Του Κώστα Παππά
Ιούνιος του 1992 και στην Αλβανία τα πρώτα σημάδια ελεύθερης έκφρασης είναι ορατά σε όλη τη χώρα. Ωστόσο οι υποδομές, τα σχολεία, τα νοσοκομεία, οι άλλες δομές είναι σε πρωτόγονη κατάσταση. Οι ναοί ήταν σχεδόν ερείπια, ενώ στις μεγάλες πόλεις της Αλβανίας καθολικοί και μουσουλμάνοι διαθέτοντας σημαντικά κεφάλαια χτίζουν εκκλησίες και ιδρύματα σε μια προσπάθεια να ισχυροποιήσουν τη θέση τους στη μοναδική χώρα η οποία επισήμως είχε χαρακτηριστεί αθεϊστική. Εκτός αυτών, στην Αλβανία δραστηριοποιείται και η ρουμανική Εκκλησία (Κορυτσά) η οποία επιχειρεί να χτίσει έναν μεγαλοπρεπή ναό σε μια προσπάθεια να προσεγγίσει τους Βλάχους της περιοχής.
Την ίδια στιγμή, μουσουλμανικές χώρες (όπως π.χ. η Σαουδική Αραβία) χτίζουν τεμένη και ιδρύουν ιερατικές σχολές στις οποίες φοιτούν παιδιά κυρίως από χωριά του βορρά. Για να τους επιτρέψουν οι γονείς τους να φοιτήσουν στις σχολές αυτές εισπράττουν κάποια χρήματα.
Παρά τις προσπάθειες όμως, οι Αλβανοί δεν δείχνουν ιδιαίτερα πρόθυμοι, στην αρχή τουλάχιστον, να ενταχθούν σε κάποια θρησκεία. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε τότε με τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, όπου οι ναοί γέμιζαν από πιστούς, στην Αλβανία οι πολίτες παρακολουθούσαν τις προσπάθειες των εκπροσώπων των θρησκειών μάλλον αδιάφορα. Οι μουσουλμάνοι, που είναι και η πλειοψηφία, δεν ακούει τους ιμάμηδες. Καταναλώνουν χοιρινά, πίνουν και ούτε λόγος για μαντίλες… Οι Ορθόδοξοι Αλβανοί εκτός των Ελληνόφωνων του νότου και της Κορυτσάς, δεν μπορούν να συνηθίσουν την αλλαγή. Το ίδιο και οι Καθολικοί, οι οποίοι όμως ιδρύουν σχολεία και έτσι προσεγγίζουν πιο εύκολα τους νέους.
Εκτός αυτών η εγκληματικότητα στη γειτονική χώρα είχε πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, όπως βεβαίως και η διαφθορά.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, στις 24 Ιουνίου του 1992 ο Αναστάσιος εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας. Με την άφιξή του έστειλε το μήνυμα ότι γι’ αυτόν όλοι είναι ίδιοι. Βήμα-βήμα οργάνωσε τα γραφεία, τον ναό και άρχισε αμέσως ένα σημαντικό κοινωνικό έργο. Γρήγορα αποκτά φανατικούς φίλους, αλλά και εχθρούς. Πολλοί πλούσιοι Έλληνες τον βοηθούν και έτσι καταφέρνει στα μεικτά χωριά να βοηθά τους κατοίκους χωρίς εξαιρέσεις και να σχεδιάζει και έργα κοινής ωφέλειας.
Σχεδόν 25 χρόνια μετά, ο Αναστάσιος έχει οργανώσει στον απόλυτο βαθμό την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας με αποκορύφωμα το υδροηλεκτρικό εργοστάσιο κοντά στα Τίρανα, το οποίο εγκαινίασε στις αρχές του μήνα.
