Και ο Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος, ο οποίος στη Μεγάλη Σύνοδο δεν υπέγραψε το κείμενο με θέμα “Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμο”, δημοσιοποίησε τη διαφωνία του. Συγκεκριμένα παρέθεσε προς ενημέρωση των πιστών όπως αναφέρει την γραπτή διαφωνία του για το κείμενο, όπως αυτή είχε σταλεί στους Ιεράρχες που μετείχαν στη Σύνοδο. Το πλήρες κείμενο της επιστολής του έχει ως εξής:
Πρός την Αγίαν καί Μεγάλην Πανορθόδοξον Σύνοδον τής άγιωτάτης ’Ορθοδόξου ‘Εκκλησίας.
Παναγιώτατε, Μακαριότατοι, άγιοι προκαθήμενοι, άγιοι αδελφοί,
Στό κείμενο της Ε’ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διάσκεψης πού έγινε στό Σαμπεζύ -Γενεύης στίς 10-17 ’Οκτωβρίου τού 2015 καί πού τιτλοφορείται «Απόφασις – Σχέσεις τής ’Ορθοδόξου ’Εκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», έχω νά δηλώσω τά εξής:
Συμφωνώ απόλυτα με τά πρώτα τρία άρθρα τού κειμένου. Στά άρθρα όμως 4 καί πιό κάτω έχω νά παρατηρήσω τά εξής: Ή ’Ορθόδοξη ’Εκκλησία, προσευχόμενη πάντοτε «ύπέρ τής τών πάντων ένώσεως», πιστεύω ότι εννοεί τήν έπιστροφήν καί ένωσιν μαζί της όλων αύτών πού άπεκόπηκαν καί άπομακρύνθηκαν άπό αύτήν, αιρετικών καί σχισματικών, άφού άπαρνηθοϋν τήν αίρεση ή τό σχίσμα τους καί φύγουν άπό αύτά καί με μετάνοια καί μέ τήν προβλεπόμενη άπό τούς ιερούς κανόνες διαδικασία ένσωματωθούν καί ένταχθούν – ένωθούν – μέ τήν ’Ορθόδοξη ’Εκκλησία.
Ή ’Ορθόδοξη ’Εκκλησία τού Χριστού ούδέποτε άπώλεσε τήν «ένότητά τής πίστεως καί τήν κοινωνία τού Αγίου Πνεύματος» καί δέν δέχεται τή θεωρία τής άποκατάστασης τής ένότητας τών «εις Χριστόν πιστευόντων», γιατί πιστεύει ότι ή ενότητα τών εις Χριστόν πιστευόντων ύπάρχει ήδη στήν ενότητα όλων τών βαπτισμένων τέκνων της μεταξύ τους καί μετά τού Χριστού εν τή ορθή πίστει της, πού δεν υπάρχει στους αιρετικούς ή σχισματικούς καί γι’ αύτό εύχεται γι’αύτούς την έν μετανοία έπιστροφήν τους στην ’Ορθοδοξία.
Πιστεύω ότι αύτό πού άναφέρεται στό άρθρο 5 γιά «την άπολεσθεΐσαν ένότητα των Χριστιανών» είναι Λάθος, γιατί ή ’Εκκλησία ώς Λαός τού Θεού ένωμένος μεταξύ του καί με την κεφαλή τής ’Εκκλησίας πού είναι ό Χριστός δεν έχασε ποτέ τήν ένότητά του αύτήν καί δεν έχει άρα άνάγκη νά τήν έπανεύρη ή καν νά τήν άναζητήση, γιατί πάντοτε ύπήρχε καί ύπάρχη καί θά ύπάρχη εφ’ όσον ή ’Εκκλησία τού Χριστού ούδέποτε έπαυσε ή θά παύση νά ύπάρχη. ’Εκείνο πού συνέβη είναι ότι ομάδες ή λαοί ή μεμονωμένα άτομα έφυγαν άπό τό σώμα τής ’Εκκλησίας καί ή ’Εκκλησία εύχεται καί πρέπει νά προσπαθή Ιεραποστολικά νά επιστρέφουν αύτοί όλοι έν μετανοία διά τής κανονικής οδού στήν ’Ορθόδοξη ’Εκκλησία. Δέν ύπάρχουν δηλαδή άλλες ’Εκκλησίες άλλά μόνον αιρέσεις καί σχίσματα, έάν θέλωμε νά άκριβολογούμεν στούς ορισμούς μας. Ή διατύπωση «πρός άποκατάστασιν τής χριστιανικής ένότητας» είναι λάθος γιατί ή ένότητα τών χριστιανών -μελών τής ’Εκκλησίας τού Χριστού – δέν έχει διασπασθή ποτέ, έφ’ όσον αύτοί μένουν ένωμένοι μετά τής ’Εκκλησίας. Χωρισμός άπό τήν ’Εκκλησία καί φυγή έκ τής ’Εκκλησίας έγινε δυστυχώς, πολλές φορές άπό τίς αιρέσεις καί τά σχίσματα, άλλά ποτέ άπώλεια έσωτερική τής ένότητας τής ’Εκκλησίας.
