Της Θεολογίας Χατζή

 

Στα αποτελέσματα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου αναφέρεται ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας, κ. Χρυσόστομος, χαρακτηρίζοντας «εν πολλοίς αδικαιολόγητες» τις απουσίες κάποιων τοπικών Ορθόδοξων Εκκλησιών. Με αφορμή αυτό, δεν διστάζει να στείλει μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση, λέγοντας χαρακτηριστικά πως «Η παρούσα Σύνοδος απέδειξε ακόμη μία φορά στην ιστορία της Εκκλησίας ότι, όταν η πολιτική αναμειγνύεται με την εκκλησιολογία, τότε ζημιωμένη βγαίνει η έκφραση της ιστορικής ενότητας της Ορθοδοξίας».

Παράλληλα, ο Άγιος Μεσσηνίας αναφέρεται στο μείζον θέμα των σχέσεων μεταξύ της Εκκλησίας και του κράτους, κάνοντας λόγο ευθέως για «στρουθοκαμηλισμό ή μεθόδους επίδειξης δυνάμεως». Τέλος, καταλογίζει στη σημερινή κυβέρνηση ότι με την απόφασή της για περιθωριοποίηση του μαθήματος των Θρησκευτικών απαξιώνει τον ελληνοχριστιανικό πολιτισμό.

 

Αντικειμενικά, ποια ήταν τα ουσιαστικά αποτελέσματα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου;

Η αξιολόγηση του έργου μιας Συνόδου, όπως αποδεικνύεται από την ίδια την Ιστορία, δεν είναι γεγονός στιγμιαίο. Απαιτεί χρόνο και αρκετή «ζύμωση», ώστε τα συμπεράσματα και οι αποφάσεις της να κατανοηθούν από το πλήρωμα της κάθε τοπικής Εκκλησίας και να καταστούν τρόπος ζωής, βίωμα και εμπειρία.

Άμεσα αυτό που η Σύνοδος επιβεβαιώνει είναι η ενιαία φωνή της Ορθοδοξίας. Περίπου μετά από 250 χρόνια όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες (ή σχεδόν όλες, αφού ποτέ δεν υπήρχε συμμετοχή όλων των τοπικών Ορθόδοξων Εκκλησιών) εξέφρασαν από κοινού τις θέσεις της Ορθόδοξης πίστης και παράδοσης για σύγχρονα ζητήματα που δοκιμάζουν τον άνθρωπο και τις κοινωνίες και προσπάθησαν να επιλύσουν διάφορα προβλήματα, τα οποία πολλές φορές «δοκίμαζαν» την έκφραση της ενότητας σε τοπικό επίπεδο.

Μια πρώτη αξιολόγηση νομίζω ότι είναι θετική, αφού ο πρωταρχικός σκοπός της συγκλήσεώς της θεωρώ ότι επιτεύχθηκε.

 

Βλέπετε ότι είναι δυνατόν να αρθούν τα εμπόδια και σε μια χρονική στιγμή που δεν θα απέχει πολύ από το σήμερα να επαναληφθεί παρόμοια Σύνοδος όλων πλέον των Ορθόδοξων Εκκλησιών;

Ζητήματα υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντοτε, για αυτό άλλωστε και συγκαλούνται οι Σύνοδοι, για να επιλύουν προβλήματα και να διευκολύνουν τη ζωή των τοπικών Ορθόδοξων Εκκλησιών.

Κάποια εμπόδια, τα οποία ανεφύησαν στην τελευταία φάση της προετοιμασίας της παρούσης Συνόδου και προκάλεσαν τις γνωστές απουσίες, νομίζω ότι με την πάροδο του χρόνου και κάποιες εξελίξεις θα υπερκεραστούν και θα επιλυθούν.

Η παρούσα Σύνοδος απέδειξε ακόμα μία φορά στην ιστορία της Εκκλησίας ότι, όταν η πολιτική αναμειγνύεται με την εκκλησιολογία, τότε ζημιωμένη βγαίνει η έκφραση της ιστορικής ενότητας της Ορθοδοξίας, για αυτό και πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, κυρίως όταν καλούμεθα να αποφασίσουμε για πράγματα της Εκκλησίας.

Την επανάληψη της Συνόδου χρονικά δεν μπορούμε να την προσδιορίσουμε, διότι χρειάζονται προετοιμασία και ωρίμανση των αποφάσεών της, ως διαδικασία πρώτιστα αποδοχής τους από το εκκλησιαστικό σώμα και το πλήρωμα. Η αποκτηθείσα, όμως, εμπειρία, τόσο προσυνοδικά και στο πλαίσιο της προετοιμασίας όσο και κατά τη διάρκεια της συνοδικής λειτουργίας, θεωρώ ότι δεν θα απαιτήσει τον αντίστοιχο χρόνο των εξήντα ετών για την όλη προετοιμασία της. Ίσως χρειαστεί λιγότερο, αλλά δεν μπορώ αυτή τη στιγμή να το προσδιορίσω.