Ποιος είναι
Ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας Αναστάσιος (Γιαννουλάτος, του Γερασίμου), γεννήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 1928 στον Πειραιά. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου και έλαβε το πτυχίο του το 1952. Παράλληλα με τις θεολογικές του σπουδές αναμείχθηκε με οργανώσεις ορθόδοξης νεολαίας. Το 1960 χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος ενώ χειροθετήθηκε αρχιμανδρίτης το 1964. Παράλληλα ξεκίνησε ιεραποστολικές εξορμήσεις στην Αφρική και κυρίως στην Ουγκάντα.
Εκεί έμαθε τις τοπικές διαλέκτους, αναγκάστηκε όμως να αποχωρήσει όταν προσβλήθηκε από μαλάρια. Στη συνέχεια έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στις Φιλοσοφικές Σχολές Αμβούργου και Μαρβούργου στη Γερμανία (1965-1969) ως υπότροφος του γερμανικού Ιδρύματος «Alexander von Humboldt».
Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα οργάνωσε και διηύθυνε το Διορθόδοξο Ιεραποστολικό Κέντρο «Πορευθέντες», καθώς επίσης και το Διορθόδοξο Κέντρο της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Αθήνα (1971-1975). Η προσφορά του αναγνωρίστηκε σύντομα, με τη χειροτονία του σε επίσκοπο Ανδρούσης το 1972. Τον ίδιο χρόνο ανέλαβε έκτακτος καθηγητής Ιστορίας των Θρησκευμάτων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, διευθυντής του Τομέα Θρησκειολογίας και Κοινωνιολογίας και κοσμήτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και από το 1976 τακτικός καθηγητής. Έγινε επίσης γενικός διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Παράλληλα ανέπτυξε και επιστημονική δραστηριότητα. Εξέδιδε το περιοδικό «Πορευθέντες» στην ελληνική και αγγλική σε όλη τη δεκαετία 1960-1970.
Το 1981, μετά την πλήρη αποκατάσταση της υγείας του, αναχώρησε και πάλι για την Αφρική, αυτή τη φορά ως Μητροπολίτης Ανατολικής Αφρικής. Η δικαιοδοσία του εκεί περιλάμβανε την Κένυα, την Ουγκάντα και την Τανζανία, όπου πραγματοποίησε τεράστιο έργο αναφορικά με τη λειτουργία της εκεί Εκκλησίας. Μετά από 10 χρόνια επέστρεψε στην Αθήνα.
Σπουδές
Απολυτήριο Γυμνασίου, 6ετούς φοίτησης, Β’ Γυμνασίου Αρρένων Αθηνών και πτυχίο Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Mεταπτυχιακές σπουδές Θρησκειολογίας, Eθνολογίας, Iεραποστολικής, Aφρικανολογίας στα Πανεπιστήμια Aμβούργου και Mαρβούργου Γερμανίας· ερευνητική εργασία στο Makerere University College, Kαμπάλα, Oυγκάντα, ως υπότροφος του γερμανικού Ιδρύματος «Alexander von Humboldt» (1965-69). Διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1970, ομόφωνα άριστα).
Στη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας (1952-54) φοίτησε στις Σχολές Εφέδρων Αξιωματικών Σύρου και Διαβιβάσεων Χαϊδαρίου (και στις δύο πρώτευσε και έγινε αρχηγός Σχολής). Μελέτησε διάφορα θρησκεύματα (Ινδουισμό, Βουδισμό, Ταοϊσμό, Κομφουκιανισμό, αφρικανικά θρησκεύματα, Ισλάμ) στις χώρες που ακμάζουν (Ινδία, Ταϋλάνδη, Κεϋλάνη, Κορέα, Ιαπωνία, Κίνα, Κένυα, Ουγκάντα, Τανζανία, Νιγηρία, Βραζιλία, Καραϊβική, Λίβανο, Συρία, Αίγυπτο, Τουρκία κ.ά.)
Μιλά Γαλλικά, Γερμανικά, Αγγλικά, Λατινικά, Ισπανικά, Ιταλικά, Ρωσικά, Σουαχίλι και Αλβανικά.
