Αρχική » Η ιστορική διάσταση της ευρέσεως της εικόνας της Παναγίας στην Τήνο

Η ιστορική διάσταση της ευρέσεως της εικόνας της Παναγίας στην Τήνο

από kivotos

Της Βιργινίας Χαμουδοπούλου, ιστορικού*

 

Στις 30 Ιανουαρίου εορτάζεται η Ιερά Μνήµη των Τριών Ιεραρχών, των Τριών Μεγίστων Φωστήρων της Τρισηλίου Θεότητος, προστατών της Ελληνορθοδόξου Παιδείας και Διδασκάλων του Γένους. Από τον 11ον αι. ο Μητροπολίτης Ευχαΐτων, Ιωάννης Μαυρόπους, όρισε τον κοινό εορτασµό των τριών Οικουµενικών Διδασκάλων, των οποίων η διδασκαλία είναι πανανθρώπινη και διαχρονική. Ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστοµος αποτίµησαν θετικά την αρχαία ελληνική σοφία, χωρίς να της προσδώσουν τον σωτηριολογικό χαρακτήρα, που ανήκει στον Χριστιανισµό, ο οποίος αποτελεί ακριβώς την απάντηση στη λυτρωτική αναζήτηση του αρχαίου ελληνικού πνεύµατος. Οι Τρεις Ιεράρχες ένωσαν αρµονικά την ανθρώπινη παντογνωσία µε τη λυτρωτική «θέα» του Θεού, έτσι ώστε ο «καλός καγαθός» των αρχαίων να µεταβληθεί σε «κατά Χάρη Θεό» δηλαδή σε Άγιο.

Ο νεότερος Ελληνισµός διατηρεί την ενότητα και τη συνάφειά του µε την αρχαιότητα µέσω της βυζαντινής και μεταβυζαντινής εποχής, µέσω της χριστιανικής αληθείας.

Αθόρυβα, την εποχή της τουρκοκρατίας, μέσα στο κρυφό σχολειό, εορτάζονταν οι Τρεις Ιεράρχες, έως ότου η Ιόνιος Ακαδημία το 1826, το Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1841-’42, όπως και η Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη καθιέρωσαν πανηγυρικό εορτασμό στην ιερά µνήµη των Μεγάλων Διδασκάλων της Ελληνικής Παιδείας στο σύνολό της.

Ίσως δίκαια θεωρούµε ότι η εύρεση της Αγίας Εικόνας του Ευαγγελισµού στην Τήνο τη συγκεκριµένη ηµέρα, στις 30/1/1823, και μάλιστα μετά από πολύμηνη προσπάθεια, δεν ήταν τυχαία. Επειδή, όμως, η περιγραφή των γεγονότων που αναφέρονται σε θαύματα πρέπει να γίνεται µε μεγάλη προσοχή, θα αναφέρουμε, κατ’ αρχάς, δύο από τις πρωτογενείς πηγές επί του Μεγίστου Θαύµατος της Ευρέσεως.

Σε χειρόγραφο κείµενο της 25ης/11/1822, όπου καταχωρείται διάγγελµα του φιλευσεβούς Μητροπολίτου Τήνου Γαβριήλ, περιγράφεται ο οσιακός και ευσεβής τρόπος ζωής της ογδοντάχρονης μοναχής Πελαγίας (κατά κόσµον Λουκίας Νεγρεπόντη, κόρης του παπα-Νικηφόρου), η οποία µόναζε, επί πολλά χρόνια, στο αφιερωµένο στην Κοίµηση της Θεοµήτορος Μοναστήρι του Κεχροβουνίου στην Τήνο, το χιλιόχρονο γυναικείο μοναστήρι, στου οποίου την ιστορική πορεία δεν απαντάται νεκρά περίοδος.

Με το διάγγελµα αυτό επιβεβαιώθηκε η θεία προέλευση των οραµάτων της Πελαγίας και δόθηκε η εντολή για εκτεταµένες έρευνες στο χωράφι του Αντωνίου Δοξαρά.

Άλλη σπουδαία πρωτογενής πηγή είναι το κτητορικό κείµενο που είναι γνωστό ως «Φυλλάδα Καγκάδη», έκδοση από την οικογένεια Καγκάδη στη Βενετία το 1833, όπου καταγράφεται λεπτοµερώς η ιστορική αλήθεια των θαυµαστών γεγονότων στο διάστηµα 1822-1832.

Και οι δύο αυτές πρωτογενείς πηγές φυλάσσονται στο Κεντρικό Χρηµατοκιβώτιο αποθεµατικού του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύµατος Ευαγγελιστρίας Τήνου (ΠΙΙΕΤ). Άλλωστε, στην έκδοση της «Αδελφότητος των Τηνίων εν Αθήναις»
(Αθήνα 2012), µε τίτλο: «Έκφραση Ιερού Ναού Ευαγγελιστρίας Τήνου» – επιµέλεια έκδοσης Κώστας Δανούσης- αναδηµοσιεύονται, εκτός από τη «Φυλλάδα Καγκάδη», η «Περιήγηση Διονυσίου Πύρρου Θετταλού», όπου και τα περί της θείας ευρέσεως (Αθήναι 1848), όπως και η «Περιγραφή του εν τη νήσω Τήνω ιερού της Ευαγγελιστρίας ναού» του Λάµπρου Απέργη (Αθήναι 1848).

