Αρχική » Οι περιπέτειες ενός ιερού ναού στην Καλαμάτα

Οι περιπέτειες ενός ιερού ναού στην Καλαμάτα

από kivotos

Της Λίτσας Ι. Χατζηφώτη, αρχαιολόγου

 

Τούτο το προσκύνημα δεν ανήκει στα μικρά, αλλά στα επιβλητικά και φορτωμένα με μακρά, παράξενη ιστορία, όσο κι αν η διαδρομή του στον χρόνο δεν είναι τόσο μεγάλη.

Ο σημερινός επιβλητικός ναός των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Καλαμάτας, οικοδομημένος πριν από 60 χρόνια, συμβαδίζει με την προσπάθεια της νεότερης Ελλάδας να ορθοποδήσει. Οι γνωρίζοντες την ιστορία των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα θα θυμηθούν καταστάσεις που ανάγονται ακριβώς στην εποχή που διανύουμε οι Νεοέλληνες σήμερα, με την πτώχευση της χώρας επί Τρικούπη, τον πόλεμο με την Τουρκία το 1897, τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο που επιβλήθηκε στην Ελλάδα το 1898, συνεχίστηκε έως το 1930 και καταργήθηκε τυπικά το 1978… και τους πρόσφυγες από την Ανατολή, εξ αίματος αδέλφια μας αυτοί, τους Μικρασιάτες Έλληνες.

Ο παλαιότερος ναός ήταν ιδιόκτητος. Ανεγέρθηκε το 1880 από τον Αριστείδη Πανταζόπουλο, γόνο παλαιάς αρχοντικής οικογενείας της Καλαμάτας, που σώθηκε από θαύμα ανήμερα των Ταξιαρχών, πέφτοντας από το αφηνιασμένο άλογό του, και αφιερώθηκε στους Παμμέγιστους Ταξιάρχες του Στρατώνος, εξαιτίας της γειτνίασης με κτίρια του Στρατού.

Κατασκευασμένος βιαστικά, με πρόχειρα υλικά, σε απομακρυσμένη, τότε, υγρή περιοχή, παρουσίασε σύντομα φθορές και οικονομικά προβλήματα. Την ανακαίνισή του ανέλαβε ο δικηγόρος της Καλαμάτας Θεόδωρος Στραβοσκιάδης. Τα εγκαίνια τελέσθηκαν στις 24 Οκτωβρίου 1897 από τον Μητροπολίτη Τριφυλίας και Ολυμπίας Νεόφυτο Παναγιωτόπουλο.

Το 1900, ο γιος του Αριστείδη Πανταζόπουλου, Διονύσιος, τον παραχώρησε κανονικά στην Αρχιεπισκοπή Μεσσηνίας. Σύντομα η εξάπλωση του πληθυσμού προς την περιοχή του Στρατώνος δημιούργησε την ανάγκη ιδρύσεως ενορίας για την εξυπηρέτηση των κατοίκων της περιοχής. Ετσι, μετά το 1900 δημιουργήθηκε η Ενορία Παμμεγίστων Ταξιαρχών Στρατώνος.

Λίγο αργότερα άρχισε να ετοιμάζεται η ανέγερση μεγαλύτερου ναού στον ίδιο χώρο. Το κτίριο έφθασε έως πάνω από το δάπεδο, χωρίς σχέδιο και στατικότητα, και κρίθηκε τελικά κατεδαφιστέο. Προτιμήθηκε τότε η επέκταση του αρχικού ναού, ώσπου να ετοιμασθεί μελέτη για νέο. Ύστερα από πολλές διαβουλεύσεις περί του πρακτέου, το κτίριο εγκαταλείφθηκε για κάποια χρόνια.

Όσα ακολούθησαν είναι τουλάχιστον περίεργα. Ο αρχικός ναός δεν επεκτάθηκε και το τμήμα του ημιτελούς δεν κατεδαφίστηκε. Κατασκευάσθηκε όμως το 1912 πρόχειρος ξύλινος ναός. Στην αποπεράτωσή του συνέβαλε σημαντικά η δυναμική -εκείνη την εποχή- τάξη των καραγωγέων της Καλαμάτας, αλλά η εκκλησία κάηκε το 1918. Τότε η περιοχή έμεινε χωρίς ναό, αφού και ο αρχικός ήταν σε άθλια κατάσταση. Αποφασίστηκε να ολοκληρωθεί… ο ακατάλληλος μισοτελειωμένος με ελαφρά στέγη και ακαλαίσθητο οικοδόμημα, που λίγο θύμιζε ναό. Έτσι, παρά τις όποιες προηγούμενες διαπιστώσεις ο ναός ολοκληρώθηκε το 1922, δέκα οκτώ χρόνια κατόπιν. Εγκαινιάσθηκε το 1922 από τον Μητροπολίτη Μεσσηνίας Μελέτιο Σακελλαρόπουλο. Χαρακτηριστική λεπτομέρεια: η παραγγελία και η κατασκευή της καμπάνας του έγιναν στη Βενετία το 1931.

