Τον Νοέμβριο του 1914, δύο φίλοι, νεαροί τότε, 31 και 30 χρόνων αντίστοιχα, και δύο από τους μεγαλύτερους Έλληνες λογοτέχνες, ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Άγγελος Σικελιανός, βρέθηκαν προσκυνητές στο Άγιον Όρος με συστατική επιστολή του τότε πρωθυπουργού, Ελευθέριου Βενιζέλου. Ο Καζαντζάκης, όπως αναφέρει ο λόγιος Ι.Μ. Χατζηφώτης στο βιβλίο του «Το προσκύνημα στον Άθω του Σικελιανού και του Καζαντζάκη» (σαράντα μέρες του 1914), από τις εκδόσεις «Ίρις», αποφάσισε να πραγματοποιήσει το ταξίδι όταν είδε στο σπίτι του Σικελιανού ένα λεύκωμα με φωτογραφίες από τον Άθω. Γράφει στο βιβλίο του «Αναφορά στον Γκρέκο»: «Έκλεισα τα μάτια, φούχτωσα ψαχουλεύοντας ένα βιβλίο. Το άρπαξε ο φίλος από τα χέρια μου, το άνοιξε. Ήταν ένα μεγάλο λεύκωμα με φωτογραφίες: Μοναστήρια, καλόγεροι, καμπαναριά, κυπαρίσσια… κελιά απάνω από τον γκρεμό και κάτω μια θάλασσα άγρια. Το Άγιο Όρος, φώναξα… Είσαι έτοιμος; είπε. Να βάλουμε τα σιδερένια μας ποδήλατα, δράκοι δεν είμαστε; Να βάλουμε τα σιδερένια μας ποδήλατα, να πατήσουμε το Άγιον Όρος».
Στη σχετική αίτηση που καταθέτουν αναφέρουν: «Σεβαστοί επίτροποι, εκδραμόντες εις Άγιον Όρος με τον σκοπόν να μελετήσωμεν εκ του σύνεγγυς τα ιερά κειμήλια, άτινα διετήρησαν αι ιεραί του Άθω μοναί, έχοντες δε προς πραγμάτωσιν του σκοπού μας τούτου ιδίαν σύστασιν του πρωθυπουργού της Ελλάδος, κ. Ελευθερίου Βενιζέλου, παρακαλούμεν υμάς όπως διευκολύνητε ημάς εις τούτο, διατάσσοντες όπως μας δειχθώσι τα υπό φύλαξιν τοιαύτα χρυσόβουλα κ.λπ., πεποιθότες ότι εκπληροίτε ως ημείς αυτοί ιεράν εθνικήν υποχρέωσιν…».
Οι πρώτες εικόνες που αντικρίζουν πλησιάζοντας προς τον Άθω εντυπωσιάζουν τον Καζαντζάκη: «Έβρεχε. Η κορυφή του Άθω, τυλιγμένη σε πυκνήν αντάρα, είχε αφανιστεί. Η θάλασσα ήταν ήσυχη, πηχτή, λασπωμένη. Ένα μοναστήρι (πρόκειται για τη Μονή Ξηροποτάμου) ανάμεσα στις μαυρισμένες από τη βροχή καστανιές, γυάλιζε κάτασπρο. Έβρεχε σιγά, ποτιστικά κι ο ουρανός είχε κατέβει ως τις κορυφές των δέντρων. Πέντ’ έξι καλόγεροι, όρθιοι στην αποβάθρα, βρέχονταν σαν κυπαρίσσια. Δίπλα μας, στη βάρκα που μας έβγαζε στο λιμανάκι του Αγίου Όρους, τη Δάφνη, δυο καλόγεροι κουβέντιαζαν. Ο ένας, ο πιο νέος, με αριά μαύρα γενάκια, μ’ ένα βαρύ ταγάρι στην αμασκάλη, έλεγε: Να τον ακούσεις να ψέλνει, ξεχνάς τον κόσμο. Πιο γλυκιά και από πατέρα και μάνα η φωνή του… Και ο άλλος απαντούσε: Τι κάθεσαι και μου λες; Εμείς έχουμε έναν κότσυφα στο μοναστήρι που ψέλνει το Κύριε εκέκραξα και το Χριστός Ανέστη και σαστίζει ο νους σου. Τόνε λένε πάτερ κότσυφα. Κι έρχεται στην εκκλησιά μαζί μας και τη σαρακοστή νηστεύει…
Με τα σακίδια στη ράχη, ακουμπώντας στα χοντρά ραβδιά μας, ανηφορίζαμε ανάμεσα από πυκνές, μισογυμνωμένες καστανιές και σκίνα και πλατύφυλλες δάφνες το καλντερίμι που έφερνε στις Καρυές. Ο αέρας, έτσι μας φάνηκε, μύριζε μοσκολίβανο. Σαν να ’χαμε μπει σε τεράστια εκκλησιά με θάλασσα, με δάση καστανιές, με βουνά και αποπάνω αντί για θόλο, ένας ξέσκεπος ουρανός…».
