Αρχική » Ο παλαιοχριστιανικός ναός της Μεγάλης Παναγιάς στο Μοναστηράκι

Ο παλαιοχριστιανικός ναός της Μεγάλης Παναγιάς στο Μοναστηράκι

από kivotos

Της Λίτσας Ι. Χατζηφώτη, αρχαιολόγου

 

Απέναντι από τον Σταθμό του Ηλεκτρικού Σιδηροδρόμου στο Μοναστηράκι σώζονται και τα σημαντικά, θα μπορούσε κάποιος να πει, ερείπια της «Βιβλιοθήκης του Αδριανού», ενός συγκροτήματος πολύ κοντά στην Αρχαία και τη Ρωμαϊκή Αγορά των Αθηνών, που χρησίμευε ως πολιτιστικό κέντρο κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα, με πρότυπο ανάλογα αυτοκρατορικά συγκροτήματα της Ρώμης και της Μ. Ασίας και γενικώς της Ανατολικής Μεσογείου.

Στο συγκρότημα αυτό υπήρχαν παλαίστρα, κήποι, μια μεγάλη δεξαμενή και στην ανατολική πλευρά του ένα οικοδόμημα με αίθουσες και αναγνωστήριο στο κέντρο του. Ο Παυσανίας, κάνοντας λόγο για το μνημείο αυτό, αναφέρει: «Ο Αδριανός οικοδόμησε και άλλα κτίρια στην Αθήνα (…) το πιο ονομαστό είναι εκατό κίονες από μάρμαρο της Φρυγίας (…) υπάρχουν εδώ αίθουσες με οροφή επίχρυση και με λίθο αλάβαστρο, στολισμένες και με αγάλματα και ζωγραφιές (…) στις αίθουσες αυτές βρίσκονται μέσα βιβλία» (Ι, 18, 9).

Η βιβλιοθήκη αυτή άφησε το όνομά της στο όλο συγκρότημα, που καταστράφηκε το 267 από τους Έρουλους και ξανακτίστηκε ύστερα από περίπου εκατό χρόνια, στις αρχές του 5ου αιώνα, με τη φροντίδα του έπαρχου του Ιλλυρικού Ερκούλιου. Στη θέση της δεξαμενής, στο κέντρο του συγκροτήματος, εμπρός από τον χώρο της ίδιας της βιβλιοθήκης, κατασκευάστηκε τότε ένα τετράκογχο οικοδόμημα, το οποίο ο Ιωάννης Τραυλός το 1986, έπειτα από τις ανασκαφές του 1980, είχε χαρακτηρίσει ως κοσμικό οικοδόμημα. Το αίθριο, όμως, στη δυτική πλευρά του κτιρίου και η ύπαρξη συνθρόνου στην ανατολική αψίδα του ανέτρεψαν την προηγούμενη άποψη, συνηγορώντας στην ύπαρξη στον χώρο χριστιανικής εκκλησίας.

Ο ναός, του οποίου διακρίνεται με ευκρίνεια η θεμελίωση, χρονολογείται πιθανώς στο β’ τέταρτο του 5ου αι., δεδομένης της μορφής του μωσαϊκού του δαπέδου σε σχέση με παρόμοια μωσαϊκά άλλων μνημείων στην Αθήνα εκείνης της εποχής. Έχει διαστάσεις 39×39 μ. και η ανατολική κόγχη είχε μεγαλύτερη ακτίνα από τις άλλες τρεις. Το πρότυπό του πρέπει να αναζητηθεί στη Βασιλεύουσα, άποψη που επιτρέπει να καταγραφεί ως αυτοκρατορικό ίδρυμα.

Ο ναός, του οποίου διακρίνεται με ευκρίνεια η θεμελίωση, χρονολογείται πιθανώς στο β’ τέταρτο του 5ου αιώνα