Ελπιδοφόρες είναι η επιθυμία και η βούληση που εξεφράσθησαν από κάποιους Προκαθημένους να μη σταματήσει η όλη διαδικασία και σε τακτά χρονικά διαστήματα, επτά ή δέκα ετών, να πραγματοποιείται μια ανάλογη Σύνοδος.

Η παρούσα Σύνοδος απέδειξε ακόμα μία φορά στην ιστορία της Εκκλησίας ότι, όταν η πολιτική αναμειγνύεται με την εκκλησιολογία, τότε ζημιωμένη βγαίνει η έκφραση της ιστορικής ενότητας της Ορθοδοξίας, για αυτό και πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, κυρίως όταν καλούμεθα να αποφασίσουμε για πράγματα της Εκκλησίας.

Υπήρξαν δυσκολίες κατά την περίοδο της προετοιμασίας, αλλά και στη διάρκεια των εργασιών της Συνόδου;

Δυσκολίες υπήρξαν σε όλα τα στάδια κι αυτό γιατί ήταν γεγονός πρωτόγνωρο στη σύγχρονη πραγματικότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ύστερα περίπου από 250 χρόνια. Για αυτό και πολλές φορές αναζητούνταν υποδείγματα συνοδικότητας από την Ιστορία προκειμένου να επιλυθούν ουσιαστικά θέματα λειτουργίας και οργάνωσης και αυτής της Συνόδου.

Τούτη, όμως, η «ζύμωση» με την Ιστορία και το παρόν, και με αφορμή την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, νομίζω ότι απετέλεσε πρόκληση για τις τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες ώστε να δουν τα θέματα της συνοδικότητας και της εκκλησιαστικότητας με περισσότερη υπευθυνότητα και να κατανοήσουν την αξία του όλου εγχειρήματος.

Βεβαίως, δεν μπορούμε να παραθεωρήσουμε και τις απουσίες της τελευταίας στιγμής, εν πολλοίς αδικαιολόγητες, οι οποίες όμως δεν διατάραξαν τη φανέρωση της ενότητας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, έστω και αν ιστορικά αυτό δεν αποτυπώθηκε. Ωστόσο, αυτή η ενέργεια δεν προκλήθηκε από τη Σύνοδο, όπως θα μπορούσε να θεωρηθεί. Θα ίσχυε κάτι τέτοιο, εάν η ίδια η Σύνοδος απέκλειε τις Εκκλησίες αυτές, αλλά ήταν απόφαση και επιλογή των ιδίων των Εκκλησιών, καθ’ όλα σεβαστή, που όμως δεν μπορούσε να καταργήσει ή να αποδυναμώσει το όλο έργο της Συνόδου.

Εάν θεωρούν ότι οι επιφυλάξεις τους ως προς τη μη συμμετοχή τους έχουν αρθεί, μπορούν και τώρα, μετά τη Σύνοδο, να δηλώσουν το «σύμψηφό» τους. Κάτι τέτοιο συναντάται συχνά στην ιστορία των Συνόδων.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να κάνω και άλλη μία διευκρίνιση, ως προς τον τρόπο λήψεως των αποφάσεων. Η αρχή της ομοφωνίας που υιοθετήθηκε δεν έχει στην εκκλησιαστική και συνοδική λειτουργία και πραγματικότητα κάποια νομικίστικη λειτουργία ή δικανική έννοια. Η εφαρμογή της σε όλα τα στάδια, ως μέθοδος λήψης των αποφάσεων, είναι πάντοτε επί των παρόντων και όχι όπως εσφαλμένα προσεγγίζεται από ορισμένες Εκκλησίες. Για αυτό και Εκκλησίες που δεν συμμετείχαν σε Συνόδους εκ των υστέρων θα μπορούσαν να δηλώσουν την αποδοχή τους στις συνοδικές αποφάσεις και να καταστούν σύμψηφες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα από την Ιστορία αποτελεί η Σύνοδος του 362, η οποία έγινε στην Αλεξάνδρεια, όπου η Εκκλησία της Αντιοχείας, για λόγους που εκείνη γνώριζε, δεν συμμετείχε, παρόλο που είχε προσκληθεί. Μετά τη Σύνοδο, εντούτοις, δεν αρνήθηκε να αποδεχθεί τις αποφάσεις της, όπως μας μαρτυρεί και ο Μ. Αθανάσιος.

Για αυτό ανέφερα ότι η τριβή με τα προβλήματα της Συνόδου μάς έδωσε την ευκαιρία να ξαναδιαβάσουμε την Ιστορία και να την εφαρμόσουμε στη σύγχρονη πραγματικότητα.