Όπως αναγράφεται στις σύγχρονες µε το θαύµα γραπτές και προφορικές µαρτυρίες, η Θεοτόκος είχε παρουσιαστεί για πρώτη φορά τον Μάρτιο του 1821 στο όνειρο ενός γέροντα κηπουρού, του Μιχάλη Πολυζώη, παροτρύνοντάς τον να σκάψει για να βρει την εικόνα Της στο χωράφι του Αντωνίου Δοξαρά. Ο Πολυζώης, µε τη βοήθεια φίλων του Χριστιανών, έσκαψε λίγο, αλλά σταµάτησε γρήγορα την προσπάθειά του, η οποία είχε αποβεί άκαρπη. Ωστόσο, δεν σταµάτησε να διηγείται σε όλους το όνειρό του. Επίσης, ο µπαρµπα-Γιάννης Γκιουζέ, από το χωριό Μουντάδος, διέδιδε επίµονα µια λαϊκή παράδοση, σύµφωνα µε την οποία στο κτήµα του Δοξαρά βρισκόταν παλιά ένα «πριγκιπάτο», ένα περίοπτο οικοδόµηµα, και ήταν γραφτό να ξαναγίνει εκεί κάτι παρόµοιο, το οποίο θα συγκέντρωνε χιλιάδες ανθρώπους απ’ όλο τον κόσµο.

Όπως αναγράφεται στις σύγχρονες µε το θαύµα γραπτές και προφορικές µαρτυρίες, η Θεοτόκος είχε παρουσιαστεί για πρώτη φορά τον Μάρτιο του 1821 στο όνειρο ενός γέροντα κηπουρού, του Μιχάλη Πολυζώη, παροτρύνοντάς τον να σκάψει για να βρει την εικόνα Της στο χωράφι του Αντωνίου Δοξαρά

 

Τα οράματα της Πελαγίας

Ωστόσο, στην εύρεση της πανσέπτου εικόνας οδήγησαν τα τρία οράµατα της μοναχής, µετέπειτα Οσίας, Πελαγίας, την 9η, 16η και 23η Ιουλίου του 1822. Στα λεπτοµερώς καταγεγραµµένα αυτά οράµατα εντυπωσιάζουν: 1) Η άρρητη δόξα και λαµπρότητα µε την οποία εµφανιζόταν η Παναγία ενώπιον της ταπεινόφρονος μοναχής. 2) Η παρότρυνση της Κυρίας των Αγγέλων για την κοινοποίηση του περιεχοµένου των οραµάτων στον πρόκριτο Τήνου και επίτροπο της Μονής Κεχροβουνίου, Σταµατέλο Καγκάδη, ώστε «να είναι εκείνος που θα επιστατήσει στην ανέγερση του αφιερωµένου στην Παναγία Ναού, επί του χώρου όπου είναι θαµµένη η εικόνα». 3) Η απορία της μοναχής, η οποία µετά φόβου Θεού ερώτησε πού θα εξευρίσκονταν οι πόροι για την ανέγερση του ναού. Η Παναγία απάντησε ότι αυτό ανήκε στη δική Της φροντίδα. Όταν η Πελαγία Την παρακάλεσε να της φανερώσει το όνοµά Της, η Θεοτόκος απάντησε: «Ευαγγελίζου Γη χαράν µεγάλην» και τότε, συγκλονισµένη η γερόντισσα, φώναξε: «Αινείτε, ουρανοί, Θεού την δόξαν» και έσπευσε να κοινοποιήσει το όραµά της στην ηγουµένη (23/7/1822), αλλά και στον Σεβασµιώτατο Μητροπολίτη Γαβριήλ, ο οποίος έπρεπε να διαπιστώσει τη θειότητα του οράµατος, σύµφωνα µε την Αγία Γραφή, την πατερική διδασκαλία και την αφήγηση των Γεροντικών.

Η κατασκαφή, όπως αφηγείται το κτητορικό κείµενο, άρχισε τον Σεπτέµβριο του 1822, όταν ο μητροπολίτης εξέδωσε σχετική εγκύκλιο, προσκαλώντας το ποίµνιό του να συντρέξει στην ικανοποίηση της θεοµητορικής εντολής, προσφέροντας ό,τι ο καθένας µπορούσε: χρήµατα ή εργασία. Η έρευνα αυτή έφερε στο φως ένα ξεροπήγαδο και τα θεµέλια βυζαντινού ναού, του Αγίου Ιωάννου του Προδρόµου, όπως επιβεβαιώθηκε από επιγραφές και ιερά σκεύη (Κάτω από τον ναό αυτό υπήρχε στην αρχαιότητα θέατρο αφιερωµένο στον Διόνυσο, όπως και ναός του Ποσειδώνος).

Τονίζουµε ότι οι κάτοικοι της Τήνου ήταν γνωστοί από την αρχαιότητα για την ευλάβεια και την πίστη τους προς τα θεία. Στα «Κιόνια» σώζονται τα ερείπια µεγάλου ναού, ευρισκοµένου στο γνωστό τότε σε όλα τα γειτονικά νησιά Ιερό του Ποσειδώνα και της Αµφιτρίτης, ενώ δεν σώζονται τα δύο πανύψηλα αγάλµατα του θαλασσοκράτορα θεού και της γυναίκας του, που αναφέρει ο Στράβων.

Οι Τήνιοι ήταν από τους πρώτους που δέχθηκαν τον Χριστιανισµό (3ο-4ο αι. µ.Χ.), ενώ στην Ε’ Οικουµενική Σύνοδο του 553 µ.Χ. τους αντιπροσώπευσε ένας λαµπρός δεσπότης, ο Έκδικος. Από αρχαιολογικά ευρήµατα εικάζεται ότι ο ναός του Προδρόµου πυρπολήθηκε τον 9ον ή 10ον αι., κατά τη διάρκεια πειρατικής επιδροµής από Σαρακηνούς.