Διερωτώμαι γιατί στό κείμενο γίνεται πολλαπλή άναφορά σέ «’Εκκλησίες» καί «Ομολογίες»; Ποιά ή διαφορά τους καί ποιό στοιχείο τίς χαρακτηρίζει, ώστε άλλες νά ονομάζονται ’Εκκλησίες καί άλλες Ομολογίες; Ποιά είναι ’Εκκλησία καί ποιά ή αιρετική καί ποία ή σχισματική ομάδα ή ομολογία; ’Εμείς όμολογούμεν μία ’Εκκλησία καί όλα τά άλλα αιρέσεις καί σχίσματα.
Θεωρώ ότι θεολογικά καί δογματικά καί νομοκανονικά ή άπόδοση τού τίτλου «’Εκκλησία» σέ αιρετικές ή σχισματικές κοινότητες είναι παντελώς λανθασμένη, γιατί μία είναι ή ’Εκκλησία τού Χριστού, όπως άναφέρεται καί στό άρθρο 1, καί δέν μπορεί νά όνομασθή άπό έμάς μία αιρετική ή σχισματική κοινότητα ή ομάδα ώς ’Εκκλησία, έκτος τής ’Ορθόδοξης ’Εκκλησίας.
Δέν άναφέρεται καθόλου στό κείμενο αύτό ότι ή μόνη οδός πού οδηγεί στήν ένωση μέ τήν ’Εκκλησία είναι μόνον ή έπιστροφή τών αιρετικών καί σχισματικών έν μετανοία εις την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν καί Άττοστολίκήν Εκκλησίαν του Χριστού, πού σύμφωνα μέ τό άρθρο 1 είναι ή Ορθόδοξη Εκκλησία μας.
Ή αναφορά στην «κατανόηση τής παράδοσης τής άρχαίας Εκκλησίας» δίνει τήν εντύπωση ότι ύπάρχει διαφορά όντολογική στήν άρχαία Εκκλησία των άγιων έπτά Οικουμενικών Συνόδων καί στήν γνήσια συνέχεια αύτής μέχρι σήμερα, πού είναι ή Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Πιστεύουμε ότι καμιά άπολύτως διαφορά δέν ύπάρχει μεταξύ τής Εκκλησίας τού εικοστού πρώτου αιώνα καί τής Εκκλησίας τού πρώτου αιώνα, γιατί ένα άπό τά γνωρίσματα τής Εκκλησίας είναι καί τό γεγονός πού ομολογούμε στό σύμβολο τής πίστεως ότι αύτή είναι Αποστολική.
Στό άρθρο 12 άναφέρεται ότι κοινός σκοπός τών θεολογικών διαλόγων είναι «ή τελική άποκατάστασις τής έν τη ορθή πίστει καί τη άγάπη ένότητος». Δίδεται ή έντύπωση ότι κι έμείς οί Ορθόδοξοι ψάχνουμε τήν άποκατάστασή μας στήν ορθή πίστη καί στήν ένότητα τής άγάπης, ώσάν νά άπωλέσαμεν τήν ορθή πίστη καί τήν ψάχνουμε νά τήν βρούμε διά τών θεολογικών διαλόγων μετά τών ετεροδόξων. Θεωρώ ότι αύτή ή θεωρία είναι θεολογικά άπαράδεκτη άπό όλους μας.
Ή άναφορά τού κειμένου στό «Παγκόσμιο Συμβούλιο ’Εκκλησιών» μού δίνει τήν εύκαιρία νά διατυπώσω τήν ένστασή μου άπέναντι σέ κατά καιρούς διάφορα συγκριτιστικά άντικανονικά γεγονότα πού έγιναν σ’αυτό άλλά καί σ’αύτήν ταύτην τήν ονομασίαν του, άφού σ’ αύτό ή ’Ορθόδοξη ’Εκκλησία θεωρείται ώς «μία έκ τών ’Εκκλησιών» ή κλάδος τής μίας Εκκλησίας πού ψάχνει καί άγωνίζεται γιά τήν πραγμάτωσή της στό παγκόσμιο Συμβούλιο ’Εκκλησιών. Αλλά γιά μάς μία καί μοναδική είναι ή ’Εκκλησία τού Χριστού πού ομολογούμε οπό Σύμβολο τής Πίστεως καί όχι πολλές.