 

Με ποιον τρόπο πιστεύετε ότι οι αποφάσεις της Συνόδου πρέπει να φθάσουν στο ποίμνιο της Εκκλησίας;

Όταν τα κείμενα της Συνόδου, κυρίως αυτά που αφορούν τη σχέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον σύγχρονο κόσμο, καταστούν κηρυγματικά, αναλυθούν, δοθούν σε γλώσσα εύληπτη και κυρίως λάβουν σε κάθε τόπο τον μανδύα της πολιτιστικής έκφρασής τους. Άλλως, θα παραμείνουν ανενεργά και θα θαφτούν στο χρονοντούλαπο της ιστορικότητας.

 

Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το ιδανικό περιεχόμενο των σχέσεων Εκκλησίας-κράτους και πώς κρίνετε τη σημερινή έκβαση των θεμάτων που άπτονται των σχέσεων αυτών;

Το πλαίσιο των σχέσεων Εκκλησίας-κράτους, στα όρια της σημερινής ελληνικής επικράτειας, είναι σύστημα το οποίο διαμορφώθηκε από το 1850 και μέσα σε βάθος χρόνου. Ίσως ακόμη και σήμερα να διαμορφώνεται. Εξαιτίας, μάλιστα, αυτής της πολυχρόνιας συμπόρευσης κράτους (Πολιτείας) και Εκκλησίας, έχουμε βαθιά και αλληλοπεριχωρούμενη μορφή σχέσεων σε σχεδόν όλα τα πεδία του δημόσιου και ιδιωτικού βίου, που, όπως καταλαβαίνετε, απαιτούν προσεκτικές κινήσεις ως προς τον διαθρυλούμενο διαχωρισμό, υπό οποιαδήποτε μορφή και αν αυτός κατανοείται.

Σε αυτό το πολυσύνθετο και πολύπλοκο διαμορφωθέν σύστημα σχέσεων συναλληλίας υπάρχουν χώροι όπου οι ρόλοι γίνονται αρκετά διακριτοί και άλλες περιοχές όπου τα όρια μεταξύ Εκκλησίας και κράτους είναι δυσδιάκριτα ή και απροσδιόριστα. Κυρίως ως προς το ποιος από τους δύο θεσμούς έχει τον πρώτο και ουσιαστικό ρόλο σε αυτό το πλαίσιο των σχέσεων.

Καταλαβαίνετε, επομένως, ότι με στρουθοκαμηλισμό ή με μεθόδους επίδειξης δυνάμεως και ισχύος ή αιφνιδιασμού δεν είναι δυνατόν να επιλυθεί ένα πολύχρονο, πολύπλοκο, πολυδύναμο και πληθωρικό πλαίσιο σχέσεων Εκκλησίας και κράτους. Το μόνο μέσο είναι ο διάλογος. Διάλογος ειλικρίνειας και εμπιστοσύνης, όπου οι δύο θεσμοί της ελληνικής κοινωνίας, με βάση την Ιστορία και την κοινωνική πραγματικότητα, πρέπει να συζητούν για πολλά χρόνια. Στη Σουηδία, για παράδειγμα, μια ανάλογη συζήτηση κράτησε περίπου δέκα χρόνια, για να καθοριστεί το πλαίσιο των σχέσεων, με κριτήριο όχι το όφελος του ενός εκ των δύο θεσμών ή των δύο μόνο, αλλά της κοινωνίας των πολιτών, που για την Εκκλησία είναι και το ποίμνιό της, το οποίο υπηρετεί και διακονεί.

Με στρουθοκαμηλισμό ή με μεθόδους επίδειξης δυνάμεως και ισχύος ή αιφνιδιασμού δεν είναι δυνατόν να επιλυθεί ένα πολύχρονο, πολύπλοκο, πολυδύναμο και πληθωρικό πλαίσιο σχέσεων Εκκλησίας και κράτους. Το μόνο μέσο είναι ο διάλογος

Πώς βλέπετε τις μεθοδεύσεις για την Παιδεία και το μάθημα των Θρησκευτικών;

Η Παιδεία είναι ίσως ο πλέον ευαίσθητος χώρος για μια κυβέρνηση, διότι μέσα από το παιδευτικό και μορφωτικό μοντέλο που ακολουθεί καθορίζει όχι μόνο το σήμερα, αλλά και το μέλλον ενός έθνους και μιας χώρας. Δυστυχώς, τον τελευταίο καιρό γινόμεθα μάρτυρες ενεργειών και αποφάσεων οι οποίες δεν προοιωνίζονται θετικό πρόσημο για την ταυτότητα της Παιδείας και το μέλλον αυτής της χώρας.

