται το σύγχρονο μνημείο του τοπικού ήρωα Αλέξη Νικολάου ή Λεβιδιώτη βρίσκονται μέσα σε μια εντυπωσιακή σπηλιά τα αρχιτεκτονικά λείψανα της Παναγιάς Καταφυγιώτισσας, για την ίδρυση της οποίας δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία. Πρόκειται για μονόχωρη εκκλησία, η οποία έχει χτιστεί σε κοίλωμα του φυσικού βράχου, ακολουθώντας την κλίση του. Σήμερα σώζονται τμήματα της τοιχοποιίας σε αρκετά μεγάλο ύψος, καθώς και σπαράγματα τοιχογραφιών κατά χώραν.
Το υστεροβυζαντινό κάστρο
Πάνω από τη Μονή της Ελεούσας, στην κορυφή του επιβλητικού βράχου που ορθώνεται πάνω από τη Βλαχέρνα, βρίσκονται τα ερείπια ενός απόρθητου κάστρου, που θεωρείται ότι είναι υστεροβυζαντινής περιόδου. Η ονομασία του προέρχεται από τον οικισμό ο οποίος αναπτύχθηκε κυρίως στη νότια πλαγιά του υψώματος, και έχει σλαβική προέλευση, με τη συνηθισμένη για την Αρκαδία κατάληξη -νικος. Ο Χαλκοκονδύλης, που εξιστορεί την εκστρατεία των Τούρκων στον Μοριά το 1458, μας δίνει την πρώτη αναφορά του οικισμού ως «Παζενίκης πόλεως», στην οποία ο Μωάμεθ έστειλε τον Μανουήλ Κατακουζηνό να πείσει τους πολιορκημένους στο κάστρο της να παραδοθούν. Όμως, η προσπάθεια των Τούρκων να καταλάβουν το κάστρο ήταν ανεπιτυχής και έτσι αναχώρησαν και πολιόρκησαν το Μουχλί. Στον κατάλογο των φρουρίων του 1463 συναντάμε το οχυρό ως Bocenico, ενώ στα τελευταία χρόνια της ενετοκρατίας ως Boserico και Bessenico. Η γεωγραφική θέση που κατέχει το κάστρο είναι καίρια για τον έλεγχο του κόμβου Μαντινεία-Ηλεία.
Η παράδοση αναφέρει ότι η Μονή της Ελεούσας ήταν πάντα πλούσια, με μεγάλη κτηματική περιουσία και πολλούς μοναχούς. Διαλύθηκε το 1833 και τα κτήματά της πήραν οι Μονές Κανδήλας και Κερνίτσας. Στη μονή είναι θαμμένος ο τοπικός ήρωας Αλέξης Νικολάου ή Λεβιδιώτης, ο οποίος είχε καταφύγει εκεί με τους συγχωριανούς του κατά τη διάρκεια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του Ιμπραήμ, όπως μαθαίνουμε από τα απομνημονεύματα του Φωτάκου. Ο Φωτάκος, πάλι, διηγείται πώς ο Λεβιδιώτης, ιππεύοντας ένα άλογο -λάφυρο από τους Αιγυπτίους- σώθηκε την τελευταία στιγμή από κάποιον που σταμάτησε το αφηνιασμένο άλογο καθώς αυτό κάλπαζε για να ακολουθήσει εκείνα των Αιγυπτίων που έφευγαν. Παραδόξως, η μοίρα του ηρωικού Λεβιδιώτη τον συνδέει για τελευταία φορά και πάλι με άλογο. Συγκινητική η περιγραφή -και πάλι του Φωτάκου- του τέλους του: «Την δε ακόλουθον ημέραν, οι Έλληνες επήγαν και εσήκωσαν του Αλέξη το σώμα και του Κουβαβά και τα επήγαν εις το μοναστήρι του Μπεζενίκου, εις την Αγίαν Ελεούσαν, και τα έθαψαν με τας ανηκούσας τιμάς. Ο δε Παπαναστάσης έψαλε τα νεκρώσιμα. Το δε άλογό του, το οποίον, ως είπαμεν, δεν ήθελε να υπάγη, ύστερα το επήγαν, και αφού το εφόρτωσαν τα δύο πτώματα, του κυρίου του και του Κουβαβά, και αφού τα έφερεν εις το Μοναστήρι, έπειτα εψόφησεν».
Ο θάνατος του παλληκαριού
Ένα δημοτικό τραγούδι υμνεί τον θάνατο του παλληκαριού στη μάχη του Λεβιδιού, στις 15 Νοεμβρίου 1826:
«Τρεις περδικούλες κάθονται στον Νούδιμο στη βρύση,
η μια τηράει το Σταχτερό, η άλλη το Μοναστήρι
κι η τρίτη, η καλλίτερη, μοιρολογάει και λέει:
– Πολλή Τουρκιά μάς πλάκωσε στου Λεβιδιού τον Κάμπο.
Ήρθαν επάνω στη Βαρειά, στη Βρύση, στον Νενίνο.
Πήρανε σκλάβους περισσούς, γυναίκες με τους άντρες.
Πήρανε στάνες, πρόβατα και βουκολιά γελάδια!
Και ο Αλέξης που το άκουσε πολύ του βαρυφάνη
και του σεΐζη μίλησε και του τσαούση λέει:
– Σεΐζη, σέλωσ’ τ’ άλογο και βάλ’ του και το γκέμι
και, συ, τσαούση Νικολό, μάζω τα παλληκάρια,
γρήγορα για να πιάσουμε στη Βρύση, στον Νενίνο…
Μας ήρθαν Τούρκοι περισσοί, πεζούρα και καβάλα,
μας σκλάβωσαν τα αδέλφια μας, πήραν τα πράγματά μας.
Και τότε ξεκινήσανε από το μοναστήρι
και βιαστικά κατέβηκαν στου Λεβιδιού τον κάμπο,
και καταπιάστη ο πόλεμος μες στου Βλαντά αποκάτω.
Πολλά γιουρούσια κάμανε οι Τούρκοι στους Ρωμαίους
και βάσταξαν τον πόλεμο ως το μεσημεράκι. Κι ο Αλέξης μ’ άλλους δεκαοχτώ χωρίζει από τους άλλους,
τραβάει πέρα από την Μπαλιά, όλο το καταράχι,
για να τους πιάσει από μπροστά, που ’ταν στενός ο δρόμος. Μπροστά καρτέρι του ’χανε, στης Κώσταινας τη Λάκκα, ασκέρι τακτικού στρατού όλο στραβαπαράδες
και τα ταμπούρλα βάρεσαν, στη μέση τον εβάλαν,
πολλά τουφέκια του ’ριξαν κι εννιά τον εβαρέσαν
και λαβωμένος που ήτανε τ’ άρματα δεν τα ρίχνει,
παρά σκοτώνει αλύπητα, ως που τον εσκοτώσαν»…