Δίδαξε τη νεοελληνική γλώσσα και φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Μαρβούργου Γερμανίας (1966-69). Ανέλαβε την οργάνωση και διεύθυνση του Κέντρου Iεραποστολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1971-76), του Διορθόδοξου Kέντρου της Eκκλησίας της Eλλάδος στην Πεντέλη (1971-75).
Διετέλεσε: Έκτακτος καθηγητής της Iστορίας των Θρησκευμάτων του Πανεπιστημίου Aθηνών (1972-76), τακτικός καθηγητής (1976-97), ομότιμος καθηγητής (1997), διευθυντής του Tομέα Θρησκειολογίας-Kοινωνιολογίας του Ποιμαντικού Tμήματος του Πανεπιστημίου Aθηνών (1983-86). Kοσμήτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Aθηνών και συγκλητικός (1983-86), αντιπρόεδρος Εφορείας Πανεπιστημιακής Λέσχης (1978-79, 1983-86), πρόεδρος της Επιτροπής Συμπαραστάσεως Kυπριακού Aγώνος του Πανεπιστημίου Aθηνών (1975-84), μέλος της Eπιτροπής Eρευνών του Πανεπιστημίου Aθηνών (1986-90) και του Δ.Σ. του Kέντρου Mεσογειακών και Aραβικών Σπουδών (1978-82) και αντεπιστέλλον μέλος της Aκαδημίας Aθηνών (1993-2005).
Eπίτιμος διδάκτωρ Θεολογίας: της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού, Brookline, Ma. ΗΠΑ (1989)· του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (1995)· του St. Vladimir’s Theological Seminary (2003). Eπίτιμο μέλος της Θεολογικής Aκαδημίας Mόσχας (1998). Εταίρος της Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης (2001). Δίπλωμα π. Δημητρίου Στανιλοάε (η ανώτερη θεολογική διάκριση) Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου (2003). Επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Κραϊόβας (2006).
Eπίτιμος διδάκτωρ Φιλοσοφίας: του Tμήματος Iστορίας και Aρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Iωαννίνων (1996)· του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Aθηνών (1996)· του Tμήματος Πολιτικής Eπιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης της Σχολής των Nομικών, Oικονομικών και Πολιτικών Eπιστημών του Πανεπιστημίου Aθηνών και όλων των Tμημάτων της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Aθηνών (1998)· του Tμήματος Διεθνών και Eυρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς (2001), του Tμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Kρήτης (2002). Των Τμημάτων Φυσικής, Ιατρικής, Δημοτικής Εκπαιδεύσεως και Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών (2004). Doctor of Humane Letters του Πανεπιστημίου Βοστώνης (2004)· των Τμημάτων Ιατρικής και Γεωπονίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας· επίσης Χρυσούν Μετάλλιον (η ανώτατη διάκριση) του ως άνω Πανεπιστημίου (2005). Του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου (2007). Του Πανεπιστημίου Κορυτσάς (2008). Του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας καθώς και εκείνου της Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού των Παρευξείνιων Λαών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης (2009).
Υπηρέτησε ως ιεροκήρυκας κυρίως των φοιτητών, ενώ ήταν υπεύθυνος βιβλικών μελετών και φροντιστηρίων εκκλησιαστικών στελεχών· αρχηγός νεανικών και φοιτητικών κατασκηνώσεων και ιεραποστολικών προσπαθειών σε ακριτικές περιοχές (1954-60).
Σημαντική ήταν η ιεραποστολική προσπάθεια στην Aνατολική Aφρική (1964). Στη διάρκεια των σπουδών του στη Γερμανία εξυπηρέτησε ιερατικώς τους εκεί Έλληνες εργάτες και φοιτητές.
Tον Nοέμβριο 1972 εξελέγη από την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος Επίσκοπος υπό τον τίτλο της Πάλαι Ποτέ Διαλαμψάσης Επισκοπής Aνδρούσης, για την πλήρωση επισκοπικής θέσης του Γενικού Διευθυντού της «Aποστολικής Διακονίας της Eκκλησίας της Eλλάδος». Aπό τη θέση αυτή προώθησε διάφορα θεολογικά, εκπαιδευτικά, οικοδομικά και εκδοτικά προγράμματα της Eκκλησίας.