Η αποδυνάμωση, λόγου χάρη, των γλωσσικών μαθημάτων, η απομείωση της Ιστορίας ή η περιθωριοποίηση του μαθήματος των Θρησκευτικών μάς οδηγούν στην απαξίωση του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, πάνω στις αξίες του οποίου στηρίχθηκε ολόκληρο το οικοδόμημα όχι μόνον της ελληνικής πραγματικότητας, αλλά και της ίδιας της Ευρώπης, έστω και αν δεν υιοθετήθηκε στο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα.

Να προσθέσω ότι οι αξίες αυτές του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού και της Ορθοδοξίας για την ελληνική πραγματικότητα δεν αποτελούν μόνον ένδοξο ιστορικό παρελθόν ή ιδεολογία. Είναι οι πηγές και για το παρόν και για το μέλλον. Μόνο υπό αυτή την προοπτική η Παιδεία μπορεί να παράγει πολιτισμό και να τον μεταλαμπαδεύει από γενεά σε γενεά, με δυναμικότητα και πολιτιστική παραγωγικότητα. Τότε η Παιδεία είναι και γίνεται πραγματικά πολιτιστικό γίγνεσθαι και παράγοντας κοινωνίας.

Επίσης, η αποδυνάμωση του μαθήματος των Θρησκευτικών αποδεικνύει ότι αφενός δεν έχει γίνει κατανοητή η παιδαγωγική και ανθρωπολογική αναγκαιότητα του μαθήματος, στο πλαίσιο της γενικότερης αντίληψης περί Παιδείας, και αφετέρου παραθεωρείται αυτή καθ’ εαυτή η συμβολή του θρησκευτικού στοιχείου ως παράγοντας ανάπτυξης, ευημερίας, ενότητας και δημιουργικότητας κάθε λαού.

 

Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, η αντίληψη της νεολαίας για την Εκκλησία;

Νομίζω ότι οι νέοι άνθρωποι έχουν υγιές αισθητήριο, περισσότερο ξεκάθαρο, και για αυτό πολλά πράγματα της ελληνικής κοινωνίας τα κρίνουν και τα αξιολογούν όχι μόνο διαφορετικά από ό,τι οι προηγούμενες γενεές, αλλά και περισσότερο ουσιαστικά και κρυστάλλινα.

Περιμένουν πολλά από τον χώρο της Εκκλησίας, χωρίς όμως να απαιτούν. Ζητούν άλλη γλώσσα, λιγότερο ξύλινη και περισσότερο βιωματική και σύγχρονη, προκειμένου να κατανοήσουν αυτό που η Εκκλησία διδάσκει και εκφράζει ως περιεχόμενο πίστης και να λάβουν απαντήσεις σε ερωτήματα της ζωής.

Αναμένουν μια εικόνα της Εκκλησίας περισσότερο διαλεκτική με τα της κοινωνίας πράγματα και τα προβλήματα των ανθρώπων και λιγότερο απόμακρη και αποστασιοποιημένη, απορρίπτουν δε κάθε θρησκόληπτο και μαγικό.

Αναζητούν να συμμετάσχουν σε αυτή τη διαλεκτική χωρίς αποφατισμούς, αποκλεισμούς και οριοθετήσεις, κυρίως για τα θέματα που αφορούν στη ζωή και στον πολιτισμό.

Τέτοια Εκκλησία ζητούν να ανιχνεύσουν και όταν βρουν έστω και ίχνη τέτοιας παρουσίας εκκλησιαστικής, ανοίγονται και διαλέγονται, αλλά και κοινωνούν.

Για αυτό πιστεύω ότι με τους νέους πρέπει να είμαστε περισσότερο προσεκτικοί, για να μη τους απογοητεύσουμε, αφού βρίσκονται στην αρχή της πορείας και των αναζητήσεών τους. 

 

Ποιος θεωρείτε ότι είναι ο ρόλος της Εκκλησίας στο κοινωνικό γίγνεσθαι σήμερα και μάλιστα εν μέσω της οικονομικής κρίσης;

Στοιχείο -όχι όμως μοναδικό και αποκλειστικό- της ταυτότητας της Εκκλησίας είναι και η προσφορά στις ανάγκες του ποιμνίου της. Τη στιγμή αυτή θεωρώ ότι η Εκκλησία είναι ο μόνος ίσως και αποκλειστικός θεσμός ο οποίος χωρίς διακρίσεις και περιορισμούς, με σεβασμό στη διαφορετικότητα και στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και προσωπικότητα και με αποδοχή της ελευθερίας του ανθρώπινου προσώπου, προσφέρει στον συνάνθρωπο, ο οποίος δοκιμάζεται όχι μόνο βιολογικά, αλλά και πνευματικά. Η Εκκλησία, κατά την περίοδο αυτής της κρίσης, ανταποκρίνεται σε όλα τα επίπεδα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και μέσα στο πλαίσιο και τα όρια των δυνατοτήτων της.