Πολλοί ειδικοί έχουν εκφράσει την άποψη ότι ο ναός στον χώρο της Βιβλιοθήκης του Αδριανού κτίστηκε με χορηγία της αυτοκράτειρας Ευδοκίας, που γεννήθηκε στην Αθήνα, ήταν κόρη του ειδωλολάτρη σοφιστή Λεοντίου, αδελφή του Γεσσίου (που αναδείχθηκε έπαρχος του Ιλλυρικού) και ονομαζόταν αρχικά Αθηναΐς. Αφού βρέθηκε σε συγγενείς στην Κωνσταντινούπολη, οδηγήθηκε στο Ιερό Παλάτιο. Εκεί συνάντησε τη μεγάλη αδελφή του αυτοκράτορα Θεοδόσιου του Β’, Πουλχερία, η οποία ανακάλυψε στο πρόσωπό της την αντάξια γυναίκα για τον βασιλιά. Εκείνη δέχθηκε να βαπτισθεί Χριστιανή. Έκτοτε ονομάσθηκε Ευδοκία. Πανέμορφη, πανέξυπνη, πολύ καλλιεργημένη, είχε μεγάλη ευχέρεια στην ομιλία. Ο ιστορικός Μαλάλας διηγείται κάπως έτσι το περιστατικό: «Βρήκα μια νεαρή πολύ όμορφη, καθαρή, με ωραίο παράστημα, καλλιεργημένη, Ελληνίδα, παρθένα, κόρη φιλοσόφου. Εκείνος, όταν το άκουσε, σαν νέος που ήταν, με έξαψη ενδιαφέρθηκε και έστειλε τον βοηθό και φίλο του Παυλίνο και ζήτησε από την αδελφή του, με κάποιο πρόσχημα, να οδηγήσει την Αθηναΐδα, που την είπαν Ευδοκία, στο θάλαμό της, για να τη δει μαζί με τον Παυλίνο πίσω από την κουρτίνα. Έτσι κι έγινε. Την είδε και την ερωτεύτηκε και τη θαύμασε και ο Παυλίνος. Την κράτησε, λοιπόν, και τη βάπτισε Χριστιανή, επειδή ήταν εθνική, και τη μετονόμασε Ευδοκία. Τη νυμφεύθηκε με γάμους βασιλικούς και απέκτησε μαζί της μία θυγατέρα, την Ευδοξία».

Η Ευδοκία έλαμψε στο ανακτορικό στερέωμα για πολύ καιρό. Δυναμική όσο και η Πουλχερία, φιλόδοξες και οι δύο, από διαφορετικό περιβάλλον όμως και με άλλη παράδοση και άλλα ενδιαφέροντα. Χριστιανές, αλλά με μαθητεία και στην ελληνική αρχαιότητα η αυτοκράτειρα. Όταν ταξίδεψε στα Ιεροσόλυμα η Ευδοκία, το 437 ή 438, στάθμευσε στην Αντιόχεια και μίλησε στον λαό. Τότε λένε πως θυμήθηκε τον στίχο του Ομήρου «υμετέρης γενεής τε και αίματος εύχομαι είναι», εννοώντας τις εκεί πόλεις που είχαν ιδρύσει Έλληνες. Αναφέρεται ότι στην Αντιόχεια στήθηκε χάλκινο άγαλμα προς τιμήν της.

Στην ιστορία των Γραμμάτων η Ευδοκία έμεινε ως ποιήτρια ομηρόκεντρων ποιημάτων, δηλαδή ποιημάτων που απαρτίζονται κυρίως από λέξεις και φράσεις από τα ομηρικά έπη. Σώθηκαν ορισμένα ποιήματα του είδους με θρησκευτικό περιεχόμενο και έμμετρος βίος του αγίου Κυπριανού. Ο ιερός Φώτιος αναφέρει ότι σε ομηρικούς στίχους μετέφρασε μερικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, κατά τη συνήθεια της εποχής. Στην παιδεία της Ευδοκίας οφείλεται η ίδρυση του Πανδιδακτηρίου το 425 στην Κωνσταντινούπολη και η κωδικοποίηση της αυτοκρατορικής νομοθεσίας. Με απόφαση του Θεοδοσίου Β’, δεν καταργήθηκε η ιδιωτική εκπαίδευση, κάτι που αποφεύγουν να θυμηθούν οι εχθρικά διακείμενοι προς τους Χριστιανούς, αλλά προσέφερε δημόσια εκπαίδευση ανώτατου επιπέδου. Στο Πανδιδακτήριο υπήρχαν τριάντα μία έδρες, από τις οποίες δέκα για την ελληνική και δέκα για τη λατινική γραμματική, πέντε για την ελληνική και τρεις για τη λατινική ρητορική, μία για τη φιλοσοφία και δύο για το δίκαιο.

Είναι πιθανόν η Ευδοκία να θέλησε να οικοδομήσει επιβλητική εκκλησία στην πατρίδα της, σε τόσο καίριο και ιστορικό σημείο, για να αποτελέσει κόσμημά της αλλά και για να υποδείξει στους συμπατριώτες της ότι η επίσημη θρησκεία του κράτους είναι ο Χριστιανισμός, ιδρύοντας ταυτόχρονα και τον πρώτο «καθεδρικό» ναό της Αθήνας…

Κατά τη διάρκεια του 6ου αι. ο ναός αυτός μετατράπηκε σε τρίκλιτη βασιλική και στην ίδια θέση κατά τον 12ο αι. οικοδομήθηκε παρεκκλήσιο, ίσως εκείνο που αργότερα ονομάστηκε «Μεγάλη Παναγιά». Σύμφωνα με την παράδοση, είχε εκεί εναποτεθεί εικόνα της Παναγίας την οποία είχε φιλοτεχνήσει ο Ευαγγελιστής Λουκάς και φυλασσόταν στον Παρθενώνα. Η βασιλική αυτή χρησιμοποιήθηκε για ένα διάστημα ως αποθήκη αρχαιολογικών ευρημάτων και διατηρήθηκε έως το 1884, οπότε καταστράφηκε από φωτιά.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