Της Ελένης Χριστοδουλοπούλου
Σε λίγους μήνες συμπληρώνονται 100 χρόνια από τον θάνατο του μοναχού Θεόκτιστου, του αγίου ερημίτη που συνέδεσε το όνομά του με το νησί της Αποκάλυψης, την Πάτμο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν γίνει γνωστά, γεννήθηκε το 1830 και το 1875 μία βάρκα τον έφερε από τη γειτονική Κω στην Πάτμο ως προσκυνητή. Αν και κανείς δεν τον γνώριζε οι μοναχοί τον δέχτηκαν με σεβασμό. Από την πρώτη στιγμή που έφτασε στο νησί τον ακολουθούσε η φήμη ότι επρόκειτο για επίσκοπο. Ο ίδιος ποτέ δεν μίλησε για κάτι τέτοιο. Το αντίθετο: «Αφιερώθηκα στον Θεό. Όταν ήμουν στον κόσμο συνάντησα ανθρώπους που προσπαθούσαν να κάνουν το καλό αλλά αμαρτάνοντας. Δυστυχώς και εγώ το ίδιο έκανα. Έτσι αποφάσισα να φύγω μόνος μου κάπου, ώστε τουλάχιστον να μην πληγώνω κανέναν. Προσεύχομαι ώστε ο Θεός να μου συγχωρήσει όλα μου τα αμαρτήματα. Θα πεθάνω και πρέπει να παρουσιασθώ μπροστά Του και σκέπτομαι τι θα Του απαντήσω», έλεγε τότε με ειλικρίνεια και σεμνότητα, γεγονός που εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από τους πατέρες.
Ωστόσο αν και δεν μιλούσε για το παρελθόν του, όταν έφτασε στην Πάτμο ήταν εφοδιασμένος με πατριαρχική άδεια από την Κωνσταντινούπολη, γεγονός που του επιτρέπει την εγγραφή του στην Ιερά Μονή του Θεολόγου. Παρά το γεγονός ότι ανήκει στη μοναστική κοινότητα επιλέγει μια ερημική τοποθεσία όπου θα ασκητέψει. Η πρώτη του ασκητική κατοικία γίνεται επί μία τετραετία το «κάθισμα του Απολλώ», μια άβατη περιοχή αντίκρυ στο Ικάριο και τα βραχώδη πλευρά του όρους Γερανού. Εκεί ο Θεόκτιστος σκάβει τη γη, κουβαλάει πέτρες, χτίζει. Εργάζεται και προσεύχεται τόσο, που κι αυτοί οι επισκέπτες διστάζουν να τον διακόψουν. Παρά την αυστηρή του εμφάνιση οι άνθρωποι θέλουν να τον δουν αι να τον συμβουλευτούν. Και αυτός ανταποκρίνεται χωρίς να εξετάζει ποιον έχει απέναντί του. Αφήνει μάλιστα το ασκητήριο όταν τον προσκαλούν και κατεβαίνει στη Χώρα για να συμφιλιώσει εχθρούς. «Θέλετε να με δεχθείτε; Ο Χριστός με έστειλε. Αν δεν θέλετε, να με διώξετε, αλλά θα λυπηθεί ο Χριστός».
Σύμφωνα με διάφορες μαρτυρίες κρατούσε ένα μεγάλο κομποσκοίνι και έκανε δύο χιλιάδες μετάνοιες γονατιστές την ημέρα. Στο ερημητήριό του κυκλοφορούσε χωρίς παπούτσια, ενώ η διατροφή του ήταν ιδιαίτερα λιτή. Μόνο Σάββατο και Κυριακή κατέλυε το λάδι. Ο άγιος Θεόκτιστος μέχρι να καταλήξει στην «έρημο» που ήθελε είχε αλλάξει πολλούς τόπους διαμονής. Μετά το «κάθισμα του Απολλώ» μετακινείται προς τη Ζαρροή, ένα μέρος με άφθονα ύδατα. Στον τόπο αυτό το περιβόλι του όπως έλεγαν είχε μια αληθινά ευλογημένη παραγωγή. Οι τέσσερις-πέντε ντοματιές του βγάζουν 200 οκάδες ντομάτες. Το αμπέλι του έγινε το καλύτερο της περιοχής. Οι αμπελουργοί του Κάμπου έρχονται να το δουν και να το θαυμάσουν. Τότε είναι που ο Θεόκτιστος τα εγκαταλείπει όλα και φεύγει! Ο ίδιος έλεγε στον εαυτό του: «Θεόκτιστε, έχεις πολλά αγαθά, φάγε, πίε και ευφραίνου!». «Γιατί φεύγεις;», τον ρωτούσαν. «Πειρασμός!», ήταν η λακωνική του απάντηση.