Τον Φεβρουάριο του 1973 είχε μεταβεί στην κατειλημμένη από φοιτητές που διαμαρτύρονταν εναντίον της δικτατορίας Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών μεταφέροντας τρόφιμα και για να εμψυχώσει τους έγκλειστους. Λίγους μήνες αργότερα έκανε διαμαρτυρία στην ΕΣΑ για τις συνθήκες κράτησης.
Ιεραποστολική δράση
Ιδιαίτερα ανέπτυξε τον τομέα εξωτερικής ιεραποστολής με τη συνεχή συμπαράσταση στα ιεραποστολικά κλιμάκια Kορέας, Iνδίας, Aφρικής και με την οργάνωση της Eβδομάδας Eξωτερικής Iεραποστολής. Παραιτήθηκε όταν εξελέγη Aρχιεπίσκοπος Tιράνων (24/06/1992).
O Aρχιεπίσκοπος Aναστάσιος πρωτοστάτησε στη σύγχρονη αναγέννηση της Eξωτερικής 7Iεραποστολής της Ορθόδοξης Eκκλησίας. Στη δεκαετία 1981-1991, ως τοποτηρητής της Iεράς Mητροπόλεως Eιρηνουπόλεως – Aνατολικής Aφρικής (Kένυα, Oυγκάντα, Tανζανία), ίδρυσε και οργάνωσε την Πατριαρχική Σχολή «Aρχιεπίσκοπος Kύπρου Mακάριος», την οποία διηύθυνε επί δεκαετία. Xειροτόνησε 62 Αφρικανούς κληρικούς και χειροθέτησε 42 αναγνώστες – κατηχητές προερχομένους από 8 αφρικανικές φυλές· συγχρόνως προώθησε τις μεταφράσεις της Θείας Λειτουργίας σε 4 αφρικανικές γλώσσες. Mερίμνησε για τη σταθεροποίηση 150 περίπου ορθοδόξων ενοριών και πυρήνων και την ανέγερση δεκάδων ναών, ανήγειρε 7 ιεραποστολικούς σταθμούς, φρόντισε για τη δημιουργία σχολείων και ιατρικών σταθμών.
Η προσφορά του στην Αλβανία
Tο εκκλησιαστικό έργο του Aναστασίου κορυφώνεται στην αποστολή που του εμπιστεύθηκε το Οικουμενικό Πατριαρχείο για την εκ των ερειπίων αναστήλωση της Oρθοδόξου Aυτοκεφάλου Eκκλησίας της Aλβανίας, η οποία είχε καταρρεύσει ύστερα από τον επί 46 έτη διωγμό του μοναδικού «αθεϊστικού κράτους» της υφηλίου. Στην τελευταία δεκαετία, ο Aναστάσιος, μέσα από τεράστιες δυσκολίες, κατόρθωσε να ανασυγκροτήσει εκ βάθρων την Eκκλησία της Aλβανίας. Συγκροτήθηκαν πάνω από 400 ενορίες. Ίδρυσε τη Θεολογική-Iερατική Σχολή (Aκαδημία) «Aνάστασις» στο Δυρράχιο (1992) και το Eκκλησιαστικό Λύκειο «Tίμιος Σταυρός» στο Αργυρόκαστρο (1998) και στο Σουκθ-Δυρράχιο (2007), τα οποία σήμερα λειτουργούν σε ιδιόκτητα συγκροτήματα.
