Με δέκα από τις δεκατέσσερις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες της Ορθοδοξίας αρχίζει σήμερα και τις ουσιαστικές της εργασίες, ως προς τις θεματικές που έχουν προσυμφωνηθεί και εξεταστεί σε μία πορεία 50 ετών, η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος στο Κολυμπάρι των Χανίων. Απουσιάζουν από αυτή τέσσερις μεγάλες Εκκλησίες, της Μόσχας, της Αντιόχειας, τη Βουλγαρίας και της Γεωργίας, ενώ μία, η Εκκλησία της Σερβίας, δηλώνει πως αν δε γίνουν δεκτές οι ενστάσεις της θα αποχωρήσει.
ίσω από τις εκκλησιαστικές και δογματικές διαφορές (όχι όμως ουσίας ως προς το ορθόδοξο πνεύμα), που χωρίζουν αυτούς που συμμετέχουν από τους απέχοντες, σε αυτή την εκκλησιαστική διαμάχη κρύβεται και η πολιτική. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση η διαμάχη έχει και άμεση σχέση με την ένταση που επικρατεί στην περιοχή γύρω μας.
Τα όσα διαδραματίστηκαν το σαββατοκύριακο στο Ηράκλειο, σε Άγιο Τίτο και Άγιο Μηνά, πέρα από την ιστορικότητα των στιγμών μετά από 1.300 χρόνια, ήδη τροχιοδεικτούν την πορεία των εργασιών από σήμερα, ιδίως το χαρακτήρα που θέλει να δώσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε αυτή τη Σύνοδο και όσους από τους Προκαθημένους συμφωνούν με αυτόν τον άξονα. Ταυτόχρονα, θέτει επί τάπητος μία νέα διελκυστίνδα, ιδίως μεταξύ των παρόντων που προτίθενται να δώσουν “μάχη” για μια σειρά τροπολογιών επί των θεμάτων της Συνόδου.
Αλλαγή “τόνου” από το Ηράκλειο
Είχαν προηγηθεί το επικοινωνιακό “θρίλερ” με τις αφίξεις και απουσίες στη Μεγάλη Σύνοδο και η ανατροπή της Εκκλησίας της Σερβίας, με τον Πατριάρχη Ειρηναίο να έρχεται με την αντιπροσωπία του, παρά τις ενστάσεις και το αίτημά του με την άφιξή του, κατά τη Μικρή Σύναξη των Προκαθημένων την Παρασκευή, για να κληθούν εκ νέου οι τέσσερις απόντες. Αίτημα που έγινε δεκτό, την ώρα που έφτανε στη Μεγάλη Σύνοδο το μήνυμα του Πατριάρχη Μόσχας Κυρίλλου. Μήνυμα υπέρ της ενότητας της Ορθοδοξίας μεν, αλλά με την υπόμνηση ότι ο ίδιος δεν μπορεί να έρθει σε μια Σύνοδο που ήδη κάποιοι δηλώνουν ότι μη εξέταση των αιτημάτων τους προ αυτής συνιστά λόγο αναβολής της και απουσίας τους. Πολύ περισσότερο που “διπλωματικά” μεν, αλλά με σαφήνεια, ο Πατριάρχης Μόσχας ευχόταν «επιτυχία στις εργασίες της Μεγάλης Συνόδου, με την ευχή να ανοίξει το δρόμο για μία επόμενη, πραγματικά Πανορθόδοξη με την παρουσία όλων». Το τελευταίο “εξόργισε” τους ήδη παρόντες και μετεώρισε τον Σερβίας Ειρηναίο, τη στιγμή που απηύθυναν πρόσκληση στους τέσσερις απόντες. Αλλά και η Μόσχα, από τη στιγμή εκείνη, θεώρησε ότι κάποιοι “στήνουν” επικοινωνιακό παιχνίδι με διαρροές περί ενδεχόμενης καθόδου της έστω στο συλλείτουργο της Πεντηκοστής.