Μετά τη Ζαρροή θα καταφύγει στο νησάκι που είναι απέναντι από τον Κάβο του Γερανού, το Κεντρονήσι. Θα μείνει κι εδώ μόνο δύο χρόνια για λόγους που μόνον ο ίδιος γνώριζε. Στη συνέχεια θα περάσει από το Μονύδριο των Ασωμάτων όπου και θα πάρει τη μεγάλη απόφαση να κατοικήσει στη σπηλιά του Γένουπα. Εκείνη την περίοδο οι κάτοικοι του νησιού αντιμετώπιζαν με δέος τη σπηλιά. Τόσος ήταν ο φόβος των ανθρώπων για το σπήλαιο του Γένουπα (Γένουπας = παραφθορά της ονομασίας του μάγου Κύνωπος), ώστε έως τότε στη Χώρα μόλις σουρούπωνε οι κάτοικοι έκλειναν τα παράθυρα που έβλεπαν προς το μέρος αυτό που προκαλούσε φρίκη. Ο Θεόκτιστος δεν άκουσε τίποτε από όσα έλεγαν οι ντόπιοι. Πρώτη του δουλειά είναι να στήσει έναν σταυρό και να αρχίσει να κατασκευάζει δεξαμενή για να συγκεντρώνει τα νερά της βροχής. Για να τα βγάλει πέρα αναγκάζεται να πάρει και δύο εργάτες για να σκάψει το δάπεδο. Τότε όμως θα ανακαλύψουν ένα σωρό από ανθρώπινα οστά, λύχνους, δακρυδόχους, πήλινα αγγεία. Οι Αρχές διέταξαν έρευνα με αποτέλεσμα ο άγιος να εγκαταλείψει το σπήλαιο. Αυτή τη φορά εγκαταστάθηκε σε ένα άλλο πολύ κοντά στο προηγούμενο όπου και εδώ χτίζει και δημιουργεί τον δικό του μικρόκοσμο.
Εδώ θα μείνει για πέντε χρόνια. Οι πιστοί που τον επισκέπτονται πολλοί και είναι αυτοί που μετέφεραν στα χωριά τους ότι είδαν ένα φίδι να σέρνεται προς το πόδι του ερημίτη και ενώ τρομαγμένοι όπως ήταν σήκωσαν το ραβδί να το σκοτώσουν, ο Θεόκτιστος τους εμπόδισε φωνάζοντας: «Μη! Αυτοί είναι οι φίλοι μου! Κάθε βράδυ μια ντουζίνα από αυτά έρχονται να κοιμηθούν μαζί μου». Σε όσους δίσταζαν να τον πλησιάσουν έλεγε: «Ελάτε να τα πούμε, κι εγώ αμαρτωλός είμαι».
Στην πορεία άρχισε να χάνει το φως του. Παρά τα προβλήματα όμως εγκαταλείπει το σπήλαιο και φτάνει στο Πετροκάραβο. Πρόκειται για ένα ξερονήσι χωρίς νερό και βλάστηση, χωρίς λιμάνι, με απότομες ακτές, το οποίο παλιότερα ήταν τόπος ασκητών, όπως δείχνουν τα απομεινάρια από αρχαία κελιά και ναΐδριο.
Στο νησί όμως μπορεί να μην έφταναν πολλοί επισκέπτες, έφταναν όμως οι πειρατές (γιατί το είχαν κρησφύγετό τους) και άφηναν εκεί τα κλοπιμαία. Ο Θεόκτιστος τους συμβούλευε να μετανοήσουν. Η Μονή όμως έκρινε ότι έπρεπε να εγκαταλείψει τον επικίνδυνο αυτό βράχο, που ήταν κλεπταποδοχή. Κι έτσι επανέρχεται στη στεριά, στην Αποκάλυψη, όπου και θα σκάψει με τα χέρια του τον τάφο του.
Μετά από ένα μικρό διάλλειμα καταλήγει στο ακρωτήρι Ψαλίδα. Η όρασή του σχεδόν έσβησε. Κινδυνεύει να τσακιστεί στα βράχια. Ο Θεόκτιστος είναι πια γέρος και αδύναμος. Καταφεύγει στα Βραστά, ένα παλιό ασκητήριο που ανήκει στη Μεγάλη Μονή, με κλίμα θερμό, προφυλαγμένο από τους ανέμους και υψηλούς βράχους. Σώζεται μέχρι σήμερα η λεμονιά που φύτεψαν τα άγια και ακούραστα χέρια του ερημίτη.
Εδώ είναι πλέον τυφλός. Η Μονή, που τον περιέβαλλε πάντα με σεβασμό και αγάπη, δεν θα τον αφήσει περισσότερο από έναν χρόνο εδώ. Τον μεταφέρει για ασφάλεια κάτω στους «Κήπους του Οσίου Πατρός» (του Οσίου Χριστοδούλου) και σύντομα στην Αποκάλυψη, στην παλιά Πατμιάδα. Στους «Κήπους» υπέφερε από εντερικά. Το ίδιο και εδώ. Γιατρό όμως δεν ήθελε. Τρεις ημέρες πριν από την κοίμησή του, είδε τον άγγελό του: «Ετοιμάσου, σε τρεις ημέρες θα φύγουμε μαζί», του είπε. Οταν τον ρώτησαν «τι είδες;», απάντησε: «Τη Μεγάλη Τρίτη θα πεθάνω»! Έως τις τελευταίες του ώρες συμβούλευε: «Να αγαπάτε τον Χριστό. Να διαβάζετε το Ευαγγέλιο. Να έχετε το νόμο Του σαν φυλαχτό».
Όπως κοινωνούσε των αχράντων Μυστηρίων καθημερινά, έτσι και τώρα μετάλαβε για τελευταία φορά… Στη δύση του ηλίου της Μεγάλης Τρίτης, την 28η Μαρτίου του 1917, σε ηλικία 87 ετών, κοιμήθηκε. Το σκήνωμά του το εναπέθεσαν στον τάφο που ο ίδιος είχε ετοιμάσει πριν από χρόνια στην Αποκάλυψη. Σημάδι της αγιοσύνης του ήταν το ότι ένιωσαν ξαφνικά, καθώς το κατέβαζαν, να γίνεται εκείνο το ασκητικό αλλά βαρύ σώμα, ελαφρύ σαν ξερό φύλλο! Στον τάφο του φύτρωσε από μόνο του δεντρολίβανο. Στα τρία χρόνια, στις 19 Απριλίου του 1920, άνοιξαν τον τάφο του για την ανακομιδή όπου διαπίστωσαν ότι τα λείψανά του ευωδίαζαν.