Στο μεταξύ, και πριν ακόμη πραγματοποιηθούν οι εργασίες στο κτίριο αυτό, οι αρμόδιοι συζητούσαν την οικοδόμηση νέου και μεγάλου ναού, ενώ συγκέντρωναν χρήματα και ζητούσαν σχέδια από διάφορους αρχιτέκτονες της Αθήνας κ.λπ. Τελικά, προκρίθηκε το σχέδιο του γνωστού αρχιτέκτονα Γεωργίου Νομικού. Ισοπεδώθηκαν όλα τα προηγούμενα κτίρια και στις 4 Ιουλίου 1938, στον ίδιο χώρο, τέθηκαν τα θεμέλια του σημερινού εντυπωσιακού ναού από τον τότε Μητροπολίτη Μεσσηνίας Πολύκαρπο Συνοδινό.

Από την ημέρα εκείνη εργώδεις προσπάθειες κατέτειναν στη γρήγορη ανέγερση ενός περικαλλούς ναού. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τις σταμάτησε, αλλά και ο εμφύλιος που ακολούθησε είχε πικρά αποτελέσματα για τον ναό των Ταξιαρχών. Οι ταγματασφαλίτες τον περιέφραξαν με συρματοπλέγματα και απαγόρευσαν ακόμη και τις κηδείες. Μόνο τις Κυριακές επέτρεπαν τη Θεία Λειτουργία, αλλά ποιος πήγαινε, αφού υπήρχε κίνδυνος να συλληφθεί; Ούτε λάδι για καντήλι, ούτε λιβάνι και κερί!

Πέρασε ο καιρός, επικράτησε ειρήνη και όλοι επιδόθηκαν στην επούλωση των πληγών. Για ένα διάστημα με υπεράνθρωπες προσπάθειες ο ναός έφθασε έως το ύψος της αψίδας του ιερού και του γυναικωνίτη, αλλά οι εργασίες, λόγω ελλείψεως χρημάτων, σταμάτησαν το 1946. Ξανάρχισαν το 1951, με ενέργειες του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου Δασκαλάκη, άνδρα ικανού και διορατικού, που κάλεσε τους απανταχού Μεσσηνίους να ενισχύσουν την αποπεράτωσή του. Για τον σκοπό αυτόν εξέδωσε και περιοδικό του ναού, με το οποίο παρακινούσε τον λαό να συμβάλει ενεργά. Και το πέτυχε! Στις 13 Απριλίου 1956 τέλεσε τα εγκαίνια. Για την ιστορία αναφέρουμε τους πρώτους του ιερείς: π. Παναγιώτης Σακελλαρόπουλος και Δημήτριος Παπαδόπουλος.

Ο ναός είναι τρισυπόστατος. Η κεντρική αγία τράπεζα, μεγάλων διαστάσεων, αφιερώθηκε στους Παμμέγιστους Ταξιάρχες. Η βόρεια στον Άγιο Τρύφωνα, προστάτη των «περιβολάρηδων» της περιοχής, και η νότια στον Άγιο Μόδεστο, προστάτη των καραγωγέων, οι οποίοι είχαν συνδράμει στην ανέγερση του ναού.

Η αγιογράφηση ανατέθηκε στον Κορίνθιο Δημήτριο Κεντάκα, μαθητή του Κόντογλου, ο οποίος αγιογράφησε πολλούς ναούς στην Αθήνα και την Ελλάδα γενικώς. Το έργο άρχισε το 1963 και παραδόθηκε ολοκληρωμένο το 1980. Οι καταστροφικοί σεισμοί του 1986 προκάλεσαν σημαντικές ζημιές στο κτίριο, αλλά και στις τοιχογραφίες, τις οποίες αποκατέστησε ο ίδιος ο Κεντάκας, που ανέβαινε στη σκαλωσιά σε ηλικία 82 ετών. Απεβίωσε το 2005 σε ηλικία 100 ετών. Σε όλες τις επιφάνειες του εσωτερικού απλώνεται πλήθος τοιχογραφιών, εμπνευσμένων από σκηνές του χριστολογικού και θεομητορικού κύκλου, χορείες αγίων και οσίων, αλλά και θαύματα των Ταξιαρχών. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο (1972) είναι έργο των Κρητών αδελφών Καβρουλάκη. Η καταστόλιση του ναού με ξυλόγλυπτα, εικόνες, μεγαλοπρεπείς πολυελαίους κ.λπ. προξενεί δέος και θαυμασμό. Κάτω από το ιερό βήμα του ναού υπάρχει παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον Άγιο Νεκτάριο.

Οι καταστροφικοί σεισμοί του 1986 προκάλεσαν σημαντικές ζημιές στο κτίριο, αλλά και στις τοιχογραφίες, τις οποίες αποκατέστησε ο ίδιος ο Κεντάκας, που ανέβαινε στη σκαλωσιά σε ηλικία 82 ετών

Με την ευκαιρία του εορτασμού των 60 χρόνων από τα εγκαίνιά του εκδόθηκε ιδιαίτερα ενδιαφέρων, επιμελημένος και πολύ κατατοπιστικός τόμος, με κείμενα του Αρχιμανδρίτη Θεόκλητου Λαμπρινάκου, στις πληροφορίες του οποίου στηρίχθηκε τούτο το προσκύνημα.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