Μετά την αποκάλυψη του ναού του Προδρόµου ο Μητροπολίτης Γαβριήλ (: η ισχύς του Θεού) υπέδειξε την ανέγερση νέου ναού επί των ερειπίων του ναού του Προδρόµου. Ο Σταµατέλος Καγκάδης, ο Γεώργιος Περίδης, ο Αντώνιος Καλλέργης και ο Χατζή Γεώργιος Σιώτος ήταν οι 4 κτήτορες, που ανέλαβαν τη φροντίδα της ανέγερσης αυτού του ναού. Την Πρωτοχρονιά του 1823, κατά τη διάρκεια αγιασµού από τον μητροπολίτη, το ξεροπήγαδο (βάθους 22 µέτρων) γέµισε ξαφνικά µε άφθονο, καθαρό νερό. Πρόκειται για το αγίασµα µε το οποίο γεµίζουν και σήµερα χιλιάδες µπουκάλια για να αγιασθούν ακόµα και σε µέρη µακρινά εκείνοι που πιστεύουν στη Μεγαλόχαρη και τα θαύµατά Της. Ο νέος ναός αφιερώθηκε στη Ζωοδόχο Πηγή, λόγω του θαύµατος στο ξεροπήγαδο, και είναι ο σηµερινός Ναός της Ευρέσεως, κάτω από τον καλλιµάρµαρο Ναό της Ευαγγελιστρίας. Παράλληλα µε το κτίσιµο του ναού συνεχίζονταν οι έρευνες για τον εντοπισµό της Αγίας Εικόνας, ώσπου στις 30/1/1823, ηµέρα της εορτής των Τριών Ιεραρχών, η σκαπάνη του αγρότη, από το χωριό Φαλατάδος, Δηµητρίου Βλάση ή Πασά χτύπησε ένα κοµµάτι ξύλο σκίζοντάς το στη µέση.

Μέσα από τα ξεραµένα από αιώνες χώµατα ξεχώρισε η µορφή του Αρχαγγέλου Γαβριήλ µε το υψωµένο χέρι, ενώ, στο άλλο κοµµάτι, τρέµοντας ο εργάτης, είδε την Παρθένο να δέχεται, µε σκυµµένο το κεφάλι, το θείο µήνυµα. Η αξίνα δεν είχε αγγίξει καµία από τις δύο µορφές, όπως και η φωτιά, η υγρασία, το πέρας εκατοντάδων αιώνων δεν είχαν εξαφανίσει τη θεία σκηνή.

Κλαίγοντας από χαρά, κρατώντας την Ιερή Εικόνα στα χέρια του ο δεσπότης Γαβριήλ ανέκραξε: «Μέγας ει, Κύριε, και θαυµαστά τα έργα Σου». Τρεις ηµέρες µετά, στις 2 Φεβρουαρίου, έγινε για πρώτη φορά λιτάνευση της εικόνας στα δροµάκια της πόλεως, µε πάνδηµη συµµετοχή του τηνιακού λαού.

 

Η θαυματουργή δράση της εικόνας

Ευθύς µετά την εύρεση και τα πρώτα θαύµατα, από τα οποία ξεχώρισε η θεραπεία των θυµάτων της φοβερής πανώλους, οι επίτροποι και οι επιστάτες ανέλαβαν την επί του ναού της Ζωοδόχου Πηγής οικοδόµηση καλλιµάρµαρου ιερού ναού, αφιερωµένου στη Μεγαλόχαρη. Ο υπέρλαµπρος ναός έλαβε ήδη από το 1826 –µεσούσης της Εθνεγερσίας– τη σηµερινή του µορφή, αφού, παρά τις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, Χριστιανοί έσπευδαν από παντού ακατάπαυστα για να προσφέρουν ό,τι ο καθένας µπορούσε. Το 1831 ο µεγαλοπρεπής Ναός της Ευαγγελιστρίας (τρίκλιτης βασιλικής µε τρούλο πάνω από την Αγία Τράπεζα) ήταν έτοιµος, ενώ το σύνολο των κτισµάτων στο συγκρότηµα του ιερού καταστήµατος της Μεγαλόχαρης αποπερατώθηκε γύρω στα 1880. Η επιλογή του ρυθµού του Ναού της Μεγαλόχαρης ανήκει στον Τήνιο αρχιτέκτονα Ευστράτιο Καλονάρη, τον αποκαλούµενο «Σµυρνιό», ο οποίος –ως µέλος της πολυάριθµης παροικίας των Τηνίων στη Σµύρνη– ήταν ήδη ονοµαστός αρχιτέκτονας εκκλησιών στη Μικρά Ασία και ένας από τους 20.000 πρόσφυγες που είχαν καταφύγει στην Τήνο λόγω των διωγµών εκ µέρους των Τούρκων.

Κλαίγοντας από χαρά, κρατώντας την Ιερή Εικόνα στα χέρια του ο δεσπότης Γαβριήλ ανέκραξε: «Μέγας ει, Κύριε, και θαυµαστά τα έργα Σου» . Τρεις ηµέρες µετά, στις 2 Φεβρουαρίου, έγινε για πρώτη φορά λιτάνευση της εικόνας στα δροµάκια της πόλεως, µε πάνδηµη συµµετοχή του τηνιακού λαού.

