Με την δέουσα επισημότητα τιμήθηκε στο Βόλο (στις 3/10) ο Προστάτης του Νομικού κόσμου της πατρίδος μας Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, με εκδηλώσεις που συνδιοργάνωσαν η Ιερά Μητρόπολη Δημητριάδος και ο Δικηγορικός Σύλλογος Βόλου.
Στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Βόλου τελέστηκε ο Μέγας Πανηγυρικός Εσπερινός, χοροστατούντος του Σεβ. Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου, πλαισιωμένου από τον Σεβ. Ποιμενάρχη Δημητριάδος κ. Ιγνάτιο.
Ακολούθησε πανηγυρική εκδήλωση στον Πν. Κέντρο της Ιεράς Μητροπόλεως, όπου παρέστησαν η Αντιπεριφερειάρχης Θεσσαλίας κ. Δωροθέα Κολυνδρίνη, εκπρόσωποι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, των Στρατιωτικών, Λιμενικών και Αστυνομικών Αρχών και πλειάδα νομικών και δικαστικών λειτουργών.
Η εκδήλωση άνοιξε με τον Χαιρετισμό του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Βόλου κ. Λάζαρου Γαϊτάνη.
Ακολούθησε η ομιλία του κ. Ηλία Νικολόπουλου, Συνταγματολόγου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αντιπροέδρου ΑΣΕΠ, Μέλους της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, με θέμα «Βασικές Συνταγματικές διατάξεις προς Αναθεώρηση».
Ο κ. Καθηγητής ανέπτυξε τους τέσσερις άξονες πάνω στους οποίους θα κινηθούν οι προτάσεις της Επιτροπής, που είναι: Α. Η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του κυρίαρχου λαού, Β. Η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων της Βουλής, Γ. Η βελτίωση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και Δ. Η ενίσχυση των δικαιωμάτων των πολιτών.
Ακολούθησε η ομιλία του Σεβ. Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου, Καθηγητού Κανονικού Δικαίου της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, με θέμα «το Συνταγματικό πλαίσιο των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας στην Ελλάδα σήμερα».
Ο Σεβασμιώτατος χαρακτήρισε το υπό διαπραγμάτευση ζήτημα «πολύπλευρο, ευαίσθητο και πολυδιάστατο» και τόνισε ότι «ουδεμία Ευρωπαϊκή απαίτηση υφίσταται για την διευθέτηση των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας στα Κράτη – Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς πρόκειται για εσωτερικό ζήτημα, που πρέπει να διευθετείται με διάλογο, εκατέρωθεν σεβασμό και αναγνώριση της ιδιοπροσωπείας και της εθνικής ταυτότητας εκάστου κράτους». Επεσήμανε, επίσης, ότι «η αναθεώρηση των σχέσεων είναι δαιδαλώδες θέμα, που δεν πρέπει να προσεγγίζεται επιπόλαια, ούτε με άναρθρες κραυγές. Δεν είναι θέμα ιδεολογικό, αλλά εθνικό και όχι εθνικιστικό. Άπτεται της ιδιοπροσωπείας και της ταυτότητας του λαού μας».
Αναφερόμενος στο Άρθρο 3 του Συντάγματος, που ρυθμίζει τις σχέσεις Εκκλησίας – Κράτους, ο κ. Χρυσόστομος τόνισε ότι «δεν πρέπει να αναθεωρηθεί, αλλά να παραμείνει στη μορφή που βρίσκεται σήμερα, καθώς εξυπηρετεί και τις σχέσεις της Εκκλησίας με την Ελληνική Πολιτεία και τις σχέσεις της Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτές οι σχέσεις να είναι Συνταγματικά ρυθμισμένες και όχι μόνο σ’ ένα απλό νομοθετικό πλαίσιο». Όσον αφορά στην πρόταση περί ουδετερόθρησκου Κράτους στην Ελλάδα, παρατήρησε ότι «είναι πολύ επικίνδυνη, αν δεν περιγραφεί πρώτον ο σεβασμός της θρησκευτικής ελευθερίας και της ελευθέριας άσκησης των θρησκευτικών μας υποχρεώσεων και δυνατοτήτων, κάτι που πιστεύω ότι θεμελιώνεται στο άρθρο 13, αλλά και πώς κατανοείται αυτή η θρησκευτική ουδετερότητα, διότι μπορεί να δημιουργήσει ετεροβαρείς σχέσεις προς τις άλλες θρησκείες στην Ελλάδα, που θα φέρουν νέα προβλήματα, ουσιαστικά πιο δύσκολα».
Την εκδήλωση έκλεισε ο Σεβ. Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος, ο οποίος ευχαρίστησε τον κ. Καθηγητή, γιατί «με τρόπο εναργή μας έδωσε να καταλάβουμε τί είναι αυτό που ονομάζουμε Αναθεώρηση του Συντάγματος». Ιδιαιτέρως ευχαρίστησε τον Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομο, επισημαίνοντας ότι «ως Εκκλησία διαθέτουμε ανθρώπους με κατάρτιση και εμπειρία να μπορούν να διαλεχτούν, γι’ αυτό μην υποτιμήσετε ποτέ αυτό που η Εκκλησία μπορεί να καταφέρει… Ένα είναι το ζητούμενο: αυτό που ωφελεί το λαό μας. Η πεμπτουσία του είναι η ενότητά μας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία και πίστη είναι η ενοποιός δύναμη του λαού μας, όχι μόνο στα όρια του Ελληνικού Κράτους, αλλά στα πέρατα της γης, όπου υπάρχει Ελληνισμός… Η Πολιτεία έχει υποχρέωση να στηρίζει αυτή την ενότητα, γιατί η Εκκλησία μπορεί να ενισχύει και να εμψυχώνει τον λαό, για να στέκεται δίκαια στην κάθε θρησκευτική μειονότητα. Ξενόφοβος και ρατσιστής γίνεται ο λαός που δεν γνωρίζει την πίστη και την παράδοσή του, απ’ όπου μπορεί να αντλεί δύναμη για ν’ αντεπεξέρχεται στις δυσκολίες. Όταν ζητούμε από την Πολιτεία έναν έντιμο και ειλικρινή διάλογο, το κάνουμε γιατί πιστεύουμε στην ενότητα του λαού, που με τόση αγάπη διακονούμε. Το Σύνταγμά μας έχει όλα τα εχέγγυα για την σωστή διαμόρφωση συναλληλίας και σχέσεων, που μπορούν να προοδεύουν μέρα με την ημέρα, εφόσον υπάρχει κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης… Δεν πρέπει ποτέ να επιτρέψουμε η Ορθόδοξη Εκκλησία να μετατραπεί σε κομμάτι αυτού του τόπου, γιατί το κομμάτι θα οδηγήσει στο κόμμα και το κόμμα στη διαίρεση…»