Ουδέποτε υπήρξε τέτοιο ζήτημα, λένε οι κύκλοι του Πατριαρχείου Μόσχας, από τη στιγμή της απόφασης για απουσία. Οι διαρκείς διαρροές περί του αντιθέτου αποδίδονται στην άλλη πλευρά, με στόχο, όπως λένε, να αποδυναμωθεί ως αμφίσημη η στάση της Ρωσικής Εκκλησίας.
Αλλά ο Οικουμενικός Πατριάρχης, κατά το διήμερο στο Ηράκλειο, φρόντισε με τις συνεχείς δημόσιες παρεμβάσεις του, είτε εντός των ναών στο Εσπερινό της Πεντηκοστής στον Άγιο Τίτο, είτε στο πατριαρχικό Συλλείτουργο για την Πεντηκοστή στον Άγιο Μηνά, σε προσφωνήσεις και αντιφωνήσεις υποδοχών, γευμάτων και δείπνων, να δώσει το στίγμα και την αλλαγή τόνου, με τρόπο σαφή, εκκλησιαστικό αλλά και εννοιολογικό.
Το Σάββατο μίλησε για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο που, ανεξαρτήτως απουσιών, έχει χαρακτηριστικά Οικουμενικής, όπως της Νίκαιας, της Χαλκηδόνος και της Κωνσταντινουπόλεως, τρεις από τις ιστορικότερες Οικουμενικές Συνόδους της Ορθοδοξίας. Πρόσθεσε μάλιστα, εντός του Αγίου Τίτου, ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι το πνευματικό κέντρο όλης της Ορθοδοξίας. Πολύ απλά, απαντούσε στην “υποβάθμιση” της ιστορικότητας και του εύρους της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου στο Κολυμπάρι, ως «προπαρασκευής μίας Μεγάλης Συνόδου με την παρουσία όλων στο μέλλον», όπως υποστήριζε στο μήνυμά του ο Κύριλλος Μόσχας. Επιπλέον, υπενθύμιζε το ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως “Πρωτεύθυνου” της Ορθοδοξίας, απαντώντας στον Κύριλλο, που αιτιολογούσε την απουσία του ως αρωγή στις ενστάσεις των τριών άλλων απόντων Εκκλησιών. Άρα, το Σάββατο το βράδυ είχε ουσιαστικά κλείσει από την πλευρά του και το θέμα, αν οι αποφάσεις της παρούσας Συνόδου είναι δεσμευτικές και για όσους απουσιάζουν.
Χθες Κυριακή, κατά το πατριαρχικό Συλλείτουργο της Πεντηκοστής, εντός του Αγίου Μηνά αλλά και κατά το γεύμα που παρέθεσε ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Οικουμενικός Πατριάρχης στον ίδιο τόνο, αλλά με πιο εκκλησιαστικό ύφος, έκανε μία “επίθεση” ενότητας των Ορθοδόξων αλλά με σαφείς αιχμές ότι αυτή δεν είναι στο όνομα μιας «ομοσπονδοποίησης» της Ορθοδοξίας, αλλά στην κοινή πίστη και τη συμμετοχή στην πράξη ακόμη και στο λειτουργικό της, όπως στην από κοινού «μετάληψη των Αχράντων Μυστηρίων». Εμμέσως πλην σαφώς αυτών δεν μετήλθαν οι απόντες, φέροντες στην πράξη το βάρος της απόδειξης περί ενότητας οι ίδιοι.
Μάλιστα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, διόλου τυχαία, κατά τη “μνημόνευση” των Αρχιερέων, αφού αναφέρθηκε στους παρόντες, προχώρησε και στη “μνημόνευση” των ονομάτων και των τεσσάρων απόντων, για όσους ήθελαν να καταλάβουν πώς ο ίδιος ερμηνεύει την “ενότητα” της Ορθοδοξίας.