«Το θαύµα και το τάµα, δύο έννοιες που συγκλονίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη, έλαβαν, από τη στιγµή της ευρέσεως, την καταξίωση και την πληρότητά τους στην ευλογηµένη Τήνο», όπως αναφέρει σε κήρυγµά του ο Σεβασµιώτατος Μητροπολίτης Σύρου και Τήνου κ.κ. Δωρόθεος Β’.

Η Θεία Πρόνοια έδωσε, διά µέσου της πανσέπτου εικόνας, ηχηρά µηνύµατα στην ανθρώπινη ατέλεια και αδυναµία, στα ανθρώπινα πάθη που είχαν ξεπηδήσει µέσα από τις φλόγες του Αγώνα της Εθνεγερσίας. Μηνύµατα τα οποία δεν ήταν, δυστυχώς, δυνατόν να αναστείλουν τον σαρωτικό, καταστρεπτικό διχασµό που συγκλόνιζε τότε τους Έλληνες αγωνιστές. Διχασµό προερχόµενο από την απειρία στα πολιτικά, από τον πολιτικό ανταγωνισµό µεταξύ της παλαιάς πολιτικής ηγεσίας των κοτζαµπάσηδων µε τους οπλαρχηγούς, αλλά και εξαιτίας της επεµβάσεως των ευρωπαϊκών δυνάµεων µε τη δηµιουργία ανοργάνωτων πολιτικών κοµµάτων, τα οποία δεν είχαν ελληνικές ρίζες και των οποίων ο χαρακτήρας δεν ήταν ούτε φιλειρηνικός ούτε φιλελληνικός, δεδοµένου ότι υπηρετούσαν τα συµφέροντα της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας (1825-1826), µε κοινό στόχο να µεταβάλουν την Ελλάδα σε προτεκτοράτο.

Όµως, την ίδια ακριβώς εποχή (1823-1833) επιτελείται στην Τήνο το µέγα θαύµα της συσπειρώσεως των λαϊκών και εκκλησιαστικών φορέων εξουσίας, Καθολικών και Ορθοδόξων, κάτω από την Υψηλή Προστασία της Μητέρας του Θεού, µε αποτέλεσµα το σκλαβωµένο έως τότε νησί να µετατραπεί σε πανελλήνιο, Χριστιανικό, αλλά και πανανθρώπινο τόπο ενότητας, αγάπης, γαλήνης, ελπίδας και παρηγοριάς. Γιατί στην Τήνο, µετά την εύρεση, αναγεννάται η δυναµική της ρωµαίικης συλλογικότητας. Η δυναµική που βασίζεται στην πίστη και στην εµπιστοσύνη της προσωπικής σχέσεως µε τη Χριστιανική θεία αποκάλυψη. Στην ιστορία της Τήνου επιβραβεύεται η άποψη ότι ο θεούµενος άνθρωπος και ο κοινοτικός τρόπος υπάρξεως ήταν πάντοτε τα σταθερά ιδανικά του Χριστιανικού Πολιτισµού.

 

Το μήνυμα της εθνικής ενότητας

Παράλληλα µε την οικοδόµηση του Ιερού Συγκροτήµατος της Μεγαλόχαρης, το Ιερόν Ίδρυµα της Ευαγγελιστρίας άρχισε από τις πρώτες ηµέρες, µετά την εύρεση, την ευεργετική-πολυσχιδή δραστηριότητά του. Δραστηριότητα εθνική, κοινωνική, εκπαιδευτική, φιλανθρωπική, θρησκευτική, πολιτιστική. Το Πανελλήνιον Ιερόν Ίδρυµα Ευαγγελιστρίας Τήνου, ως φορέας Ορθοδοξίας, λειτούργησε και λειτουργεί ενωτικά, επιβεβαιώνοντας την εκτίµηση ότι τα Ιερά Προσκυνήµατα αποδεικνύονται σηµαντικοί παράγοντες ενότητας του Έθνους.

Άλλωστε, η συσπείρωση των φορέων εξουσίας ήταν από αιώνες οικεία στους κατοίκους της Τήνου, αφού στα 500 χρόνια της φραγκοκρατίας – ενετοκρατίας (1207-1715), όπως και στα περίπου 100 της τουρκοκρατίας, οι κατακτητές είχαν σεβαστεί τα προνόµια και τα έθιµα του νησιού, όπου οι κοινοτικοί θεσµοί είχαν λειτουργήσει µε πλήρη σχεδόν αυτοτέλεια. Το ίδιο ελεύθερη είχε αφεθεί και η άσκηση του θρησκεύµατος. Το Καθολικό και το Ορθόδοξο δόγµα συνεργούσαν µε κοινό στόχο τη σωτηρία της Χριστιανικής ψυχής.

Ήδη από την αρχαιότητα η Τήνος διέπρεψε πολιτικά και πολιτιστικά µεταξύ των Κυκλάδων. Προ των Μηδικών υπήρξε αυτόνοµη και δηµοκρατούµενη. Οι Βενετοί σεβάστηκαν την κοινοτική οργάνωση των Τηνίων και είναι αυτοί που, ως όρο παραδόσεως του νησιού στους Τούρκους (5 Ιουνίου 1715), έθεσαν την εκ µέρους των Τούρκων υπόσχεση ότι οι κάτοικοι του νησιού θα συνεχίσουν να χαίρουν των κοινοτικών τους προνοµίων. Οι Τούρκοι ετήρησαν την υπόσχεσή τους.