Ή άποψη ότι ή διατήρηση τής γνήσιας ορθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνο διά τού συνοδικού συστήματος ώς τού μόνου «άρμοδίου καί εσχάτου κριτού τών θεμάτων τής πίστεως» έχει δόση ύπερβολής καί έκφεύγει τής άληθείας, καθότι στήν εκκλησιαστική ιστορία πολλές σύνοδοι έδίδαξαν καί ένομοθέτησαν λανθασμένα καί αιρετικά δόγματα καί ό πιστός λαός τίς άπέρριψε καί διεφύλαξε τήν ορθόδοξη πίστη καί ή ’Ορθόδοξη Ομολογία έθριάμβευσε. Ούτε σύνοδος άνευ τού πιστού λαού, τού πληρώματος τής ’Εκκλησίας, ούτε λαός άνευ συνόδου Επισκόπων μπορούν νά θεωρήσουν εαυτούς σώμα Χριστού καί Εκκλησίαν Χριστού καί νά έκφράσουν σωστά τό βίωμα καί τό δόγμα τής Εκκλησίας.
Κατανοώ, Μακαριώτατε καί άγιοι Συνοδικοί άδελφοί, ότι δεν μπορούν σε σύγχρονα εκκλησιαστικά κείμενα αύτού τού είδους νά διατυπώνονται σκληρές ή προσβλητικές εκφράσεις, ούτε καί κανένας νομίζω θέλει αύτού τού τύπου τίς εκφράσεις. Ή άλήθεια όμως πρέπει νά έκφράζεται μέ άκρίβεια καί σαφήνεια, πάντοτε, βέβαια, μέ ποιμαντική διάκριση καί άγάπη πραγματική πρός όλους. Έχουμε χρέος καί πρός τούς άδελφούς μας πού βρίσκονται σε αιρέσεις ή σχίσματα νά είμαστε απόλυτα ειλικρινείς μαζί τους καί μέ άγάπη καί πόνο νά προσευχώμαστε καί νά κάνωμε τά πάντα γιά τήν έπιστροφή τους στήν Εκκλησία τού Χριστού.
Ταπεινά θεωρώ ότι τέτοιας σπουδαώτητας καί τέτοιου κύρους κείμενα τής Αγίας καί Μεγάλης Συνόδου τής ’Ορθοδόξου Εκκλησίας πρέπει νά είναι πολύ προσεκτικά καί διατυπωμένα μέ πάσαν άκρίβειαν θεολογικήν καί νομοκανονικήν, ώστε νά μήν άπορρέουν άπό αυτά άσάφειες ή άδόκιμοι θεολογικά όροι καί διατυπώσεις λανθασμένες, πού μπορούν νά οδηγήσουν σέ παρερμηνείες καί άλλοιώσεις τού ορθού φρονήματος τής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Εξάλλου μία Σύνοδος γιά νά είναι έγκυρη καί κανονική πρέπει νά μήν άφίσταται καθόλου άπό τό πνεύμα καί τήν διδασκαλίαν τών πρό αύτής άγιων Συνόδων, τής διδασκαλίας τών άγιων Πατέρων καί τών άγιων Γραφών καί νά μήν έχει καμιά σκιά στή διατύπωση έπακριβώς τής ορθής πίστεως.
Πότε οί άγιοι Πατέρες μας καί πότε καί πού στά κείμενα τών ιερών κανόνων καί τών όρων τών Οικουμενικών ή Τοπικών Ιερών Συνόδων άπεκλήθησαν οί αιρετικές ή οί σχισματικές ομάδες ώς έκκλησίες; Έάν είναι έκκλησίες οί αιρέσεις τότε πού είναι ή μοναδική καί Μία Εκκλησία τού Χριστού καί τών άγιων Αποστόλων;
Ταπεινά διατυπώνω τή διαφωνία μου καί στό γεγονός ότι καταργείται ή πρακτική όλων τών μέχρι τούδε Ιερών Συνόδων, τοπικών καί οικουμενικών, όπου κάθε επίσκοπος έχει καί τή δική του ψήφο καί ούδέποτε αυτό, τό σχήμα, μία Εκκλησία μία ψήφος, πού καθιστά τά μέλη τής Αγίας καί Μεγάλης Συνόδου, πλήν των προκαθημένων, διακοσμητικά στοιχεία, άφαιρεθέντος απ’ αυτών του δικαιώματος τής ψήφου.
Έχω καί μερικές άλλες διαφωνίες καί ενστάσεις σέ άλλα σημεία τών κειμένων, αλλά δέν θέλω νά σάς κουράσω περισσότερο γι’αυτό, περιορίζομαι στά θέματα πού θεωρώ μεγαλύτερης σημασίας καί πού ταπεινά διατυπώνω τή διαφωνία μου, τήν άποψη καί πίστιν μου.
Δέν θέλω μέ αύτά πού έγραψα νά λυπήσω κανένα καί δέν θέλω νά θεωρηθώ ότι διδάσκω ή κρίνω τούς έν Χριστφ άδελφούς μου καί πατέρες μου. Απλώς αισθάνομαι τήν ανάγκη νά έκφράσω αύτά πού ή συνείδησή μου μού έπιβάλλει.
Παρακαλώ νά καταχωρηθοΰν οί άπόψεις μου στά πρακτικά τής Αγίας καί Μεγάλης Πανορθοδόξου Συνόδου.
Ζητώντας τίς άγιες προσευχές σας, διατελώ
Ελάχιστος έν Χριστώ αδελφός