Έπειτα από 44 χρόνια συνεχών εντάσεων, το τελευταίο διάστημα επιχειρείται να δοθεί μια ειρηνική λύση στο πρόβλημα των σχέσεων της Μονής Εσφιγμένου του Αγίου Όρους με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, οι οποίες έχουν διακοπεί από το 1972, λόγω του ανοίγματός του προς το Βατικανό. Τότε οι μοναχοί της μονής διέκοψαν κάθε επικοινωνία με το Φανάρι και με όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, απομονώθηκαν από όλους και όλα και ενεπλάκησαν σε μια δικαστική διαμάχη που πολλές φορές ξέφυγε από το πλαίσιο της Εκκλησίας. Πολλές φορές χρησιμοποιήθηκαν δυνάμεις των ΜΑΤ και της Αστυνομίας, αφού στην ουσία τούς είχε απαγορευτεί η έξοδος από το μοναστήρι.
Έτσι, μετά από 44 χρόνια κόντρας, το Φανάρι, προκειμένου να κλείσει μια πληγή, δεδομένου ότι πλέον στο «Περιβόλι της Παναγίας» υπάρχουν πολλά προβλήματα, που έχουν να κάνουν με την παρουσία εκεί πολλών αλλοδαπών μοναχών, αλλά και την προσπάθεια «αυτονόμησης» μονών, όπως του Αγίου Παντελεήμονος (ρωσικού).
Αυτή την περίοδο, όπως έγινε γνωστό, αντιπροσωπία του Πατριαρχείου ήρθε σε επαφές με την αδελφότητα της μονής, ωστόσο για να βγει «λευκός καπνός», πρέπει να γίνουν πολλά. Οι μοναχοί της Εσφιγμένου δεν μνημονεύουν τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο και σε κάθε ευκαιρία εκφράζουν την έντονη διαφωνία τους για τις επαφές της Ορθόδοξης Εκκλησίας με το Βατικανό.
Ένα ακόμη «αγκάθι» για την αποκατάσταση των σχέσεων είναι και όλα όσα ακολούθησαν από την εκλογή του κ.κ. Βαρθολομαίου και μετά, ο οποίος ζήτησε τη συνδρομή του ελληνικού κράτους για την απομάκρυνση των «ζηλωτών», ενώ όρισε νέο ηγούμενο, χωρίς ωστόσο αυτός να εγκατασταθεί ποτέ στη μονή.
Η νέα μοναστική ενότητα της Εσφιγμένου, η οποία συμμετέχει σε όλα όσα λαμβάνουν χώρα στο Άγιον Όρος, έχει εγκατασταθεί στις Καρυές και προσπαθεί να βρεθεί λύση. Όμως η λύση που προτείνει το Φανάρι δύσκολα μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς την άσκηση βίας, καθώς οι μοναχοί κλείνουν τις πόρτες, δεν δέχονται επισκέψεις και δεν κυκλοφορούν! Και αυτό από το 2002 και μετά, όταν αποφασίστηκε η εκκένωση του μοναστηριού.
Τώρα, και μπροστά σε όλα όσα έχουν γίνει, οι 100 μοναχοί φαίνεται πως έχουν αποφασίσει να βάλουν νερό στο κρασί τους και επιθυμούν -όπως γνωστοποίησαν στο υπουργείο Εξωτερικών- να ενταχθούν και πάλι στην κανονικότητα, ωστόσο η κίτρινη σημαία με το «Ελευθερία ή Θάνατος» παραμένει αναρτημένη στα κτίρια της μονής.