Τα καράβια που έφερναν κατά την αρχαιότητα τους επισκέπτες στο Ιερό του Απόλλωνα στη Δήλο αντικαταστάθηκαν –µετά την εύρεση της Αγίας Εικόνας– από τα παντοειδή µέσα µεταφοράς των εκατοντάδων προσκυνητών στη Χάρη Της. Πολλοί αγωνιστές, όπως ο Κανάρης, ο Μιαούλης, ο Καραϊσκάκης, ο Μακρυγιάννης, ο Κολοκοτρώνης και ο Νικηταράς, θεώρησαν τότε χρέος τους να προσκυνήσουν τη Μεγαλόχαρη. Ο Μακρυγιάννης υποστήριζε ότι ο λαός που προδίδει την ιστορική του συνέχεια χάνει την οντότητά του, αφού το ήθος του εξαρτάται από τις ρίζες του πολιτισµού του.

Με αυτές ακριβώς τις αξίες προσπάθησε να κυβερνήσει ο Ιωάννης Καποδίστριας (1828-1831), ο οποίος επιθυµούσε να συνδυάσει την ευρωπαϊκή αντίληψη και εξέλιξη µε την παραδοσιακή Ελληνορθόδοξη Παιδεία. Όµως, µετά τη δολοφονία του (1831), διασπάσθηκε η αλληλοπεριχώρηση του Ελληνισµού µε την Ορθοδοξία. Και ενώ η Χριστιανική-Ορθόδοξη πίστη είχε πρωτοστατήσει στις επαναστατικές διακηρύξεις των ηρώων που αγωνίστηκαν υπέρ Πίστεως και Πατρίδος, οι Βαυαροί κυβερνήτες επέµειναν σε µια τυποποιηµένη αρχαιολατρία, εκριζώνοντας τα ιστορικά θεµέλια του νεότερου Ελληνισµού, που είχαν διαµορφωθεί στο πλαίσιο του βυζαντινού και μεταβυζαντινού ελληνοχριστιανικού πολιτισµού. Οι Ευρωπαίοι αγνόησαν τον ρωµαίικο πολιτισµό της τουρκοκρατίας, τότε που το σκλαβωµένο Γένος ήταν αδύναμο πολιτικά, αλλά όχι πνευµατικά, αφού η πατερική -ανατολική- παράδοση το κράτησε ενωµένο, πλούσιο σε ψυχικές και πνευµατικές δυνάµεις, που το βοήθησαν να ξεπεράσει τη µακρόχρονη δουλεία, χωρίς να συµβιβασθεί µαζί της.

Από το δεύτερο µισό του 18ου αι. ο κύκλος των Διαφωτιστών καλλιέργησε έντονα την εθνική ιδέα που θα περιόριζε τους «Έλληνες», κατά το Διεθνές Δίκαιο, στο νεότευκτο ελληνικό κράτος, µε στόχο το µικρό ελληνικό κράτος να συνδεθεί µε την αρχαιότητα και όχι µε την ελληνορθόδοξη αυτοκρατορία της Ρωµανίας, όπου η ελληνική γλώσσα και η ελληνική φιλοσοφική σκέψη είχαν συζευχθεί µε την Ορθοδοξία.

Οι ευρωπαϊκές δυνάµεις, στην προσπάθειά τους να διασπάσουν την ενότητα µεταξύ των εθνών, αντιµετώπισαν το οικουµενικό-χριστιανικό πνεύµα ως παρωχηµένη, νεκρά παράδοση και φυσικά µετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, στην οποία δεν ήσαν αµέτοχοι, διέσπασαν τη µοναδική ελληνορθόδοξη πορεία.

Και ενώ ο κυβερνήτης απέβλεπε στη διά του Οικουµενικού Πατριαρχείου (της Εθναρχίας) ενότητα του υπόδουλου Γένους (εκατοµµυρίων τότε Ελλήνων) µε το ελεύθερο, «ίνα µη πέσῃ», όπως είχε επισηµάνει, «η υπόθεσις εις Φράγκων χείρας», «η υπόθεσις» έπεσε δυστυχώς «εις Φράγκων χείρας», µε αποτέλεσµα δύο χρόνια µετά τη δολοφονία του Καποδίστρια να επιβληθεί βίαια το Αυτοκέφαλο της Ελλαδικής Εκκλησίας (1833) και να επέλθει ρήξη της Εκκλησίας της Ελλάδος (και όχι Ελληνικής Εκκλησίας) µε το Πατριαρχείο (το Οικουμενικό Πατριαρχείο δέχθηκε ως κανονική την Αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ελλάδος το 1850).

Έτσι, στο νεοσύστατο ελληνικό βασίλειο η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αποτελούσε πλέον το περιέχον σύνολο του εθνικού βίου (όπως κατά την τουρκοκρατία), αλλά το ελεγχόµενο περιεχόµενο, µε µοναδική αρµοδιότητα τα ηθικίστικα θρησκευτικά καθήκοντα των πολιτών. Η αποδέσµευση αυτή της νεοελληνικής ψυχοσυνθέσεως, κυρίως από το άµεσο βίωµα της Χριστιανικής παραδόσεως και της πατερικής διδασκαλίας, δηµιούργησε στην ελληνική ψυχή σύγχυση, άγχος, αβεβαιότητα.

