Της Λίτσας Ι. Χατζηφώτη, αρχαιολόγου
Πολύ κοντά στην Αθήνα, σε μια έκταση που τις τελευταίες δεκαετίες έχει τελείως αλλάξει όψη, λόγω της προς τα εκεί εξάπλωσης της πρωτεύουσας και της κατασκευής του αεροδρομίου των Σπάτων, είναι η περιοχή του Κορωπίου στα Μεσόγεια ή, όπως λεγόταν στην αρχαιότητα, στη Μεσογαία.
Πολλά έχουν γραφεί και ειπωθεί για τον πολιτισμό που αναπτύχθηκε εκεί από χιλιετίες και για τα λείψανα που ήρθαν στο φως κατά καιρούς, και ιδίως τα τελευταία χρόνια, με την κατασκευή του αεροδρομίου «Ελ. Βενιζέλος» και της Αττικής Οδού. Παράλληλα, πολύς λόγος έχει γίνει για τους ναούς των βυζαντινών και των μεταβυζαντινών χρόνων που είναι διάσπαρτοι στην ευρύτερη περιοχή των Μεσογείων και παρουσιάζουν εξαιρετικό πολλαπλό ενδιαφέρον.
Το Κορωπί, ονομαστό για τα κρασιά του, εμπορικό, βιομηχανικό και γεωργικό κέντρο σήμερα, συνδέεται ιστορικά με τον αρχαίο δήμο του Σφηττού. Στην ευρύτερη περιοχή του υπάρχει σειρά ναών αξιόλογων ιδίως για τις τοιχογραφίες τους, που ανήκουν κυρίως στον 17ο και τον 18ο αιώνα: ο Άγ. Πέτρος, μονόχωρος ξυλόστεγος ναός (17ος αι.), οι Άγ. Ασώματοι, μικρός σταυροειδής με τρούλο ναός των πρώιμων μεταβυζαντινών χρόνων, με τοιχογραφίες των αρχών του 17ου αι., ο Άγ. Αθανάσιος του 18ου αι., όπως και οι τοιχογραφίες του, η Κοίμηση της Θεοτόκου (18ος αι.), όπου μπορεί ο προσκυνητής να χαρεί το έργο του Γεωργίου Μάρκου, σπουδαίου αγιογράφου του 18ου αι., ο Προφήτης Ηλίας (18ος αι.) στον δρόμο προς τη Βάρκιζα κ.ά.
Μεταξύ των παλαιών εκκλησιών του Κορωπίου, όμως, ξεχωρίζει ο Ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, κτίσμα του 10ου αιώνα, στην ανατολική περιοχή της πόλης, στον δρόμο για το Μαρκόπουλο, σε μια περιοχή κάποτε κατάφυτη από αμπέλια, βραγιές με ζαρζαβατικά που έφθαναν και στην Αθήνα, ελιές και διάφορα άλλα δέντρα. Βέβαια, το περιβάλλον έχει τελείως αλλάξει, όχι όμως και το μνημείο, που είναι ένα μικρό κομψοτέχνημα και στολίδι της περιοχής, πέρα από τη μεγάλη καλλιτεχνική αξία και σημασία του.
Ο ναός έχει διαστάσεις 11,50 x 7,50 μ. και ανήκει στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο. Ο Αν. Ορλάνδος, συγκρίνοντάς τον με άλλους επτά ναούς που βρίσκονται σε διάφορα σημεία του μείζονος Ελληνισμού, από τον Πόντο έως την Κύπρο, τον τοποθετεί στο τρίτο τέταρτο του 10ου αι. και, όπως σημειώνει ο αρχιτέκτων πολεοδόμος Γιάννης Μιχαήλ, απευθείας εξέλιξή του μπορεί να θεωρηθεί ο Ναός των Αγίων Θεοδώρων στην πλατεία Κλαυθμώνος. Ο ίδιος, στο μικρό, αλλά τόσο κατατοπιστικό βιβλιαράκι για τη Μεταμόρφωση του Σωτήρος στο Κορωπί της Αττικής, που εξέδωσε το 1995 ο Επιμορφωτικός Σύλλογος Κορωπίου «Ο Αριστοτέλης» και από το οποίο προέρχονται οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο, παρατηρεί την όλη αρχιτεκτονική σύνθεση των όγκων του μνημείου με τον υψηλό κυλινδρικό τρούλο και την ποικιλία των επιφανειών της στέγης, τόσο γύρω από τον τρούλο όσο και πάνω από τον νάρθηκα, όπου η τριμερής του επιστέγαση καταλήγει σε αέτωμα πάνω από την είσοδο του ναού.
Γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ’50 άρχισε συστηματική συντήρηση του μνημείου υπό την εποπτεία του Μ. Χατζηδάκη και του Π. Λαζαρίδη και οι εικόνες καθαρίστηκαν από τον Φ. Ζαχαρίου.
Στο εσωτερικό του ναού διασώζονται σε ορισμένα σημεία του τοιχογραφίες που ανήκουν σε δύο διαφορετικές περιόδους. Οι παλαιότερες, που βρίσκονται στα πιο ψηλά μέρη του και δεν είναι σε πολύ καλή κατάσταση, χρονολογούνται στις αρχές του 11ου αι., λίγο μετά την κατασκευή του ναού (1020-1030). Αποτελούν σπάνιο δείγμα της βυζαντινής αγιογραφίας των βυζαντινών χρόνων στην περιοχή της Αττικής. Η δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει έργα της μεταβυζαντινής εποχής, που αποτελούν ωραία δείγματα της ζωγραφικής της εποχής αυτής. Στο αέτωμα που σχηματίζεται πάνω από την είσοδο του μνημείου κάθε χρόνο στις 6 Αυγούστου, οπότε πανηγυρίζει ο ναός, οι πιστοί κρεμούν τσαμπιά από σταφύλια, έθιμο παλαιότατο. Η ευλογία των σταφυλιών την ημέρα της Μεταμόρφωσης είναι πανελλήνιο έθιμο, όχι όμως και ο στολισμός της εκκλησίας. Στο Κορωπί αυτό συμβαίνει αιώνες τώρα και θα συμβαίνει, πιστεύω, και στο μέλλον, σε πείσμα της ασφάλτου, της βοής και της κηροζίνης των αεροπλάνων και της ισοπέδωσης πολλών αξιών και παραδόσεων του παρελθόντος, γιατί πάντα ο άνθρωπος έχει ανάγκη από την επαφή με τις παραδόσεις αυτές και άλλες, καθώς ομορφαίνουν τη ζωή και επαναφέρουν, έστω και για λίγο, τη χαμένη της αθωότητα.