Το 2002, η Ιερά Κοινότητα ήταν αυτή που αποφάσισε να χαρακτηρίσει τη Μονή Εσφιγμένου «ως ιδιαίτερη και απαγορευμένη αδελφότητα», ενώ με την ίδια απόφαση οι μοναχοί χαρακτηρίστηκαν σχισματικοί και ανεπιθύμητοι. Η απόφαση επικυρώθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο και απέρριψε την προσφυγή που κατέθεσαν οι πατέρες της μονής. Στη συνέχεια, με απόφαση του κ.κ. Βαρθολομαίου ιδρύθηκε νέα μοναστική κοινότητα, η οποία εγκαταστάθηκε στις Καρυές, σε κτίριο που εγκαινιάστηκε από τον ίδιο τον Πατριάρχη, ο οποίος με την πράξη του αυτή ήθελε να στείλει το δικό του μήνυμα. Ακολούθησαν ακόμη και συμπλοκές μεταξύ Αστυνομίας και μοναχών.
Από τότε όμως οι παρεμβάσεις της Αστυνομίας είναι διακριτικές, με το αίτημα της εκκένωσης της μονής. Μάλιστα, θέλοντας να ασκήσουν πίεση προς την κυβέρνηση, φαίνεται να αξιώνουν αποζημίωση από το ελληνικό Δημόσιο ύψους 3 εκατ. ευρώ, γιατί δεν έχουν αποκριθεί οι ανεπιθύμητοι μοναχοί.
Ιστορία της μονή
Με το όνομα Μονή του Εσφιγμένου υπήρχε ήδη μοναστήρι από τον 10ο αιώνα, το οποίο φαίνεται ότι βρισκόταν σε ακμή. Σύμφωνα βέβαια με την παράδοση, το μοναστήρι ιδρύθηκε από την αυτοκράτειρα Πουλχερία (408-450) και πολλοί από τους ιδρυτές μοναχούς προέρχονταν από το αρχικό μοναστήρι, που είχε καταστραφεί από κατολίσθηση. Κατά τον 14ο αιώνα ηγούμενος του μοναστηριού είχε αναδειχθεί ο Γρηγόριος Παλαμάς. Επίσης εγκαταβίωσε σε αυτό για κάποιο διάστημα ο Πατριάρχης Αθανάσιος Α’. Ερημώθηκε πολλές φορές από πειρατικές επιδρομές, κυρίως των Αγαρηνών, αλλά απέκτησε σημαντική δύναμη μετά τον 18ο αιώνα. Το καθολικό κτίστηκε το 1810 στη θέση παλαιότερου ναού, που κατεδαφίστηκε, ενώ η τοιχογράφηση έγινε από τους Γαλατσάνους ζωγράφους το 1811 και το 1818. Το μοναστήρι κατελήφθη από τους Τούρκους κατά την Επανάσταση του 1821, όταν υπέστη μεγάλες καταστροφές από τους εισβολείς και το μεγαλύτερο μέρος της αδελφότητας εκτελέστηκε ή αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει. Παλιότερο κτίριο της μονής είναι η τράπεζα, που διατηρεί τοιχογραφίες του 16ου-17ου αιώνα. Εκτός από το καθολικό και την τράπεζα, η μονή διαθέτει μια πολύ καλή συλλογή βυζαντινών και μεταβυζαντινών εικόνων, από τις οποίες ξεχωρίζει η ψηφιδωτή εικόνα του Χριστού. Η βιβλιοθήκη περιλαμβάνει πολλά και σπάνια χειρόγραφα, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει το υπ’ αριθμόν 14 για τις σπάνιες μικρογραφίες του. Η Μονή Εσφιγμένου βρίσκεται στη 18η θέση της ιεραρχίας των αγιορείτικων μονών. Μετά τη συνάντηση του Πατριάρχη Αθηναγόρα και του Πάπα στην Ιερουσαλήμ, το 1965, οι μοναχοί της Εσφιγμένου έπαψαν να μνημονεύουν τον Πατριάρχη και το 1972 αποχώρησαν από την Ιερά Κοινότητα, το ανώτατο διοικητικό όργανο της αθωνικής πολιτείας, ενώ διέκοψαν την επικοινωνία με τις υπόλοιπες αγιορείτικες μονές και τις Ορθόδοξες Εκκλησίες.