Όλοι οι Ορθόδοξοι που έζησαν και ζούνε τη δυτική πολιτιστική παράδοση βιώνουν, χωρίς συνήθως να το συνειδητοποιούν, µια κρίση ταυτότητας, που είναι ακριβώς η κρίση που διέρχεται η Ορθοδοξία, αφ’ ότου µετά το 1204 επεκράτησε ο δυτικός πολιτισµός στις περιοχές που για εκατοντάδες χρόνια απετέλεσαν το λίκνο της. Στην Ορθοδοξία η πίστη βιώνεται ως κοινωνία Θεού, όπου οι φραγµοί και οι νόµοι αντικαθίστανται από την πορεία προς την αγιότητα.

Όµως, στο ελληνικό βασίλειο του 19ου αι. όλοι οι θεσµοί περιήλθαν στην εξουσία του κράτους: Οικονοµία, Παιδεία, Στρατός, Διοίκηση, Δηµοσιονοµία. Έτσι συντελείται και η θεσµοποίηση της Εκκλησίας. Η Εκκλησία µεταβάλλεται σε κρατικό θεσµό.

Ακολουθεί η καταστροφή βυζαντινών εκκλησιών, η διάλυση εκατοντάδων Ορθόδοξων µοναστηριών, η εξουθένωση του µοναχικού βίου, οι διώξεις κληρικών αγωνιστών παράλληλα µε την προτεσταντική προπαγάνδα. Διαλύεται, δηλαδή, και εισέρχεται στη σφαίρα του γραφικού και του παρωχηµένου η τεράστια πνευµατική ελληνοχριστιανική αλήθεια, που θα µπορούσε µε την πραγµάτωσή της να συµβάλλει στο διηνεκές στη λαϊκή ένωση, στην πρόοδο και στην υποδειγµατική πολιτική υπόσταση του νεοπαγούς ελληνικού κράτους.

Πολλοί –ο Θεός ας µας συγχωρέσει– κατηγόρησαν τους Τηνίους ότι εµπορεύτηκαν την Αγία Εικόνα, ενώ άλλοι –κυρίως τον 19ο αι.– υποστήριξαν ότι ήταν ένα «έξυπνο εύρηµα» εκ µέρους των ιερέων, µε στόχο την προώθηση της ιδέας του Πανελληνισµού. Τα ίδια τα γεγονότα, όπως και το πλήθος των πρωτογενών, γραπτών και προφορικών, –µέχρι και σήµερα– συγκλονιστικών αναφορικά µε τα θαύµατα µαρτυριών, τους διαψεύδουν. Η µοναδική, από αιώνες, αδιάκοπη εµπειρία των Τηνίων στην κοινοτική-ενοριακή ζωή, όπου το κέντρο είναι ο ιερός ναός και η αγαστή συµπόρευση Ορθοδόξων-Καθολικών τόσο στην Τήνο όσο και στη Σύρο συνέβαλαν στην ειλικρινή και ορθή εκτίµηση εκ µέρους των Τηνίων του µεγίστου θαύµατος της θείας αποκαλύψεως, όπως και στον επιβαλλόµενο σεβασµό και την υψίστη υποχρέωση των πιστών προς την Ευαγγελίστρια.

Πολλοί –ο Θεός ας µας συγχωρέσει– κατηγόρησαν τους Τηνίους ότι εµπορεύτηκαν την Αγία Εικόνα, ενώ άλλοι –κυρίως τον 19ο αι.– υποστήριξαν ότι ήταν ένα «έξυπνο εύρηµα» εκ µέρους των ιερέων, µε στόχο την προώθηση της ιδέας του Πανελληνισµού. Τα ίδια τα γεγονότα, όπως και το πλήθος των πρωτογενών, γραπτών και προφορικών, –µέχρι και σήµερα– συγκλονιστικών αναφορικά µε τα θαύµατα µαρτυριών, τους διαψεύδουν

Η φράση «Ευαγγελίζου, Γη, χαράν µεγάλην» ήταν αρκετή για να συνειδητοποιήσουν οι ευλογηµένοι κάτοικοι του νησιού την τεράστια ευθύνη τους, όχι µόνο πανελληνίως, αλλά και παγκοσµίως. Το Πανελλήνιον Ιερόν Ίδρυµα Ευαγγελιστρίας Τήνου κρατάει τις διασυνδέσεις του και µε τους ιερούς ναούς ξένων χωρών, όπου, εκτός των άλλων, αποστέλλει, όπου υπάρχει ανάγκη, τα αφιερωµατικά λειτουργικά σκεύη (κανδήλια, δισκοπότηρα κ.ά.), τα οποία δεν εκποιεί.

Μετά τον Καποδίστρια, η εθνική µνήµη προσανατολίζεται αποκλειστικά στον αρχαιοελληνικό πολιτισµό, χωρίς να λαµβάνεται υπ’ όψιν ότι ο θησαυρός αυτός µεταφέρθηκε στη Δύση από Έλληνες λογίους, προ και µετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλως, εκείνους που ακάµατοι αντέγραφαν τα αρχαιοελληνικά κείµενα στα βυζαντινά µοναστήρια.

Ωστόσο, στη σοβαρή ιδεολογική εκτροπή που υπέστη ο υπέρ πίστεως και πατρίδος Αγώνας του 1821 αντιστάθηκαν Έλληνες πατριώτες, από τους οποίους ξεχωρίζουµε τον µεγαλύτερο θεολόγο του 19ου αι. και διακεκριµένο κληρικό Κωνσταντίνο Οικονόµου τον εξ Οικονόµων, ο οποίος δίδαξε ότι: ο σύνδεσµος Έθνους – Γένους – Ορθοδοξίας είναι αδιάρρηκτος. Επίσης, τον µέγα βυζαντινολόγο Σπυρίδωνα Ζαµπέλιο, ο οποίος ήταν ο πρώτος που το 1852 έκανε χρήση του όρου «Ελληνοχριστιανισµός», και βέβαια τον εθνικό µας ιστοριογράφο Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, ο οποίος, ανατρέποντας τις θεωρίες του Φαλµεράυερ, που υποστήριξε ότι οι Νεοέλληνες κατάγονται από τους Σλά-βους, έγραψε τη µοναδική «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» (1860-1876) υποστηρίζοντας την αδιάλειπτη ενότητα της ελληνικής ιστορίας από την αρχαιότητα έως και τον 19ο αι.