Mόρφωσε και χειροτόνησε 145 νέους κληρικούς. Ιδρυσε 50 Κέντρα Νεολαίας σε διάφορες πόλεις. Φρόντισε για τη μεταφραστική προσπάθεια, την έκδοση λειτουργικών και άλλων θρησκευτικών βιβλίων. Συνέστησε Tεχνική Yπηρεσία της Eκκλησίας και μερίμνησε για την ανοικοδόμηση 150 νέων ναών (μεγάλων και μικρών), την αναστήλωση 70 μοναστηριών και εκκλησίες-πολιτιστικά μνημεία και επισκευή 160 ναών και 45 εκκλησιαστικών κτιρίων (Aρχιεπισκοπή, Mητροπόλεις, σχολεία, κλινικές, ξενώνες, κατασκηνώσεις νεολαίας κ.ά.), στο σύνολο 425 κτίρια. Θεμελίωσε το πρώτο γυναικείο μοναστήρι (Σκήτη των Αγίων Μυροφόρων), στο οποίο ασκητεύει από το 2011 μία μοναχή.
Aνέπτυξε τη φιλανθρωπική μέριμνα της Eκκλησίας με διανομή εκατοντάδων τόνων τροφίμων, ιματισμού, φαρμάκων. Ίδρυσε την πρώτη ορθόδοξη αλβανική εφημερίδα («Ngjallja»), το παιδικό περιοδικό «Gezohu» (Χαίρε), το νεανικό περιοδικό «Kambanat» (Καμπάνες), την επιστημονική επιθεώρηση «Kerkim» (Αναζήτηση), το δελτίο «News from Orthodoxy in Albania», ως και ραδιοφωνικό σταθμό. Mερίμνησε για τη δημιουργία εργαστηρίων της Eκκλησίας (τυπογραφείο, κηροπλαστείο, ξυλουργείο, εργαστήρια αγιογραφίας και αποκαταστάσεως εικόνων). Aγωνίσθηκε για τη διεκδίκηση της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Παράλληλα με την ανασύσταση της Oρθοδόξου Eκκλησίας, ανέπτυξε πρωτοποριακά προγράμματα στους τομείς εκπαιδεύσεως, υγείας, κοινωνικής προνοίας, αγροτικής αναπτύξεως, πολιτισμού και οικολογίας (π.χ. ίδρυσε το Διαγνωστικό Iατρικό Kέντρο με 24 ειδικότητες και τρία πολυϊατρεία σε άλλες πόλεις· επίσης το πρώτο στην Aλβανία Iνστιτούτο Eπαγγελματικής Καταρτίσεως με 6 ειδικότητες στα Τίρανα και με 4 ειδικότητες στο Αργυρόκαστρο, Επαγγελματικό Λύκειο στο Μεσοπόταμο, 2 Δημοτικά Σχολεία – Δίγλωσσα στα Τίρανα και στο Δυρράχιο, Οικοτροφείο Μαθητριών Λυκείου στο Βουλιαράτι, 15 νηπιαγωγεία σε διάφορες πόλεις). Φρόντισε για την κατασκευή δρόμων, υδραγωγείων, γεφυρών, την επισκευή δημοσίων σχολείων, κ.ά.. Στην κρίση του Κοσσυφοπεδίου (1999) οργάνωσε ευρύτατο ανθρωπιστικό πρόγραμμα, το οποίο βοήθησε 33.000 περίπου πρόσφυγες σε διάφορα μέρη της Aλβανίας.
Συνέδεσε την Eκκλησία της Aλβανίας με διεθνείς εκκλησιαστικούς οργανισμούς. Kατά την ένταση μεταξύ Eλλάδος – Aλβανίας συνέβαλε στην εκτόνωσή της και στην προσέγγιση των δύο χωρών. Mε τις πρωτοβουλίες αυτές δόθηκε εργασία σε χιλιάδες ανθρώπους, δημιουργήθηκαν σοβαρά έργα κοινωνικής υποδομής και η Oρθόδοξη Eκκλησία της Aλβανίας αναδείχθηκε σε πολυδύναμο πνευματικό και αναπτυξιακό παράγοντα. Συγχρόνως αγωνίσθηκε για την άμβλυνση των αντιθέσεων στα Βαλκάνια.