Της Λίτσας Ι. Χατζηφώτη, αρχαιολόγου
Επτά χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Καρπενησίου, σε περιοχή που τίποτε δεν έχει να ζηλέψει από τα περίφημα ελβετικά τοπία, βρίσκονται τα πολύ αξιόλογα και εύγλωττα λείψανα παλαιοχριστιανικής βασιλικής του 5ου αιώνα. Πάνω από το μνημείο ξεδιπλώνεται αραιό το σημερινό χωριό Κλαψί, έως εκεί που επιτρέπει το πράσινο των ελάτων του Κώνισκου. Πρόκειται για τη βασιλική του Αγίου Λεωνίδη, σπουδαίο μνημείο, μοναδικό στην περιοχή, που ξενίζει όποιον αγνοεί την ιστορία της.
Τόπος φορτωμένος με ιστορικές μνήμες, αφού βρίσκεται στον χώρο του Καλλίου, ιστορικού από τη μάχη με τους Γαλάτες και τη σφαγή του πληθυσμού. Μια παράδοση που κατέγραψε ο Ν. Πολίτης λέει: «Οι οχτροί σκότωσαν ύστερα από τον πόλεμο και ένα πλήθος παιδιά, κι αυτά βγαίνουν τη νύχτα και κλαιν. Και από το κλάψιμο αυτό ωνομάσθη και το χωριό Κλαψί».
Ούτε ο θρύλος, ούτε η ιστορία, ούτε και η παράδοση έχουν διασώσει πολλά στοιχεία για το μνημείο, το παρελθόν και τον περίγυρό του. Η ψηλάφησή του με αγάπη και πίστη είναι που το κάνει θελκτικό. Έρευνες επιχείρησε στην αρχή το 1956 ο τότε έφορος, Μ. Χατζηδάκης, με τη βοήθεια του Π. Λαζαρίδη. Οι εργασίες ολοκληρώθηκαν το 1959. Είναι οι πρώτες αρχαιολογικές ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν στην Ευρυτανία.
Με το όνομα Λεωνίδης ο Μ. Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας αναφέρει δύο αγίους: τον επίσκοπο Αθηνών και τον ιερομάρτυρα που ρίχτηκε μετά στη θάλασσα της Ν. Επιδαύρου μαζί με επτά γυναίκες. Στο όνομά του υπάρχουν, ακόμα, μόνον δύο παλαιότατοι ναοί: η βασιλική στην ανατολική περιοχή του Κολυμβητηρίου, κοντά στους στύλους του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα, και η τεραστίων διαστάσεων επίσης βασιλική στο Λέχαιο της Κορινθίας. Μαζί και οι τρεις έχουν το κοινό γνώρισμα να είναι αφιερωμένοι στον Άγιο Λεωνίδη, ιδιαίτερα αγαπητό στην περιοχή της Τροιζηνίας, από την οποία καταγόταν.
Η βασιλική στο Κλάψι είναι τρίκλιτη με εγκάρσιο κλίτος και νάρθηκα διαστάσεων 28×18,50 μ. Από κατολίσθηση του εδάφους καταστράφηκε μεγάλο μέρος του κεντρικού και του νότιου κλίτους και του νάρθηκα. Στην ανατολική πλευρά του κτιρίου ο τοίχος διατηρείται σε ύψος 1,30 μ. Στην κόγχη του ιερού σώζεται η βάση του ημικυκλικού συνθρόνου. Βρίσκονται στη θέση τους οι βάσεις των κιόνων του κιβωρίου, που τοποθετήθηκε στον ναό μετά την αποπεράτωση του δαπέδου. Αυτό σημαίνει ότι προήλθαν από αρχαίο οικοδόμημα που προϋπήρχε στον χώρο.
Παγώνια, χήνες, περιστέρια, σκύλοι, λαγοί, αγριόχοιροι, ψάρια, πλοχμοί, κόμποι, φολιδωτά, λουλούδια, καρποί, κληματίδες, ακόμα και ένας ρινόκερος χρησιμοποιούνται, χωρίς καθορισμένο πρόγραμμα, ως θέματα για το ψηφιδωτό δάπεδο τούτου του ναού, τοποθετημένα μέσα σε πλαίσια. Τις παραστάσεις συνοδεύουν χαρακτηριστικές για την ιστορία του μνημείου επιγραφές και την αφιέρωσή του στον Άγιο Λεωνίδη. Μια από αυτές, που βρίσκεται μέσα στο ιερό, μπροστά από τη θέση της Αγίας Τράπεζας, αν και αρκετά φθαρμένη, διασώζει την πληροφορία πως ο ναός ανακαινίστηκε στα χρόνια των πρεσβυτέρων Ευτυχιανού και Πολυκάρπου και του αναγνώστη Μελισσού. Η κύρια αφιερωτική επιγραφή, που βρίσκεται στο μεσαίο κλίτος, αναφέρει ότι η «χαμοκέντηση», το ψηφιδωτό δηλαδή, φιλοτεχνήθηκε γύρω στο 480. Ο λόγος για ανακαίνιση σημαίνει ότι στη θέση προϋπήρχε άλλος ναός και επισκοπή.