Της Λίτσας Ι. Χατζηφώτη, αρχαιολόγου
Μια από τις σημαντικότερες πόλεις του Νομού Κοζάνης, ανάμεσα στα Πιέρια Όρη και τον Αλιάκμονα ποταμό, τα Σέρβια, βρίσκονται πολύ κοντά στη μοναδική βυζαντινή καστροπολιτεία του 6ου αι. της Δυτικής Μακεδονίας και καλούν τον επισκέπτη τους σε ονειρεμένο προσκύνημα. Η μεγάλη βυζαντινή βασιλική, τα δεκάδες βυζαντινά εκκλησάκια, οι σπηλαιοεκκλησιές με τις βυζαντινές τοιχογραφίες και τα πέτρινα τοξωτά γεφύρια στα Σέρβια και τα υπόλοιπα χωριά της περιοχής προσφέρουν εικόνες που σίγουρα κανείς δεν θα λησμονήσει.
Η βυζαντινή καστροπολιτεία των Σερβίων καταλαμβάνει στρατηγικό σημείο της περιοχής και διαθέτει καταπληκτική θέα έως την Κοζάνη και την κοιλάδα του Αλιάκμονα. Περνώντας μέσα από μυστικά μονοπάτια της Ιστορίας, ο προσκυνητής θα καταλήξει στη βυζαντινή εκκλησιά που την είπαν «Σαράντα Πόρτες».
Το Κάστρο των Σερβίων κτίσθηκε τα χρόνια μεταξύ 560-630, δηλαδή την εποχή του Ιουστινιανού ή του Ηρακλείου. Ό,τι απομένει σήμερα προέρχεται από τον 12ο αι., αφού το 1259, όταν καταλήφθηκε από τους Φράγκους, ήδη βρισκόταν σε ακμαία κατάσταση και αναφέρεται από το «Χρονικό του Μορέως». Το πράσινο στον κάμπο και ολόγυρα έχει αφάνταστες αποχρώσεις.
Η ακρόπολη κάλυπτε κάποτε όλο τον λόφο και σήμερα σώζονται με μεγάλες φθορές οι πύργοι, που ξεπερνούν τα 18 μ. σε ύψος, μεγάλα τμήματα από τα τείχη και ίχνη από τα κτίσματα. Από τα ερείπια που έχουν διασωθεί φαίνεται ότι το φρούριο των Σερβίων είχε τριπλό τείχος, αμφιθεατρικό, λόγω του επικλινούς εδάφους. Η βυζαντινή πόλη των Σερβίων είχε την ακρόπολη, την Άνω Πόλη και την Κάτω πόλη. Ο Εβλιά Τζελεπή σημειώνει πως την εποχή που την επισκέφθηκε το πιο κατοικημένο τμήμα της ήταν αυτή η κάτω πόλη, όπου έμεναν κάπου 1.800 άνθρωποι. Επειδή ανάλογη οχύρωση είχε και ο Μυστράς, αποκάλεσαν τα Σέρβια και «Μυστρά της Μακεδονίας».
Η τρίκλιτη βασιλική, ο αρχαίος καθεδρικός ναός των Σερβίων, που φαίνεται πώς ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Δημήτριο ή την Αγία Κυριακή, αλλά σήμερα ονομάζεται «των Κατηχουμένων» ή «Σαράντα Πόρτες», έχει διαστάσεις 21,50 x 11,70 μ. και έχει υποστεί μεγάλες καταστροφές. Το ιερό της έχει καταστραφεί εξ ολοκλήρου. Διασώζει αρκετές τοιχογραφίες του 11ου ή 12ου αι. με σημαντικότερη εκείνη του Αγίου Φλώρου. Σώζονται σε λιγότερο ή περισσότερο καλή κατάσταση τοιχογραφία του Νιπτήρα και της Προδοσίας του Ιούδα και μερικών ακόμη αγίων.