Το δέος που νιώθουν οι δύο φίλοι δεν είναι ικανό για να ξεχάσουν τον κόσμο που άφησαν πίσω τους όταν φτάνουν στην πρωτεύουσα, τις Καρυές. Ο Καζαντζάκης είναι ιδιαίτερα περιγραφικός: «Μπακάληδες, μανάβηδες, μαγέροι, ψιλικατζήδες, σκουπιδιάρηδες, όλοι καλόγεροι. Θλιβερό, ανυπόφορο σερνικοχώρι, χωρίς γυναίκα, παιδί, γέλιο. Γενειάδες μόνο, μαύρες, ξανθές, καστανές, γκρίζες, κάτασπρες, άλλες σφηνωτές, άλλες απλωτές σα σκούπες, άλλες πυκνές, σγουρές, αδιαπέραστες, σαν τα κακά κουνουπίδια».
Η πρώτη επίσκεψη, μετά τα τυπικά, στο Πρωτάτο είναι στη βιβλιοθήκη της Μονής Ιβήρων, στην οποία υπάρχουν μοναδικά χειρόγραφα. Για την αγρυπνία που ακολούθησε ο Σικελιανός γράφει: «Το κατέβασμα με τις καμπάνες, σαν να μας εβάσταγαν αγγέλοι απ’ τις μασχάλες. Η αυλή στο φεγγάρι… Λιβάνι με ροδόνερο».
Το πέρασμα στη Μονή Σταυρονικήτα μνημονεύεται από τον Καζαντζάκη: «Θαυμαστό ύψος απάνω από τη θάλασσα, ο γερο-θυρωρός, παμπάλαιο ναυάγιο από την Κρήτη, με αρπάζει από το χέρι… Σ’ ένα κελί καλογεράκια μαθαίνουν βυζαντινή μουσική και συλλαβίζουν μεγαλόφωνα τις πρώτες νότες. Κρατούν σαν αναμμένη λαμπάδα την παράδοση στα παιδικά, άπλυτα χέρια τους».
Τα τρία θαύματα που αντίκρισαν τις πρώτες μέρες, όπως γράφει ο Σικελιανός, είναι οι τρεις εικόνες: Πορταΐτισσα, Δωδεκαετής Ιησούς, Γλυκοφιλούσα.
Αλλά και οι ζωντανές εικόνες… τον εντυπωσιάζουν: «Στον εσπερινό, το ξυλοσήμαντρο με το απανωκαλύμαυχο γυρίζει ο καλόγερος τριγύρω από την εκκλησιά. Οι χτύποι πρώτα ρυθμικοί, έπειτα γοργοί, χτυπητοί, τέλος γαλήνιοι, κατανυχτικοί, εσωτερικοί. Και ξαφνικά ένα χτύπημα ισχυρό μονάχα και ο καλόγερος μπαίνει απ’ την πίσω θύρα στο Άγιο Βήμα».
Τα βράδια οι δύο φίλοι συζητούσαν γι’ αυτά που είχαν δει.
Γράφει ο Καζαντζάκης: «Τη νύχτα αργεί να μας πάρει ο ύπνος, μιλούμε. Ωρίμασε, λέμε, η στιγμή, ωρίμασε ο κόσμος για μιαν καινούργια αγάπη του Χριστού. Όταν σήμερα ρωτήσαμε έναν καλόγερο που συναπαντήσαμε απόξω από το νεκροταφείο της μονής (Μονή Καρακάλλου) γιατί ζωγραφίζουν πάντα στην είσοδο του κοιμητηρίου τον Χριστό σταυρωμένο και όχι όπως θα ’πρεπε, τον Χριστό που ανασταίνεται, ο καλόγερος θύμωσε: Ο Χριστός ο σταυρωμένος είναι ο Χριστός μας, αποκρίθηκε. Είδες ποτέ στο Βαγγέλιο ο Χριστός να γελάει; Πάντα αναστενάζει, μαστιγώνεται και κλαίει. Πάντα σταυρώνεται. Κι εμείς, μη μπορώντας να κοιμηθούμε, λέγαμε: Πρέπει, ήρθε ο καιρός να κάνουμε τον Χριστό να γελάσει. Να μη μαστιγώνεται πια, να μην κλαίει, να μη σταυρώνεται. Να σμίξει μέσα του και ν’ αφομοιώσει τους δυνατούς, χαρούμενους θεούς της Ελλάδας. Ήρθε ο καιρός ο Ιουδαίος Χριστός να γίνει Έλληνας…».