Όµως, ποία επιστηµονική-θεωρητική τεκµηρίωση µπορεί να αντικαταστήσει τη δυνατότητα διαλόγου µεταξύ Κτιστού και Ακτίστου;

Την εποχή που στην κυρίως Ελλάδα φωτισµένοι πατριώτες προσπαθούν να διασώσουν και να απαθανατίσουν την ιστορική αλήθεια, την τεράστια σηµασία της χιλιόχρονης βυζαντινής αλλά και μεταβυζαντινής Ελληνορθόδοξης πορείας, στο κέντρο των Κυκλάδων η από αιώνες θαµµένη πάνσεπτη εικόνα έρχεται να ενώσει το Κτιστό µε το Άκτιστο. Έρχεται να επιβεβαιώσει ότι στην Ελληνική Χριστιανική πορεία το βίωµα της πίστης, ως κοινωνίας Θεού, ο διάλογος µεταξύ ύλης και πνεύµατος, είναι κάτι µοναδικό και ανεπανάληπτο.

 

Η Υψηλή Προστασία της Θεοτόκου

Η εύρεση της αγίας εικόνας βοήθησε στη χριστιανική παναδελφότητα, αλλά και στην ορµή προς το ανώτερο, το υψηλότερο. Μέσα στον ελλαδικό χώρο υπάρχουν πολλά µέρη που σεµνύνονται για τη θαυµατουργική εµφάνιση εικόνων της Παναγίας µας. Όµως, η Ευαγγελίστρια της Τήνου, εκτός από τον λειτουργικό, δογµατικό και πνευµατικό Της χαρακτήρα, έχει λάβει ένα ιδιαίτερο ιστορικό νόηµα, αφού ήλθε να επιβεβαιώσει την Υψηλή Προστασία της Θεοµήτορος στο Γένος µας, γνωστή από τη βυζαντινή εποχή, αλλά και µεταγενέστερα, κυρίως από το Έπος του 1940. Η Ευαγγελίστρια σφράγισε µε επίγειο τρόπο τη φωτισµένη Ελληνοχριστιανική διδασκαλία των Τριών Οικουµενικών Διδασκάλων, τόνισε τη σηµασία της Παιδείας και της Τέχνης και ένωσε υπό τη Σκέπην Της τους πιστούς όλων των κοινωνικών στρωµάτων. Προσέλκυσε ακόµα και τους αλλόθρησκους (βλ. πολύτιµα τάµατα από Τούρκους αξιωµατούχους) και βοήθησε στην καθιέρωση της Χριστιανικής Εκκλησίας ως φορέως οικουµενικού πολιτισµού στον διχασµό που δηµιούργησαν οι δυτικές δυνάµεις στο νεοσύστατο ελληνικό βασίλειο. Υπήρξε πνευµατικό κέντρο αναφοράς για τους εντός του ελληνικού κράτους κατοίκους, αλλά και για τους αλύτρωτους Έλληνες της καθ’ ηµάς Ανατολής.

Στο πλαίσιο της ενισχύσεως της Παιδείας, µε την ευρύτερη έννοια του όρου, η εύρεση της πανσέπτου εικόνας συνέβαλε τα µέγιστα στην πρόοδο και την εξέλιξη, άµεσα και έµµεσα, διά της εν γένει δράσεως του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύµατος Ευαγγελιστρίας.

Είναι πρωτοφανής και ανεξήγητη, κατά τους ερευνητές, σε αριθµό και ποιότητα, η δηµιουργία και εξέλιξη των Τηνίων καλλιτεχνών του 19ου αι., όπως ο εθνικός ζωγράφος Νικόλαος Γύζης, ο «πατριάρχης» της νεοελληνικής ζωγραφικής Νικηφόρος Λύτρας, ο γλύπτης-φιλόσοφος Δηµήτριος Φιλιππότης, ο ευαίσθητος και αγαθός Γιαννούλης Χαλεπάς, ο περιφανής Λάζαρος Σώχος, αλλά και οι θεµελιωτές της νεοελληνικής γλυπτικής, αδελφοί Μαζακατέ, οι οποίοι από το 1835 δηµιούργησαν εργογλυφείο στη γωνία Σταδίου-Κοραή (στην Αθήνα).

Για το περίεργο αυτό φαινόµενο, της πανστρατιάς εκλεκτών Τηνίων καλλιτεχνών, έχουν δοθεί διάφορες ερµηνείες µε βάση τη φυσική οµορφιά της Τήνου, τις εναλλαγές των χρωµάτων στα τοπία της, την κληρονοµικότητα, αλλά και την ανάγκη διεξόδου έντονων εσωτερικών βιωµάτων και υψηλών πνευµατικών εντυπώσεων.