Η τρίκλιτη βασιλική, ο αρχαίος καθεδρικός ναός των Σερβίων, που φαίνεται πώς ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Δημήτριο ή την Αγία Κυριακή, αλλά σήμερα ονομάζεται «των Κατηχουμένων» ή «Σαράντα Πόρτες»
Όπως γράφει ο αλησμόνητος συγγραφέας των «Κάστρων», μιας σειράς τόμων για τα ελληνικά αυτά μνημεία του θρύλου και της πραγματικότητας, όπως τα χαρακτήρισε, ο Γιάννης Γκίκας, εδώ θα τελέστηκε τον 13ο αι. ο γάμος της κόρης του ξενόφερτου στρατιωτικού διοικητή του κάστρου Pierre d’ Aulphy, της Θεοδώρας, με τον δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β’ Άγγελο Κομνηνό. Η Θεοδώρα αυτή, «των Σερβίων το γέννημα και της Άρτας το σέμνωμα», άγιασε κατόπιν από τις κακουχίες.
Από την αετοφωλιά του κάστρου των Σερβίων, όπου μεγάλωνε, η οσία πήγε στην Άρτα για να εργασθεί με σωφροσύνη, αυταπάρνηση, σεμνότητα και ανθρωπιά για τον λαό της, για τους πεινασμένους και τους γυμνούς, χωρίς να επηρεάζεται από πλούτη και δόξα. Αυτά ήσαν και απάντηση στην απανθρωπιά με την οποία τη μεταχειριζόταν ο σύζυγός της, όταν ο θαυμασμός και η αγάπη του μεταστράφηκαν σύντομα, από τον πειρασμό, σε σκληρότητα και μίσος.
Με αυτοσυγκράτηση και αξιοπρέπεια, δικαιώθηκε και συγχώρεσε τον σύζυγό της για τα λάθη του. Με προσευχές και θεάρεστα έργα στάθηκε στο πλευρό του και έγινε οδηγός της ψυχικής του σωτηρίας. Μετά τον θάνατό του, πολιτεύθηκε γενναία και χριστιανικά κι εντάχθηκε στον μοναχισμό, φροντίζοντας παραλλήλως ανύστακτα για τον λαό της, ώστε «τοις πάσι εγένετο τα πάντα». Η μνήμη της εορτάζεται στις 11 Μαρτίου.
Αναφερόμενοι στη Θεοδώρα, δεν είναι δυνατόν να προσπεράσουμε το λυρικό και τόσο εμπεριστατωμένο βιβλίο του Δημήτρη Φερούση για την οσία, όπου καταδεικνύεται η προσφορά της ίδιας και του συζύγου της στην ανέγερση σπουδαίων μνημείων σε όλη την Ήπειρο, τα οποία ακόμα και σήμερα μαρτυρούν την καλλιτεχνική αναγέννηση που συντελέσθηκε εκεί στην εποχή τους, αλλά και η δημιουργία ισχυρού κράτους, γύρω από το οποίο συσπειρώθηκε ο ελληνισμός για να σώσει τον εθνισμό και την πίστη του σε καιρούς που η βυζαντινή αυτοκρατορία δεχόταν αλλεπάλληλα τα κύματα των εχθρικών επιβουλών από κάθε μεριά του ορίζοντα.
Εκτός από αυτό τον ναό, σώθηκαν και άλλοι, μικρότεροι στον χώρο του κάστρου, όπως οι Άγιοι Θεόδωροι, μικρός μονόκλιτος ναός του 11ου αι., ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος του 14ου αι. και οι Άγιοι Ανάργυροι, κοντά στη σημερινή βρύση, του 16ου αι. Γίνονται προσπάθειες να αναστυλωθούν τα μνημεία αυτά και ο χώρος να διαμορφωθεί έτσι, ώστε να είναι εύκολα επισκέψιμος και κατάλληλος για πνευματικές εκδηλώσεις.
Είναι αδιανόητο να πας στα σημερινά Σέρβια, έγραφε ο Γκίκας, και να θέλεις να ζήσεις τη βυζαντινή τους ατμόσφαιρα. «Αυτά θα τα ζήσεις μέσα από την περισυλλογή και το περιδιάβασμα ανάμεσα στα ερείπια. Τέτοια ταξίδια θέλουν αγάπη, θέλουν τη νοσταλγική διάθεση του πρόσφυγα».
Είναι ταξίδια-προσκυνήματα, θα λέγαμε κι εμείς.