Πέρα από τις προσευχές και τις συζητήσεις, και η τράπεζα των μοναστηριών έχει τα δικά της μυστικά. Ο Σικελιανός στο «Αγιορείτικο ημερολόγιο» γράφει: «Ο κοινοβιακός δείπνος. Μακριά αίθουσα. Οκτώ κολόνες – μακριά τραπέζια δεξιά. Οι πατέρες τρώνε σιωπηλοί. Μικρά κανατάκια πράσινα μπροστά τους. Όταν μπήκαμε, ένας γάτος πήδηξε και διασκέλισε ήσυχα κάτου απ’ τα τραπέζια. Αριστερά, κεφαλή των τραπεζιών, κάτω απ’ την εικόνα του Ιησού. Τρεις βωμοί στο βάθος. Αριστερά μια Παναγιά, στο μέσον εικονοστάσι. Δεξιά (όπου κάθεται ο ηγούμενος), ο Ιησούς. Ξάφνου χτυπάει ένα σφυράκι ο ηγούμενος και το δείπνο παύει. Τότε ο διαβαστής πλησιάζει τον ηγούμενο και του ζητάει την ευλογία και του φιλεί το χέρι. Και ο ηγούμενος του δίνει το κρασί και το ψωμί. Τότε χτυπάει το σφυράκι δεύτερη φορά και όλοι σηκώνονται, ο ηγούμενος μπροστά και έπειτα ένας – ένας οι πατέρες. Στο βάθος, ωστόσο, στην έξοδο δεξιά, ο τραπεζάρης, ο διαβαστής και ο μάγειρος γονατισμένοι, ενώ διαβαίνουν, ζητούν μετάνοια, να τους σχωρεθεί αν δεν εδούλεψαν καλά. Ο ηγούμενος, περνώντας με το ποιμαντικό μαύρο ραβδί, τους ευλογεί…».
Οι εναλλαγές των τοπίων συνεπαίρνουν τους δύο φίλους. Γράφει ο Καζαντζάκης για την επίσκεψη στη Μονή Φιλοθέου: «Θαυμαστός περίπατος μέσα στην ομίχλη. Χαριτωμένες, ψηλόλιγνες λεύκες, πνιμένες στον κισσό. Ένας απαίσιος καλόγερος, κοκκαλιάρης, κοκκινοτρίχης, φλύαρος, ο Ιωαννίκιος, όλο μας μιλούσε για την αδερφή του, Καλλιρρόη, τη δαιμονισμένη. Είχε και αυτός, λέει, δύο δαιμόνους μέσα του, τον ένα τον λένε χότζα και τον άλλο Ισμαήλ». Ο Σικελιανός συμπληρώνει: «Ο περίπατός μας ως εκεί. Καταχνιά. Τα κυπαρίσσια εχώριζαν. Οι γυμνές καστανιές. Οι κισσοί. Όλη η χορταριασμένη αυλή στην καταχνιά».
Μετά από 40 ημέρες, οι δύο λογοτέχνες πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Όμως πριν επιστρέψουν στον… κόσμο ο Καζαντζάκης αποφάσισε να επισκεφτεί και να μιλήσει με τους ασκητές: «Τις παραμονές του μισεμού, πήρα τον ανήφορο μοναχός, ν’ ανέβω στ’ άγρια ησυχαστήρια, ανάμεσα στους βράχους, αψηλά απάνω από τη θάλασσα, στα Καρούλια. Τρυπωμένοι μέσα σε σπηλιές, ζουν εκεί και προσεύχονται για τις αμαρτίες του κόσμου, καθένας μακριά από τον άλλο, για να μην έχουν και την παρηγοριά να βλέπουν ανθρώπους, οι πιο άγριοι, οι πιο άγιοι ασκητές του Αγίου Όρους. Ένα καλαθάκι κρεμασμένο στη θάλασσα κι οι βάρκες που τυχαίνει κάποτε να περνούν ζυγώνουν και ρίχνουν μέσα λίγο ψωμί, ελιές, ό,τι έχουν, για να μην αφήνουν τους ασκητές να πεθάνουν της πείνας…».