Το βέβαιο είναι ότι το Ιερόν Ίδρυµα της Ευαγγελιστρίας στήριξε και στηρίζει οικονοµικά τις σπουδές πολλών Τηνίων καλλιτεχνών στις φηµισµένες ακαδηµίες της Ευρώπης, όπως και την εξέλιξη και τελείωση ταλαντούχων Τηνίων, οι οποίοι συνέβαλαν τα µέγιστα στην αναγέννηση της νεοελληνικής τέχνης.

Το Πανεπιστήµιο, η Ακαδηµία, το Αρσάκειο, το Ζάππειο, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, η Μητρόπολη και η Παλαιά Βουλή είναι έργα Τηνίων εκτελεστών και εφαρµοστών. Άλλωστε, και σήµερα η Τήνος γεννάει επιδέξιους τεχνίτες του µαρµάρου, αλλά και δηµιουργούς ζωγραφικής, χαρακτικής, κεραµεικής και υφαντικής τέχνης, οι οποίοι παραµένουν πιστοί στην παράδοση, χωρίς να αγγίζονται από ανατρεπτικές συµπεριφορές.

Άλλωστε, η εύρεση της θαυµατουργού εικόνας τόνισε τον υπερεθνικό χαρακτήρα του Χριστιανικού πνεύµατος, ενώνοντας αδελφικά Καθολικούς, Ορθοδόξους και αλλοθρήσκους γύρω από την κοινή Ευχαριστιακή Τράπεζα. Γιατί η κοινή βίωση και παραδοχή της θείας αποκαλύψεως και αληθείας ενώνει. Είναι, άλλωστε, γνωστό ότι, µέσω του Χριστιανισµού, η παλαιά σχέση κυριάρχων-κατακτηµένων µεταβλήθηκε σε σχέση αδελφών.

Η από αιώνες θαµµένη αγία εικόνα έρχεται να φανερώσει τη δυνατότητα ένωσης Θεού και κόσµου διά της ασκητικής-εµπειρικής µετοχής στην Αλήθεια ως κοινωνίας µε το Άκτιστο.

Η Οσία Πελαγία έφθασε διά της ασκήσεως εµπειρικά στη γνώση του Ακτίστου. Δεν «έµαθε» κάτι, όπως συµβαίνει διά της Επιστήµης στον κόσµο του Κτιστού, αλλά «έπαθε» κάτι κοινωνώντας, διά του δοξασµού της θεώσεως, µε το Άκτιστο.

Εν συνεχεία, ο υπέρλαµπρος ναός της Μεγαλόχαρης και η πολυσχιδής και παραδειγµατική δράση του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύµατος της Ευαγγελιστρίας Τήνου, όπως και η πνευµατική δράση της «Αδελφότητας των Τηνίων εν Αθήναις» διέσωσαν την εσωτερική-καρδιακή σχέση των Ελλήνων µε το Έθνος τους, έξω από κάθε έννοια εθνικιστικής αυτοέξαρσης. Γιατί η εκκλησιαστική κοινωνία λειτουργεί ιστορικά ως κιβωτός του Έθνους, συµβάλλοντας, εν προκειµένω, στη διά των θαυµάτων διαχρονικότητα του Ευαγγελισµού.

Οι Ευρωπαίοι ή ευρωπαΐζοντες σκεπτικιστές, «προοδευτικοί», τεχνοκράτες και νεωτεριστές µακάρι να µπορούσαν να αναρωτηθούν πώς είναι δυνατόν ένα µισοκαµένο ξύλο, σπασµένο στα δύο, µέσα στα χώµατα και στους ασβέστες, να µπορεί να χαρίζει στο διηνεκές λύτρωση, όραµα, πίστη, ελπίδα και αρχοντιά!

Η αίσθηση του υψηλού και ο σεβασµός στη θεία αποκάλυψη δεν εµποδίζουν την προσέγγιση της επιστήµης, της τέχνης και του «κοινωνικού γίγνεσθαι». Αντιθέτως, η αίσθηση αυτή ελευθερώνει εσωτερικά και επενδύει την ανθρώπινη δράση µε υψηλόφρονα διάθεση, τιµιότητα, Πίστη και Αγάπη.

Οι Ευρωπαίοι ή ευρωπαΐζοντες σκεπτικιστές, «προοδευτικοί», τεχνοκράτες και νεωτεριστές µακάρι να µπορούσαν να αναρωτηθούν πώς είναι δυνατόν ένα µισοκαµένο ξύλο, σπασµένο στα δύο, µέσα στα χώµατα και στους ασβέστες, να µπορεί να χαρίζει στο διηνεκές λύτρωση, όραµα, πίστη, ελπίδα και αρχοντιά! Ο χαρισµατικός λαός της Τήνου αφοµοίωσε στοιχεία πολιτισµού από τους Ενετούς και διέσωσε µέσα στην ενοριακή ζωή τις παραδόσεις του. Τα στοιχεία όµως αυτά δεν τα θεοποίησε. Απλώς τα µετουσίωσε, τα χρησιµοποίησε και τα χρησιµοποιεί, προκειµένου να πλαισιώνει µε αγαθά έργα τη λάµψη του Ακτίστου Φωτός, που τόσο απλόχερα του χάρισε η Θεία Πρόνοια.

Χαίρε, κλίµαξ επουράνιε, δι’ ης κατέβη ο Θεός,

χαίρε, γέφυρα, µετάγουσα τους εκ Γης πρός Ουρανόν.

 

* Η κυρία Βιργινία Δ. Χαµουδοπούλου-Κωνσταντινίδου είναι ιστορικός και παρουσίασε την ιστορία της εύρεσης της εικόνας σε ειδική εκδήλωση της «Αδελφότητος των Τηνίων εν Αθήναις».

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