Αλλά αν η χθεσινή Κυριακή στο Ηράκλειο είχε επικλήσεις στην “ενότητα”, στην αντιφώνηση του γεύματος από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, η αναφορά του κ. Προκόπη Παυλόπουλου στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας ως βάση του συνοδικού συστήματος, που είναι η βάση ης Ορθόδοξης Εκκλησίας, έδωσε την ευκαιρία στον Οικουμενικό Πατριάρχη να επισφραγίσει το χαρακτήρα που προσδίδει στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Κρήτης: «Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος της Νικαίας, κατά τα εκκλησιαστικά βιβλία της Ιστορίας, ξεκίνησε στις 19 Ιουνίου του 325 μ.Χ. και, σύμπτωση ευτυχής με την Πρόνοια του Θεού, σήμερα έχουμε 19 Ιουνίου του 2016. Είθε με τη Χάρη των Πατέρων της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου και των άλλων που ακολούθησαν να πετύχουν οι εργασίες της σημερινής», είπε, ενώ δίπλα του συγκατένευε εμφατικά ο Πατριάρχης Θεόφιλος, ένας από τα Παλαίφατα Πατριαρχεία, αυτό των Ιεροσολύμων.
Η σημασία της Α’ Οικουμενικής Συνόδου
Η επίκληση της Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας, τόσο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όσο και από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, μόνο τυχαία που δεν έγινε.
Το 325 μ.Χ. στη Νίκαια της Βιθυνίας ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α’ συγκάλεσε την Πρώτη Σύνοδο της Νίκαιας ή Α’ Οικουμενική Σύνοδο, με σκοπό την αποκατάσταση της ειρήνης στα εκκλησιαστικά ζητήματα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Η Σύνοδος καταδίκασε τη διδασκαλία του Αρείου, συνέταξε το Σύμβολο της Νίκαιας που καθιέρωσε τον όρο «ομοούσιος» και όρισε την ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα. Με τη Σύνοδο αυτή η Εκκλησία εντάχθηκε στις επίσημες δομές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ο συνοδικός θεσμός έγινε θεμελιώδους σημασίας για τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Οι εξελίξεις αυτές είχαν μακροχρόνιες επιρροές θεολογικού και πολιτικού χαρακτήρα στην Ανατολή κατά τη διάρκεια όλου του Μεσαίωνα. Επίσης, αποτέλεσε το πρότυπο για τις μελλοντικές Οικουμενικές Συνόδους.
Οι υπομνήσεις του Συλλείτουργου
Ανήμερα της γενεθλίου ημέρας της Εκκλησίας, την Κυριακή της Πεντηκοστής, από το Ηράκλειο και τον Άγιο Μηνά οι δέκα προκαθήμενοι των Εκκλησιών, που μετέχουν στις εργασίες της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, έστειλαν μήνυμα ενότητας και πίστης, διατρανώνοντας την επιθυμία για κοινή συμπόρευση, μακριά από διχασμούς, διαιρέσεις και περιχαρακώσεις. Η υπόμνηση του κ. Βαρθολομαίου ότι όλες οι Εκκλησίες στην Ορθοδοξία έχουν σημασία, παραπέμποντας στην έλλειψη διαχωρισμού μεταξύ μικρών και μεγάλων, ισχυρών ή αδυνάμων, ήταν σαφής: «Εντός της διαφορετικότητάς μας – έκαστος υπό τα διαφορετικά του χαρίσματα – είμαστε ενωμένοι. Κάθε Ορθόδοξη Εκκλησία έχει το δικό της θησαυρό και αυτόν προσφέρει στον Χριστό. Δεν υπάρχει στην Ορθοδοξία καμία Εκκλησία που να μην έχει τη δική της σημασία και να μην έχει την ανάγκη της η Μία, Αγία και Αποστολική Εκκλησία».
Πηγή: http://www.neakriti.gr